Περίληψη
Εισαγωγή: οι διαταραχές σίτισης είναι συχνές στην παιδική ηλικία. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία το 25%-45% των παιδιών τυπικής ανάπτυξης αντιμετωπίζουν προβλήματα σίτισης. Τα παιδιά με παθήσεις του πεπτικού συστήματος θεωρούνται ομάδα υψηλού κινδύνου για εκδήλωση τέτοιων προβλημάτων. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση του επιπολασμού και των χαρακτηριστικών των προβλημάτων σίτισης σε υγιή παιδιά τυπικής ανάπτυξης και σε παιδιά με προβλήματα του πεπτικού συστήματος, ηλικίας 2-7 ετών, στην Ελλάδα. Στα πλαίσια της μελέτης αυτής διερευνήθηκαν παράγοντες που πιθανά σχετίζονται με την εμφάνιση διαταραχών σίτισης στις δύο ομάδες παιδιών, όπως τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των παιδιών και των γονέων, το ιστορικό σίτισης βρεφικής ηλικίας και τα αναπτυξιακά στάδια σίτισης του παιδιού, το περιβάλλον σίτισης και οι γονικές πρακτικές σίτισης. Μέθοδος: μελέτη παρατήρησης χρονικής στιγμής, τύπου ασθενών και μαρτύρων. Μετά την εφαρμογή των κριτηρίων επιλογής και αποκλεισμού στη μελέτη συμπεριλ ...
Εισαγωγή: οι διαταραχές σίτισης είναι συχνές στην παιδική ηλικία. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία το 25%-45% των παιδιών τυπικής ανάπτυξης αντιμετωπίζουν προβλήματα σίτισης. Τα παιδιά με παθήσεις του πεπτικού συστήματος θεωρούνται ομάδα υψηλού κινδύνου για εκδήλωση τέτοιων προβλημάτων. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση του επιπολασμού και των χαρακτηριστικών των προβλημάτων σίτισης σε υγιή παιδιά τυπικής ανάπτυξης και σε παιδιά με προβλήματα του πεπτικού συστήματος, ηλικίας 2-7 ετών, στην Ελλάδα. Στα πλαίσια της μελέτης αυτής διερευνήθηκαν παράγοντες που πιθανά σχετίζονται με την εμφάνιση διαταραχών σίτισης στις δύο ομάδες παιδιών, όπως τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των παιδιών και των γονέων, το ιστορικό σίτισης βρεφικής ηλικίας και τα αναπτυξιακά στάδια σίτισης του παιδιού, το περιβάλλον σίτισης και οι γονικές πρακτικές σίτισης. Μέθοδος: μελέτη παρατήρησης χρονικής στιγμής, τύπου ασθενών και μαρτύρων. Μετά την εφαρμογή των κριτηρίων επιλογής και αποκλεισμού στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν 928 παιδιά (787 στην ομάδα ελέγχου και 141 στην κλινική ομάδα). Για τα παιδιά αυτά συλλέχθηκαν πληροφορίες που αφορούν τα δημογραφικά και ανθρωπομετρικά στοιχεία, τη συμπεριφορά κατά τη σίτιση, το ιατρικό ιστορικό, το ιστορικό σίτισης, το περιβάλλον σίτισης και τις γονικές πρακτικές σίτισης. Αποτελέσματα: Στην ομάδα ελέγχου, το 8,2% των παιδιών είχαν παθολογικό Total Frequency Score (TFS) σκορ (συχνότητα δυσλειτουργικών συμπεριφορών) και το 27,5% είχαν παθολογικό Total Problem Score (TPS) σκορ (αριθμός προβλημάτων που ανέφεραν οι γονείς). Τα παιδιά με παθήσεις του πεπτικού συστήματος εμφάνισαν σημαντικά υψηλότερη συχνότητα προβληματικών συμπεριφορών και σημαντικά υψηλότερο αριθμό συμπεριφορών που οι γονείς θεωρούν πρόβλημα. Συγκεκριμένα, το 18,6% της κλινικής ομάδας είχε παθολογικό TFS σκορ και το 39,5% είχε παθολογικό TPS σκορ. Οι δύο ομάδες διέφεραν σημαντικά ως προς τα χαρακτηριστικά σίτισης των παιδιών. Ωστόσο, οι συμπεριφορές που φαίνονται να απασχολούν συχνότερα τους γονείς είναι κοινές και για τις δύο ομάδες και αφορούν την τροφική νεοφοβία, τη μειωμένη κατανάλωση λαχανικών, τη διαπραγμάτευση και τη χρονοτριβή. Ανάμεσα στις δύο ομάδες διαπιστώθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές σε όλα τα αναπτυξιακά στάδια της σίτισης, σε πολλά χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος σίτισης και σε πολλές γονικές πρακτικές. Συγκεκριμένοι δημογραφικοί παράγοντες, ο χαμηλός ΔΜΣ, η καθυστέρηση στη μετάβαση στις στερεές τροφές, αρκετά χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος σίτισης και σχεδόν όλες οι γονικές πρακτικές, συσχετίστηκαν θετικά με τις διαταραχές σίτισης στην ομάδα ελέγχου. Λιγότερα χαρακτηριστικά συσχετίστηκαν θετικά με τις διαταραχές σίτισης στην κλινική ομάδα. Συμπεράσματα: Η μελέτη κατέδειξε ότι περίπου ένα στα δέκα υγιή παιδιά εκδηλώνει διαταραχές σίτισης, ενώ ένας στους τέσσερις γονείς θεωρούν προβληματική τη σίτιση του παιδιού τους. Σχεδόν διπλάσιο ποσοστό παιδιών με παθήσεις του πεπτικού συστήματος βρέθηκε να αντιμετωπίζει παρόμοια προβλήματα. Τα ευρήματα της μελέτης συμβάλουν στην πρόληψη, πρώιμη ανίχνευση και αξιολόγηση των διαταραχών σίτισης τόσο στα υγιή παιδιά, όπου τα προβλήματα σίτισης συχνά παραβλέπονται ή υποτιμώνται, όσο και στα παιδιά με παθήσεις του πεπτικού συστήματος που αποτελούν ομάδα υψηλού κινδύνου για την εκδήλωση τέτοιων προβλημάτων. Από τα ευρήματα της μελέτης αναδείχτηκαν επίσης σημαντικές πληροφορίες για τους παράγοντες που επιδρούν στη διατροφική συμπεριφορά, παρέχοντας ένα πλαίσιο αναφοράς για πρώιμη παρέμβαση και για το σχεδιασμό όσο το δυνατό πιο στοχευμένων και αποτελεσματικών θεραπευτικών μεθόδων σε παιδιά με διαταραχές σίτισης.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Introduction: feeding disorders are common in early childhood. According to literature, approximately 25–45% of typically developing children are reported to experience some type of feeding difficulties. Children with gastrointestinal diseases face an increased possibility of developing such problems. The aim of this study was to investigate the prevalence and the specific characteristics of feeding problems in healthy, typically developing children and in children with gastrointestinal diseases, aged two to seven years, in Greece. Specific factors that might associate with the presence of feeding problems in both group of children were also explored, such as the demographic characteristics of children and parents, the child’s feeding history and the feeding developmental stages, the feeding environment and the parental feeding practices. Methods: cross-sectional case control study. After applying the inclusion and exclusion criteria 928 children were selected (787 in the control group ...
Introduction: feeding disorders are common in early childhood. According to literature, approximately 25–45% of typically developing children are reported to experience some type of feeding difficulties. Children with gastrointestinal diseases face an increased possibility of developing such problems. The aim of this study was to investigate the prevalence and the specific characteristics of feeding problems in healthy, typically developing children and in children with gastrointestinal diseases, aged two to seven years, in Greece. Specific factors that might associate with the presence of feeding problems in both group of children were also explored, such as the demographic characteristics of children and parents, the child’s feeding history and the feeding developmental stages, the feeding environment and the parental feeding practices. Methods: cross-sectional case control study. After applying the inclusion and exclusion criteria 928 children were selected (787 in the control group and 141 in the cinical group). The demographic and anthropometric characteristics, the feeding behavior, the medical history, the feeding history, the feeding envornment and the parental feeding practices were recorded. Results: In the control group, 8.2% of the children had abnormal Total Frequency Score (TFS) and 27.5% had abnormal Total Problem Score (TPS). Children with gastrointestinal diseases showed more problematic behaviors and significantly higher number of behaviors parents consider as problematic. Specifically, 18.6% of the clinical group had abnormal TFS score and 39.5% had abnormal TPS score. The two groups varied significantly regarding the feeding characteristics of the children. However, behaviors that parents more oftenly perceive as problematic are common in both groups and relate to food neophobia, limited vegetable consumption, negotiation and stalling. Important differences were found between the two groups in the developmental feeding stages, in many features of the feeding environment and in many parental practices. Specific demographic factors, low BMI, delayed transition to solid food, many aspects of the feeding environment and almost all parental practices were positively associated with the feeding disorders in the control group. Fewer factors were positively associated with the feeding disorders in the clinical group. Conclusion: The results of this study point that about one out of ten healthy children experiences feeding disorders whereas in one out of four of the children the feeding behavior is considered to be a significant problem for the parents. Twice as much of children with gastrointestinal diseases is considered to face similar problems. The findings of the study contribute to prevention and early detection and evaluation of feeding disorders, both in healthy children where feeding problems are often overlooked or underestimated and in children with gastrointestinal diseases that form a high-risk group in displaying these kinds of problems. The findings also provide important new information about the factors that affect feeding behavior, offering potential fields for early intervention and for the development of targeted and effective management of feeding problems.
περισσότερα