Περίληψη
Το αρχικό ερώτημα της παρούσας διατριβής, που εξυπηρετεί ως αφορμή για την διερεύνηση του προβλήματος από διαφορετικό πρίσμα απ' ό,τι γινόταν μέχρι τώρα, αφορά το αντικείμενο της μέτρησης: ΤΙ είναι αυτό που πραγματικά αξιολογούμε στις προφορικές εξετάσεις γλωσσομάθειας; Ως αντικείμενο της μέτρησης θεωρείται μέχρι σήμερα η παραγωγή του υποψηφίου. Βάσει εμπειρικών δεδομένων μπορεί κανείς να παρατηρήσει, ότι η «παραγωγή του υποψηφίου» ως εννοιολογική κατασκευή (Konstrukt) φέρει δυσκολίες και ασάφειες ως προς τον προσδιορισμό της και την αξιολόγησή της με τη χρήση αντίστοιχων επικοινωνιακών κριτηρίων. Η παραπάνω διαπίστωση, σε σχέση με το γεγονός ότι οι κυρίαρχες κοινωνικές συνθήκες καθορίζουν ως στόχο της εκμάθησης ξένων γλωσσών περισσότερο την επιτυχημένη πιστοποίηση των γνώσεων παρά την εξέλιξη και καλλιέργεια της επικοινωνιακής ικανότητας και ότι η έρευνα στον τομέα της Ξενόγλωσσης Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης είναι στραμμένη περισσότερο προς την ποσοτικοποίηση, οδηγεί στο ακόλουθο συμπέρ ...
Το αρχικό ερώτημα της παρούσας διατριβής, που εξυπηρετεί ως αφορμή για την διερεύνηση του προβλήματος από διαφορετικό πρίσμα απ' ό,τι γινόταν μέχρι τώρα, αφορά το αντικείμενο της μέτρησης: ΤΙ είναι αυτό που πραγματικά αξιολογούμε στις προφορικές εξετάσεις γλωσσομάθειας; Ως αντικείμενο της μέτρησης θεωρείται μέχρι σήμερα η παραγωγή του υποψηφίου. Βάσει εμπειρικών δεδομένων μπορεί κανείς να παρατηρήσει, ότι η «παραγωγή του υποψηφίου» ως εννοιολογική κατασκευή (Konstrukt) φέρει δυσκολίες και ασάφειες ως προς τον προσδιορισμό της και την αξιολόγησή της με τη χρήση αντίστοιχων επικοινωνιακών κριτηρίων. Η παραπάνω διαπίστωση, σε σχέση με το γεγονός ότι οι κυρίαρχες κοινωνικές συνθήκες καθορίζουν ως στόχο της εκμάθησης ξένων γλωσσών περισσότερο την επιτυχημένη πιστοποίηση των γνώσεων παρά την εξέλιξη και καλλιέργεια της επικοινωνιακής ικανότητας και ότι η έρευνα στον τομέα της Ξενόγλωσσης Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης είναι στραμμένη περισσότερο προς την ποσοτικοποίηση, οδηγεί στο ακόλουθο συμπέρασμα: Όσον αφορά τον διαδραστικό χαρακτήρα μιας προφορικής εξέτασης γλωσσομάθειας, η παραγωγή του υποψηφίου ως αντικείμενο της μέτρησης είναι περιοριστική. Αρχικά, για την διερεύνηση του αρχικού ερωτήματος «ΤΙ αξιολογούμε στις προφορικές εξετάσεις γλωσσομάθειας;» διατυπώθηκαν υποθέσεις, οι οποίες εξετάζουν όλες τις διαστάσεις του ερωτήματος τόσο σε κοινωνικό όσο και σε επίπεδο αξιολόγησης και μέτρησης. Μετά από ενδελεχή εξέταση μπορεί να διατυπωθεί ξεκάθαρα, ότι η επικρατέστερη υπόθεση αφορά την φύση του αντικειμένου μέτρησης per se: Ο παραγόμενος λόγος του υποψηφίου αντικατοπτρίζει μόνο μερικώς τις διαδικασίες γλωσσικής αλληλεπίδρασης, που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια μιας προφορικής εξέτασης. Αν λοιπόν αξιολογούμε την επίδοση του υποψηφίου με βάση αποκλειστικά την παραγωγή του, τότε εκλείπει ο παράγοντας της αλληλεπιδραστικότητας ή διαλογικότητας (Interaktivität) (στην περίπτωση των προφορικών γλωσσικών εξετάσεων ο παράγοντας της επιρροής των εκφωνημάτων (Äußerungen) του εξεταστή ή/ και του κατασκευαστή τεστ ως "κρυφού" ομιλητή καθώς και της επιρροής του υλικού της εξέτασης). Η παραπάνω παρατήρηση αντανακλά σημαντικά ερωτήματα σχετικά με την εννοιολογική εγκυρότητα (Konstruktvalidität) ενός γλωσσικού τεστ. Εκτός αυτού, η έλλειψη αυτή συμβάλλει στην διατήρηση της σύγκρισης μεταξύ μητρικού και μη μητρικού ομιλητή, που επηρεάζει τόσο την διδασκαλία και την εκμάθηση όσο και την αξιολόγηση των ξένων γλωσσών, υπό την έννοια ότι συχνά έρχονται στην επιφάνεια φωνές ενάντια στην χρήση μη μητρικών εξεταστών στα πλαίσια προφορικών εξετάσεων. Η παρούσα διατριβή επικεντρώνεται στην διερεύνηση της φύσης της προφορικής εξέτασης ως προφορικής διαπολιτισμικής διάδρασης και επιδιώκει να αναδείξει τις δυναμικές μεταξύ εξεταστή (ως μητρικού και μη μητρικού ομιλητή) - εξεταζόμενου - κατασκευαστή εξέτασης/ υλικού εξέτασης. Αυτή η προοπτική μας προσδίδει μια ολιστικότερη ματιά στο ΤΙ συμβαίνει κατά τη διάρκεια μιας προφορικής εξέτασης γλωσσομάθειας, που με τη σειρά του καθορίζει το ΤΙ αξιολογείται. Σε αυτήν την προοπτική βασίζεται η αρχική σχεδίαση των ερωτημάτων της έρευνας, τα οποία χωρίζονται στους εξής άξονες: (i) Την διερεύνηση προφορικών εξετάσεων γλωσσομάθειας σε Γ επίπεδο (Γ1&Γ2 του ΚΕΠΑ) ως διαπολιτισμικές διαδράσεις στο πλαίσιο ενός οργανισμού (Institution) και συνεπώς ως πεδίο εμφάνισης της συμβολικής ικανότητας (symbolische Kompetenz, Kramsch 2006, Kramsch/Whiteside 2008, Kramsch 2011), (ii) την ανάλυση ενός σώματος δεδομένων προφορικών εξετάσεων και τον ορισμό βάσει αυτού συγκεκριμένων διαλογικών φαινομένων, που στοιχειοθετούν την συμβολική ικανότητα και (iii) την ερμηνεία των φαινομένων αυτών βάσει αρχών ενός οικογλωσσολογικού πεδίου. Η φύση της προφορικής εξέτασης γλωσσομάθειας ως προφορική διαπολιτισμική διάδραση δικαιολογεί επιστημονικά την επιλογή μιας θεωρητικής προσέγγισης, όπως την συμβολική ικανότητα, βάσει της οποίας μπορεί να εξετάσει κανείς σε βάθος την περίπλοκη σχέση μεταξύ «Παραγόμενου (από τον ομιλητή)/ Αντιλαμβανόμενου (από τον ακροατή) - διαδραστικής γλωσσικής δράσης - παραγόμενων κοινωνικών δυναμικών σε micro και macro επίπεδο» στο πλαίσιο ενός διαπολιτισμικού περιβάλλοντος, όπως είναι η προφορική εξέταση γλωσσομάθειας.Η συμβολική ικανότητα συμβάλει σημαντικά στην ανάδειξη διαλογικών φαινομένων, αφού βάσει των τριών παραμέτρων της, της συμβολικής αναπαράστασης (symbolische Repräsentation), της συμβολικής δράσης (symbolisches Handeln) και της συμβολικής εξουσίας (symbolische Macht) (Kramsch 2011) συμβάλει στην κατηγοριοποίηση τους, και μάλιστα σύμφωνα με οικογλωσσολογικά κριτήρια ερμηνείας, δηλαδή σύμφωνα με όλες εκείνες τις αλληλεπιδρούσες κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικές, εθνογραφικές, δημογραφικές, ιστορικές, αισθητικές, διαδραστικές, ψυχολογικές, γνωσιακές κλπ. παραμέτρους. Μια οικογλωσσολογική προσέγγιση των προφορικών δεδομένων και ως εξής και των κυρίαρχων διαλογικών φαινομένων, που αναδείχθηκαν μέσα από την ανάλυση των δεδομένων και μπορούν να κατηγοριοποιηθούν βάσει της συμβολικής ικανότητας, μας επιτρέπουν να ορίσουμε εκ νέου την κατασκευή «ξενόγλωσση προφορική ικανότητα», δηλ. την αξιολογική κατασκευή «Προφορικός Λόγος» και κατά συνέπεια να ορίσουμε ολιστικότερα το ΤΙ αξιολογούμε.Με στόχο την απάντηση των ερευνητικών ερωτημάτων ακολουθήθηκαν ποσοτικές μέθοδοι ανάλυσης και ερμηνείας: Από ένα σώμα βιντεοσκοπημένων προσομοιώσεων προφορικών εξετάσεων γλωσσομάθειας σε Γ επίπεδο στη μορφή της εξέτασης του Κρατικού Πιστοποιητικού Γλωσσομάθειας (ΚΠγ), οι οποίες διεξήχθησαν σε δύο ισοδύναμες ομάδες (πειραματική και ομάδα ελέγχου) και αποτελούνταν αντίστοιχα από έναν εξεταστή Γερμανικής μητρικής γλώσσας/ καταγωγής με έξι Έλληνες υποψηφίους και έναν εξεταστή Ελληνικής μητρικής γλώσσας/ καταγωγής με έξι Έλληνες υποψηφίους, εξήχθησαν προφορικά δεδομένα, τα οποία απομαγνητοφωνήθηκαν και σχολιάστηκαν σε παρτιτούρα με τη βοήθεια του προγράμματος EXMARaLDA, και αναλύθηκαν με βάση την μεθοδολογική προσέγγιση της Ανάλυσης Συνομιλίας (Konversationsanalyse). Τα ευρήματα της ανάλυσης ανέδειξαν, μέσα από τα προφορικά δεδομένα, συγκεκριμένα διαλογικά φαινόμενα, όπως η μεταφορικότητα (Metaphorizität), η ιστορικότητα (Historizität), η υποκειμενικότητα (Subjektivität) και τα μη λεκτικά και πάρα-λεκτικά στοιχεία της ενσωμάτωσης (Verkörperung), τα οποία κατηγοριοποιήθηκαν με βάση την κάθε παράμετρο της συμβολικής ικανότητας. Η ερμηνεία των φαινομένων αυτών έγινε βάσει οικογνωσσολογικών αρχών, πράγμα που ενίσχυσε την υπάρχουσα, ελλιπώς τεκμηριωμένη συσχέτιση μεταξύ προφορικών διαπολιτισμικών διαδράσεων στο πλαίσιο ενός οργανισμού (κοινωνικής εξουσίας), όπως οι ερευνηθείσες εξετάσεις, και της γνωσιακής, συνομιλητικής, αφηγηματικής, διαπολιτισμικής και κοινωνιοπολιτικής πλευράς της χρήσης της γλώσσας.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The primary question of this dissertation concerns the subject of measurement: WHAT is really being evaluated in oral foreign language examinations? This question explores the problem from a different angle from what has been done so far. The candidate's oral production is still considered as the subject of standardized measurement in the field of foreign language assessment. Based on empirical data, one can observe that "Candidate Oral Production", as a construct, brings with it a number of difficulties and inconsistencies with regard to the exact definition of its nature. The same applies to its evaluation with the use of corresponding communicative criteria. In connection with the fact that the dominant social conditions promote a successful certification rather than the development of communicative competence, as the goal of foreign language learning, and the fact that research in the field of Educational and Foreign Language Assessment is aimed more towards quantification, the abo ...
The primary question of this dissertation concerns the subject of measurement: WHAT is really being evaluated in oral foreign language examinations? This question explores the problem from a different angle from what has been done so far. The candidate's oral production is still considered as the subject of standardized measurement in the field of foreign language assessment. Based on empirical data, one can observe that "Candidate Oral Production", as a construct, brings with it a number of difficulties and inconsistencies with regard to the exact definition of its nature. The same applies to its evaluation with the use of corresponding communicative criteria. In connection with the fact that the dominant social conditions promote a successful certification rather than the development of communicative competence, as the goal of foreign language learning, and the fact that research in the field of Educational and Foreign Language Assessment is aimed more towards quantification, the above finding leads to the following conclusion: due to the interactive nature of the oral foreign language examination, the construct "Candidate Production", as the subject of measurement, is limiting. Firstly, in order to answer the initial question of "WHAT is being evaluated in oral language examinations", I formed hypotheses that relate to all the variables relevant to the problem on a social as well as on a level of evaluation and measurement. My conclusion is that the most likely hypothesis concerns the nature of the measurement subject per se: "Candidate Production" only partially reflects the processes of linguistic interaction that take place during an oral examination. So, if we evaluate the candidate’s performance solely based on his production then the parameter of interactivity/ dialogicity is rather ignored. In the case of oral foreign language examinations, this corresponds to the overlooking of the influence of the examiner’s utterances, or those of the test designer as a "projected" interlocutor, as well as the influence of the test material. The above observation reflects critical questions about the construct validity of a language test. Furthermore, the said omission also contributes to maintaining the comparison between native and non-native speaker that influences not only learning and teaching, but also assessing foreign languages, in the sense that voices are often heard against the involvement of non-native examiners. The thesis focuses on researching the nature of oral examinations as oral intercultural interactions and aims to bring out the dynamics between examiner (native and non-native), examinee and test/ item designer. This perspective provides a more holistic view of WHAT may be unfolding during an oral foreign language exam, which, in turn, defines WHAT is being evaluated and measured. The discussed perspective was critical for designing the research questions. These are divided in the following categories: i.The research of oral foreign language exams at C (CEFR C1&C2) level as institutional intercultural interactions and thus as a field for the emergence of symbolic competence (Kramsch 2006, Kramsch/Whiteside 2008, Kramsch 2011), ii. The analysis of an oral data corpus of foreign language examinations and the determination of specific dialogical phenomena that constitute symbolic competence, and iii.The interpretation of these phenomena based on ecolinguistic principles. Researching the nature of oral foreign language exams as oral intercultural interactions justifies, the adoption of a theoretical notion, such as symbolic competence. Based on this, one can research in depth the complex relationship between examinee output, examiner input, linguistic interaction and generated social micro- and macro-dynamics within the context of an intercultural environment, as the oral foreign language exam is defined in this dissertation.The implementation of all three facets of symbolic competence, that is symbolic representation, symbolic action and symbolic power (Kramsch 2011), contributed significantly to the accentuation, analysis and broad classification of dialogical phenomena. Moreover, the interpretation of the analyzed phenomena was based upon an ecolinguistic approach. This means, that the emerging phenomena were interpreted in accordance with all interacting social, political, ethnographic, demographic, cultural, historical, aesthetic, psychological, cognitive etc. variables. Therefore, we conclude that an ecolinguistic approach to oral data and to the dominant dialogical phenomena allowed us to redefine the construct "Oral Foreign Language Competence", that is the evaluation construct "Oral Production". In consequence, WHAT is being assessed is holistically redefined.In order to address the research questions, qualitative research methods were chosen. A corpus of six recorded simulations of oral foreign language examinations at C-level on the format of the Greek State Certificate for Foreign Language Proficiency (KPG) was compiled. The simulations were divided into two equivalent groups, an experimental and a control group, with the independent variable being the interculturality factor. The groups consisted of a German examiner (L1/C1 German) and six Greek examinees, and a Greek examiner (L1/C1 Greek) and six Greek examinees, respectively. The oral data were transcribed and annotated using the EXMARaLDA Partitur-Editor. The discourse data were analyzed based on the principles of institutional Conversation Analysis (CA). The findings showed that specific dialogical phenomena, such as emerging metaphoricities, historicities, subjectivities and instances of embodiment in form of nonverbal and paralinguistic elements were categorized according to all three facets of symbolic competence. The interpretation of the above phenomena followed the principles of the ecolinguistic, which, in turns, strengthened the existing, poorly substantiated relationship between oral institutional intercultural interactions (such as the analyzed examinations), and the cognitive, conversational, narrative, intercultural and sociopolitical use of language.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Die Frage, die die Problematik der vorliegenden Dissertation bildete und den Anlass zur näheren Forschung gab, ist die Frage nach dem WAS der Messung: WAS wird in mündlichen Sprachprüfungen gemessen? Der nach üblicher Praxis festgelegene Gegenstand der Messung, nämlich die Kandidatenproduktion, ist oft - basierend auf empirische Beobachtung - anhand der jeweils vorgeschriebenen kommunikativen Kriterien nur ungenau verstanden und dadurch auch schwer zu evaluieren. Betrachtet man die obige Feststellung hervorgehend aus oder zusammenhängend mit der Tatsache, dass die herrschenden sozialen Bedingungen die Testergebnisse statt die fremdsprachliche kommunikative Fähigkeit als Ziel des Fremdsprachenlernens bestimmen und dass die Evaluationsforschung den Fokus vielmehr auf Quantifizierung bzw. quantifizierbare Konstrukte legt, dann kann man leicht dazu gelangen, dass die Kandidatenproduktion als Gegenstand der Messung eher limitierend für die interaktionelle Natur einer mündlichen Sprachprüfun ...
Die Frage, die die Problematik der vorliegenden Dissertation bildete und den Anlass zur näheren Forschung gab, ist die Frage nach dem WAS der Messung: WAS wird in mündlichen Sprachprüfungen gemessen? Der nach üblicher Praxis festgelegene Gegenstand der Messung, nämlich die Kandidatenproduktion, ist oft - basierend auf empirische Beobachtung - anhand der jeweils vorgeschriebenen kommunikativen Kriterien nur ungenau verstanden und dadurch auch schwer zu evaluieren. Betrachtet man die obige Feststellung hervorgehend aus oder zusammenhängend mit der Tatsache, dass die herrschenden sozialen Bedingungen die Testergebnisse statt die fremdsprachliche kommunikative Fähigkeit als Ziel des Fremdsprachenlernens bestimmen und dass die Evaluationsforschung den Fokus vielmehr auf Quantifizierung bzw. quantifizierbare Konstrukte legt, dann kann man leicht dazu gelangen, dass die Kandidatenproduktion als Gegenstand der Messung eher limitierend für die interaktionelle Natur einer mündlichen Sprachprüfung ist. Zur näheren Erforschung der Ausgangsfrage „WAS wird in mündlichen Sprachprüfungen evaluiert?“ wurden Hypothesen formuliert, die sowohl sozial- als auch messungsorientiert sind. Nach eingehender Überprüfung beruht sich die zutreffendste Hypothese auf die Natur des Messungsgegenstands: Die vom Prüfling produzierten Äußerungen spiegeln nur teilweise wider, was während einer Prüfungsinteraktion passiert. Wird nur anhand des Konstrukts „Kandidatenproduktion“ evaluiert, dann wird der Aspekt der Interaktivität, in diesem Fall der Einfluss der Prüferäußerungen sowie der vom Testentwickler gestalteten Materialien, auf die Kandidatenproduktion vernachlässigt. Die obige Beobachtung reflektiert wichtige Fragen bezüglich der Konstruktvalidität eines jeweiligen Sprachtests. Außerdem unterstützt dies die Herausforderung „Muttersprachler/ Nicht-Muttersprachler“, die sowohl das Lehren und Lernen von Fremdsprachen als auch die Evaluation beeinflusst, und zwar in dem Sinne, dass oft Stimmen gegen einem nicht-muttersprachlichen Prüfer auftauchen. Die vorliegende Dissertation legt also den Schwerpunkt auf die Natur des Prüfungsgesprächs als mündliche interkulturelle Interaktion und versucht, die Dynamiken zwischen (muttersprachlichem/ nicht-muttersprachlichem) Prüfer - Prüfling - Prüfungsmaterial bzw. Testentwickler näher zu untersuchen. Diese Perspektive verleiht uns einen holistischeren Blick darauf, WAS während einer mündlichen Sprachprüfung passiert, das wiederum genau das prägt, WAS genau evaluiert wird. Auf dieser Perspektive basiert die erste Skizzierung der Forschungsfragen, die sich an folgenden Achsen orientieren: (i) Die Erforschung mündlicher Sprachprüfungen auf C-Niveau (C1 & C2 nach dem GERfS) als interkulturelle institutionelle Interaktionen und daher als Erscheinungsfeld symbolischer Kompetenz, (ii) die Analyse eines mündlichen Korpus von Sprachprüfungen und die Festlegung der sich daraus ergebenen diskursiven Indizien symbolischer Kompetenz und (ii) die Interpretation derjenigen Indizien anhand von ökolinguistischen Prinzipien. Die Natur des Prüfungsgesprächs als mündliche interkulturelle Interaktion rechtfertigt die grundlegende Entscheidung für ein theoretisches Konzept, das das komplexe Verhältnis „Geäußertes/ Wahrgenommenes - interaktionelles sprachliches Handeln - erzeugte (mikro-/ makro-) soziale Dynamiken“ innerhalb eines interkulturellen Rahmens zerlegen könnte, nämlich das Konzept der symbolischen Kompetenz (Kramsch 2006, Kramsch/ Whiteside 2008, Kramsch 2011). Symbolische Kompetenz trägt in allen ihren Zügen erheblich zur Hervorhebung wichtiger diskursiver Phänomene bei, da anhand ihrer drei Facetten, nämlich symbolischer Repräsentation, symbolisches Handeln und symbolischer Macht, ihrer Kategorisierung dient, und zwar gemäß ökolinguistischen Prinzipien, d.h. gemäß aller in Wechselwirkung stehenden sozialen, politischen, kulturellen, ethnographischen, demographischen, historischen, ästhetischen, interaktionellen, psychologischen, kognitiven usw. Parameter. Eine ökolinguistische Annäherung der mündlichen Daten und daher der herrschenden diskursiven Phänomene, die sich an eine oder mehrere Facetten symbolischer Kompetenz anpassen, erlaubt uns also eine holistischere Neubestimmung des Konstrukts „fremdsprachliche mündliche Fertigkeit“ bzw. „Mündlicher Ausdruck“ und schließlich eine Neubestimmung dessen, WAS evaluiert wird. Um die angesprochenen Forschungsfragen zu beantworten, wurde qualitativ vorgegangen: Aus einem Korpus von aufgenommenen Simulationen mündlicher Sprachprüfungen auf C-Niveau im Format der KPg-Prüfung, die in zwei Gruppen (Experimental- und Kontrollgruppe) von je einem Prüfer deutscher und griechischer Herkunft und sechs Prüflingen griechischer Herkunft gestaltet wurden, wurden mündliche Daten erhoben, mithilfe des EXMARaLDA-Software transkribiert und annotiert und anhand der Prinzipien der Konversationsanalyse in der Mikro-Ebene analysiert. Aus den Befunden der Analyse wurden bestimmte diskursive Phänomene hervorgehoben, wie Metaphorizitäten, Historizitäten, Subjektivitäten, nonverbale sowie paraverbale Indizien der Verkörperung usw., die schließlich gemäß den Facetten symbolischer Kompetenz grob kategorisiert wurden. Die Interpretation der von der Analyse hervorgehobenen Phänomene wurde dann anhand ökolinguistischer Prinzipien angenähert, was den wenig erforschten Bezug zwischen mündlichen institutionellen interkulturellen Interaktionen, wie die untersuchten Sprachprüfungen, und den kognitiven, konversationellen bzw. handlungsorientierten, narrativen, interkulturellen und soziopolitischen Ebenen des Sprachgebrauchs stärkte.
περισσότερα