Περίληψη
Η ενσωμάτωση των ιστορικών καταλοίπων της βιομηχανίας στην πολιτιστική κληρονομιά αποτελεί ζήτημα μόλις μερικών δεκαετιών. Η αλλαγή αντίληψης για το συμβολισμό και τη σημασία τηςβιομηχανικής κληρονομιάς, από απειλή στο ιστορικό τοπίο, σε ένα ιστορικό αγαθό εξαιρετικής σημασίας, συντελέστηκε σε μια εποχή μαζικών κοινωνικών, πολιτιστικών και οικονομικώνανακατατάξεων. Οι εκτεταμένες αυτές εξελίξεις αναδιαμόρφωσαν τόσο τη θεωρία όσο και την πρακτική της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς. Από τη δεκαετία του 1970, άρχισαν να αναπτύσσονται και να υιοθετούνται σταδιακά νέες προσεγγίσεις διατήρησης οι οποίες εφαρμόστηκαν παράλληλα με τις υπάρχουσες στρατηγικές προστασίας και αποκατάστασης. Η επανάχρηση εντάχθηκε στη θεματολογία της διατήρησης μνημείων και κέρδισε γρήγορα έδαφος ως στρατηγική που επιτρέπει τόσο τη διατήρηση των αξιών της πολιτιστικής κληρονομιάς όσο και την αειφόρο ανάπτυξη. Η ενσωμάτωση της επανάχρησης, ως εναλλακτικής προσέγγισης διατήρησης, σηματοδότησε μια αξιοσημείωτ ...
Η ενσωμάτωση των ιστορικών καταλοίπων της βιομηχανίας στην πολιτιστική κληρονομιά αποτελεί ζήτημα μόλις μερικών δεκαετιών. Η αλλαγή αντίληψης για το συμβολισμό και τη σημασία τηςβιομηχανικής κληρονομιάς, από απειλή στο ιστορικό τοπίο, σε ένα ιστορικό αγαθό εξαιρετικής σημασίας, συντελέστηκε σε μια εποχή μαζικών κοινωνικών, πολιτιστικών και οικονομικώνανακατατάξεων. Οι εκτεταμένες αυτές εξελίξεις αναδιαμόρφωσαν τόσο τη θεωρία όσο και την πρακτική της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς. Από τη δεκαετία του 1970, άρχισαν να αναπτύσσονται και να υιοθετούνται σταδιακά νέες προσεγγίσεις διατήρησης οι οποίες εφαρμόστηκαν παράλληλα με τις υπάρχουσες στρατηγικές προστασίας και αποκατάστασης. Η επανάχρηση εντάχθηκε στη θεματολογία της διατήρησης μνημείων και κέρδισε γρήγορα έδαφος ως στρατηγική που επιτρέπει τόσο τη διατήρηση των αξιών της πολιτιστικής κληρονομιάς όσο και την αειφόρο ανάπτυξη. Η ενσωμάτωση της επανάχρησης, ως εναλλακτικής προσέγγισης διατήρησης, σηματοδότησε μια αξιοσημείωτη μεταλλαγή στη φροντίδα της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η σύγχρονη αντίληψη διατήρησης έπαψε να επικεντρώνεται στην αποτροπή αλλαγών. Αντ ‘αυτού, τις ασπάστηκε, ακολουθώντας το νέο αξίωμα: «Διαχείριση μεταλλαγών». Το αντικείμενο της έρευνας της παρούσας διατριβής, η οποία εμπίπτει στο επιστημονικό πεδίο της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς αλλά και στα πεδία του αρχιτεκτονικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, είναι η επανάχρηση βιομηχανικής κληρονομιάς σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Παρά την ευρεία εφαρμογή της πρακτικής κατά τον τελευταίο μισό αιώνα, η επανάχρηση της βιομηχανικής κληρονομιάς παραμένει ένα αντικείμενο ιδιαίτερα προκλητικό και εξαιρετικά συγκεχυμένο, αντιμετωπίζοντας εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους. Οι κίνδυνοι αυτοί πηγάζουν από τις συνθήκες της σύγχρονης εποχής, από την υποκειμενικότητα του σύγχρονου πλαισίου διατήρησης, τα εσωτερικά διλήμματα της πρακτικής επανάχρησης καθώς και από τις ιδιαιτερότητες αυτής της ειδικής ομάδας πολιτιστικής κληρονομιάς. Αυτό το εξαιρετικά πολύπλοκο αλλά συναρπαστικό θέμα δεν έχει μελετηθεί συνολικά υπό τις συνθήκες που υπαγορεύει η σύγχρονη εποχή. Μια βαθύτερη και ευρύτερη κατανόηση του θέματος έχει αποκτήσει αυξανόμενη σημασία στον 21ο αιώνα, καθώς αποτελεί το εφαλτήριο για τη βελτίωση της πρακτικής στον συγκεκριμένο τομέα -ένα αίτημα που τονίζεται όλο και περισσότερο από ακαδημαϊκούς και επαγγελματικούς κύκλους. Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι η διερεύνηση των δυνατοτήτων βελτίωσης της επανάχρησης βιομηχανικής κληρονομιάς μέσω του εντοπισμού και της ανάλυσης των στοιχείων που την απαρτίζουν και εκείνων που την επηρεάζουν, υπό το φως του σύγχρονου θεωρητικού πλαισίου διατήρησης, των σημερινών απαιτήσεων σε επίπεδο πρακτικής και των αυξανόμενων προκλήσεων του 21ου αιώνα. Η έρευνα αυτή εξετάζει ένα επίκαιρο ζήτημα, στηριζόμενη στο σύγχρονο θεωρητικό πλαίσιο διατήρησης, αντικρούοντας ξεπερασμένες θεωρητικές έννοιες αλλά και συμβατικές πρακτικές και μεθοδολογικές εφαρμογές. Επιπλέον, επιχειρεί να ρίξει φως σε ένα περίπλοκο θέμα, αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα και τα ανεπίλυτα ζητήματα που επισημαίνονται από την υπάρχουσα βιβλιογραφία πολλαπλών γνωστικών πεδίων. Επανεξετάζει και επαναπροσδιορίζει το υπάρχον αξίωμα «Διαχείριση Αλλαγών», παρέχοντας στην επιστημονική κοινότητα τις ελλείπουσες απαντήσεις για τον τρόπο, τους συντελεστές και τα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να επιτευχθεί αυτό. Βασιζόμενη τόσο στη θεωρία όσο και στην πρακτική σε διεθνές επίπεδο, η έρευνα αυτή δίνει μια συνολική και πολυεπίπεδη άποψη για το υπό έρευνα θέμα, προωθώντας περαιτέρω τον επιστημονικό διάλογο. Πέρα από μια ουσιαστική συνεισφορά στο ακαδημαϊκό γνωστικό πεδίο, πρόθεση αυτής της διδακτορικής έρευνας είναι επίσης να αποτελέσει μία χρήσιμη ερευνητική αναφορά για τα εμπλεκόμενα μέρη που ασχολούνται με την επανάχρηση της βιομηχανικής κληρονομιάς. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, η παρούσα διατριβή παρουσιάζει μια διεθνή ανασκόπηση της φροντίδας της βιομηχανικής κληρονομιάς, επιτρέποντας την μεταφορά γνώσης και εμπειρίας στο αντικείμενο της επανάχρησης από τη μια χώρα στην άλλη. Επιπλέον, προσφέρει έμπνευση και ευαισθητοποίηση μέσω της δημιουργημένης για αυτό το σκοπό ηλεκτρονικής πλατφόρμας «ReIH» (http://reindustrialheritage.eu/projects) και της λεπτομερούς ανάλυσης είκοσι μελετών περίπτωσης καλής πρακτικής στο πεδίο. Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη τα επείγοντα ζητήματα της βιωσιμότητας, των ίσων ευκαιριών και του πολυπαραγοντισμού, προσφέρει καθοδήγηση, αναπτύσσοντας ένα αναγκαίο εναλλακτικό πλαίσιο για τη διατήρηση της βιομηχανικής κληρονομιάς. Αυτό το πλαίσιο έχει δυνατότητες πρακτικής εφαρμογής και μπορεί να συμβάλει σε μια βελτιωμένη, πιο δυναμική, πιο βιώσιμη και πιο δημοκρατική πρακτική, με σεβασμό στις πολύπλευρες αξίες της πολιτιστικής κληρονομιάς. Το κύριο ερευνητικό ερώτημα της διδακτορικής διατριβής είναι το παρακάτω: Πώς μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα και, ενδεχομένως, να βελτιωθεί η πρακτική της επανάχρησης της βιομηχανικής κληρονομιάς σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μέσω της εις βάθους εξέτασης των στοιχείων που την επηρεάζουν; Προκειμένου να απαντηθεί το παραπάνω ερώτημα με τεκμηριωμένο τρόπο, απαιτήθηκε η διαμόρφωση μίας συνδυασμένης μεθοδολογικής προσέγγισης, η οποία περιλαμβάνει την έρευνα περιπτώσεων, την ιστορική έρευνα και την ποιοτική έρευνα. Το πεδίο εφαρμογής της προσέγγισης αυτής περιλαμβάνει τέσσερις χαρακτηριστικές περιπτώσεις του πρώην «Δυτικού» μπλοκ. Ειδικότερα, η έρευνα επικεντρώνεται στις εξελίξεις που αφορούν τη φροντίδα της βιομηχανικής κληρονομιάς και την επανάχρησή της σε χώρες-πρωτοπόρους, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, σε χώρες-ακόλουθους όπως η Ολλανδία και σε περιφερειακές με υστέρηση στη συγκεκριμένη περίπτωση χώρες όπως η Ισπανία και η Ελλάδα. Σε καθεμία από τις χώρες αυτές επιλέχθηκαν και διερευνήθηκαν ενδελεχώς 5 περιπτώσεις μελέτης καλής πρακτικής επανάχρησης βιομηχανικής κληρονομιάς, από έναν εκτεταμένο κατάλογο 214 περιπτώσεων. Το πλήρες φάσμα των περιπτώσεων που εξετάστηκαν παρουσιάζεται στην ηλεκτρονική πλατφόρμα «ReIH», που αναπτύχθηκε από τη συγγραφέα της διατριβής. Δεδομένου του ευρέος πεδίου της έρευνας και του μεγάλου όγκου πληροφορίας, η διατριβή αυτή δομείται σε δύο ενότητες με τους αντίστοιχους τόμους. Ο Τόμος 1 εισάγει το ερευνητικό θέμα και περιγράφει την προβληματική της διατριβής, αναλύει το θεωρητικό πλαίσιο του εξεταζόμενου θέματος, παρουσιάζει τη μεθοδολογία της έρευνας, αναπτύσσει την ακαδημαϊκή ανάλυση και προσφέρει τελικά τα αποτελέσματα της έρευνας. Ο Τόμος 2 παρουσιάζει την ανάλυση και αξιολόγηση των 20 επιλεγμένων περιπτώσεων μελέτης καλής πρακτικής, αποτελώντας επίσης το υπόβαθρο για την ακαδημαϊκή ανάλυση που αναπτύσσεται στον Τόμο 1. Τα αποτελέσματα αυτής της διδακτορικής έρευνας δίνουν μια σαφή εικόνα της σημερινής κατάστασης και των προκλήσεων που αφορούν τη φροντίδα και επανάχρηση της βιομηχανικής κληρονομιάς. Επιπλέον, αποκαλύπτουν τα στοιχεία που επηρεάζουν την πρακτική επανάχρησης της βιομηχανικής κληρονομιάς. Αυτά συγκροτούν το Δίκτυο2 των Παραγόντων, αποτελούμενο από τα αλληλοσχετιζόμενα Δίκτυα Ενδογενών Χαρακτηριστικών και Εξωγενών Συνθηκών, το Δίκτυο των Εμπλεκόμενων Μερών αλλά και το Δίκτυο των Συνιστωσών της επανάχρησης της βιομηχανικής κληρονομιάς. Το κύριο εύρημα της διατριβής είναι ότι η βελτίωση της πρακτικής της επανάχρησης της βιομηχανικής κληρονομιάς εξαρτάται από τον εντοπισμό των εξαρτήσεων και των τριβών μεταξύ των στοιχείων επιρροής της και από την εξισορρόπηση τους. Κύριο αποτέλεσμα της διατριβής αποτελεί η ανάπτυξη ενός πλαισίου που μπορεί να καθοδηγήσει αυτό το περίπλοκο αλλά συναρπαστικό εγχείρημα.Εξετάζοντας εις βάθος την έννοια της Διαχείρισης Μεταλλαγών (Control Shift) -μια επανερμηνεία του σύγχρονου αξιώματος της διατήρησης- υποστηρίζεται ότι η σύγχρονη πρακτική επανάχρησης οφείλει να ερμηνεύει και να αποδέχεται σταθερές, να αντιλαμβάνεται τις δυναμικές μεταβλητές και να βασίζεται στην κατανόηση των συνδυασμένων αποτελεσμάτων τους, παίρνοντας τεκμηριωμένες αποφάσεις για τη διαμόρφωση των συνιστωσών επανάχρησης, θέτοντας όρια και διατηρώντας την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ τους.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The legacy of industrialisation counts only a few decades of being accepted as cultural heritage. The change of perceptions over its connotation and significance, from a menace to historiclandscapes to an outstanding historical resource, took place in an era of massive socio-cultural and economic upheavals. Those far-reaching developments reshaped both the theory and the practice of heritage conservation. Since the 1970s, new conservation approaches started emerging and being employed, next to the long established strategies of preservation and restoration. Adaptive reuse was included in the repertoire of conservation and quickly gained ground, as a strategy which allowed both the preservation of heritage values and sustainable development. The incorporation of adaptive reuse as an alternative conservation approach marked a noteworthy shift in heritage care. Contemporary conservation seized aiming at the prevention of change. Instead, it embraced it, following the new axiom: ‘Managing ...
The legacy of industrialisation counts only a few decades of being accepted as cultural heritage. The change of perceptions over its connotation and significance, from a menace to historiclandscapes to an outstanding historical resource, took place in an era of massive socio-cultural and economic upheavals. Those far-reaching developments reshaped both the theory and the practice of heritage conservation. Since the 1970s, new conservation approaches started emerging and being employed, next to the long established strategies of preservation and restoration. Adaptive reuse was included in the repertoire of conservation and quickly gained ground, as a strategy which allowed both the preservation of heritage values and sustainable development. The incorporation of adaptive reuse as an alternative conservation approach marked a noteworthy shift in heritage care. Contemporary conservation seized aiming at the prevention of change. Instead, it embraced it, following the new axiom: ‘Managing change’. This dissertation, positioned in the crossroads of the heritage conservation, architectural and spatial planning fields, focuses on Industrial Heritage Reuse practice in Europe. Despite widely employed in the last half century, Industrial Heritage Reuse still remains particularly challenging and highly confusing, hiding internal and external risks. Those resonate from the conditions of present times, the ambiguities of the contemporary framework of conservation, the embedded dilemmas of the Reuse practice as well as from the particularities of this special heritage group. This vastly complex yet fascinating topic has not yet been studied holistically under the circumstances dictated by the contemporary era. A deeper and broader understanding of the practice has assumed greater urgency in the 21st century, as it is the stepping stone for the enhancement of the practice -a demand that is increasingly stressed by academic and professional circles. The aim of this dissertation is to explore the potential of enhancement of the Industrial Heritage Reuse through the identification and analysis of its influencing Aspects, under the light of the contemporary theoretical conservation concepts, the current demands of the field of practice and the rising challenges of the 21st century context. This research addresses a topical issue, drawing from the concepts of the contemporary theory of conservation, challenging outdated theoretical notions and conventional practical and methodological applications. Furthermore, it sheds light to a hazy and confusing subject, addressing the tensions and the unresolved issues, highlighted by the existing literature on multiple disciplines. It revisits and reinterprets the standing axiom ‘Managing Change’, providing the scientific community with missing answers on the way, the Actors and the criteria based on which this can be achieved. Drawing upon both theory and practice on an international level, this inquiry gives a holistic and multileveled view on the subject under investigation, stimulating further thought and debate. Apart from extending the academic body of knowledge, the intention of this doctoral research is also to become a useful springboard for the practitioners that engage with Industrial Heritage Reuse. In order to achieve that, this dissertation presents an international and retrospective review of Industrial Heritage care, allowing experience drawn from one country to inform approaches on safeguarding via Reuse on other countries. Furthermore, it offers inspiration and raises awareness through the ‘ReIH’ online knowledge platform (http://reindustrialheritage.eu/projects) and the analysis of twenty cases studies of best practice. Lastly, taking into account the pressing issues of sustainability, equality and multilateralism, it offers guidance, providing a much needed alternative framework for the conservation of Industrial Heritage. This framework is capable of practical implementation and can contribute to an enhanced, more responsive, more sustainable, more inclusive, more value-driven and more holistic practice. The Main Research Question (M.R.Q.) of this doctoral research is: How can the European Industrial Heritage Reuse practice be better understood, and possibly enhanced, through the close examination of the Aspects influencing it? Finding a well-substantiated answer to this question has required the formulation of a mixed method research design, combining case study research, historical research and qualitative interviews. This research design has been applied to a geographical scope extending in Western Europe. In specific, the research focuses on the developments pertaining to Industrial Heritage care and Reuse in countries forerunners, such as the United Kingdom; countries followers, such as the Netherlands and countries latecomers such as Spain and Greece. In each of those countries 5 Industrial Heritage Reuse cases of best practice have been selected and investigated in detail, out of an extensive list of the 214 case studies reviewed. The full range of cases reviewed is presented in the online knowledge platform ‘ReIH’, developed by the author. Due to the wide scope of the research, this dissertation is divided in two Volumes. Volume 1 introduces the research problem and explains the rationale of the thesis; it provides the theoretical framework of the subject under investigation; it presents the research methodology; it develops the academic analysis and it finally offers the products of the research. Volume 2 presents the analysis and evaluation of the 20 selected case studies of best practice, serving also as a basis of information for the academic analysis presented in Volume 1.The results of this doctoral research highlight the current stage and the standing challenges pertaining to Industrial Heritage care and Reuse. Furthermore, they shed light to the Aspects affecting Industrial Heritage Reuse practice. Those include the Net2 of Factors comprising the intertwined Nets of Endogenous Attributes and Exogenous Conditions, the Net of influencing Actors and the Components of Industrial Heritage Reuse. The main finding of this thesis is that the enhancement of Industrial Heritage Reuse practice relies on the identification of the dependencies and tensions between the influencing Aspects of the practice and on the establishment of a balance among them. A framework that can guide this perplexing yet exciting venture is offered as the main result of the thesis. Reflecting on the concept of ‘Control shift’ -the reinterpretation of the axiom ‘Managing change’- it is suggested that the contemporary Reuse practice is about interpreting and accepting constants, grasping dynamic variables and based on the comprehension of their combined effect, taking informed decisions for the formulation of the Reuse Components, setting boundaries and maintaining a balance between them.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
De nalatenschap van de industrialisatie is pas sinds enkele decennia geaccepteerd als cultureel erfgoed. De verandering in de perceptie van de connotatie en betekenis – [verschuivend] van een bedreiging van historische landschappen tot een uitzonderlijke bron van historische kennis – vond plaats in een periode van enorme sociaal-culturele en economische omwentelingen. Deze verstrekkende ontwikkelingen hebben zowel de theorie als de praktijk van de monumentenzorg ingrijpend veranderd. Sinds de jaren zeventig van de twintigste eeuw ontwikkelden zich, naast de reeds bestaande strategieën voor behoud en herstel, nieuwe benaderingen van instandhouding. Aangepast hergebruik (adaptive reuse) werd opgenomen in het repertoire van erfgoedbehoud en won al snel terrein als strategie die zowel het behoud van erfgoedwaarden als duurzame ontwikkelingen mogelijk maakte. De opname van herbestemming als een alternatieve benadering van instandhouding markeerde een opmerkelijke verschuiving (shift) in de ...
De nalatenschap van de industrialisatie is pas sinds enkele decennia geaccepteerd als cultureel erfgoed. De verandering in de perceptie van de connotatie en betekenis – [verschuivend] van een bedreiging van historische landschappen tot een uitzonderlijke bron van historische kennis – vond plaats in een periode van enorme sociaal-culturele en economische omwentelingen. Deze verstrekkende ontwikkelingen hebben zowel de theorie als de praktijk van de monumentenzorg ingrijpend veranderd. Sinds de jaren zeventig van de twintigste eeuw ontwikkelden zich, naast de reeds bestaande strategieën voor behoud en herstel, nieuwe benaderingen van instandhouding. Aangepast hergebruik (adaptive reuse) werd opgenomen in het repertoire van erfgoedbehoud en won al snel terrein als strategie die zowel het behoud van erfgoedwaarden als duurzame ontwikkelingen mogelijk maakte. De opname van herbestemming als een alternatieve benadering van instandhouding markeerde een opmerkelijke verschuiving (shift) in de monumentenzorg. De eigentijds instandhouding legde zich niet langer toe op het voorkomen van veranderingen. In plaats daarvan werden veranderingen omarmd, onder het nieuwe motto: managing change (beheer de verandering).
Dit proefschrift, gepositioneerd op het kruispunt van monumentenzorg, architectuur en ruimtelijke ordening, richt zich in het bijzonder op het hergebruik van industrieel erfgoed in Europa. Hoewel het herbestemmen van industrieel erfgoed wijd verbreid is in de afgelopen halve eeuw, blijft het nog steeds een bijzondere uitdaging. Het proces is moeilijk te doorgronden omdat het gepaard gaat met grote interne en externe risico’s. Die weerspiegelen zowel de huidige omstandigheden, de dubbelzinnigheden van het hedendaagse instandhoudingskader en de ingebedde dilemma’s van de herbestemmingspraktijk als de specifieke kenmerken van deze bijzondere erfgoedcategorie. Dit enorm complexe maar fascinerende onderwerp is nog niet holistisch bestudeerd onder de omstandigheden die door het huidige tijdperk worden voorgeschreven. Een diepgaander en breder begrip van de praktijk heeft een grotere urgentie gekregen in de 21ste eeuw, omdat dit de springplank is naar verbetering van de praktijk – een vraag die steeds meer benadrukt wordt in academische en professionele kringen. Het doel van dit proefschrift is om het potentieel van verbetering van het hergebruik van industrieel erfgoed te verkennen door de aspecten die hierop van invloed zijn te identificeren en te analyseren. Dit gebeurt in het licht van de hedendaagse theoretische conserveringsconcepten, de huidige eisen vanuit het werkveld (de praktijk) en de toenemende uitdagingen van de 21e-eeuwse context. Dit onderzoek richt zich op een actueel vraagstuk, gebaseerd op de huidige opvattingen in de theorievorming over instandhouding van erfgoed. Het neemt een kritische houding aan ten aanzien van de verouderde theoretische begripsvorming en de conventionele praktische en methodologische toepassingen. Bovendien werpt het licht op een mistig en verwarrend onderwerp en behandelt het de spanningen en de onopgeloste problemen die in de bestaande literatuur voor meerdere disciplines aan de orde worden gesteld. Het bestaande axioma ‘Managing Change’ wordt herzien en geherinterpreteerd. De wetenschappelijke gemeenschap krijgt ontbrekende antwoorden over de manier, de actoren en de criteria op basis waarvan deze verandering (shift) kan worden bereikt. Gebaseerd op zowel theorie als praktijk op internationaal niveau, geeft dit onderzoek een holistische en gelaagde kijk op het betreffende onderwerp en stimuleert het tot verder nadenken en debat. Naast het uitbreiden van de academische kennis, is het doel van deze dissertatie om bruikbare handvaten te bieden aan instanties en personen die zich in de praktijk bezighouden met het hergebruik van industrieel erfgoed. Om dit te bereiken, presenteert dit proefschrift een internationale en retrospectieve beoordeling van de zorg voor industrieel erfgoed, waardoor de ervaring die in een land is opgedaan, informatie kan verschaffen over benaderingen voor veiligstelling via hergebruik in andere landen. Bovendien biedt het inspiratie en creëert het bewustwording door middel van het ‘ReIH’ online ennisplatform (http://reindustrialheritage.eu/projects) en door de analyse van twintig casestudy’s van best practice. Ten slotte biedt het, rekening houdend met de urgente kwesties als duurzaamheid, gelijkheid en multilateralisme, houvast en biedt het een broodnodig alternatief kader voor het behoud van industrieel erfgoed. Dit raamwerk is praktisch toepasbaar en kan bijdragen aan een verbeterde, responsievere, duurzamere, inclusievere, meer waardegedreven en een meer holistische praktijk. De hoofdonderzoeksvraag van deze dissertatie is: Hoe kan de Europese praktijk van herbestemming van industrieel erfgoed beter worden begrepen en mogelijkerwijs worden verbeterd, door het nauwkeurig onderzoeken en in beeld brengen van de aspecten die hierop van invloed zijn? Het vinden van een goed onderbouwd antwoord op deze vraag, vereiste de formulering van een gemengde onderzoeksmethodiek, waarbij de case study-onderzoek, historisch onderzoek en kwalitative interviews zijn gecombineerd. Deze onderzoeksaanpak is toegepast op een geografisch gebied dat zich binnen West-Europa bevindt. Specifiek richt het onderzoek zich op de ontwikkelingen met betrekking tot de industriële erfgoedzorg en herbestemming in vooroplopende landen zoals het Verenigd Koninkrijk; landen die als volgers worden gezien zoals Nederland, en landen die daar achteraan lopen, zoals Spanje en Griekenland. In elk van deze landen zijn vijf voorbeeldprojecten (best practice) van industrieel hergebruik geselecteerd en in detail onderzocht, nadat ze zijn geselecteerd uit een uitgebreide lijst van 214 geïnventariseerde casestudy’s. Het volledige scala van beoordeelde cases wordt gepresenteerd en ontsloten in het door de auteur ontwikkelde online kennisplatform ‘ReIH’. Vanwege de brede reikwijdte van het onderzoek is dit proefschrift verdeeld in twee delen. Deel 1 introduceert de probleemstelling van het onderzoek en legt de beweegredenen van het proefschrift uit. Het behandelt het theoretische kader van het te onderzoeken onderwerp; het presenteert de onderzoeksmethodologie; het ontwikkelt de academische analyse en biedt tenslotte de resultaten en de conclusies van het onderzoek. Deel 2 presenteert de analyse en de evaluatie van de twintig geselecteerde voorbeeldprojecten van ‘best practice’, die ook dienen als een basis van informatie voor de academische analyse die in Deel 1 wordt gepresenteerd. De resultaten van dit promotieonderzoek belichten de huidige situatie en de aanhoudende uitdagingen die zich voordoen bij de zorg voor en het hergebruik van industrieel erfgoed. Bovendien werpen ze licht op de aspecten die van invloed zijn op de praktijk van herbestemming van industrieel erfgoed. Deze omvatten het Net2 van Factoren die de met elkaar verweven Netten van Endogene Attributen en Exogene Voorwaarden, alsook het Net van beïnvloedende Actoren en de Componenten van hergebruik van industrieel erfgoed. De belangrijkste conclusie van dit proefschrift is het inzicht dat de verbetering van de herbestemmingspraktijk van industrieel erfgoed afhankelijk is van de identificatie van de onderlinge afhankelijkheden en spanningen tussen de beïnvloedende aspecten in de praktijk en van de totstandbrenging van een evenwicht daartussen. Als voornaamste resultaat van dit proefschrift wordt een raamwerk aangeboden, dat richting kan geven aan deze ingewikkelde maar uitdagende onderneming. Reflecterend op het concept van ‘Control Shift’ – de herinterpretatie van het motto ‘Managing Change’ – wordt gesuggereerd dat de hedendaagse herbestemmingpraktijk gaat over het interpreteren en accepteren van constanten, het begrijpen van de dynamische variabelen en, gebaseerd op het begrip van hun gecombineerde effect, het nemen van weloverwogen beslissingen voor de formulering van de Herbestemmings Componenten, het stellen van grenzen en het bewaren van een evenwicht daartussen.
περισσότερα