Περίληψη
Εισαγωγή:Η συνδυαστική επίδραση διατροφικών συνηθειών και συμπεριφορών του τρόπου ζωής σε γλυκαιμικούς δείκτες σχετικούς με τον κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 (ΣΔ2) σε υγιείς ενήλικες, οι οποίοι όμως διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο, παραμένει ασαφής.Σκοπός:Η διερεύνηση διατροφικών συνηθειών και συμπεριφορών του τρόπου ζωής σε σχέση με δείκτες γλυκαιμικού ελέγχου (γλυκόζη νηστείας, ινσουλίνη νηστείας) και ευαισθησίας στην ινσουλίνη (HOMA-IR) σε δείγμα ενηλίκων υψηλού κινδύνου για εμφάνιση ΣΔ2 με τη χρήση πολυμεταβλητών μοντέλων, λαμβάνοντας υπόψη κοινωνικοδημογραφικά και ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά, τόσο κατά την συγχρονική φάση, καθώς και μετά από παρέμβαση στον τρόπο ζωής, με σκοπό την ανάδειξη των συνηθειών και συμπεριφορών εκείνων, οι οποίες συσχετίζονται με βελτιωμένα επίπεδα γλυκαιμικών δεικτών. Επιπλέον σκοπός αποτελεί η διερεύνηση των χαρακτηριστικών των συμμετεχόντων που ωφελήθηκαν περισσότερο από την παρέμβαση με βάσει την βελτίωση σε ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά ...
Εισαγωγή:Η συνδυαστική επίδραση διατροφικών συνηθειών και συμπεριφορών του τρόπου ζωής σε γλυκαιμικούς δείκτες σχετικούς με τον κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 (ΣΔ2) σε υγιείς ενήλικες, οι οποίοι όμως διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο, παραμένει ασαφής.Σκοπός:Η διερεύνηση διατροφικών συνηθειών και συμπεριφορών του τρόπου ζωής σε σχέση με δείκτες γλυκαιμικού ελέγχου (γλυκόζη νηστείας, ινσουλίνη νηστείας) και ευαισθησίας στην ινσουλίνη (HOMA-IR) σε δείγμα ενηλίκων υψηλού κινδύνου για εμφάνιση ΣΔ2 με τη χρήση πολυμεταβλητών μοντέλων, λαμβάνοντας υπόψη κοινωνικοδημογραφικά και ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά, τόσο κατά την συγχρονική φάση, καθώς και μετά από παρέμβαση στον τρόπο ζωής, με σκοπό την ανάδειξη των συνηθειών και συμπεριφορών εκείνων, οι οποίες συσχετίζονται με βελτιωμένα επίπεδα γλυκαιμικών δεικτών. Επιπλέον σκοπός αποτελεί η διερεύνηση των χαρακτηριστικών των συμμετεχόντων που ωφελήθηκαν περισσότερο από την παρέμβαση με βάσει την βελτίωση σε ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά και δείκτες γλυκαιμικού ελέγχου.Μεθοδολογία:Η παρούσα εργασία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της διετούς μελέτης παρέμβασης Feel4Diabetes, η οποία είχε ως στόχο την προώθηση του υγιεινού τρόπου ζωής για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας και των μεταβολικών παραγόντων κινδύνου, που σχετίζονται με την παχυσαρκία, με στόχο την πρόληψη του διαβήτη τύπου 2 (ΣΔ2) μεταξύ των οικογενειών, οι οποίες βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο, βάσει του Finnish Diabetes Risk Score. Το δείγμα κατά τη συγχρονική φάση αποτελούνταν από Ν=2816 ενήλικες από οικογένειες υψηλού κινδύνου και προέρχονταν από 6 Ευρωπαϊκές χώρες. Συλλέχθηκαν ετησίως ανθρωπομετρικοί, ορμονικοί και βιοχημικοί δείκτες, δημογραφικά δεδομένα, στοιχεία αναφορικά με την συνήθη διατροφική πρόσληψη και συμπεριφορές του τρόπου ζωής. Οι δείκτες γλυκαιμικού ελέγχου συσχετίστηκαν τόσο κατά την έναρξη της μελέτης, όσο και διαχρονικά με τις διατροφικές συνήθειες σε μοντέλα, σταθμίζοντας για συμπεριφορές του τρόπου ζωής,ανθρωπομετρικά και κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά. Στις συγχρονικές αναλύσεις εφαρμόστηκαν μοντέλα παλινδρόμησης, στις διαχρονικές αναλύσεις, μοντέλα γενικευμένων εξισώσεων εκτίμησης (GEE) και για την εξαγωγή των διατροφικών προτύπων εφαρμόστηκε η ανάλυση κυρίων συνιστωσών (PCA). Για τον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών των συμμετεχόντων που ωφελήθηκαν περισσότερο, δημιουργήθηκε η μεταβλητή των «συμμετεχόντων που ωφελήθηκαν» με βάσει βελτίωση >5% στους εξεταζόμενους δείκτες και έγινε χρήση πολυπαραγοντικής λογιστικής παλινδρόμισης.Αποτελέσματα:Η συστηματική κατανάλωση πρωινού (>3 φορές/εβδομάδα) φαίνεται να συσχετίζεται με βελτιωμένα επίπεδα γλυκαιμικών δεικτών, τόσο κατά τη συγχρονική φάση, όσο και διαχρονικά. Η διαχρονική ανάλυση έδειξε ότι η ευεργετική επίδραση της αυξημένης κατανάλωσης πρωινού στη γλυκόζη νηστείας ήταν ανεξάρτητη από την ηλικία, το ΔΜΣ ή την περιφέρεια μέσης, το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο (SES), τον καθιστικό χρόνο ή τη φυσική δραστηριότητα. Αντίθετα, η επίδραση της συχνότητας κατανάλωσης πρωινού στην ινσουλίνη νηστείας και τον δείκτη ΗΟΜΑ-IR στους άνδρες φαίνεται ότι εξαρτιόνταν από την ποιότητα της διατροφής και την φυσική δραστηριότητα. Στα συνδυαστικά μοντέλα, η συχνότητα κατανάλωσης πρωινού δρούσε ως τροποποιητής της επίδρασης της συχνότητας γευμάτων στην σχέση της με τους γλυκαιμικούς δείκτες, αποτελώντας ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα. Επίσης, το διατροφικό μοντέλο με 3-4 γευματικά επεισόδια ημερησίως, συμπεριλαμβανομένης της καθημερινής κατανάλωσης πρωινού, είχε την μεγαλύτερη μείωση στη γλυκόζη νηστείας, ενώ πάνω από 4 γευματικά επεισόδια ημερησίως και καθημερινή κατανάλωση πρωινού εμφάνιζε την μεγαλύτερη μείωση στην ινσουλίνη νηστείας. Ο δείκτης HOMAIR εξαρτιόνταν μόνο από την κατανάλωση πρωινού. Στην παρούσα μελέτη, προέκυψαν 7 διατροφικοί παράγοντες, που εξηγούσαν το 50.6% της συνολικής διακύμανσης της διατροφικής πρόσληψης κατά τη συγχρονική φάση, 8 παράγοντες (56.50%) στο 1ο follow up και 7 παράγοντες (56.67%) στο 2ο follow up. Τα κοινά διατροφικά πρότυπα περιλάμβαναν: το «υγιεινό», των «σνακ», των «ζωικών πρωτεϊνών», του «ψωμιού ολικής», των «απλών σακχάρων», της «δίαιτας» και του «αλκοόλ». Ανεξάρτητα από το φύλο, την ηλικία, τον ΔΜΣ ή την περιφέρεια μέσης, το SES, τη φυσική δραστηριότητα ή την καθιστική ζωή, την κατανάλωση πρωινού και την συχνότητα γευμάτων, υψηλότερα σκορ στο διατροφικό πρότυπο των «ζωικών πρωτεϊνών», του «ψωμιού ολικής» και της «δίαιτας» φαίνεται ότι σχετίζονταν με βελτιωμένους γλυκαιμικούς δείκτες. Στην παρούσα παρέμβαση φαίνεται ότι οι άνδρες, οι νεότεροι ενήλικες (<40 ετών) και συμμετέχοντες από χώρες χαμηλού εισοδήματος και χώρες υψηλού εισοδήματος υπό μέτρα λιτότητας ήταν πιο πιθανόν να εμφανίσουν βελτίωση σε ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά και δείκτες γλυκαιμικού ελέγχου.Συμπεράσματα:Σε αυτή τη μελέτη παρέμβασης, η καθημερινή κατανάλωση πρωινού και μια μέτρια συχνότητα γευμάτων συσχετίστηκε με βελτιωμένα επίπεδα γλυκαιμικών δεικτών, ενώ η υψηλή προσκόλληση σε ένα διατροφικό πρότυπο το οποίο χαρακτηριζόταν από αυξημένη κατανάλωση ζωικών πρωτεϊνών, ανεπεξέργαστων δημητριακών και γαλακτοκομικών χαμηλών λιπαρών και χαμηλή πρόσληψη επεξεργασμένων υδατανθράκων, απλών σακχάρων, γαλακτοκομικών με πλήρη λιπαρά και αλκοόλ είχε ευεργετική επίδραση στους γλυκαιμικούς δείκτες, ανεξάρτητα από την κατανάλωση πρωινού ή τη συχνότητα γευμάτων.Τα αποτελέσματα των παραπάνω μοντέλων συσχέτισης διατροφικών συνηθειών με δείκτες γλυκαιμικού ελέγχου, λαμβάνοντας υπόψιν το κοινωνικοδημογραφικό προφίλ των ατόμων, τα οποία είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν οφέλη για την υγεία από την εφαρμογή παρεμβάσεων στον τρόπο ζωής, που παρατηρήθηκαν στην παρούσα εργασία, αναδεικνύουν ποιοι είναι οι τροποποιήσιμοι διατροφικοί παράγοντες και οι συνήθειες του τρόπου ζωής, οι οποίοι σχετίζονται με τον κίνδυνο εμφάνισης ΣΔ2, τονίζοντας την ανάγκη προσαρμογής των μελλοντικών παρεμβάσεων και της δημόσιας πολιτικής για την υγεία στα χαρακτηριστικά και τις συμπεριφορές των πληθυσμών-στόχων, προκειμένου να αυξηθεί η αποτελεσματικότητά τους.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Introduction:The combined effect of eating habits and lifestyle behaviors on indices of glycemic control related to the risk of developing type 2 diabetes mellitus (T2D) in healthy adults at high increased risk is not still clear.Aim:Investigation of diet habits and lifestyle behaviors in association to glycemic control markers (fasting glucose, fasting insulin) and insulin sensitivity (HOMA- IR) in a sample of adults at high risk for developing T2D with the use of multivariable models, controlling for socioeconomic characteristics and anthropometric indices, both at the cross-sectional phase, as well as after lifestyle intervention, with the aim to highlight the habits and behaviors that are related to improved levels of glycemic markers. An additional goal was to investigate the characteristics of the participants who benefited most from the lifestyle intervention based on the improvement in anthropometric characteristics and indices of glycemic control.Methodology:This study was par ...
Introduction:The combined effect of eating habits and lifestyle behaviors on indices of glycemic control related to the risk of developing type 2 diabetes mellitus (T2D) in healthy adults at high increased risk is not still clear.Aim:Investigation of diet habits and lifestyle behaviors in association to glycemic control markers (fasting glucose, fasting insulin) and insulin sensitivity (HOMA- IR) in a sample of adults at high risk for developing T2D with the use of multivariable models, controlling for socioeconomic characteristics and anthropometric indices, both at the cross-sectional phase, as well as after lifestyle intervention, with the aim to highlight the habits and behaviors that are related to improved levels of glycemic markers. An additional goal was to investigate the characteristics of the participants who benefited most from the lifestyle intervention based on the improvement in anthropometric characteristics and indices of glycemic control.Methodology:This study was part of the “Feel4Diabetes”- study, a two-year intervention which aimed to promote healthy lifestyle and tackle obesity and obesity-related metabolic risk factors for the prevention of type 2 diabetes (T2D) among families at risk of developing this disease, as they have been identified based on the Finnish Diabetes Risk Score. The sample during the cross-sectional phase consisted of N = 2816 adults from high-risk families across 6 European countries. Anthropometric, hormonal and biochemical indicators, demographic characteristics and data about diet intake and eating habits, as well as other lifestyle behaviors were collected annually. Glycemic control indices were correlated both cross- sectionally and longitudinally with eating habits in multivariable models accounting for lifestyle behaviors, anthropometric and socioeconomic characteristics. Multivariable regression models were applied to the cross-sectional analyses, generalized estimation equations (GEE) models were applied to the longitudinal analyses, and principal component analysis (PCA) was used for the extraction of diet factors. To determine the characteristics of the participants who benefited the most, the variable of "participants who benefited" was created based on >5% improvement in the examined indicators and multivariable logistic regression was used. Results:Regular breakfast intake (> 3 times / week) was associated with improved levels of glycemic indices, both in the cross-sectional analysis and longitudinally. Longitudinal analysis showed that the beneficial effect of breakfast consumption frequency on fasting glucose was independent of age, BMI or waist circumference, socioeconomic status (SES), sedentary time or physical activity. In contrast, the effect of breakfast frequency consumption on fasting insulin and HOMAIR in men was depended on diet quality and physical activity. In the combined models, the breakfast frequency consumption acted as a modifier of the effect of eating frequency on glycemic indices, being an independent prognostic factor. A diet model with 3-4 eating occasions/ day including daily breakfast had the best effect on fasting glucose, while a model with more than 4 meal eating occasions/ day along with breakfast had the best effect on fasting insulin. HOMAIR index depended only on breakfast consumption. In the present study, were extracted 7 diet factors that explained 50.6% of the total variation in diet intake during the cross-sectional phase, 8 factors (56.50%) during the 1st follow up and 7 factors (56.67%) during the 2nd follow up. Common diet factors included: "healthy", "snacks", "animal proteins", "wholemeal bread", "simple sugars", "diet" and "alcohol" factor. Regardless of sex, age, BMI or waist circumference, SES, physical activity or sedentary lifestyle, breakfast intake and meal frequency, higher scores in the "animal protein" factor, “wholemeal bread” factor and "diet" factor were associated with improved levels of glycemic indices. In the present intervention, it appears that men, younger adults (<40 years), and participants from low- income countries and high-income countries under austerity measures were more likely to benefit in indices of glycemic controlConclusions:In this intervention study, daily breakfast consumption and moderate eating frequency were associated with improved levels of glycemic markers, while higher scores in diet factors characterized by increased intake of animal protein, unprocessed cereals and low-fat dairy products, yet low in simple sugars, full fat dairy and alcohol had a beneficial effect on glycemic indices, regardless of breakfast consumption or frequency of meals. The results of the above models observed in the present study, which aim to associate the effect of eating habits on glycemic control indices, taking into account the socio-demographic profile of individuals who are more likely to be benefitted from the implementation of lifestyle interventions, highlight the modifiable eating factors and lifestyle habits, which are related to the risk of developing T2D and emphasize the need to adapt future interventions and public health policy to the characteristics and behaviors of target populations in order to increase their effectiveness.
περισσότερα