Περίληψη
Αναμφίβολα, οι σύγχρονες κοινωνίες παρουσιάζουν μια εικόνα μετασχηματισμού και επαναδιαμόρφωσης του πληθυσμιακού μωσαϊκού, με τη μεταβολή των άλλοτε μονοπολιτισμικών κοινωνιών σε πολυπολιτισμικές, κυρίως λόγω της αύξηση της μετανάστευσης και των προσφυγικών ρευμάτων. Ειδικότερα, στις σημερινές πολυπολιτισμικές κοινωνίες, πλείστα παραδείγματα ραγδαίων αλλαγών έχουν άμεσο αντίκτυπο στην πορεία της σύγχρονης σχολικής πραγματικότητας, επηρεάζοντας τον κλάδο της εκπαίδευσης. Η αντανάκλαση της νέας αυτής πραγματικότητας και στον εκπαιδευτικό χώρο, εγείρει ως βασικό προαπαιτούμενο και άμεση επιταγή, την αποδοχή και εξοικείωση με κάθε μορφή ετερότητας (εθνικο-πολιτισμικής, γλωσσικής, θρησκευτικής), με κοινή αφετηρία την ενίσχυση της διαπολιτισμικότητας με σκοπό την ειρηνική συνύπαρξη και συμβίωση.Ειδικότερα, η θέση της θρησκείας στα σύγχρονα εκπαιδευτικά πλαίσια, τα οποία χαρακτηρίζονται από την πολυπολιτισμική πραγματικότητα με τη συνύπαρξη πολλών διαφορετικών κουλτούρων/ πολιτισμών, εθνικοτή ...
Αναμφίβολα, οι σύγχρονες κοινωνίες παρουσιάζουν μια εικόνα μετασχηματισμού και επαναδιαμόρφωσης του πληθυσμιακού μωσαϊκού, με τη μεταβολή των άλλοτε μονοπολιτισμικών κοινωνιών σε πολυπολιτισμικές, κυρίως λόγω της αύξηση της μετανάστευσης και των προσφυγικών ρευμάτων. Ειδικότερα, στις σημερινές πολυπολιτισμικές κοινωνίες, πλείστα παραδείγματα ραγδαίων αλλαγών έχουν άμεσο αντίκτυπο στην πορεία της σύγχρονης σχολικής πραγματικότητας, επηρεάζοντας τον κλάδο της εκπαίδευσης. Η αντανάκλαση της νέας αυτής πραγματικότητας και στον εκπαιδευτικό χώρο, εγείρει ως βασικό προαπαιτούμενο και άμεση επιταγή, την αποδοχή και εξοικείωση με κάθε μορφή ετερότητας (εθνικο-πολιτισμικής, γλωσσικής, θρησκευτικής), με κοινή αφετηρία την ενίσχυση της διαπολιτισμικότητας με σκοπό την ειρηνική συνύπαρξη και συμβίωση.Ειδικότερα, η θέση της θρησκείας στα σύγχρονα εκπαιδευτικά πλαίσια, τα οποία χαρακτηρίζονται από την πολυπολιτισμική πραγματικότητα με τη συνύπαρξη πολλών διαφορετικών κουλτούρων/ πολιτισμών, εθνικοτήτων, γλωσσών και θρησκειών, ανάγεται σε σπουδαίο εκπαιδευτικό ζήτημα και συνιστά πεδίο έρευνας των σύγχρονων κοινωνιών, κυρίως λόγω των διαφωνιών ή/ και των προβλημάτων που εκδηλώνονται στις σχέσεις μεταξύ ετερόθρησκων μαθητών. Δεν είναι λιγοστές οι συνθήκες, στις οποίες μαθητές με μεταναστευτικό ή προσφυγικό υπόβαθρο στέκονται ενεοί και μεκατάπληξη μπροστά στις νέες εκπαιδευτικές εξελίξεις, μην μπορώντας να εξελιχθούν, να προσαρμοστούν στο νέο περιβάλλον ή ακόμη και να ακολουθήσουν τις σύγχρονες επιταγές στη διδασκαλία των γνωστικών αντικειμένων. Ιδιαιτέρως, η κατάσταση αυτή αντικατοπτρίζει τη διδασκαλία του Μαθήματος των Θρησκευτικών (Μ.τ.Θ.) κατά τη διδακτική πράξη, όπου οι θρησκείες των μαθητών με διαφορετικό υπόβαθρο «κλονίζουν» τη σταθερότητα της ενυπάρχουσας ομολογιακής διδακτικής παρέμβασης και χρήζουν άμεσης διερεύνησης των προϋποθέσεων ένταξηςδιαθρησκειακών, διαπολιτισμικών στοιχείων που θα ενώσουν τον μαθητικό πληθυσμό και δεν θα τον οδηγήσουν σε διχασμό και πόλωση. Επείγουσα κρίνεται και η επανεξέταση των τρόπων αρμονικής «εισόδου» στοιχείων και αναφορών διαθρησκειακού διαλόγου στις σχολικές αίθουσες, με απότοκο την ενίσχυση του διαπολιτισμικού κλίματος ως απαραίτητης συνθήκης σε κάθε ανθρώπινη κοινωνία, που σέβεται και εκτιμά την αξία της διαφορετικότητας και μοναδικότητας κάθε ατόμου. Κατά κοινή ομολογία, λοιπόν, το ερευνητικό αυτό πεδίο αφορά άμεσα, όχι μόνο τους μαθητές ως άμεσους αποδέκτες των ραγδαίων αλλαγών που βιώνουν, αλλά το σύνολο των εμπλεκόμενων μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας, καθότι, όπως καθίσταται εύλογο, και οι εκπαιδευτικοί ως λειτουργοί και μεταβιβαστές της παιδείας στη νέα γενιά, χρειάζονται ρητές κατευθύνσεις και συμβουλές στον τρόπο και την εφαρμογή των νέων αλλαγών, αναγνωρίζοντας την αξία σεβασμού και απόλυτης αποδοχής της ετερότητας. Ενδότερα στη μελέτη του πεδίου αναφοράς, παρατηρούνται τόσο στον διεθνή χώρο όσο και στην Ελλάδα προσπάθειες καλλιέργειας μιας διαπολιτισμικής θρησκευτικής αγωγής, με απώτερο στόχο την αποδοχή της ετερότητας. Συνεπώς, όπως γίνεται αντιληπτό, πρόκειται για μία προβληματική, η οποία δεν ανταποκρίνεται μόνο στα ελληνικά δρώμενα και τις αναδυόμενες ανάγκες και απαιτήσεις του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος παρά πρόκειται για ζήτημα παγκόσμιας εμβέλειας και ενδιαφέροντος. Η καταβολή οργανωμένων επιστημονικών εκπονημάτων και εκπαιδευτικών προσπαθειών προς αναζήτηση τρόπων αποδοχής της ετερότητας και πολιτισμικής συνύπαρξης στον εκπαιδευτικό χώρο στρέφει το ενδιαφέρον στην αναζήτηση της δυναμικής σχέσης θρησκείας και πολιτισμού, μέσα από τη σταδιακή ένταξη ζητημάτων διαθρησκειακού διαλόγου στη διδασκαλία του Μ.τ.Θ. Προαπαιτούμενα στην αξιοποίηση της θρησκειολογίας στο θρησκευτικό μάθημα αποτελούν η διαμόρφωση προπαιδείας διακουλτουραλισμού και η καλλιέργεια τηςδιαθρησκειακής και διαπολιτισμικής αγωγής, με αναγωγές στις οικουμενικές - πολιτισμικές αξίες που διαθέτει ο θρησκευτικός πλουραλισμός. Εστιάζοντας στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση (Π.Ε.), απαραίτητη κρίνεται η συνεξέταση ψυχοπνευματικών και ηλικιακών παραγόντων στην αποδοχή της θρησκειολογίας, παράγοντες που επηρεάζουν τη θρησκευτικότητα των παιδιών κατά τη σχολική ηλικία. Ειδικότερα, στην Ελλάδα, από το 2016-2017, το αναθεωρημένο Πρόγραμμα Σπουδών (Π.Σ.) για το Μ.τ.Θ. στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (Δ.Ε.), με την αλλαγή αφενός του χαρακτήρα του σε πολυθρησκειακό, δημιουργεί έντονο ερευνητικό ενδιαφέρον σχετικά με τους σκοπούς της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης (Θ.Ε.) και τη θέση της θρησκειολογίας σε αυτό. Σε κάθε περίπτωση, αφετηρία για την προσέγγιση του παρόντος θέματος αποτελεί η ενίσχυση τηςδιαπολιτισμικότητας στη σύγχρονη, ετερόκλητη, σχολική πραγματικότητα και η στοχοπροσήλωση του μαθήματος προς αυτή την κατεύθυνση, χωρίς την κατάργηση των μοναδικών - διακριτών θρησκευτικών γνωρισμάτων κάθε ατόμου, που απαρτίζουν την ψυχο-πνευματική ιδιοσυγκρασία και ιδιοσυστασία του. Στο πλαίσιο αυτό, φαίνεται ο διαθρησκειακός διάλογος να καθοδηγεί τους μαθητές στην απόκτηση και διαμόρφωση διαπολιτισμικής και διαθρησκειακής συνείδησης. Από έναν διαθρησκειακό διάλογο, με πηγές από τη διδασκαλία ιστορικών θρησκειών, μπορεί να προκύψει ο σεβασμός κοινών διαθρησκειακών αξιών για τον σεβασμό της ανθρώπινης ζωής και την ποιότητα της πανανθρώπινης επικοινωνίας. Ωστόσο, προκειμένου να ενταχθεί ομαλά και να ευδοκιμήσει ο διαθρησκειακού διάλογος στο πολυπολιτισμικό σχολικό περιβάλλον, οφείλουν να διερευνηθούν εις βάθος, οι προϋποθέσεις διάχυσης του διαθρησκειακού διαλόγου στο σχολικό πλαίσιο. Η μελέτη αυτή έχει ως βασικό σκοπό, λοιπόν, να εστιάσει στη διερεύνηση των προϋποθέσεων και των τρόπων ένταξης στοιχείων διαθρησκειακού διαλόγου στην εδραίωση και ενίσχυση του διαπολιτισμικού σχολικού κλίματος στην Π.Ε., σε μια προσπάθεια αναβάθμισης και εκσυγχρονισμού του Μ.τ.Θ., προς όφελος όλων των μαθητών, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικιακή και πνευματική ετοιμότητα των μαθητών του Δημοτικού στην αποδοχή της θρησκειολογίας. Βάσει αυτού του σχεδίου έρευνας,θεμέλιο λίθο αποτελεί η αποδοχή της διαφορετικότητας με την καλλιέργεια της διαπολιτισμικότητας και η γόνιμη αντιμετώπιση της διάστασης απόψεων μεταξύ αλλόθρησκων μαθητών, εστιάζοντας στις κοινές αφετηρίες και αναγωγές που στοχεύουν στην ενότητα και όχι στον διαχωρισμό. Συνεπώς, δια μέσω της προβληματικής της Δ.Δ., εγείρεται η σπουδαιότητα καλλιέργειας μιας διαπολιτισμικής θρησκευτικής αγωγής και στην ελληνική πραγματικότητα λόγω της κοινά αποδεκτής πολυπολιτισμικής μαθητικής σύνθεσης. Αναλυτικότερα, τη σπουδαιότητα του θέματος απαρτίζουν δύο βασικοί πυλώνες: Η φύση - περιεχόμενο του θέματος και η σύνδεση - συνάφεια της προβληματικής με αντικείμενο κι άλλων σύγχρονων ερευνών της ξενόγλωσσης και ελληνικήςβιβλιογραφίας και η πολυπαραγοντικότητα και πολυπρισματικότητα θέασης του υπό διαπραγμάτευση θέματος. Προκειμένου να διερευνηθούν οι τρόποι και οι προϋποθέσεις ένταξης τουδιαθρησκειακού διαλόγου στη διαπολιτισμικότητα του Μ.τ.Θ. στο Δημοτικό σχολείο, κρίθηκε αναγκαία η πολυμεθοδική ανάπτυξη του θέματος, με αξιοποίηση ποιοτικών και ποσοτικών ερευνητικών προσεγγίσεων. Ειδικότερα, εφαρμόστηκε ο Διερευνητικός Ακολουθιακός Σχεδιασμός μεικτής μεθόδου (‘Exploratory Sequential Design’). Η αξιοποίηση της μεικτής μεθόδου έρευνας, κρίθηκε κατάλληλη για την προσέγγιση του ερευνητικού αντικειμένου. Από την εφαρμογή της πολυμεθοδικής αυτής προσέγγισης προσδοκάται η ανάδειξη αποτελεσμάτων, με δυνατότητες γενίκευσης στον επιστημονικό και εκπαιδευτικό χώρο. Σύμφωνα με τη μεθοδολογία του Διερευνητικού Ακολουθιακού Σχεδιασμού, αρχικά υλοποιήθηκε η ποιοτική μεθοδολογική προσέγγιση. Αφού ολοκληρώθηκε μια σύντομη πιλοτική, ποιοτική μελέτη προς βελτίωση των οδηγών συνεντεύξεων με δύο (2) συμμετέχοντες: Ένα μέλος Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (Δ.Ε.Π.) και έναν εκπαιδευτικό Π.Ε., στη συνέχεια παραχωρήθηκαν οι «κύριες» ημιδομημένεςσυνεντεύξεις, με Υποκείμενα έρευνας δύο πληθυσμιακές ομάδες: Μέλη Δ.Ε.Π. των Παιδαγωγικών Τμημάτων και εν ενεργεία εκπαιδευτικούς της Π.Ε. Η ποιοτική έρευνα πραγματοποιήθηκε το ακαδημαϊκό έτος 2018-2019, με την παραχώρηση συνολικά δεκατριών (13) ημι-δομημένων συνεντεύξεων, μελών Δ.Ε.Π. του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και συγκεκριμένα των Τμημάτων Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης (Π.Τ.Δ.Ε.), Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών (Π.Τ.Ν.) και Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας - πλέον Τμήμα Ψυχολογίας (Φ.Π.Ψ.),Σχολικών Συμβούλων (Σ.Σ.), καθώς και εν ενεργεία εκπαιδευτικών της Π.Ε. του Νομού (Ν.) Ιωαννίνων. Οι απαντήσεις από την ανάλυση περιεχομένου των συνεντεύξεων (‘thematic analysis’) κατηγοριοποιήθηκαν σε «θεματικές», βάσει της συχνότητας των απαντήσεων. Στον εντοπισμό της συχνότητας των απαντήσεων, χρησιμοποιήθηκε το πρόγραμμα NVivo 12. Με τον τρόπο αυτό, λοιπόν, τα κυριότερα ζητήματα που ανέκυψαν, μέσω της θεματικής ανάλυσης περιεχομένου κατηγοριοποιήθηκαν βάσει της επαναληψιμότητάς τους (λέξεων - φράσεων - θεματικών). Τα αποτελέσματα της ποιοτικής έδωσαν καίριες απαντήσεις στα ερευνητικά ερωτήματα (ε.ε.), καλύπτοντας -κατά το ήμισυ- τον σκοπό της Δ.Δ. Ολοκληρωμένες και διασταυρωμένες απαντήσειςδόθηκαν μετά το πέρας και της ποσοτικής μεθοδολογικής προσέγγισης. Συνολικά, τα ποιοτικά αποτελέσματα, με την εις βάθος ανάλυση του απομαγνητοφωνημένου λόγου των συμμετεχόντων, χρησιμοποιήθηκαν στο επόμενο μεθοδολογικό στάδιο, δηλαδή στη διεξαγωγή ποσοτικής έρευνας. Αρχικά, συνέδραμαν στη διαμόρφωση των Υποθέσεων εργασίας και έπειτα στη δημιουργία και τονεμπλουτισμό ενός δομημένου ερωτηματολογίου. Αφότου διενεργήθηκε πιλοτική, ποσοτική έρευνα με εξήντα οκτώ (68) συμμετέχοντες εκπαιδευτικούς, εν συνεχεία δομήθηκε, σταθμίστηκε και ελέγχθηκε το διευρυμένο, αναλυτικό ερωτηματολόγιο της ποσοτικής έρευνας. Το τελευταίο προωθήθηκε ηλεκτρονικά στους εν ενεργεία εκπαιδευτικούς της Π.Ε., ως άμεσα εμπλεκόμενα πρόσωπα της εκπαιδευτικής διαδικασίας και κριτικά σκεπτόμενα όντα προς διαχείριση αντίστοιχων θεμάτων. Το δείγμα αποτέλεσαν τριακόσιοι πενήντα ένας (351) εν ενεργεία εκπαιδευτικοί πουυπηρετούν στην Π.Ε. Τα ποσοτικά αποτελέσματα από τη στατιστική ανάλυση εξήχθησαν με τη συνδρομή του στατιστικού εργαλείου SPSS (version 22). Τα αποτελέσματα της ποσοτικής έρευνας επέτρεψαν την αποδοχή των αρχικών υποθέσεων εργασίας. Τα κυριότερα ευρήματα από την εφαρμογή της μεικτής μεθόδου έρευνας σε σύγκριση και αντιπαραβολή με την υπάρχουσα βιβλιογραφία συνοψίζονται παρακάτω. Πράγματι, η διδασκαλία της θρησκείας φαίνεται να αναγάγεται σε «αξία» της παιδείας, λόγω της παιδαγωγικής, κοινωνικής, ηθικής και διαπολιτισμικής της διάστασης, τοποθετώντας στο επίκεντρο τη σπουδαιότητα της θέσης της στη σύγχρονηπολυπολιτισμική κοινωνία. Επιπροσθέτως, η στοχοθεσία της Θ.Ε. για την Π.Ε. σε σχέση με τη Δ.Ε. για το Μ.τ.Θ. παρουσιάζεται διαφοροποιημένη για όλες τις πληθυσμιακές ομάδες συμμετεχόντων (μέλη Δ.Ε.Π., Σ.Σ., εκπαιδευτικοί Π.Ε.). Ιδιαίτερα, κυρίως οι εκπαιδευτικοί φαίνεται να εστιάζουν στη σημαντικότητα ηλικιακής και πνευματικής ωριμότητας των μαθητών του Δημοτικού σε μίαθρησκειολογική προσέγγιση του Μ.τ.Θ., δηλώνοντας τη διανοητική «ανεπάρκειά» τους σε μικρές τάξεις του Δημοτικού να ανταποκριθούν παιδαγωγικά, φιλοσοφικά και ψυχολογικά στην κατανόηση των δογμάτων και των θρησκευτικών στοιχείων όλων των θρησκειών. Εμβαθύνοντας στα κυριότερα των αποτελεσμάτων, στο σύνολό τους οι συμμετέχοντες (μέλη Δ.Ε.Π., Σ.Σ. και εκπαιδευτικοί Π.Ε.) παρουσιάζονται προβληματισμένοι σχετικά με τη νέα μορφή, την κατεύθυνση και το περιεχόμενο του Μ.τ.Θ. δηλαδή από τη μετατροπή του από μάθημα ομολογιακού χαρακτήρα σε θρησκειολογικό γνωστικό αντικείμενο. Ωστόσο, μεμονωμένα οι εκπαιδευτικοί φαίνεται να δηλώνουν αρκετά ικανοποιημένοι τόσο από το περιεχόμενο του Μ.τ.Θ. όσο και από τον τρόπο διδασκαλίας του Π.Σ. (2016-2017). Συνολικά, τα προαναφερθέντα αποτελέσματα λειτούργησαν συμπληρωματικά,ανταποκρινόμενα στην κεντρική σκοποθεσία της Δ.Δ. Ως εκ τούτου, κατά γενική παραδοχή, ως σύγχρονο αίτημα στην πολυπολιτισμική εκπαιδευτική πραγματικότητα προβάλλεται η άνοδος της διαπολιτισμικότητας ως αφετηρία διαλόγου και αλλαγής αλλά και η ανάπτυξη ενός διαπολιτισμικού σχολικού κλίματος με έμφαση στη διαπολιτισμική επικοινωνία και ενσυναίσθηση. Στο διαπολιτισμικό αυτό πλαίσιο, υποστηρίζεται η ένταξη και αξιοποίηση πτυχών του διαθρησκειακού διαλόγου κατά τηδιδασκαλία του Μ.τ.Θ. μόνο σε συνθήκες πλήρωσης προϋποθέσεων (προπαιδεία Θρησκευτικών Σπουδών, γνώση - μόρφωση - ενημέρωση, επιμόρφωση, εστίαση σε διαπολιτισμικές - πανανθρώπινες αξίες), εξυψώνοντας σε ζήτημα υψίστης σημασίας τη χρησιμότητα ανάδυσης οικουμενικών - διαπολιτισμικών αξιών, μέσω των σχολικών εγχειριδίων στη διδασκαλία του Μ.τ.Θ. στην Π.Ε. Κλείνοντας, τα αποτελέσματα του διδακτορικού πονήματος, συνδυαστικά με την υπάρχουσα βιβλιογραφία, προσδοκάται να προβληματίσουν το αναγνωστικό κοινό, με παράλληλες δυνατότητες διάχυσης των συμπερασμάτων στον επιστημονικό και εκπαιδευτικό χώρο.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Undoubtedly, modern societies present a picture of transformation and reform of their population mosaic, as the once monocultural societies have altered into multicultural ones, mainly due to the increase of immigration and refugee flows. More specifically, in modern multicultural societies, most examples of crucial changes have had an instant impact upon the development of modern school reality, thus affecting the field of education. The reflection of this new type of reality upon the educational field considers the acceptance of and the acquaintance with distinct sorts of otherness(national, cultural, linguistic, religious) as prerequisites and direct requirements, while aiming at peaceful coexistence and tolerance based on a common starting point, that is the support of multiculturalism. In particular, in our modern educational operating framework depicted by means of multicultural reality through the coexistence of many different cultures, nations, languages and religions, the role ...
Undoubtedly, modern societies present a picture of transformation and reform of their population mosaic, as the once monocultural societies have altered into multicultural ones, mainly due to the increase of immigration and refugee flows. More specifically, in modern multicultural societies, most examples of crucial changes have had an instant impact upon the development of modern school reality, thus affecting the field of education. The reflection of this new type of reality upon the educational field considers the acceptance of and the acquaintance with distinct sorts of otherness(national, cultural, linguistic, religious) as prerequisites and direct requirements, while aiming at peaceful coexistence and tolerance based on a common starting point, that is the support of multiculturalism. In particular, in our modern educational operating framework depicted by means of multicultural reality through the coexistence of many different cultures, nations, languages and religions, the role of religion is meant to be a great educational issue, and it constitutes a research field of modern societies, mainly due to the conflicts or/ and the problems affecting the relations among students of different religion. There have not been few the cases in which students of immigration and refugee background are to be found astonished and shocked before the very new educational developments, without being able to advance further, be compatible with the new environment or even follow the modern requirements with reference to new school objects. In particular, this situation depicts the teaching process of Religion, where students’ religions of different background ‘undermine’ the stability of the existing confessional teaching contribution, and they require further investigation of the prerequisites concerning integration of interreligious, intercultural features aiming at uniting the student force instead of leading them to split of opinions and polarisation. There has also been a need for urgent reconsideration of the ways of ‘peacefully’ introducing clues and references of interreligious dialogue into the classrooms, strengthening theintercultural context as a prerequisite for every human society, which appreciates and respects the value of diversity and unique nature of each and every individual. Thus, there is common agreement that this research field directly refers not only to students as direct addressees of the rapid changes they experience, but to all members involved in the educational community, for it seems reasonable that teachers as education officers and responsible for transferring knowledge to next generation, need explicit orientation and advice concerning the method and the implementation of reforms, while acknowledging the value of respect and absolute acceptance ofotherness. Probing deeper into the scope of this field, there have been observed efforts ofbuilding an intercultural religious education both internationally and in Greece as well, whose ultimate objective is the acceptance of otherness. Therefore, as it can be seen, it is about a research question, which does not refer only to the greek situation and the emerging needs and requirements of the greek educational system but it is about a matter of global extent and interest. The systematic scientific studies and educational efforts with a view to seeking ways of acceptance of otherness and of cultural coexistence in the educational field lead our interest to investigate the dynamic relation between religion and culture, through the progressive integration of issues ofinterreligious dialogue into the teaching process of religious education. The prerequisites in order to build on the Study of Religion during religious education include the formulation of intercultural basic education and the development of interreligious and intercultural education while referring to global cultural values which determine religious pluralism. Focusing upon Primary Education (P.E.), there has been believed as important the consideration of both the psycho-mental and age factors as well in order to ensure the acceptance of the Study of Religion, factors determining children’s religiousness during their school period. More specifically, in Greece, since 2016-2017, the revised School Curriculum for the religious education in Primary and Secondary Education, as it has obtained multireligious features, arouses great research interest concerning the aims of ReligiousEducation and the role of the Study of Religion into it. In any case, the starting point in order to approach this matter has to do with the corroboration of interculturalism in our modern, heterogeneous, school reality and the determination to meet objectives towards this orientation, without abolishing individuals’ unique - distinct religious features constituting one’s psycho-mentalidiosyncrasy and distinct personality. In this framework, it seems that the Interreligious Dialogue guides students through acquiring and shaping Intercultural and Interreligious awareness. During the interreligious dialogue, including references to sources from historical religions, there might arise the respect towards common interreligious values concerning the respect to human life and the quality of universal communication. Yet, in order for the interreligious dialogue to integrate smoothly and thrive in the multicultural school environment, there should be conducted a deep investigation into the prerequisites of disseminating knowledge in the area of the Interreligious dialogue in school environment. The basic aim of this study, then, is to focus on the investigation of the prerequisites and the methods of integrating characteristics of the interreligious dialogue with a view to corroborating and boosting the intercultural school environment in Primary Education while both considering it as an attempt to modernise and upgrade the Religious Education for the sake of all students, and taking into account students’ age and mental awareness acceptance concerning the Study of Religion as well. On that research basis, the cornerstone could be the acceptance of otherness through the refinement of interculturalism and the fruitful handling of the conflicts among students of different religious background while focusing upon their common starting points andreferences aiming at uniting them and not dissociating them from the rest. Hence, through the research problems posed in my thesis there has been aroused the importance of refining such an intercultural and interreligious approach in greek reality as well, for the student force has been widely accepted to have become of multicultural background. In detail, the eminence of the issue is built upon two basic pillars: The content of the matter and the connection of the research problems with areas falling into the scope of modern research of the greek and international bibliography as well as the multifactorial and multi prismatic approach to this research problem. In order to probe into the methods and the prerequisites of integrating the Interreligious Dialogue into the intercultural reality of Religious Education at Primary level, there has been considered as necessary the multimethodic development of the matter while making use of qualitative and quantitative research approaches. In particular, there has been implemented the Exploratory Sequential Mixed Method Design. The exploitation of this method has been appreciated as suitable for the researchproblem approach. Through the implementation of this type of approach, it is expected to enhance the value of these results while potentially considering them as the general concept presiding over the scientific and educational field. According to the Exploratory Sequential Design methodology, at the very beginning, there took place the qualitative approach. Once there was completed a brief, pilot qualitative study in order to refine the interview guidelines for two (2) participants: Onemember belonging to teaching and research staff, and a teacher of Primary Education, then the ‘main’ semi-structured interviews followed, having two population groups as their research subjects: members belonging to teaching and research staff of the Pedagogic Faculties and active teachers of Primary Education. The qualitative research took place in the academic year 2018-2019 while there were provided thirteen (13) semi structured interviews of members belonging to teaching and research staff of the University of Ioannina; namely, the Department of Primary Education and Department of Early Childhood Education, the Department of Philosophy, Education and Psychology - now Department of Psychology, School Counsellors as well as active teachers of Primary Education in the Prefecture of Ioannina. The responses provided by the content analysis of the interviews (thematic analysis) were classified into ‘subject areas’ according to the frequency of the answers. In order to trace this frequency, NVivo 12 programme was applied. In this way, thus, the main questions arisen were classified according to their repeatability (words – sentences - thematics). The results of the qualitative research oriented towards crucial answers to the question problems while covering -only half way- the aim of this thesis. Integrated and verified responses were offered after the completion of the qualitative methodological approach. All in all, after the deeper analysis of the transcription of the participants’ speech, the qualitative results were employed for the next methodological stage, that is, in order to conduct the quantitative research. At the beginning, they supported the research questions, and then the creation and the enrichment of a structured questionnaire. Since there has been carried out pilot, quantitative research with sixty eight (68) teachers as participants, then the analytical questionnaire of the quantitative research wasstructured, considered and inspected. The latter was forwarded online to the active teachers of Primary Education, for they were directly involved in the educational reality and were responsible for critically handling corresponding matters. The sample consisted of three hundred and one (351) active teachers of Primary Education. The quantitative results of the statistical analysis were carried out with the help of the statistical tool SPSS (version 22). The results of the quantitative research led to the acceptance of the initial research questions. After the implementation of Mixed Research Method while considering the existing bibliography the main findings are to be summarized as follows: Indeed, teaching religion seems to be raised to a ‘value’ in the field of education, due to its pedagogic, social, moral and intercultural dimension, thus occupying the central position in ourmodern multicultural society. Furthermore, the objectives of Religious Education for Primary Education in connection with Secondary Education seems to be differentiated for all the age groups of the participants (members of teaching and research staff, school counsellors, teachers of Primary Education). In particular, mainly the teachers seem to focus on the importance of students’ age and mental maturity during a Study of Religion in Primary Education, as they denote the mental ‘insufficiency’ of lower classes students in order to respond pedagogically, philosophically and psychologically concerning the understanding of dogmas and religious features of all sorts of religions. Probing deeper into the main results, all the participants as a whole, with the teachergroup expressing their agreement in their views, seem to be concerned while being satisfied -to a small extent- with the curriculum of Religious Education (2016-2017), that is to say, having the version of the subject altered from that of confessional to that of religious cognitive subject. All in all, the aforementioned results provided a supplement as they responded to the main objectives of my thesis. Therefore, as it is generally acknowledged, both the enhancement of interculturalism as a modern request into our multicultural educational reality seems to be considered as a starting point of dialogue and reform, and the development of an intercultural school environment as well, focusing upon intercultural communication and empathy. In this intercultural context, there is to be provided support for the integration and use of the features characterising the interreligious dialogue during religious education under the condition that all prerequisites are to be met (basic education upon Religious Studies, knowledge – education - awareness, training, focus on intercultural - universal human values), considering the usefulness of having universal - intercultural values come to the surface as an issue of utmost importance, through the school books during the religious education teaching in Primary Education. Concluding, the results included in this thesis, combined with the current bibliography, are expected to make the readers critically reflect upon them while making it feasible to disseminate relevant information in the scientific and educationalfield.
περισσότερα