Περίληψη
Τόσο το αίσθημα του Υψηλού (das Erhabene), όσο και η αυτονομία της τέχνης (Kunstautonomie) ως απουσία μη αισθητικών σκοπών και κανόνων κατά την παραγωγή και την πρόσληψη του έργου τέχνης, αποτελούν δύο σημαντικούς πυλώνες της αισθητικής του Φρίντριχ Σίλλερ. Ωστόσο οι απόψεις των ερευνητών διίστανται ως προς τη σχέση που συνδέει αυτές τις δύο βασικές έννοιες: πρόκειται για σχέση συμπληρωματικότητας, συνύπαρξης ή αντίθεσης; Η παρούσα εργασία, μέσω της ανάλυσης των δομικών στοιχείων του Υψηλού και του προτάγματος της αυτονομίας της τέχνης στο έργο του Σίλλερ, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται όχι για απλές συμπληρωματικές ή αντιθετικές έννοιες, αλλά για εννοιολογικά σύνολα που αντιστοιχούν στις δύο βασικές τάσεις της σκέψης του καλλιτέχνη και στοχαστή Σίλλερ, δηλαδή στην επιθυμία για συμφιλίωση των αντιθέτων (νόμος και φύση, αισθητικότητα και λόγος, χάρη και αξιοπρέπεια κ.ο.κ.) μέσω ομαλών και αρμονικών σταδίων προόδου και στην συνείδηση της αναπόφευκτης αντινομίας και της ανυπέρβλητ ...
Τόσο το αίσθημα του Υψηλού (das Erhabene), όσο και η αυτονομία της τέχνης (Kunstautonomie) ως απουσία μη αισθητικών σκοπών και κανόνων κατά την παραγωγή και την πρόσληψη του έργου τέχνης, αποτελούν δύο σημαντικούς πυλώνες της αισθητικής του Φρίντριχ Σίλλερ. Ωστόσο οι απόψεις των ερευνητών διίστανται ως προς τη σχέση που συνδέει αυτές τις δύο βασικές έννοιες: πρόκειται για σχέση συμπληρωματικότητας, συνύπαρξης ή αντίθεσης; Η παρούσα εργασία, μέσω της ανάλυσης των δομικών στοιχείων του Υψηλού και του προτάγματος της αυτονομίας της τέχνης στο έργο του Σίλλερ, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται όχι για απλές συμπληρωματικές ή αντιθετικές έννοιες, αλλά για εννοιολογικά σύνολα που αντιστοιχούν στις δύο βασικές τάσεις της σκέψης του καλλιτέχνη και στοχαστή Σίλλερ, δηλαδή στην επιθυμία για συμφιλίωση των αντιθέτων (νόμος και φύση, αισθητικότητα και λόγος, χάρη και αξιοπρέπεια κ.ο.κ.) μέσω ομαλών και αρμονικών σταδίων προόδου και στην συνείδηση της αναπόφευκτης αντινομίας και της ανυπέρβλητης αντίφασης που διέπει την ανθρώπινη ύπαρξη. Τα εννοιολογικά σύνολα του Υψηλού και της αυτονομίας της τέχνης διέπονται από σχέση αναλογίας, με την έννοια ότι βασίζονται στα ίδια δομικά/σημασιολογικά στοιχεία (βία, αντίφαση, χωρισμός, αρνητικότητα, δυναμικότητα, οριακή κατάσταση, τονισμός του στοιχείου του φαίνεσθαι (Schein), παράσταση του μη παραστάσιμου (das Undarstellbare), δημιουργία και όχι μίμηση), εκκινώντας από μια δυναμική αντίληψη για τη σχέση ανθρώπινης ψυχής και κοσμικών/ιστορικών δυνάμεων και τη διαδικασία που οδηγεί στο Αισθητικό και καταλήγοντας σε μια προοπτική θέαση του απείρου. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από μια προσεκτική σύγκριση των περιγραφών του αισθήματος του Υψηλού και της διαδικασίας παραγωγής και πρόσληψης τέχνης στα αισθητικά δοκίμια του ποιητή, όπου διαφαίνεται ότι η ίδια η αυτονομία της τέχνης παρουσιάζεται από τον Σίλλερ ως ένα βίωμα του Υψηλού. Υπό αυτήν την έννοια η αισθητική εμπειρία και η ελευθερία – δυνατές ως οριακές καταστάσεις, αλλά και ως στάσεις ζωής εντός ενός χαοτικού κόσμου – δεν σηματοδοτούν την αθέμιτη εισβολή της ηθικής εντός της αισθητικής, αλλά την επέκταση του αισθητικού βιώματος σε όλον τον βίο. Ακριβώς επειδή η τέχνη δεν σχετίζεται με τη γνώση ή την ηθική, όπως τονίζει με ενάργεια ο Σίλλερ αναλύοντας την προσφιλή του δραματουργική έννοια του «υψηλόφρονος εγκληματία» (erhabener Verbrecher), είναι σε θέση να δρα απελευθερωτικά για τον άνθρωπο. Το γεγονός ότι τα έργα της ώριμης – κυρίως – δραματουργίας του παρουσιάζουν μάλλον ανθρώπους που καταστρέφονται από τα ανθρώπινα πάθη και από τις απρόσωπες δυνάμεις της ιστορίας, παρά ελεύθερα υποκείμενα και υψηλόφρονες ήρωες, καταδεικνύει πως ο ποιητής είχε συνείδηση της ριψοκίνδυνης θέσης του ανθρώπου ανάμεσα στη φύση και στον Λόγο και της αναγκαιότητας ανάληψης ευθύνης, με δεδομένη την τυχαιότητα της ύπαρξης.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Τhe Sublime as well as the Autonomy of art, seen as a complete absence of non-aesthetic purposes and rules during the production and reception of art, constitute two fundamental pillars of Friedrich Schiller’s aesthetics. Nevertheless, researchers dispute over the question regarding the nature of the relation between the two: is it one of complementation, co-existence or contrast? This thesis analyses the structural elements of the Sublime and the Autonomy of art in Schiller’s work and reaches the conclusion that they are not just complementary or contrary to each other; they constitute complex notions corresponding to the two fundamental tendencies of Schiller the artist and thinker, i.e. his desire for harmonious, progressive reconciliation of the contraries (law and nature, world of the senses and reason, grace and dignity e.a.) and the awareness that human existence is defined by inevitable antinomy and unsurpassable contradiction. The complex notions of the Sublime and the Autono ...
Τhe Sublime as well as the Autonomy of art, seen as a complete absence of non-aesthetic purposes and rules during the production and reception of art, constitute two fundamental pillars of Friedrich Schiller’s aesthetics. Nevertheless, researchers dispute over the question regarding the nature of the relation between the two: is it one of complementation, co-existence or contrast? This thesis analyses the structural elements of the Sublime and the Autonomy of art in Schiller’s work and reaches the conclusion that they are not just complementary or contrary to each other; they constitute complex notions corresponding to the two fundamental tendencies of Schiller the artist and thinker, i.e. his desire for harmonious, progressive reconciliation of the contraries (law and nature, world of the senses and reason, grace and dignity e.a.) and the awareness that human existence is defined by inevitable antinomy and unsurpassable contradiction. The complex notions of the Sublime and the Autonomy of art are related by analogy, in the sense that they rest on the same structural/semantic elements (violence, contradiction, separation, negativity, a dynamic character, a borderline situation, appearance (Schein), representing the non-representable (das Undarstellbare), creating instead of imitating, opening of endless possibilities), starting from a dynamic perception of the relation between the human soul and cosmic/historic forces, as well as of the process resulting in the Aesthetical, and leading towards an open perspective to the infinite. This conclusion is strengthened by a careful comparison of the way Schiller describes the Sublime and the process of producing and receiving art in his aesthetic essays: the Autonomy of art itself is presented in the same terms as the experience of the Sublime.In this sense, aesthetic experience and freedom – possible only as moments of epiphany in a chaotic world – do not signify an illicit intrusion of ethics into the realm of aesthetics, but the expansion of aesthetic experience to the whole of life. It is the very fact that art has nothing to do with knowledge or morality – as Schiller brilliantly analyses when it comes to his famous “sublime criminal” (erhabener Verbrecher) – that makes it capable of freeing man. The fact that Schiller’s dramas – mostly those written between 1800-1805 – present us with people being destroyed by human passion and impersonal historical forces rather than free subjects and sublime heroes, is due to his being aware that this being staggering between nature and reason lives under uniquely precarious conditions and that it has to accept the burden of responsibility, given the contingency of existence.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Das Erhabene und die Kunstautonomie als Negation außerästhetischer Ziele und Regel bei der Produktion und Rezeption von Kunst sind die beiden Pfeiler der Schillerschen Ästhetik. Trotzdem ist sich die Forschung nicht darüber einig, ob das Postulat der Kunstautonomie mit dem Konzept des Erhabenen zu vereinbaren ist, da Letzteres herkömmlicherweise als eine ethische Forderung zu Heroismus verstanden wird, welche die Grenzen der Ästhetik sprengt. Diese Dissertation analysiert die strukturellen Elemente der Erhabenheit und der Kunstautonomie in Schillers Werk und gelangt zum Schluss, dass diese Konzepte nicht nur komplementär oder gar gegensätzlich sind; sie stellen komplexe Begriffsfelder dar, welchen zwei fundamentale Tendenzen von Schiller dem Künstler entsprechen: sein Wunsch nach harmonischer, progressiver Versöhnung der Gegensätze (Gesetz und Natur, Sinnlichkeit und Vernunft, Anmut und Würde usw) einerseits und andererseits das Bewußtsein, dass die menschliche Existenz durch unentrinn ...
Das Erhabene und die Kunstautonomie als Negation außerästhetischer Ziele und Regel bei der Produktion und Rezeption von Kunst sind die beiden Pfeiler der Schillerschen Ästhetik. Trotzdem ist sich die Forschung nicht darüber einig, ob das Postulat der Kunstautonomie mit dem Konzept des Erhabenen zu vereinbaren ist, da Letzteres herkömmlicherweise als eine ethische Forderung zu Heroismus verstanden wird, welche die Grenzen der Ästhetik sprengt. Diese Dissertation analysiert die strukturellen Elemente der Erhabenheit und der Kunstautonomie in Schillers Werk und gelangt zum Schluss, dass diese Konzepte nicht nur komplementär oder gar gegensätzlich sind; sie stellen komplexe Begriffsfelder dar, welchen zwei fundamentale Tendenzen von Schiller dem Künstler entsprechen: sein Wunsch nach harmonischer, progressiver Versöhnung der Gegensätze (Gesetz und Natur, Sinnlichkeit und Vernunft, Anmut und Würde usw) einerseits und andererseits das Bewußtsein, dass die menschliche Existenz durch unentrinnbare Antinomie und unüberwindlichen Widerspruch bestimmt wird.
Durch die Analyse der Strukturelemente der zwei Begriffe, der Autonomie der Kunst und des Erhabenen bei Schiller, wird der Versuch unternommen, aufzuzeigen, dass diese zwei Konzepte auf denselben semantischen Elementen beruhen (Gewalt, Widerspruch, Trennung, Negativität, Dynamik, Grenzerfahrung, Schein, Darstellung des Undarstellbaren, Kreativität statt Nachahmung, Öffnung zu unendlichen Möglichkeiten) und, indem sie die Versöhnung innerhalb der Kunst durch eine Umdeutung der traditionellen Mimesislehre erstreben, letztendlich zu einer unendlichen Reihe von Trennungen führen – die Versöhnung scheitert an der grundlegenden Widersprüchlichkeit des Seins. Dasselbe geht aus der objektbezogenen Analyse von Werken der klassischen Dramaturgie Schillers (Wallenstein, Maria Stuart, Demetrius), wo die Menschen als Sklaven des Zufalls und ihrer Schwächen erscheinen und unter dem Gewicht der historischen Kontingenz zerschmettert werden, welche eine neue, einigermaßen objektive, Erscheinungsform des Erhabenen darstellt.
Auf dieser Weise wird der Kunstrezipient mit grundlegenden Entscheidungen konfrontiert und der eigenen Möglichkeiten für einen freien Entschluss bewusst. Dem entspricht Schillers Positionierung des Ästhetischen im Bereich der „unendlichen Bestimmbarkeit“, worin sich der Mensch dank der Kunst neu erfinden kann. Obwohl die Kunst für Schiller einen ganz besonderen Lebensbereich darstellt, der sich von Ethik und Wissen bestimmt unterscheidet, oder gerade weil die Kunst ihren eigenen ästhetischen Kriterien folgt, funktioniert sie für den Menschen befreiend.
Grundlegendes Beispiel der scharfen Trennung von Ethik und Ästhetik ist für Schiller gerade die Konzeption des "erhabenen Verbrechers": indem der Zuschauer anti-heroische Dramenpersonen zu bewerten hat, tendiert er dazu, ihre Handlungen dem ethischen Gesetz gemäß zu verurteilen, ihre Wirkung auf seine Seele jedoch nach der in ihnen tätigen Freiheit und Kraft zu beurteilen. Der Mensch, zwischen Natur und Vernunft schwankend, befindet sich nach Schiller in einer prekären Situation und muss doch die Last der Verantwortlichkeit auf sich nehmen.
περισσότερα