Περίληψη
Ελληνικά: Η οπτική ανάγνωση της φιλοσοφικής μεταφοράς προτείνει ένα μοντέλο κατανόησης που προκύπτει από τις πρακτικές ανάγνωσης της εικόνας. Ο σκοπός του μοντέλου αυτού είναι η αξιοποίηση πρακτικών πρόσληψης της εικόνας για την εμβάθυνση κατανόησης ενός φιλοσοφικού κειμένου. Η διατριβή προέκυψε από ένα βασικό ερώτημα: για ποιο λόγο η θεωρία της εικόνας και η δεξιότητα της οπτικής αναγνωσιμότητας, που έχει κατακτηθεί παράλληλλα με αυτή, να μην χρησιμοποιούνται για την ανάλυση των νοητικών εικόνων που σχηματίζονται στον μεταφορικό λόγο, και συγκεκριμένα στον φιλοσοφικό μεταφορικό λόγο; Το ερώτημα δηλαδή εδράζεται στην άποψη ότι υπάρχει ένα εργαλείο προς χρήση, το οποίο δεν είναι άλλο από την αναγνώριση της δομής και τη διάταξη μιας εικόνας από το θεατή, και η υπόθεση εργασίας σχετίζεται με τη διερεύνηση της εφαρμογής του εργαλείου αυτού σε εικόνες που να μην είναι υλικές. Για ποιό λόγο αυτό να μας ενδιαφέρει φιλοσοφικά; Ισχυρίζομαι για δύο λόγους: α) διότι μπορεί να προσφέρει καλύτερη κ ...
Ελληνικά: Η οπτική ανάγνωση της φιλοσοφικής μεταφοράς προτείνει ένα μοντέλο κατανόησης που προκύπτει από τις πρακτικές ανάγνωσης της εικόνας. Ο σκοπός του μοντέλου αυτού είναι η αξιοποίηση πρακτικών πρόσληψης της εικόνας για την εμβάθυνση κατανόησης ενός φιλοσοφικού κειμένου. Η διατριβή προέκυψε από ένα βασικό ερώτημα: για ποιο λόγο η θεωρία της εικόνας και η δεξιότητα της οπτικής αναγνωσιμότητας, που έχει κατακτηθεί παράλληλλα με αυτή, να μην χρησιμοποιούνται για την ανάλυση των νοητικών εικόνων που σχηματίζονται στον μεταφορικό λόγο, και συγκεκριμένα στον φιλοσοφικό μεταφορικό λόγο; Το ερώτημα δηλαδή εδράζεται στην άποψη ότι υπάρχει ένα εργαλείο προς χρήση, το οποίο δεν είναι άλλο από την αναγνώριση της δομής και τη διάταξη μιας εικόνας από το θεατή, και η υπόθεση εργασίας σχετίζεται με τη διερεύνηση της εφαρμογής του εργαλείου αυτού σε εικόνες που να μην είναι υλικές. Για ποιό λόγο αυτό να μας ενδιαφέρει φιλοσοφικά; Ισχυρίζομαι για δύο λόγους: α) διότι μπορεί να προσφέρει καλύτερη κατανόηση ενός φιλοσοφικού κειμένου, καθώς προσεγγίζει την εκάστοτε περιγραφή διαμέσου μιας άλλης γλώσσας πυκνής και άμεσης, όπως είναι η εικόνα, και β) διότι εάν εφαρμοστεί αυτό το εργαλείο, ενισχύει τον γνωσιακό ρόλο της φαντασίας στη φιλοσοφία. Για να μπορέσει να διερευνηθεί αυτή η υπόθεση εργασίας, ήταν αναγκαίο να αντιμετωπιστούν τα παρακάτω τέσσερα ζητήματα, τα οποία όρισαν και τη δομή της διατριβής, που χωρίστηκε σε τέσσερα βασικά κεφάλαια. Το πέμπτο είναι απολογιστικό των στόχων και παρουσιάζει τις πιθανές προεκτάσεις εφαρμογής του μοντέλου:ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ: Πώς έχει προσεγγιστεί μέχρι σήμερα η εικονιστική διάσταση της μεταφοράς από τους φιλοσόφους, ποιος υπήρξε ο ρόλος της και τα όρια ανάλυσης της; ΕΡΩΤΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ: Μπορεί η εικονιστική διάσταση της μεταφοράς να προσφέρει περισσότερη πληροφορία από ότι η παραδοσιακή ανάλυση του μεταφορικού λόγου, όπως αυτή προκύπτει μέσα από τις υπάρχουσες ερμηνευτικές προσεγγίσεις; ΕΡΩΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ: Θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα μοντέλο που να εξάγει στοιχεία από τον τρόπο που κατανοούνται οι εικόνες, έχοντας ως εργαλείο την οργάνωση και τη διάταξη της νοητικής εικόνας που δημιουργείται στο νου του αναγνώστη; ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ: Θα ήταν αυτό χρήσιμο για την περαιτέρω κατανόηση του φιλοσοφικού κειμένου, σε σχέση με άλλα διαδεδομένα μοντέλα που χρησιμοποιούν τη φαντασία ως γνωσιακό εργαλείο;Το πρώτο κεφάλαιο ήταν αφιερωμένο στη διαμόρφωση ενός ιστορικού πλαισίου. Η στρατηγική που ακολουθήθηκε ήταν να παρουσιαστούν οι διαφορετικοί τρόποι διαχείρισης της εικονικότητας της μεταφοράς από φιλοσόφους. Σε αυτό το πλαίσιο επελέγησαν οι Αριστοτέλης, Kant, Ηegel, Nietzsche, Ricoeur, Davidson και Lakoff.Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάστηκαν τρεις αντιπροσωπευτικοί τρόποι ανάγνωσης εικονοποιητικών μεταφορών στο φιλοσοφικό λόγο.Ο πρώτος είναι ευρέως αναγνωρίσιμος, καθώς εφαρμόζεται στον καθημερινό και στον ποιητικό λόγο. Μέσα από κλασικά παραδείγματα φαίνεται πώς η εικονιστική διάσταση της μεταφοράς αντιμετωπίζεται ως ένας θύλακας εμπειρίας που προκύπτει από τον εξωτερικό κόσμο. Η εικόνα μοιάζει να εμφανίζεται αβίαστα για να συνδέσει τη θεωρία με μία γνώριμη εικόνα ή με ένα σύμβολο. Ο δεύτερος τρόπος ερμηνείας προκύπτει από την αποδομιστική προσέγγιση, όπου η εικόνα λειτουργεί κυριολεκτικά αλλά ερμηνεύεται με βάση τη στρατηγική που χρησιμοποιείται από το φιλόσοφο. Τέλος, η τρίτη προσέγγιση που παρουσιάζεται είναι και η πιο τεχνική, καθώς εμφανίζεται μέσα από μία διαφορετική θεώρηση του ίδιου του φαινομένου της μεταφοράς. Πρόκειται για το μοντέλο της εννοιολογικής μείξης. Kαι στους τρεις τρόπους προσέγγισης της εικονοποιητικής μεταφοράς η αντιμετώπιση της εικόνας παραμένει σταθερή: η εικόνα αποτελεί προβολή, με άμεσο, έμμεσο, ή κωδικοποιημένο τρόπο, μιας εμπειρίας του εξωτερικού κόσμου.Το τρίτο κεφάλαιο αποτελεί ουσιαστικά και τον πυρήνα της διατριβής, καθώς είναι αφιερωμένο στην ανάδειξη ενός νέου τρόπου κατανόησης της εικονοποιητικής μεταφοράς του φιλοσοφικού λόγου.Το μοντέλο εδράζεται σε μια διαφορετική θέαση της νοητικής εικόνας που σχηματίζεται. Ο αναγνώστης, δηλαδή, μπορεί να αφαιρέσει τα στοιχεία που προβάλλονται σε επίπεδο περιεχομένου και να αντιληφθεί μέσα από τη δομή, τα περιγράμματα, και την οργάνωσή της, την εικόνα που σχηματίζεται – είτε αυτή αναφέρεται σε μία σκηνή ή σε μία διαδικασία ή σε μια πρωτότυπη σύνθεση του ίδιου του φιλοσόφου. Η διάταξη μέσα στην εικόνα συνίσταται στον τρόπο με τον οποίο σχετίζονται τα διαφορετικά στοιχεία της, ακόμη και αν τα έχει αναγνωρίσει κανείς ήδη ως αντικείμενα, τα οποία ενδεχομένως να φέρουν συμβολισμούς (για παράδειγμα, ο αετός που λειτουργεί ως σύμβολο ισχύος, το ουράνιο τόξο ως σύμβολο ελπίδας κλπ). Το ζήτημα είναι, καθώς διαμορφώνεται η εικόνα μεταφοράς, κάποιος να παρατηρήσει και τις δυναμικές αυτών των στοιχείων που έρχονται στο προσκήνιο, όπως την κίνηση που αποδίδεται με ένα πέταγμα, τον πιθανό εγκιβωτισμό στοιχείων, τις αντιθέσεις τους, το βάρος που δίνεται σε μία μεγέθυνση ή σε μια σμίκρυνση, τον τρόπο που αυτά καδράρονται κλπ. Στόχος του είναι να προτρέψει τον θεατή να δει την εικόνα και όχι μόνο να ερμηνεύσει το νοηματικό περιεχόμενό της. Από πού όμως μπορεί ο αναγνώστης να ανασύρει αυτά τα εργαλεία ανάγνωσης της εικόνας; Yποστηρίζω ότι αυτός ο τρόπος θέασης, το να δει δηλαδή την εικόνα σε ένα πρώτο επίπεδο, προτού κάνει χρήση των όρων παραγωγής της, του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται κ.λπ. – προτού δηλαδή αρχίσει να την ερμηνεύει, αποτελεί μία δεξιότητα που στο πέρασμα του χρόνου έχε καλλιεργηθεί σε σημαντικό βαθμό. Αυτά τα εργαλεία ανάγνωσης είναι σε πολλές οπτικές γλώσσες κοινά, αλλά λειτουργούν με πιο απτό και διακριτό τρόπο στη φωτογραφική εικόνα. Ισχυρίζομαι ότι η φωτογραφία ωθεί τον θεατή από την αναγνώριση του περιεχομένου – δηλαδή από το «τι βλέπω»– στην αναζήτηση του «πώς πρέπει να το βλέπω» κατά τρόπο σχεδόν αβίαστο, ακριβώς επειδή τα στοιχεία της προκύπτουν από τον εξωτερικό κόσμο, ακόμη και εάν η εικόνα είναι σκηνοθετημένη ως την τελευταία της λεπτομέρεια. Η διαφημιστική, ειδησεογραφική, αλλά και αισθητική χρήση της φωτογραφίας, όπως και οι πρακτικές των δημιουργών που κινούνται παράλληλα με τις τεχνολογικές εξελίξεις του μέσου, έχουν συντελέσει πλέον στην παρακάτω παραδοχή: ο θεατής αναγνωρίζει ότι η εικόνα, όποια κι αν είναι αυτή και όσο αληθοφανής κι αν μοιάζει, αποτελεί «κατασκευή» ενός δημιουργού. Σε αυτή την κατασκευασμένη λοιπόν εικόνα, της οποίας το περιεχόμενο ο θεατής έχει αυτόμαστα σχεδόν αναγνωρίσει, για να μπορέσει να εξάγει περισσότερη πληροφορία, το βλέμμα του τη διατρέχει αναζητώντας συνήθως μορφικές ομοιότητες ή και λεπτομέρειες που του κινούν την προσοχή και επανοηματοδοτούν την εικόνα.Κάνοντας χρήση παρόμοιων πολλαπλών παραδειγμάτων και με εικόνες που προκρίνουν τον εντοπισμό μιας λεπτομέρειας, επεδίωξα να διαμορφώσω ένα οπτικό περιβάλλον και να εστιάσω την προσοχή του αναγνώστη στον τρόπο που αβίαστα επεξεργάζεται τις εικόνες, ή ακόμη και εάν αυτό δεν του συμβαίνει, έναν πολύ εύκολο τρόπο που μπορεί να υιοθετήσει για να τις επεξεργάζεται. Η στρατηγική που ακολουθήθηκε ήταν να φανεί ο τρόπος που κανείς λειτουργεί όταν αντικρίζει τις υλικές εικόνες, για να μπορέσει να εφαρμόσει την αντίστοιχη διαγραμματική ανάγνωση και στις νοητικές που σχηματίζονται μέσα από μεταφορές. Έτσι προχώρησα στον εντοπισμό μορφικών ομοιοτήτων που προέρχονται από μεταφορές του Wittgenstein και του Leibniz, όπως και στον εντοπισμό λεπτομερειών που μπορούν να αποκτήσουν ένα ισχυρό νοηματικό βάρος και να συντελέσουν σε μία διαφορετική ανάγνωση μεταφορών, όπως ισχυρίζομαι ότι συμβαίνει με φιλοσοφικά παραδείγματα από τον Νietzsche και τον Hegel. Συμπερασματικά, το μοντέλο δεν φιλοδοξεί να αποκαλύψει πληροφορία τέτοιας σημασίας που να μεταβάλλει το αρχικό νόημα της μεταφοράς. Αντίθετα ο στόχος είναι μία πειραματική χρήση της εικόνας ως γνωσιακού εργαλείου στην εμβάθυνση της κατανόησης και στην αναζήτηση νέων ερωτημάτων σε σχέση με τις συνδέσεις που προτείνονται σχηματικά μέσα από την εικόνα. Παρουσιάστηκαν επίσης πιθανές διαφορετικές εφαρμογές, ανάλογα με την εικόνα που διαμορφώνεται και το φιλοσοφικό κείμενο στο οποίο εντάσσεται. Η δημιουργική αυτή ανάγνωση λειτουργεί ως μοντέλο, ως προς τον τρόπο χρήσης της και όχι ως προς τα ενιαία αποτελέσματα που φέρει. Άλλοτε μπορεί να αναδείξει αφανή πληροφορία που μπορεί να συμπληρώσει μία ανάγνωση, άλλοτε πληροφορία η οποία να δείξει μία άλλη προσέγγιση κατανόησης της έννοιας ή ακόμη και της σύνδεσής της με άλλες έννοιες του κειμένου.Το κύριο όφελος του μοντέλου είναι η χρήση της φαντασίας ως γνωσιακού εργαλείου, όπως αναπτύχθηκε στο ΤΕΤΑΡΤΟ κεφάλαιο. Αυτό προϋποθέτει, αλλά και ενισχύεια) μία πιο διευρυμένη ανάγνωση της εικόνας, και κατ’επέκταση μία πλουσιότερη προσληπτική διαδικασία του κειμένου, β) τη συνέργεια της επίνοιας [insight] στην κατανόηση του φιλοσοφικού κειμένου, καιγ) μία πιο ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη στη διαδικασία κατανόησης. Η παραπάνω ανάλυση των συνεπειών εφαρμογής του μοντέλου οδηγεί στην αναγνώριση του ενισχυμένου ρόλου της φαντασίας. Προκειμένου να μπορέσει να αξιολογηθεί ο ρόλος της φαντασίας, το μοντέλο αντιπαραβλήθηκε με το «παιχνίδι υπόκρισης» του Kendall Walton, το οποίο αποτελεί την κανονιστική πλέον θεώρηση για τον τρόπο που η φαντασία εμπλέκεται στην αναπαράσταση. Το μοντέλο της διαγραμματικής αντίληψης διαφέρει από το παιχνίδι υπόκρισης στο ότι η εικόνα αναγνωρίζεται ως οργανικό κομμάτι της μεταφοράς, το οποίο δύναται να προσφέρει περαιτέρω πληροφορία μέσα από την αντιπαραβολή των δύο συστημάτων, της εικόνας και του λόγου. Σκοπός είναι η ανακατασκευή της ίδιας της εικόνας, όχι για χάρη της εικόνας, αλλά για να μπορέσει να φανεί η διάταξη που την ορίζει και να εξαχθεί μέσα από αυτήν πληροφορία. Ο αναγνώστης δεν εισέρχεται σε κάποιο παιχνίδι της φαντασίας, αλλά παραμένει προσηλωμένος στον κόσμο που δημιουργεί η οργανωμένη εικόνα της μεταφοράς, στην εικόνα, δηλαδή, του δημιουργού. Παρόλο, λοιπόν, που και τα δύο είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τη φαντασία και η νοητική εικόνα αποτελεί βασικό τους πυρήνα, το μοντέλο που προτείνεται αναδεικνύει διαφορετικές γνωστικές λειτουργίες που σχετίζονται με την αναπαράσταση. Στο τέλος της μελέτης μου, αναγνωρίζοντας πως το μοντέλο που προτείνω επικεντρώνεται στην εμβάθυνση της κατανόησης της φιλοσοφικής μεταφοράς, διερευνώ εάν μπορεί μία συστηματικοποιημένη χρήση του να επιφέρει περισσότερα αποτελέσματα. Εάν δηλαδή μπορεί κανείς, κατ’ αναλογία με τις επιστημονικές εικόνες, να ποσοτικοποιήσει τις ερμηνείες από την εφαρμογή αυτού του μοντέλου και να συγκρίνει τις δομές που εμφανίζονται είτε στο ίδιο το φιλοσοφικό κείμενο είτε σε κείμενα της ίδιας περιόδου, ώστε να μπορέσει να συγκροτήσει υλικό προς έρευνα, αξιοποιήσιμο σε διεπιστημονικό επίπεδο.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
We usually understand philosophical metaphors as literary devices. Yet many metaphors invoke interesting mental images; why do we still read them only as descriptions and not as structured images, as enriched diagrams, with juxtapositions, similarities, tensions and significant details that can give us more information on the argument/concept/idea they are referring to? It has been many decades now that we have become visually literate – why not use this skill outside its ascribed field? This thesis presents a model of visual reading of philosophical metaphors. I claim that this is of philosophical interest for two reasons: a) because it may offer more insight to philosophical text, as it approaches descriptions from a language which is more direct and dense, such as the image b) because it enhances the cognitive role of imagination in philosophy. There were four issues at stake which had to be addressed, which consequently defined the structure of the thesis and the organization of it ...
We usually understand philosophical metaphors as literary devices. Yet many metaphors invoke interesting mental images; why do we still read them only as descriptions and not as structured images, as enriched diagrams, with juxtapositions, similarities, tensions and significant details that can give us more information on the argument/concept/idea they are referring to? It has been many decades now that we have become visually literate – why not use this skill outside its ascribed field? This thesis presents a model of visual reading of philosophical metaphors. I claim that this is of philosophical interest for two reasons: a) because it may offer more insight to philosophical text, as it approaches descriptions from a language which is more direct and dense, such as the image b) because it enhances the cognitive role of imagination in philosophy. There were four issues at stake which had to be addressed, which consequently defined the structure of the thesis and the organization of its chapters. First question: How has the imagistic aspect of metaphor been perceived and treated so far by philosophers? Second question: Can the imagistic aspect of metaphor offer more information than the traditional analysis of metaphorical speech? Third question: Could there be a model of understanding which uses the organization and the arrangement of the mental image invoked by the reader in order to process more information? And finally: Would that be useful for the further understanding of the philosophical text in relation to the dominant models which use imagination as a cognitive tool? The first chapter is dedicated in creating a historical context in order to examine in what manner the image element of metaphor was perceived by philosophers. The selection of philosophers is representative of the different trends, and while divergent, it brings forward interesting examples. The chapter includes Aristotle, Kant, Hegel, Nietzsche, Ricoeur, Davidson and Lakoff. The second chapter brings to the fore the way the image element is actually interpreted in a philosophical metaphor. For that reason there are three approaches presented: a) what we consider ‘traditional’, as it is applied in poetic and every-day speech, where the image created is treated either as a symbol or as a cluster of experience from the external world reflected on to speech in order to make theory more accessible b) the de-constructive reading where the image is processed according to the intention and the strategy of the philosopher himself c) the conceptual blending which stems from the most contemporary view of metaphor dealing with metaphor not as a language phenomenon but as a transposition of one conceptual domain to another ; in that case the image is defined in a broader sense. The third chapter proposes a diagrammatic depiction of the mental images that are created from philosophical metaphors; it performs a visual reading and discusses its result. This visual reading results from the common practices that we use to understand pictures, foremost photographs. Once we are confronted with a photograph, (and after/while recognizing its content) we scan the syntax of the image looking for: a) patterns or similarities and b) significant details. Accordingly this look can be applied to the diagrammatic depiction of the mental images created by philosophical metaphors, in order to bring in different results to the cognitive value of the metaphor. Relevant examples are applied from Wittgenstein, Leibniz, Nietzsche and Hegel. The fourth chapter compares this model with the dominant model in philosophy of imagination of make-believe by Kendall Walton, in order to place it in the current discussion.
περισσότερα