Περίληψη
Η έρευνα αυτή επιδιώκει την σε βάθος μελέτη της διαδικασίας λειτουργίας του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας (ΣΔΕ) ως οργανισμού μάθησης. Στην Εισαγωγή παρουσιάζεται και τεκμηριώνεται η κεντρική ιδέα που βρίσκεται στην αφετηρία της έρευνας, ότι η διαμόρφωση και λειτουργία των ΣΔΕ ως οργανισμών μάθησης είναι στοιχείο που βρίσκεται στον πυρήνα της εκπαιδευτικής φιλοσοφίας του θεσμού και του διοικητικού της σκέλους. Πρόκειται, επομένως, για μια άνωθεν ορισθείσα προδιαγραφή διοίκησης που δεν μπορεί να προσεγγίζεται ως μια αναδυόμενη διαδικασία, ως ένα φαινόμενο dηλαδή που μπορεί να εκδηλώνεται ή μπορεί να μην εκδηλώνεται και στη δεύτερη περίπτωση να μην έχει σημαντικές συνεπαγωγές για την ποιότητα των αποτελεσμάτων του θεσμού. Στο πλαίσιο αυτό διατυπώθηκαν 3 ερευνητικά ερωτήματα, τα οποία αναφέρονται: α) στον βαθμό επίτευξης του οργανισμού μάθησης, β) στους καθοριστές της λειτουργίας του οργανισμού μάθησης και γ) στην προοπτική της ύπαρξης και λειτουργίας οργανισμού μάθησης σε ένα ΣΔΕ. Η θεωρητ ...
Η έρευνα αυτή επιδιώκει την σε βάθος μελέτη της διαδικασίας λειτουργίας του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας (ΣΔΕ) ως οργανισμού μάθησης. Στην Εισαγωγή παρουσιάζεται και τεκμηριώνεται η κεντρική ιδέα που βρίσκεται στην αφετηρία της έρευνας, ότι η διαμόρφωση και λειτουργία των ΣΔΕ ως οργανισμών μάθησης είναι στοιχείο που βρίσκεται στον πυρήνα της εκπαιδευτικής φιλοσοφίας του θεσμού και του διοικητικού της σκέλους. Πρόκειται, επομένως, για μια άνωθεν ορισθείσα προδιαγραφή διοίκησης που δεν μπορεί να προσεγγίζεται ως μια αναδυόμενη διαδικασία, ως ένα φαινόμενο dηλαδή που μπορεί να εκδηλώνεται ή μπορεί να μην εκδηλώνεται και στη δεύτερη περίπτωση να μην έχει σημαντικές συνεπαγωγές για την ποιότητα των αποτελεσμάτων του θεσμού. Στο πλαίσιο αυτό διατυπώθηκαν 3 ερευνητικά ερωτήματα, τα οποία αναφέρονται: α) στον βαθμό επίτευξης του οργανισμού μάθησης, β) στους καθοριστές της λειτουργίας του οργανισμού μάθησης και γ) στην προοπτική της ύπαρξης και λειτουργίας οργανισμού μάθησης σε ένα ΣΔΕ. Η θεωρητική τεκμηρίωση της έρευνας περιλαμβάνει δύο τμήματα: ένα που πραγματεύεται την έννοια του οργανισμού μάθησης ως στοιχείο της γενικής διοικητικής θεωρίας, πρώτα, και της εκαιδευτικής διοικητικής θεωρίας, στη συνέχεια· και ένα που πραγματεύεται τον θεσμό του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας, αναλύοντας τη γένεση και τη φιλοσοφία του. Ο κύριος θεωρητικός πυλώνας της έρευνας, όμως, είναι η νέα σύλληψη του οργανισμού μάθησης την οποία επεξεργάστηκαν ειδικά για το πεδίο της εκπαίδευσης οι Kools & Stoll (2016).Μεθοδολογικά η έρευνα κινείται στο πλαίσιο της μικτής μελέτης περίπτωσης, η οποία έχει προταθεί ως ιδανική προσέγγιση για τη σε βάθος μελέτη περίπλοκων φαινομένων και καταστάσεων. Για τη διεξαγωγή της αξιοποιήθηκαν τρεις τεχνικές: επισκόπηση με ερωτηματολόγιο για τους εκπαιδευτικούς, ομάδες εστίασης για εκπαιδευόμενους και ατομικές συνεντεύξεις με τους διευθυντές όλων των ΣΔΕ της Θεσσαλίας, τα οποία συγκροτούν την μελετώμενη περίπτωση. Έπειτα από τη συλλογή των δεδομένων έγινε περιγραφική στατιστική επεξεργασία των ποσοτικών δεδομένων, η οποία ακολουθήθηκε από την ανάλυση περιεχομένου των ομάδων εστίασης. Στη βάση αυτή συγκροτήθηκε στη συνέχεια εργαλείο για λήψη συνεντεύξεων από τους διευθυντές, οι οποίες υποβλήθηκαν επίσης σε ανάλυση περιεχομένου. Όσον αφορά τα αποτελέσματα, αρχικώς εντοπίστηκαν ευρήματα που ερμηνεύονται ως τεκμήριο δυσλειτουργίας στην εφαρμογή του ΟΜ στη μελετώμενη περίπτωση Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας. Συγκεκριμένα, ο βαθμός επίτεξης που καταγράφηκε απέχει αισθητά από την ιδεώδη, μετασχηματιστική, εκδοχή του ΟΜ η οποία είναι συμβατή με τη φιλοσοφία του ΣΔΕ. Η εικόνα αυτή προέκυψε τόσο από τους από τους εκπαιδευτικούς μέσω του ερωτηματολογίου όσο και από τα λεγόμενα των εκπαιδευομένων (=πρώτο ερώτημα). Τα αίτια/οι παράγοντες (=δεύτερο ερώτημα) του προηγούμενου ευρήματος εντοπίζονται σε μια έκταση από το μικρο- έως το μακρο-επίπεδο του θεσμού του ΣΔΕ. Η έλλειψη κινήτρων και παρώθησης, κυρίως του ωρομίσθιου προσωπικού, εντοπίζεται ως κύριο εμπόδιο της μάθησης του ΣΔΕ στο μικρο-επίπεδο. Αυτό, με τη σειρά του, ερμηνεύεται ως απόρροια της φύσης του καθεστώτος των εργασιακών σχέσεων, όπου κύριο στοιχείο είναι η ολιγόωρη και όχι καλά αμειβόμενη εργασία. Γενικά, όμως, η στελέχωση με μη μόνιμο προσωπικό θεωρείται ότι αποδυναμώνει την ιδέα της λειτουργίας του ΣΔΕ ως ΟΜ. Όμως, η ουσία του προβλήματος, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα της έρευνας, εντοπίζεται σε τελική ανάλυση στην διαχείριση του θεσμού από την Πολιτεία, η οποία εκπροσωπείται από 2 υπηρεσίες: από την αρμόδια για τα ΣΔΕ Γενική Γραμματεία του Υπουργείου Παιδείας και από το συναρμόδιο, κυρίως για την οικονομική διαχείριση, ΙΝΕΔΙΒΙΜ (Ινστιτούτο Νεολαίας και Διά βίου Μάθησης). Όμως, η Πολιτεία είναι ο κύριος λήπτης των αποφάσεων και, συγκεκριμένα, ο φορέας της στρεβλωμένης εφαρμογής των αρχών της διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού· η στρεβλή εφαρμογή ως διαδικασία είναι «έργο» του ΙΝΕΔΙΒΙΜ, αλλά η ευθύνη αποδίδεται στη Γενική Γραμματεία. Γενικά, η Πολιτεία δείχνει να μην κατανοεί και να έχει πάψει να υπηρετεί την αλλαγή την οποία συνιστά ο ΟΜ ως φιλοσοφία διοίκησης. Στο πλαίσιο της έρευνας οι διευθυντές συγκροτούν σχέδια δράσης που μπορούν να υλοποιηθούν για την επαναφορά του «γνήσιου», μετασχηματιστικού ΟΜ. Πρόκειται για ιδέες που πρέπει να εφαρμοστούν τόσο στο επίπεδο ενός ΣΔΕ όσο και στο κεντρικό επίπεδο του θεσμού, δηλαδή στο επίπεδο του Κράτους. Κεντρική ιδέα, πάντως, είναι η ανακοπή μιας -από το Κράτος διενεργούμενης- πορείας ισομορφισμού του θεσμού προς την ελληνική τυπική εκπαίδευση. Εν ολίγοις, το ΣΔΕ αδυνατεί να λειτουργήσει ως ΟΜ, επειδή το ίδιο το Κράτος το φέρνει κοντά στη φύση του λοιπού εκπαιδευτικού συστήματος, και ιδιαίτερα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, βαθμίδας αντίστοιχης τους ΣΔΕ, όπου ο ΟΜ είναι, προς το παρόν, άγνωστη θεωρία και πρακτική (=τρίτο ερώτημα).
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The present research seeks the in-depth study of the of the Greek Second Chance School (SCS) as a learning organization. The introduction presents and documents the central idea that the formation and operation of the SCS as a learning organization is an element found at the core of the educational philosophy of the Greek Second Chance Education and its administrative aspect. It is therefore a prescription that cannot be approached as an emergent procedure, as a phenomenon, namely, that can manifest itself or not without significant consequences for the quality. In this context, 3 research questions were formulated, referring to: a) the degree of achievement of the learning organization, b) the determinants of the functioning of the learning organization and c) the perspective of the learning organization. The theoretical documentation of the research includes two sections: one that addresses the concept of the learning organization as an element of general administrative theory and ed ...
The present research seeks the in-depth study of the of the Greek Second Chance School (SCS) as a learning organization. The introduction presents and documents the central idea that the formation and operation of the SCS as a learning organization is an element found at the core of the educational philosophy of the Greek Second Chance Education and its administrative aspect. It is therefore a prescription that cannot be approached as an emergent procedure, as a phenomenon, namely, that can manifest itself or not without significant consequences for the quality. In this context, 3 research questions were formulated, referring to: a) the degree of achievement of the learning organization, b) the determinants of the functioning of the learning organization and c) the perspective of the learning organization. The theoretical documentation of the research includes two sections: one that addresses the concept of the learning organization as an element of general administrative theory and educational administrative theory and one that covers the institution of the Second Chance School. The main theoretical pillar of our research is the new conception of the learning organization for the field of education by Kools & Stoll (2016).Methodologically, the research moves within the framework of the mixed case study, which has been proposed as an ideal approach for the in-depth study of complex phenomena and situations. To conduct it, three techniques were used: a survey through a questionnaire for the educators; focus groups for the learners; and individual interviews with the directors of all the SCS of Thessaly (which make up the studied case). After the data collection, descriptive statistical processing of the quantitative data was done, followed by the content analysis of the focus groups. On this basis, a tool was then constructed to obtain interviews from the directors, which were also subjected to content analysis. As far as the results are concerned, firstly findings were identified which are interpreted as evidence of a dysfunction in the implementation of the OM in the studied case of SCS. In particular, the degree of achievement recorded is noticeably far from the ideal, transformational, version of OM which is compatible with the philosophy of SCS. This image emerged both from the educators through the questionnaire and from the interviews with the learners. The causes of the previous findings can be traced to a spectrum from the micro- to the macro-level of the SCS institution. The lack of motivation and encouragement, especially of hourly staff, is identified as a major barrier to learning of the SCS at the micro-level. This, in turn, is interpreted as a consequence of the nature of the labor relations that are dominated by temporary and poorly paid work. In general, however, staffing with non-permanent staff is considered to negatively affect the idea of the SCS functioning as a LO. However, the essence of the problem, as it emerges from the results of the research, is ultimately found in the management of the institution by the State, which is represented by 2 service organizations: by the General Secretariat of the Ministry of Education responsible for SCS and by the co-responsible, mainly for financial matters, Institute of Youth and Lifelong Learning (INEDIVIM). The State, however, is the main decision-maker and, in particular, the factor for the distorted implementation of the principles of human resources management; this distorted implementation is the "work" of INEDIVIM, but the responsibility is assigned to the General Secretariat. In general, the State does not seem to understand and has ceased to care for the change that the LO as a management philosophy consitutes. In the framework of the research, action plans are proposed by the directors that can be implemented to restore the "genuine", transformational LO. These plans are to be implemented both at the level of a SCS and at the central level of the institution, i.e. at the State level. The central idea is the necessity to put an end at a -carried out by the State- procedure of isomorphizing the SCS with Greek formal education. In few words, the SCS is incapable to operate as LO, because it is brought by the State itself close to the rest of the educational system, where LO is, for the time being, an unknown theory and practice.
περισσότερα