Περίληψη
Ο σκοπός της παρουσιαζόμενης έρευνας είναι η διερεύνηση του πολιτισμικού πλαισίου στο οποίο τοποθετούν τον εαυτό τους τα άτομα μιας «ειδικής» σε σχέση με τον Άλλον ομάδας, των κοινωνικών αναπαραστάσεων που διέπουν την τοποθέτηση αυτή και των συνεπειών του επαναπροσδιορισμού αυτού. Η Zavalloni (Zavalloni & Louis-Guerin, 1996) δέχεται ότι η κοινωνικότητα είναι που κατασκευάζει την πραγματικότητα. Κάθε άτομο «υπάρχει» κοινωνικά ακόμα και πριν τη γέννησή του, παθητικά, από τη στιγμή που είναι αντικείμενο επιθυμίας των γονιών του(ή, αντίθετα, ανεπιθύμητο), οι οποίοι φροντίζουν να του δώσουν ένα όνομα και μια θέση στην κοινωνία, καθορίζοντας έτσι τη «μοίρα» του εκ των προτέρων (Λίποβατς, 1994). Η Zavalloni θέτει όμως ένα δεύτερο ζήτημα, το πώς ο νους κατασκευάζει την κοινωνικότητα, καθώς το νοητικό περιεχόμενο των κοινωνικών αναπαραστάσεων, στάσεων και αξιών του υποκειμένου εμφανίζεται κατά την παιδική του ηλικία από την αλληλεπίδραση των ενδιαφερόντων του παιδιού, των συναισθηματικών του αν ...
Ο σκοπός της παρουσιαζόμενης έρευνας είναι η διερεύνηση του πολιτισμικού πλαισίου στο οποίο τοποθετούν τον εαυτό τους τα άτομα μιας «ειδικής» σε σχέση με τον Άλλον ομάδας, των κοινωνικών αναπαραστάσεων που διέπουν την τοποθέτηση αυτή και των συνεπειών του επαναπροσδιορισμού αυτού. Η Zavalloni (Zavalloni & Louis-Guerin, 1996) δέχεται ότι η κοινωνικότητα είναι που κατασκευάζει την πραγματικότητα. Κάθε άτομο «υπάρχει» κοινωνικά ακόμα και πριν τη γέννησή του, παθητικά, από τη στιγμή που είναι αντικείμενο επιθυμίας των γονιών του(ή, αντίθετα, ανεπιθύμητο), οι οποίοι φροντίζουν να του δώσουν ένα όνομα και μια θέση στην κοινωνία, καθορίζοντας έτσι τη «μοίρα» του εκ των προτέρων (Λίποβατς, 1994). Η Zavalloni θέτει όμως ένα δεύτερο ζήτημα, το πώς ο νους κατασκευάζει την κοινωνικότητα, καθώς το νοητικό περιεχόμενο των κοινωνικών αναπαραστάσεων, στάσεων και αξιών του υποκειμένου εμφανίζεται κατά την παιδική του ηλικία από την αλληλεπίδραση των ενδιαφερόντων του παιδιού, των συναισθηματικών του αναζητήσεων και των ιδιοτήτων ενός σημαντικού Άλλου. Η βασική οργάνωση του νοητικού αυτού περιεχομένου, φορτισμένη συναισθηματικά και σχετιζόμενη με τις ομάδες, τα πρότυπα ταυτότητας και τον εαυτό, δημιουργεί ένα τρίγωνο, το οποίο υποδηλώνει τη δυναμική σχέση ανάμεσα στα τρία αυτά βασικά στοιχεία που δομούν την ψυχοκοινωνική ταυτότητα. Έτσι, ηψυχοκοινωνική ταυτότητα του υποκειμένου είναι η απάντηση στην πραγματικότητά του και συνιστά τη βάση της προσωπικότητας του ατόμου, πέρα από τις ιδιοσυγκρασίες του κάθε υποκειμένου, καθώς όλες οι αναπαραστάσεις της ψυχοκοινωνικής ταυτότητας βρίσκονται συνδεδεμένες και οργανωμένες από τυπικές σταθερές που δρουν ως ενεργές εικόνες, μέσω των οποίων το κοινωνικό περιβάλλον αποκωδικοποιείται, και ως ρυθμιστές της συμπεριφοράς (Zavalloni & Louis-Guerin, 1996). Ο σκοπός της Κοινωνικής Κλινικής Ψυχολογίας είναι πρώτα απ’ όλα η πρόληψη (Ρήγα,1997). Κάθε μελέτη περίπτωσης περιέχει όχι μόνο το παρελθόν, αλλά και στοιχεία του μέλλοντος του υποκειμένου (Ferrarotti, 1987). Οι τυπικές σταθερές των αναπαραστάσεων της ψυχοκοινωνικής ταυτότητας δρουν ως ρυθμιστές της συμπεριφοράς (Zavalloni & Louis-Guerin, 1996). Επομένως, η ανακάλυψη αυτών των τυπικών σταθερών ρυθμιστών της συμπεριφοράς των υποκειμένων (στη συγκεκριμένη περίπτωση, της ομάδας των ασθενών με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου υπό αιμοκάθαρση) μπορεί να βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση και αντιμετώπιση των προβλημάτων της συγκεκριμένης «πραγματικότητας» και στην πρόβλεψη και πρόληψη αυτών, με απώτερο στόχο τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των ατόμων με χρόνιες παθήσεις. Υπό αυτή την έννοια, η πρωτοπορία της παρουσιαζόμενης έρευνας έγκειται όχι μόνο στην περιγραφή της ψυχοκοινωνικής ταυτότητας των συγκεκριμένων ασθενών, αλλά και στη διερεύνηση των κοινών παραγόντων που την επηρεάζουν καθώς και στο συνδυασμό της ποιοτικής έρευνας (διαπίστωση) και της ποσοτικής έρευνας (πρόβλεψη στον πληθυσμό), όπου το ποσοτικό σκέλος της βασίζεται στα ποιοτικά δεδομένα του λόγου των υποκειμένων. Τα αποτελέσματα των τριών διαδοχικών σταδίων της έρευνας με τη χρήση διαφορετικών μεθοδολογικών εργαλείων (4 συνεντεύξεις, 25 ερωτηματολόγια με ανοικτές ερωτήσεις, 127 ερωτηματολόγια με κλειστές και ανοικτές ερωτήσεις) μας επιτρέπουν να διατυπώσουμε τα εξής συμπεράσματα: 1. Οι ασθενείς με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια (ΧΝΑ) τελικού σταδίου υπό περιτοναϊκή κάθαρση εμφανίζουν καλύτερη ψυχολογική προσαρμογή στην ασθένεια σε σύγκριση με τους ασθενείς υπό αιμοκάθαρση. 2. Η μέθοδος προτίμησης της εξωνεφρικής κάθαρσης φαίνεται να εξαρτάται περισσότερο από τις υποκειμενικές επιλογές των ασθενών και, υπό αυτή την έννοια, δεν είναι η μέθοδος κάθαρσης που, σύμφωνα με τις προγενέστερες έρευνες, επηρεάζει την προσωπικότητα, αλλά η προσωπικότητα επηρεάζει την επιλογή της μεθόδου και οι διαφορές στην ψυχολογική κατάσταση των ασθενών που χρησιμοποιούν την περιτοναϊκή κάθαρση ή την αιμοκάθαρση οφείλονται όχι τόσο στην εφαρμογή της συγκεκριμένης μεθόδου, αλλά μάλλον στα προϋπάρχοντα προβλήματα αναφορικά με την προσωπικότητα του ασθενούς. 3. Το φύλο των ασθενών εμφανίζεται να είναι παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας και φαίνεται να συσχετίζεται με το είδος τωνοργανικών διαταραχών πριν την έναρξη της ΧΝΑ (οργανικό επίπεδο) και το επάγγελμα και τις αλλαγές της επαγγελματικής δραστηριότητας μετά την εκδήλωση της νόσου (κοινωνικοοικονομικό επίπεδο). Δε βρέθηκε καμιά διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα αναφορικά με τις ψυχολογικές επιπτώσεις της ασθένειας. 4. Η αναπτυξιακή φάση στην οποία εκδηλώνεται η ΧΝΑ (ηλικία έναρξης της νόσου) και η αναπτυξιακή φάση στην οποία βρίσκεται ο ασθενής, ανεξάρτητα από την ηλικία εκδήλωσης της χρόνιας ασθένειας (τωρινή ηλικία), παρουσιάζουν δύο διαφορετικά αποτελέσματα αναφορικά με τις ψυχολογικές επιπτώσεις της ασθένειας: στην πρώτη περίπτωση, η ηλικία έναρξης της νόσου φαίνεται να συσχετίζεται με την πεποίθηση των ασθενών της διαφορετικής τους αντιμετώπισης από τους άλλους. Στη δεύτερη, η ηλικία των ασθενών εμφανίζεται να συσχετίζεταιμε την αισιόδοξη ή την απαισιόδοξη στάση τους προς το μέλλον, χωρίς να παρατηρούνται διαφορές ανάμεσα στις ηλικίες τους αναφορικά με την αίσθηση της διαφορετικότητας από τους άλλους, την πεποίθησή τους για τη διαφορετική τους αντιμετώπιση από τους άλλους και την αλλαγή του χαρακτήρα των πασχόντων μετά την έναρξη της νόσου. 5. Το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο των ασθενών βρέθηκε να επηρεάζει ποικιλοτρόπως την πορεία ζωής τους, ασκώντας τόσο θετική όσο και αρνητική επίδραση στον οργανικό, κοινωνικό και ψυχολογικό τομέα. Το επάγγελμα και η μόρφωση των ασθενών δε φαίνεται να συσχετίζεται με το επίπεδο νοσηρότητας, αλλά παρεμβαίνουν στις κοινωνικές και τις ψυχολογικές προεκτάσεις της ασθένειας. Ο τόπος καταγωγής συσχετίζεται θετικά με την ύπαρξη άλλων οργανικών διαταραχών και με το είδος τους πριν την εκδήλωση της νόσου(οργανικό επίπεδο), ενώ ο τόπος μόνιμης διαμονής συσχετίζεται θετικά με το είδος των οργανικών διαταραχών πριν την έναρξη της ΧΝΑ (οργανικό επίπεδο), με τις αλλαγές στην επαγγελματική δραστηριότητα (κοινωνικοοικονομικό επίπεδο) και με την πεποίθηση των ασθενών για τη διαφορετική τους αντιμετώπιση από τους άλλους (ψυχολογικό επίπεδο) μετά την εμφάνιση της ασθένειας. Παρ’ όλη τη σημασία τους, οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες φαίνεται να είναι ένας μόνο μερικός δείκτης ολόκληρης αλληλουχίας γεγονότων, τα οποία πρέπει να ιδωθούν συνδυαστικά, προκειμένου το γεγονός της ασθένειας και οι επιπτώσεις της να κατανοηθούν καλύτερα. 6. Τα πατρικά πρότυπα και τα γεγονότα στην πατρική οικογένεια φαίνεται να παρεμβαίνουν σ’ όλα τα επίπεδα ζωής του ατόμου – οργανικό, κοινωνικό και ενδοψυχικό.Έτσι, η ύπαρξη οργανικών διαταραχών στους ασθενείς πριν την έναρξη της ασθένειας συσχετίζεται θετικά με την ύπαρξη θανάτου στην πατρική τους οικογένεια.Επιπλέον, το είδος αυτών των διαταραχών συσχετίζεται με τις ασθένειες και την ταυτότητα του θανόντος μέλους της οικογένειας, ενώ η ηλικία έναρξης τηςΧΝΑ εμφανίζεται να συσχετίζεται με το επίπεδο μόρφωσης των ασθενών (οργανικό επίπεδο). Το επάγγελμα και το μορφωτικό επίπεδο των ασθενών συσχετίζονται με το πατρικό επάγγελμα και το επίπεδο μόρφωσης ιδιαίτερα του πατέρα (κοινωνικοοικονομικό επίπεδο). Η αίσθηση της διαφορετικότητας των ασθενών από τους άλλους μετά την εκδήλωση της ΧΝΑ φαίνεται να συσχετίζεται με το είδος σχέσεων στην πατρική τους οικογένεια, ενώ η πεποίθησή τους για τηδιαφορετική τους αντιμετώπιση από τους άλλους με το επάγγελμα και τη μόρφωση του πατέρα, όπως και με την ταυτότητα του άρρωστου μέλους της πατρικής τους οικογένειας. Η αλλαγή του χαρακτήρα των ασθενών μετά την έναρξη της νόσου συσχετίζεται με το μορφωτικό επίπεδο του πατέρα τους, ενώ η αισιόδοξη ή απαισιόδοξή τους στάση προς το μέλλον φαίνεται να συσχετίζεται με την ύπαρξη θανάτου στην πατρική τους οικογένεια (ενδοψυχικό επίπεδο). Εκτός από τη διαπίστωση της σημαντικότητας των οικογενειακών επιρροών για το άτομο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί η μεγαλύτερη επίδραση του πατρικού προτύπου σε σύγκριση με το αντίστοιχο μητρικό, γεγονός που χρήζει περισσότερης διερεύνησης για την κατανόηση της σημασίας του ρόλου του πατέρα στη μελλοντική πορεία του ατόμου. 7. Οι ψυχολογικές επιπτώσεις της ασθένειας φαίνεται να επηρεάζονται περισσότερο από τους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες και τα γεγονότα στην πατρική οικογένεια των ασθενών παρά από την οργανική εικόνα της νόσου. Το συμπέρασμααυτό επιβεβαιώνει τα ευρήματα των προγενέστερων ερευνών, σύμφωνα με τις οποίες η απαντητικότητα στην ασθένεια δεν καθορίζεται απλώς από τη φύση των βιο-φυσιολογικών συμπτωμάτων ούτε από τα κίνητρα του ατόμου, αλλά μάλλον διαμορφώνεται από το κοινωνικό, το πολιτιστικό και το ιδεολογικό περιβάλλον της βιογραφίας του ατόμου. Το πώς οι άνθρωποι νοηματοδοτούν την ασθένειά τους βρίσκεται σε συνάφεια με την προσωπική τους βιογραφία, γεγονός που με τη σειρά του, επηρεάζεται πάντοτε από και είναι αναπόσπαστο κομμάτι των πολιτιστικών αξιών της κοινωνίας στην οποία ζουν (Ραβάνης, 1995, Nettleton, 2002). Οι αξίεςαυτές μεταφέρονται μέσω των κοινωνικών αναπαραστάσεων που μοιράζονται τα μέλη μιας συγκεκριμένης κοινωνίας και ενστερνίζονται επί το πλείστον κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, σηματοδοτώντας το άτομο και κατά την ενήλική του ζωή, καθώς το βοηθούν να προσδιορίσει το ρόλο του και τη θέση του, δηλαδή την ταυτότητά του. Η έναρξη της χρόνιας ασθένειας περιλαμβάνει την αποδιοργάνωση της βιογραφίας και την αλλαγή της ταυτότητας του ατόμου (Nettleton, 2002), στοιχείων που έχουν εδραιωθεί μέσα του βάσει της κοινωνικής του ύπαρξης καιτων κοινωνικών του αλληλοδράσεων με τους σημαντικούς Άλλους. Συνεπώς, οι αλλαγές λόγω της ασθένειας στο κοινωνικό του «πράττειν» επιφέρουν αλλαγές και στο ψυχολογικό του «είναι». Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνάς μας, η αίσθηση της διαφορετικότητας των ασθενών μετά την έναρξη της ΧΝΑ συσχετίζεται με τον τόπο μόνιμης διαμονής τους, με την αλλαγή της επαγγελματικής τους δραστηριότητας και με τις αλλαγές στην οικονομική τους κατάσταση. Η πεποίθηση των ασθενών για τη διαφορετική τους αντιμετώπιση από τους άλλους φαίνεται να συσχετίζεται με το επίπεδο μόρφωσής τους, με το επάγγελμα του πατέρα τους, με το μορφωτικό επίπεδο των γονιών τους (ιδιαιτέρα του πατέρα), με την ταυτότητα του άρρωστου μέλους της πατρικής οικογένειάς τους, με την ηλικία έναρξης της ΧΝΑ, με τις αλλαγές στην επαγγελματική τους δραστηριότητα και στην οικονομική τους κατάσταση και με την αίσθηση της διαφορετικότητάςτους από τους άλλους μετά την έναρξη της νόσου. Η αλλαγή του χαρακτήρα των ασθενών μετά την εκδήλωση της ΧΝΑ φαίνεται να συσχετίζεται με το επάγγελμα του πατέρα τους, με την αλλαγή της οικονομικής κατάστασης και με την αίσθηση της διαφορετικότητάς τους από τους άλλους. Η στάση των ασθενών προς το μέλλον τους (αισιόδοξη-απαισιόδοξη) συσχετίζεται θετικά με την ηλικία τους και την αίσθηση της διαφορετικότητάς τους από τους άλλους μετά την εμφάνιση της νόσου.
περισσότερα