Περίληψη
Ορίζοντα της διατριβής αποτελεί η έννοια του υποκειμένου όπως αυτή εμφανίζεται σε μια σειρά κειμένων των Ντέηβιντ Χιουμ και Σάμουελ Μπέκετ. Υπόθεσή μου είναι ότι η γραμμή αφετηρίας του ενός συγγραφέα, ταυτίζεται με τη γραμμή τερματισμού του άλλου: εάν ο Χιουμ ορίζει το υποκείμενο ως «δεμάτι εντυπώσεων», ο Μπέκετ οδηγείται σε κάτι που απέχει ελάχιστα από αυτό, μέσω αφαιρέσεων και αποδυναμώσεων. Η διδακτορική διατριβή χωρίζεται σε δύο μέρη που τιτλοφορούνται αντίστοιχα «Μέρος Α ΄ ή πώς ένα δεμάτι εντυπώσεων γίνεται υποκείμενο και «Μέρος Β ΄ ή πώς ένα υποκείμενο γίνεται δεμάτι εντυπώσεων». Στο Α΄ Μέρος, εξετάζω τη δυνατότητα να διαβαστεί ο Χιουμ ως πρόδρομος του μεταμοντερνισμού και εντοπίζω στη σκέψη του αφενός την επίθεση στο αυτονόητο και αφετέρου την προάσπιση του κοινού νου. Αναλύω τις έννοιες της εντύπωσης και της ιδέας και αναζητώ τους όρους δυνατότητας συγκρότησης του νου σε υποκείμενο και της ροής του αισθητού σε αντικείμενο. Η εξέταση των αρχών της ανθρώπινης φύσης, της φαντασία ...
Ορίζοντα της διατριβής αποτελεί η έννοια του υποκειμένου όπως αυτή εμφανίζεται σε μια σειρά κειμένων των Ντέηβιντ Χιουμ και Σάμουελ Μπέκετ. Υπόθεσή μου είναι ότι η γραμμή αφετηρίας του ενός συγγραφέα, ταυτίζεται με τη γραμμή τερματισμού του άλλου: εάν ο Χιουμ ορίζει το υποκείμενο ως «δεμάτι εντυπώσεων», ο Μπέκετ οδηγείται σε κάτι που απέχει ελάχιστα από αυτό, μέσω αφαιρέσεων και αποδυναμώσεων. Η διδακτορική διατριβή χωρίζεται σε δύο μέρη που τιτλοφορούνται αντίστοιχα «Μέρος Α ΄ ή πώς ένα δεμάτι εντυπώσεων γίνεται υποκείμενο και «Μέρος Β ΄ ή πώς ένα υποκείμενο γίνεται δεμάτι εντυπώσεων». Στο Α΄ Μέρος, εξετάζω τη δυνατότητα να διαβαστεί ο Χιουμ ως πρόδρομος του μεταμοντερνισμού και εντοπίζω στη σκέψη του αφενός την επίθεση στο αυτονόητο και αφετέρου την προάσπιση του κοινού νου. Αναλύω τις έννοιες της εντύπωσης και της ιδέας και αναζητώ τους όρους δυνατότητας συγκρότησης του νου σε υποκείμενο και της ροής του αισθητού σε αντικείμενο. Η εξέταση των αρχών της ανθρώπινης φύσης, της φαντασίας, του συνειρμού, της αιτιότητας και των παθών, με οδηγεί στον εντοπισμό κάποιου είδους φιλανθρωπίας που ρυθμίζει κάθε γραφή και κάθε ανάγνωση εξίσου. Παρακολουθώντας τη λειτουργία της συνήθειας καθώς και το ρόλο του σώματος, διαπιστώνω πως το σώμα στον Χιουμ, ως κοινός τόπος της εμπειρίας, αποτελεί κατ’ εξοχήν πεδίο προάσπισης της καθημερινότητας, στο βαθμό που καθιστά δυνατή την εμπειρία, την αίσθηση και την υπέρβασή της, δηλαδή τη γνώση. Προς το τέλος του Α ΄ Μέρους, εξετάζω τις έννοιες της πίστης, της υπέρβασης και της σκοπιμότητας, οι οποίες επιτρέπουν μιαν αντιμετώπιση της φαινομενικής σύγκρουσης μεταξύ εμπειρισμού και σκεπτικισμού. Η σύγκριση πίστης και γνώσης αποτελεί κομβικό σημείο της διατριβής, στο βαθμό που η σύμπτωσή τους μου επιτρέπει να εντοπίσω μια μη θεολογική πίστη στην καρδιά του υποκειμένου, που το αναγκάζει να επινοεί τα αντικείμενα της πίστης του, αλλά ταυτόχρονα να αναγνωρίζει την σκανδαλώδη αυθαιρεσία των επινοήσεών του. Το Β ΄ Μέρος της διατριβής αποτυπώνει τη ρήξη του Μπέκετ με τη λογοτεχνία του 19ου αιώνα, αλλά και την κριτική του στάση απέναντι στην παντοδυναμία του λόγου αιώνα και του καρτεσιανού υποκειμένου. Εξετάζω το ζήτημα της αρχής (ως εκκίνησης αλλά και ως ρύθμισης) και την συνδέω με την έννοια της πίστης. Οι έννοιες του μύθου και της θρησκείας με οδηγούν στην ιδέα της πραγματικότητας ως κατασκευής. Παρακολουθώ τις έννοιες της τελετουργίας, της μνήμης, της συνήθειας, της φαντασίας και του λόγου και διαπιστώνω πως αυτά πετυχαίνουν να μεταμφιέσουν την κατασκευή και να την εμφανίσουν ως ουσία. Τα ζητήματα της μετάφρασης και της μεταφοράς με οδηγούν στην επεξεργασία της έννοιας του σώματος. Αυτή η υλικότητα αποτελεί τόσο στον Μπέκετ, όσο και στον Χιουμ, ένα από τα τελευταία προπύργια του υποκειμένου. Το σώμα, εξάλλου, σχετίζεται με μια από τις κομβικές ιδέες στα κείμενα του Χιουμ: τη διασκέδαση. Επιπλέον, η έννοια της αυτοβιογραφίας μου επιτρέπει να σκεφτώ την επικοινωνία μεταξύ φιλοσοφίας και λογοτεχνίας. Τέλος, αντλώ από την έννοια της «ασθενούς οντολογίας» ως εκείνου το φιλάνθρωπου τεχνάσματος που επιτρέπει τη συνέχιση τόσο της ζωής όσο και της γνώσης.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The topic of my dissertation is the notion of the subject as registered in various texts by David Hume and Samuel Beckett. My hypothesis is that the starting line of the one of the authors coincides with the finishing line of the other. If Hume defines the subject as a “bundle of impressions”, Beckett is led to something very similar through gradual reduction and weakening. My dissertation is divided into two parts titled “Part A or How a bundle of impressions becomes a subject” and “Part B or How a subject becomes a bundle of impressions”. In Part A I examine the possibility to read Hume as a forerunner of postmodernism, who distinguishes between the self-evident and the commonsensical, attacking the former while shielding the later. By analyzing the notions of impressions and ideas I explore the preconditions that allow the mind to become a subject as well as the empirical flow to become an object. The notions of human nature, imagination, association of ideas, causality and passions ...
The topic of my dissertation is the notion of the subject as registered in various texts by David Hume and Samuel Beckett. My hypothesis is that the starting line of the one of the authors coincides with the finishing line of the other. If Hume defines the subject as a “bundle of impressions”, Beckett is led to something very similar through gradual reduction and weakening. My dissertation is divided into two parts titled “Part A or How a bundle of impressions becomes a subject” and “Part B or How a subject becomes a bundle of impressions”. In Part A I examine the possibility to read Hume as a forerunner of postmodernism, who distinguishes between the self-evident and the commonsensical, attacking the former while shielding the later. By analyzing the notions of impressions and ideas I explore the preconditions that allow the mind to become a subject as well as the empirical flow to become an object. The notions of human nature, imagination, association of ideas, causality and passions lead me to a certain concept of philanthropy that regulates any sort of reading and writing. Similarly, the notion of habit allows me to conceive the body in Hume’s texts as the common locus of experience that protects the commonsensical and enables knowledge, not as the opposite of opinion but rather as a catachresis. Furthermore, I examine the notions of belief and intention in order to understand the apparent conflict between empiricism and skepticism. By comparing the notions of belief and knowledge, I manage to locate a kind of non-theological faith that founds the subject and forces it to invent its objects of faith as well as acknowledge their scandalous arbitrariness. In Part B I examine Beckett’s relation with 19th century literature and his criticism against rationalism and the Cartesian subject. By exploring the problem of commencement (both as a beginning and as a regulating principle) I attempt to relate them to the notion of belief. The role of myth and religion lead me to the concept of reality as construction. I examine the notions of ritual, memory, habit, imagination and ratio in order to understand the ways they permit a construction to appear as essence. In addition, the issues concerning translatability and figurative speech lead me to the examination of the body in Beckett’s texts. The materiality of the body provides the subject with a last refuge, both for Hume and Beckett. Also, the body informs one of the key Humean notions: diversion. Furthermore, the notion of autobiography enables me to build a bridge that guarantees the communication between philosophy and literature. Finally, I use the concept of a “weak ontology” as a philanthropic device that manages to keep knowledge and life separated, thus allowing them to continue without threatening each other.
περισσότερα