Περίληψη
Η παρούσα διατριβή έχει ως στόχο τη μελέτη της ειδητικότητας, μέσω της προφορικής ανάκλησης και περιγραφής ειδητικών εικόνων και της σχεδιαστικής αναπαραγωγής τους. Η ειδητικότητα συνιστά ένα σπάνιο και πολυσύνθετο φαινόμενο, κατά το οποίο το άτομο μπορεί να ανακαλέσει την εικόνα ενός οπτικού ερεθίσματος ως οπτικό βίωμα (ειδητική εξεικόνιση) και να το περιγράψει με ακρίβεια και πιστότητα, ακόμα και αν έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την παρατήρησή του. Το ζήτημα της ειδητικότητας έχει απασχολήσει τους ερευνητές από τις αρχές του 20ού αιώνα και έχει αποτελέσει πεδίο έντονων αντιπαραθέσεων, αφενός λόγω της σπανιότητας του φαινομένου και αφετέρου λόγω της ιδιαίτερης φύσης του, των ιδιαίτερων γνωρισμάτων και του τρόπου σχηματισμού μιας ειδητικής εικόνας σε σύγκριση με άλλες μορφές οπτικών εικόνων όπως είναι το μετείκασμα, η νοερή εικόνα και η μνημονική εικόνα. Έχει εξεταστεί ποικιλοτρόπως μέσα από κλινικές και εργαστηριακές μελέτες καθώς και από τη σκοπιά διαφόρων θεωρητικών προσ ...
Η παρούσα διατριβή έχει ως στόχο τη μελέτη της ειδητικότητας, μέσω της προφορικής ανάκλησης και περιγραφής ειδητικών εικόνων και της σχεδιαστικής αναπαραγωγής τους. Η ειδητικότητα συνιστά ένα σπάνιο και πολυσύνθετο φαινόμενο, κατά το οποίο το άτομο μπορεί να ανακαλέσει την εικόνα ενός οπτικού ερεθίσματος ως οπτικό βίωμα (ειδητική εξεικόνιση) και να το περιγράψει με ακρίβεια και πιστότητα, ακόμα και αν έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την παρατήρησή του. Το ζήτημα της ειδητικότητας έχει απασχολήσει τους ερευνητές από τις αρχές του 20ού αιώνα και έχει αποτελέσει πεδίο έντονων αντιπαραθέσεων, αφενός λόγω της σπανιότητας του φαινομένου και αφετέρου λόγω της ιδιαίτερης φύσης του, των ιδιαίτερων γνωρισμάτων και του τρόπου σχηματισμού μιας ειδητικής εικόνας σε σύγκριση με άλλες μορφές οπτικών εικόνων όπως είναι το μετείκασμα, η νοερή εικόνα και η μνημονική εικόνα. Έχει εξεταστεί ποικιλοτρόπως μέσα από κλινικές και εργαστηριακές μελέτες καθώς και από τη σκοπιά διαφόρων θεωρητικών προσεγγίσεων. Η συντριπτική πλειονότητα των μελετών στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην προφορική ανάκληση της ειδητικής εικόνας. Η έννοια της ειδητικότητας, διαχρονικά, έχει συνδεθεί με το σπάνιο είδος μνήμης, την ειδητική μνήμη. Η ειδητική μνήμη δεν έχει μελετηθεί εκτενώς στο γενικό πληθυσμό, παρά μόνο σε σπάνιες ολιγομελείς ομάδες ατόμων. Σύμφωνα με την διεθνή βιβλιογραφική επισκόπηση, η ειδητική μνήμη έχει συσχετιστεί και με την οπτική μνήμη ατόμων με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (Δ.Α.Φ.). Τα αυτιστικά άτομα που παρουσιάζουν ανεπτυγμένες δεξιότητες στη ζωγραφική, με παραγωγή υψηλής ποιότητας ρεαλιστικών σχεδίων, ονομάζονται «αυτιστικοί καλλιτέχνες». Οι μελέτες, όμως που εξετάζουν συστηματικά τα σχεδιαστικά έργα των «αυτιστικών καλλιτεχνών» και διερευνούν την οπτική μνήμη τους μέσω της ζωγραφικής δεν εστιάζουν στις διαδικασίες προφορικής ανάκλησης των οπτικών ερεθισμάτων. Η παρούσα έρευνα ακολουθεί ποιοτική μεθοδολογική προσέγγιση και επιλέχθηκε για να επιτρέψει την εις βάθος και πολυεπίπεδη μελέτη των διαδικασιών που συνδέονται με την ειδητική μνήμη. Λαμβάνοντας υπόψη τη σπανιότητα εμφάνισης του φαινομένου της ειδητικότητας τόσο σε γενικό πληθυσμό παιδιών, όσο και σε πληθυσμό ατόμων με Δ.Α.Φ., η μέθοδος που επιλέχθηκε για τη μελέτη της ειδητικής μνήμης είναι η μελέτη περίπτωσης παιδιού με Δ.Α.Φ., μέσω της προφορικής ανάκλησης και της σχεδιαστικής αναπαραγωγής σε βάθος χρόνου. Για την επίτευξη του στόχου η έρευνα, υλοποιήθηκε σε τρεις διακριτές φάσεις: Η πιλοτική έρευνα Περιλάμβανε την αξιολόγηση της ειδητικής μνήμης σε δύο παιδιά με Δ.Α.Φ. που διέθεταν πολύ καλή σχεδιαστική ικανότητα («Ιάσονας», 10 ετών και «Δάφνη», 9 ετών) και σε ομάδα ελέγχου 22 παιδιών αντίστοιχης ηλικίας, φύλου και σχολικής φοίτησης εκ των οποίων 12 τυπικής ανάπτυξης και 10 με αυτισμό. Αφού παρατήρησαν έξι (6) εικόνες, κάθε μια ξεχωριστά, για 20 δευτερόλεπτα στη συνέχεια κλήθηκαν να απαντήσουν σε συγκεκριμένες ερωτήσεις που αφορούσαν τις εικόνες. Η Δάφνη δεν ακολούθησε τις οδηγίες και δεν θέλησε να συνεργαστεί με την ερευνήτρια. Ο Ιάσονας απάντησε με επιτυχία σε όλες τις ερωτήσεις και συνεργάστηκε με μεγάλη προθυμία. Η Δάφνη παρέμεινε κατά την Β΄ φάση της έρευνας, καθώς μπορούσε να αναπαράγει σχεδιαστικά, ακόμα και μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, τις εικόνες που είχε παρατηρήσει σε βιβλία και κινούμενα σχέδια. Η διερεύνηση του είδος των ερεθισμάτων και των σχεδιαστικών αναπαραγωγώνΚατά τη διάρκεια αυτής της φάσης, η οποία διήρκησε πάνω από έναν χρόνο, αξιολογήθηκαν οι σχεδιαστικές αναπαραγωγές των δυο παιδιών με Δ.Α.Φ. (Ιάσονας και Δάφνη). Συγκεκριμένα, χορηγήθηκαν μια σειρά από οπτικά ερεθίσματα (εικονογραφημένες εικόνες, κόμικς, τρισδιάστατα αντικείμενα, κινούμενες εικόνες-βίντεο) και λεκτικά ερεθίσματα (αποσπάσματα κειμένων, ποιήματα) στα δυο παιδιά, τα οποία, αφού τα παρατήρησαν για μικρό χρονικό διάστημα, τα αναπαρήγαγαν σχεδιαστικά από μνήμης άμεσα, 1 εβδομάδα, 3 μήνες και 1 χρόνο μετά την παρουσίαση του ερεθίσματος. Εκτιμώντας την ανταπόκριση των δυο παιδιών, αποφασίστηκε να συμμετάσχει μόνο ο Ιάσονας στην κύρια έρευνα. Κύρια έρευνα: μελέτη περίπτωσηςΣτην τρίτη φάση της έρευνας, που αποτελεί την κύρια μελέτη, διερευνήθηκε η ειδητικότητα με την εφαρμογή δύο διακριτών τεχνικών αναπαραγωγής των ειδητικών εικόνων. Η πρώτη βασίζεται στην προφορική ανάκληση οπτικών ερεθισμάτων, ενώ η δεύτερη στη σχεδιαστική αναπαραγωγή τους. Οι ανακλήσεις των οπτικών ερεθισμάτων πραγματοποιήθηκαν: (α) αμέσως μετά την παρατήρηση του οπτικού ερεθίσματος, και (β) μια εβδομάδα αργότερα. Παρουσιάστηκαν τα εξής επτά (7) οπτικά ερεθίσματα:ένα πραγματικό κτίριο, εκ του φυσικού,μια φωτογραφία ενός άγνωστου κτιρίου, δυο πρωτότυπα εικονογραφημένα σχέδια, τα οποία σχεδιάστηκαν από έμπειρη εικονογράφο για τις ανάγκες της παρούσας έρευναςδυο κόμικς το Σύνθετο Σχήματος (Complex Figure) Rey-Osterrieth,Στα οπτικά ερεθίσματα συμπεριλήφθηκε και το έργο αντιγραφής και μνημονικής ανάκλησης του Σύνθετου Σχήματος (Complex Figure) Rey-Osterrieth, το οποίο αξιολογήθηκε μόνο μέσω της σχεδιαστικής αναπαραγωγής, όπως απαιτούν οι οδηγίες της χορήγησης του τεστ. Τα ευρήματα της κύριας μελέτης καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο Ιάσονας διαθέτει εξαιρετική ειδητική αντίληψη και μνήμη, οι οποίες εκφράζονται τόσο μέσω της προφορικής περιγραφής των ερεθισμάτων όσο και μέσω της σχεδιαστικής αναπαραγωγής τους. Αναδείχθηκε, επίσης, η ικανότητα του Ιάσονα για εξεικόνιση καθώς, κατά τη σχεδιαστική αναπαραγωγή μια εβδομάδα μετά ανακαλούσε ταυτόχρονα δύο ειδητικές εικόνες: του αρχικού ερεθίσματος και της πρώτης δικής του σχεδιαστικής αναπαραγωγής, τις οποίες συνέκρινε μεταξύ τους, με αποτέλεσμα οι δεύτερες σχεδιαστικές αναπαραγωγές να εμφανίζονται βελτιωμένες σε σύγκριση με τις αρχικές. Διαπιστώθηκε ότι η ειδητική ικανότητα δεν συνιστά «φωτογραφική μνήμη», αφού στα σχέδια του παιδιού παρατηρήθηκαν ανακατασκευές και μετασχηματισμοί, μικρά σφάλματα ή/και ελλείψεις σε ορισμένες λεπτομέρειες, αλλά και προσθήκες στοιχείων που δεν υπήρχαν στο αρχικό ερέθισμα. Προτείνεται περαιτέρω διερεύνηση της ειδητικής ικανότητας σε παιδιά με Δ.Α.Φ. με στόχο την αξιοποίηση των ευρημάτων για την εκπαίδευση της συγκεκριμένης ομάδας παιδιών, μέ¬σω του σχεδιασμού ειδικά προσαρμοσμένων εκπαιδευτικών παρεμβάσεων.Λέξεις-κλειδιά: Ειδητικότητα, ειδητική μνήμη, ειδητική εικόνα, εξεικόνιση, Δ.Α.Φ., παιδικό σχέδιο, σύνδρομο «savant»
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The present thesis aims at the study of eidetic imagery through (a) the verbal description of eidetic images, and (b) the reproduction of them by drawing. Eidetic imagery is a rare and complex phenomenon by which the subject can recall the image of a visual stimulus as if it were a present optical experience, even after a long time elapses between the exposure to it and its reproduction. Eidetic imagery has retained researchers» interest since the beginning of the 20th century and has been a controversial issue because of its rarity, but also because of its specific nature as it cannot be compared to other forms of visual images, i.e. an after-image, a mental image, or a memory image. It has been studied in laboratory and clinical conditions and by different theoretical approaches. Most studies are based on the verbal description of eidetic imagery. This method is called Picture Elicitation Method in which the subject observes a picture for a short period of time and then reports what ...
The present thesis aims at the study of eidetic imagery through (a) the verbal description of eidetic images, and (b) the reproduction of them by drawing. Eidetic imagery is a rare and complex phenomenon by which the subject can recall the image of a visual stimulus as if it were a present optical experience, even after a long time elapses between the exposure to it and its reproduction. Eidetic imagery has retained researchers» interest since the beginning of the 20th century and has been a controversial issue because of its rarity, but also because of its specific nature as it cannot be compared to other forms of visual images, i.e. an after-image, a mental image, or a memory image. It has been studied in laboratory and clinical conditions and by different theoretical approaches. Most studies are based on the verbal description of eidetic imagery. This method is called Picture Elicitation Method in which the subject observes a picture for a short period of time and then reports what he/she has seen. Due to its rarity, eidetic memory has not been sufficiently studied in the general population. Finally, eidetic imagery has been wrongly equated, even to present day, with the exceptionally good visual memory called «photographic memory». On the other hand, eidetic memory has been related to the visual memory of people with Autism Spectrum Disorder (A.S.D). Some people with ASD have been reported to possess remarkable skills in drawing; They produce high quality realistic sketches and have been called «autistic artist». The present study follows a qualitative methodological approach and is a case study of a child with A.S.D whose eidetic perception and memory was studied both by verbal recall and by the drawing reproduction of different visual images in two instances; one immediately after the exposure to the visual image and one week later. The research was carried out in three distinct stages: (a) a pilot study, (b) an explorative stage regarding the type of stimuli to be presented to the children singled out for studying their eidetic capacities, and (c) the main study. Stage 1. Pilot study Two children with A.S.D. and excellent drawing abilities (Jason, age 10 and Daphne, age 9) were singled out by the author of this thesis at an earlier age. A control group was formed of 22 school children of matching age, sex and educational level. Twelve (12) of these children were of typical development and 10 were already diagnosed with A.S.D. syndrome. Six (6) pictures were shown to each of them and after 20΄΄ secs they were asked to describe them verbally. Daphne could not follow instructions and refused to cooperate. Jason, on the other hand, could describe verbally all the pictures shown to him and was eager to cooperate. It was then decided to study Jason’s excellent eidetic capacity, as a case study. Daphne remained in the study for the second stage of this research as her drawing reproductions of illustrations in children’s books and videos had eidetic characteristics and were reproduced a long time after she had first seen them. Stage 2. Exploration of various types of visual stimuli; reproductions by drawing During this stage of preparation for the main study which lasted more than a year, a series of visual stimuli, i.e. illustrations from children»s books, comics, three dimensional models and videos were presented to Jason and Daphne. Both children, after observing the stimuli for a short time, reproduced them with accuracy by drawing them immediately afterwards, one week, three months and one year later. Stage 3. Case study-JasonThe eidetic ability was studied through two discrete techniques of reproduction of images. One was based on verbal recall of visual stimuli, whereas the second one was based on its reproduction by drawing. The reproductions were realized (a) immediately following the optical exposure, and (b) one week later. For the main study seven (7) visual stimuli were used; One three-dimensional building One photograph of a three- dimensional building Two (2) original illustrated drawings produced by a painter specifically for the purposes of this researchTwo (2) comicsThe Rey-Osterrieth Complex Figure Test. The specific characteristics and the type of imagery were explored and connected to the type and the content of the visual stimuli and to the way they were perceptually explored by Jason. The analysis of data from both the verbal recall and drawing reproductions of all seven stimuli showed that Jason has an excellent eidetic perception and memory. As regards his capacity for imagery, it was found that while Jason reproduced by drawing the different stimuli one week after exposure, he could recall two images at the same time; the image of the original stimulus and the one of his own first drawing. The result was that some of his second drawing reproductions were often better than his first ones. It was also shown that eidetic memory cannot be equated to «photographic memory» since in some reconstructions, small errors and/or omissions of details or additions were sometimes observed in Jason’s drawing reproductions. The findings of this case study of eidetic imagery require further systematic exploration such as a comparison of the way children of typical development with good optical memory perceive, retain and recall optical pictures. This would also allow to explore probable differences in eidetic imagery capacities between children of typical development and children with A.S.D. Furthermore, research of the eidetic capacity with more children with A.S.D. can help educators devise educational programs to help them relate to physical environment. Key words: eidetic, eidetic memory, eidetic imagery, A.S.D., children’s drawings, «savant syndrome»
περισσότερα