Περίληψη
Ο στόχος της διατριβής είναι να συνεισφέρει στην κατανόηση των κινήτρων των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) χρησιμοποιώντας μια σύγχρονη Μαρξιστική θεωρητική προσέγγιση που αντλεί έμπνευση από τη Μαρξική ανάλυση του ποσοστού του κέρδους, η οποία ενσωματώνει κριτικά και στοιχεία της Μαρξιστικής και μη-Μαρξιστικής θεωρίας για τις ΑΞΕ. Το κεντρικό ερευνητικό ερώτημα είναι το ποια είναι τα βασικά κίνητρα που οδηγούν το κεφάλαιο να επενδύσει, με τη μορφή της ΑΞΕ, σε σχετικά λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου, και συγκεκριμένα σε Ανατολικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Για να απαντηθεί το ερώτημα, το θεωρητικό πλαίσιο στηρίζεται στη βασική λογική της θεωρίας του Μαρξ γύρω από την πτώση του ποσοστού του κέρδους και τη σχέση της με την άνιση ανάπτυξη και τις εξαγωγές κεφαλαίου (ΑΞΕ). Το κύριο επιχείρημα είναι πως, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, οι συνεχιζόμενες διεθνείς διαφορές στα ποσοστά κέρδους μεταξύ χωρών μπορούν να ερμηνεύσουν τις διεθνείς κινήσεις κεφαλαίου προκει ...
Ο στόχος της διατριβής είναι να συνεισφέρει στην κατανόηση των κινήτρων των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) χρησιμοποιώντας μια σύγχρονη Μαρξιστική θεωρητική προσέγγιση που αντλεί έμπνευση από τη Μαρξική ανάλυση του ποσοστού του κέρδους, η οποία ενσωματώνει κριτικά και στοιχεία της Μαρξιστικής και μη-Μαρξιστικής θεωρίας για τις ΑΞΕ. Το κεντρικό ερευνητικό ερώτημα είναι το ποια είναι τα βασικά κίνητρα που οδηγούν το κεφάλαιο να επενδύσει, με τη μορφή της ΑΞΕ, σε σχετικά λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου, και συγκεκριμένα σε Ανατολικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Για να απαντηθεί το ερώτημα, το θεωρητικό πλαίσιο στηρίζεται στη βασική λογική της θεωρίας του Μαρξ γύρω από την πτώση του ποσοστού του κέρδους και τη σχέση της με την άνιση ανάπτυξη και τις εξαγωγές κεφαλαίου (ΑΞΕ). Το κύριο επιχείρημα είναι πως, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, οι συνεχιζόμενες διεθνείς διαφορές στα ποσοστά κέρδους μεταξύ χωρών μπορούν να ερμηνεύσουν τις διεθνείς κινήσεις κεφαλαίου προκειμένου είτε να αποφύγει την τάση προς κρίση στην χώρα προέλευσής του είτε απλά να αναζητήσει ένα υψηλότερο ποσοστό κέρδους στο εξωτερικό. Επομένως, για να πραγματοποιηθούν ΑΞΕ, λαμβάνεται ως βασικό δεδομένο πως σε παγκόσμιο επίπεδο διατηρούνται και αναπαράγονται διεθνείς διαφορές στα εθνικά ποσοστά κέρδους. Παρότι αυτή είναι η βασική προσέγγιση που ακολουθείται στην παρούσα διατριβή, η μελέτη επιπλέον υποστηρίζει πως οι διεθνείς διαφορές στα ποσοστά κέρδους δεν επαρκούν από μόνες τους ως κίνητρο για την πραγματοποίηση ΑΞΕ, και θέτει ορισμένες πρόσθετες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να λάβει χώρα στην πράξη μια ΑΞΕ. Οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου μια ΑΞΕ να κατευθυνθεί προς μια σχετικά λιγότερο ανεπτυγμένη χώρα με σχετικά υψηλότερο ποσοστό κέδρους είναι: (1) η ύπαρξη επιχειρήσεων με επαρκώς ανώτερη παραγωγικότητα, στις πιο ανεπτυγμένες χώρες, που τους επιτρέπει να ανταγωνιστούν μέσω της ελεγχόμενης παραγωγής σε ξένο έδαφος⸱ (2) επαρκής βιομηχανική ανάπτυξη στη σχετικά λιγότερο ανεπτυγμένη χώρα υποδοχής⸱ (3) η χώρα προέλευσης και η χώρα υποδοχής της επένδυσης πρέπει να έχουν, λίγο πολύ, παρόμοιες παραγωγικές δομές. Αυτές οι προϋποθέσεις, σε συνδυασμό με μια βασική Μαρξική ανάλυση του ποσοστού κέρδους, ουσιαστικά υποδηλώνει πως: (α) οι ΑΞΕ θα τείνουν να έλκονται προς βιομηχανικές χώρες που βρίσκονται σε σχετικά χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης συγκριτικά με τη χώρα προέλευσης της ΑΞΕ, καθώς η ανώτερη παραγωγικότητα των πολυεθνικών επιχειρήσεων (ΠΕ) που προέρχονται από τις πιο ανεπτυγμένες χώρες, σε συνδυασμό με το συνήθως υψηλότερο ποσοστό κέρδους στις σχετικά λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, οδηγεί τις ΠΕ να επενδύουν στις τελευταίες⸱ (β) οι ΠΕ θα τείνουν να επενδύουν σε χώρες που παράγουν ένα παρόμοιο φάσμα αγαθών με τη χώρα προέλευσης, το οποίο είναι συχνά το αποτέλεσμα είτε της ανάγκης να παρακαμφθούν μέτρα εμπορικής προστατευτικής πολιτικής, που εφαρμόζονται από παρόμοια ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες, είτε του γεγονότος πως οι σχετικά λιγότερο ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες μπορούν να παράγουν παρόμοια αγαθά με τη χώρα προέλευσης σε χαμηλότερο κόστος. Η μελέτη περιλαμβάνει μια εμπειρική διερεύνηση ώστε να ελέγξει αν το προτεινόμενο θεωρητικό πλαίσιο επιβεβαιώνεται, εξετάζοντας τις διαφορετικές δυναμικές του ποσοστού κέρδους και των ΑΞΕ σε δύο διακριτές ομάδες χωρών της ΕΕ. Συγκεκριμένα, η πρώτη ομάδα χωρών (ομάδα 1) περιλαμβάνει πιο ανεπτυγμένες βιομηχανικές Δυτικές χώρες της ΕΕ, δηλαδή, το Βέλγιο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, και την Ολλανδία – που ταυτόχρονα είναι ιδρυτικά μέλη και μέρος του πυρήνα της ΕΕ – ενώ η δεύτερη ομάδα χωρών (ομάδα 2) περιλαμβάνει σχετικά λιγότερο ανεπτυγμένες βιομηχανικές Ανατολικές χώρες της ΕΕ, δηλαδή, την Τσεχία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, και τη Σλοβακία – που ταυτόχρονα είναι χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ (πρώην οικονομίες σε μετάβαση), επίσης γνωστές και ως χώρες του Βίσεγκραντ. Η εμπειρική διερεύνηση χωρίζεται σε μια μακροοικονομική ανάλυση ομάδων χωρών και σε μια κλαδική ανάλυση ανά χώρα. Ο στόχος της μακροοικονομικής ανάλυσης είναι να εξετάσει κατά πόσο το ποσοστό κέρδους, σε συνδυασμό με την πιθανή επίδραση άλλων παραγόντων, μπορεί να βοηθήσει στην ερμηνεία της συνολικής τάσης των εισροών ΑΞΕ στις δύο ομάδες χωρών της ΕΕ. Συγκεκριμένα, η μακροοικονομική ανάλυση εξετάζει την επίδραση του ποσοστού κέρδους, του μεγέθους της αγοράς, της εμπορικής ή/και νομισματικής προστασίας, και της μακροπρόθεσμης ελκυστικότητας ΑΞΕ, επί των εισροών ΑΞΕ σε κάθε ομάδα χωρών. Η κλαδική ανάλυση αποτελείται από δύο μέρη. Το ένα μέρος εστιάζει στις κλαδικές ΑΞΕ και το κλαδικό εμπόριο κάθε χώρας ανεξάρτητα. Η κλαδική ανάλυση των ΑΞΕ και του εμπορίου πραγματοποιείται ώστε να εντοπιστούν πιθανά πρόσθετα κίνητρα πίσω από τις κλαδικές ΑΞΕ, ώστε να εκτιμηθεί ο βασικός τύπος ΑΞΕ που πραγματοποιείται σε κάθε ομάδα χωρών. Το άλλο μέρος της κλαδικής ανάλυσης περιλαμβάνει μια διερεύνηση, ανάλογα με τη διαθεσιμότητα στοιχείων, των κλαδικών ποσοστών κέρδους και των κλαδικών ΑΞΕ, ώστε να ελεγχθεί αν επιμέρους εθνικοί κλάδοι που εμφανίζουν σχετικά υψηλότερο ποσοστό κέρδους τείνουν να έλκουν περισσότερες ΑΞΕ. Το βασικό εύρημα της εμπειρικής μακροοικονομικής ανάλυσης είναι ότι το ποσοστό κέρδους φαίνεται να παίζει έναν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της συνολικής τάσης των εισροών ΑΞΕ και στις δύο ομάδες χωρών, ειδικά στην ομάδα 2. Φαίνεται πως η ομάδα 2 έχει ένα σχετικά υψηλότερο ποσοστό κέρδους μεταξύ του 1995 και του 2021, περίοδος κατά την οποία οι εισροές ΑΞΕ παρουσιάζουν μια συνολική αύξηση. Από την άλλη, η ομάδα 1 έχει ένα σχετικά χαμηλότερο ποσοστό κέρδους μεταξύ του 1991 και του 2021, περίοδος κατά την οποία οι εισροές ΑΞΕ παρουσιάζουν μια συνολική πτώση. Φαίνεται πως το χαμηλότερο ποσοστό κέρδους, καθώς και η συνολική πτωτική τάση του, για την ομάδα 1 είναι το αποτέλεσμα τόσο της συνολικής αύξησης του καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου που απαιτείται για την παραγωγή μιας μονάδας προϊόντος (Μαρξικός «Νόμος της Πτωτικής Τάσης του Ποσοστού του Κέρδους»), όσο και της συνολικής αύξησης του μεριδίου της εργασίας στο καθαρό προϊόν («Υπερσυσσώρευση Κεφαλαίου»). Το υψηλότερο ποσοστό κέρδους, καθώς και η συνολική ανοδική τάση του, για την ομάδα 2 φαίνεται πως είναι το αποτέλεσμα τόσο της συνολικής πτώσης του καθαρού αποθέματος παγίου κεφαλαίου που απαιτείται για την παραγωγή μιας μονάδας προϊόντος, όσο και της συνολικής μείωσης του μεριδίου της εργασίας στο καθαρό προϊόν, σε σύγκριση με την ομάδα 1 – το οποίο υποδηλώνει πως επενδύοντας στην ομάδα 2 το ξένο κεφάλαιο εκμεταλλεύεται το ταυτόχρονα χαμηλότερο επίπεδο μισθών με την αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας. Αυτό σημαίνει πως οι συνεχιζόμενες διαφορές στο εθνικό επίπεδο των μισθών εντός της ΕΕ, δεδομένου πως οι Ανατολικές χώρες της ΕΕ σταδιακά μειώνουν τη διαφορά παραγωγικότητας με τις Δυτικές χώρες της ΕΕ, επιτρέπουν στο ξένο κεφάλαιο να αποσπά πρόσθετα κέρδη από τις σχετικά λιγότερο ανεπτυγμένες Ανατολικές χώρες της ΕΕ, μέσω της υποκατάστασης υψηλότερα αμειβόμενης εργασίας με χαμηλότερα αμειβόμενη εργασία, η οποία οδηγεί σε μια μορφή οικονομικής ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης μέσω «εργασιακής κερδοσκοπίας» εντός της ΕΕ. Δηλαδή, παρά τη συνεχιζόμενη διαδικασία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, μορφές άνισης ανάπτυξης εντός της ΕΕ φαίνεται πως έχουν οδηγήσει σε μια πόλωση του ποσοστού κέρδους μεταξύ Δυτικών και Ανατολικών χωρών της ΕΕ. Η παρούσα μελέτη υποστηρίζει πως, για όλα τα άλλα σταθερά, αυτή η πόλωση του ποσοστού κέρδους φαίνεται να έχει παίξει έναν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της συνολικής τάσης των ΑΞΕ στις Δυτικές και Ανατολικές χώρες της ΕΕ κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Άλλοι παράγοντες που φαίνεται να επηρεάζουν τις εισροές ΑΞΕ σύμφωνα με την εμπειρική μακροοικονομική ανάλυση είναι το μέγεθος της αγοράς, η εμπορική ή/και νομισματική προστασία, και η μακροπρόθεσμη ελκυστικότητα ΑΞΕ. Σύμφωνα με την εμπειρική κλαδική ανάλυση ΑΞΕ και εμπορίου, οι αυξημένες ΑΞΕ στην ομάδα 2 φαίνονται να είναι κυρίως εξαγωγικού προσανατολισμού, ειδικά στον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας. Οι ΑΞΕ στην ομάδα 1 φαίνονται να είναι πέρα από εξαγωγικού προσανατολισμού και ΑΞΕ που στοχεύουν στην παραγωγή για την εγχώρια αγορά. Ο κλάδος που δέχεται τις περισσότερες ΑΞΕ στις χώρες της ομάδας 1 είναι ο κλάδος των χημικών προϊόντων, στον οποίο οι ΑΞΕ φαίνεται να στοχεύουν κυρίως στην παραγωγή για την εγχώρια αγορά. Τέλος, η διερεύνηση των κλαδικών ποσοστών κέρδους και των κλαδικών ΑΞΕ στη Γερμανία και την Τσεχία υποδεικνύει πως οι εθνικοί κλάδοι που παρουσιάζουν ένα υψηλότερο ποσοστό κέρδους, σε σχέση με το εθνικό μέσο ποσοστό κέρδους του ιδιωτικού τομέα, τείνουν να έλκουν περισσότερες ΑΞΕ συγκριτικά με άλλους εθνικούς κλάδους.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The aim of this study is to contribute to the understanding of the motives behind foreign direct investment (FDI) by using a contemporary Marxist theoretical approach that draws inspiration from the Marxian analysis of the profit rate, which critically incorporates aspects of Marxist and non-Marxist FDI theory. The central research question is which are the main motives that drive capital to invest, in the form of FDI, in relatively less developed countries in the developed world, and specifically in Eastern economies within the European Union (EU). To address this question, the theoretical framework builds upon the basic logic behind Marx’s theory concerning the fall of the rate of profit and its relationship with uneven development and capital exports (FDI). The main argument is that, under certain preconditions, persistent profit rate differentials between countries can help explain the international movements of capital, in order to either avoid the tendency towards crisis in its h ...
The aim of this study is to contribute to the understanding of the motives behind foreign direct investment (FDI) by using a contemporary Marxist theoretical approach that draws inspiration from the Marxian analysis of the profit rate, which critically incorporates aspects of Marxist and non-Marxist FDI theory. The central research question is which are the main motives that drive capital to invest, in the form of FDI, in relatively less developed countries in the developed world, and specifically in Eastern economies within the European Union (EU). To address this question, the theoretical framework builds upon the basic logic behind Marx’s theory concerning the fall of the rate of profit and its relationship with uneven development and capital exports (FDI). The main argument is that, under certain preconditions, persistent profit rate differentials between countries can help explain the international movements of capital, in order to either avoid the tendency towards crisis in its home country or simply seek a higher profit rate abroad. In order for FDI movements to take place it is therefore presupposed that on a world scale international differences in national rates of profit are preserved and reproduced. Although this is the main approach followed in the present dissertation, the study additionally argues that international profit rate differentials are not sufficient per se as a motive of FDI, and poses certain preconditions which must be met in order for FDI to actually take place. The preconditions which must be met in order for FDI to be actually directed towards relatively less developed countries with relatively higher rates of profit are: (1) the presence of firms with sufficiently superior productivity, in more developed countries, that enables them to compete through controlled foreign production in other countries; (2) a sufficient level of industrial development in relatively less developed host countries; (3) the home country and host country of the investment must have, more or less, similar productive structures. These preconditions, combined with a basic Marxian analysis of the profit rate, essentially point out that: (a) FDI will tend to be attracted to industrial host countries which are at a relatively lower level of development compared to the home country, as the superior productivity of multinational enterprises (MNEs) from more developed countries, coupled with the usually higher profit rate in relatively less developed countries, leads MNEs to invest in the latter; (b) MNEs will tend to invest in countries that produce a similar range of goods with their home country, which is often the result of either the need to bypass protectionist policies, imposed by similarly advanced industrial countries, or the fact that relatively less developed industrial countries can produce similar goods with the home country at a lower cost. The study includes an empirical analysis in order to test the proposed theoretical framework, by examining the different dynamics of the profit rate and FDI in two distinct country groups within the EU. Specifically, the first group (group 1) consists of more developed industrial Western EU countries, namely, Belgium, France, Germany, Italy, and the Netherlands – which are EU founding members and part of the EU core – while the second country group (group 2) consists of relatively less developed industrial Eastern EU countries, namely, Czechia, Hungary, Poland, and Slovakia – which are former Eastern bloc transition economies, also known as the Visegrad countries. The empirical analysis is divided into a macroeconomic country group analysis and an individual country sectoral analysis. The aim of the macroeconomic analysis is to examine how the profit rate, combined with the possible impact of other factors, may help explain overall patterns of inward FDI in the two EU country groups. Specifically, the macroeconomic analysis examines the impact of the profit rate, market size, trade and/or monetary protectionism, and long-term FDI attractiveness on inward FDI for each group. The sectoral analysis includes two parts. One part focuses on individual countries’ sectoral FDI and trade. The sectoral analysis of FDI and trade is performed in order to detect potential additional motives behind sectoral FDI, and thus estimate the main type of FDI realized in each country group. The other part includes an investigation, depending on data availability, of sectoral profit rates and FDI in order to examine if individual national sectors with a relatively higher rate of profit tend to attract more FDI. The main finding of the empirical macroeconomic analysis is that the profit rate seems to play an important role in determining overall patterns of inward FDI in both country groups, especially in group 2. It is shown that group 2 has a relatively higher profit rate between 1995 and 2021, a period during which inward FDI demonstrates an overall increase. On the other hand, group 1 has a relatively lower profit rate between 1991 and 2021, a period during which inward FDI demonstrates an overall fall. It is shown that the lower profit rate, as well as the overall downward trend of the profit rate, for group 1 is the result of both the overall rising net fixed capital stock required to produce a unit of net product (Marxian “Law of the Tendential Fall in the Rate of Profit”), and the overall increasing labor share in net product (“Capital Over-Accumulation”). The higher profit rate in group 2, as well as its overall upward trend, is shown to be caused by the overall declining amount of net fixed capital stock required to produce a unit of net product, and the overall declining labor share in net product, compared to group 1 – which indicates that foreign capital invested in group 2 takes advantage of both low wages and rising labor productivity. This means that persistent intra-EU wage differentials, given that Eastern EU members have gradually closed the productivity gap with Western EU members, enables foreign capital to capture extra-profits from relatively less developed Eastern EU members, through the substitution of higher-paid labor with low-paid labor, leading to a form of economic imperialist exploitation through intra-EU “labor arbitrage.” Thus, despite the ongoing process of European integration, forms of uneven development within the EU seem to have led to a polarization of the profit rate in Western and Eastern EU countries. The present study argues that, ceteris paribus, this polarization of the profit rate seems to have played an important role in determining overall FDI patterns in Western and Eastern EU countries during the last three decades. Other factors that seem to influence inward FDI according to the macroeconomic analysis are market size, trade and/or monetary protectionism, and long-term FDI attractiveness. According to the sectoral analysis of FDI and trade, increased FDI in group 2 seems to be primarily of an export-oriented type, especially in the automotive industry. FDI in group 1 seems to be of both a market-seeking and export-oriented type. The top recipient sector of FDI in all countries of group 1 is the chemical products sector, in which FDI seems to be mainly of a market-seeking type. Finally, the investigation of sectoral profit rates and FDI in Germany and Czechia indicates that individual national sectors with a relatively higher profit rate, compared to the business sector’s national average profit rate, tend to attract more FDI compared to other national sectors.
περισσότερα