Περίληψη
Ο περασμένος αιώνας ήταν ένας αιώνας ραγδαίων αλλαγών και εξελίξεων στην επιστήμη, την τεχνολογία και γενικά σε κάθε επίπεδο της ανθρώπινης δράσης. Έτσι, στο πλαίσιο της ειδικής αγωγής, και ειδικότερα στην εκπαίδευση των μαθητών με αυτισμό, εμφανίζονται συνεχώς νέες θεωρίες τόσο για τη φύση της συγκεκριμένης νευροαναπτυξιακής διαταραχής όσο και για την εκπαίδευση των παιδιών με αυτή την αναπηρία. Κατά συνέπεια, οι συνεχείς εξελίξεις κατέδειξαν την ανάγκη για περαιτέρω μελέτη της συνεκπαίδευσης των παιδιών που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού. Στην πραγματικότητα, δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που οι Caddes και Edgel (1994, όπως αναφέρεται στο Constantine & Kosmidou, 2011) υπογράμμισαν την εξέλιξη της νευροψυχολογίας και την αναγκαιότητα μιας προσωπικής διάγνωσης που δεν συνδέεται πλέον με σταθμισμένα στατιστικά δεδομένα, θεωρία η οποία έχει φέρει επανάσταση στην εκπαίδευση των ατόμων με αυτισμό. Η συγκεκριμένη επαναστατική και κατ'άλλους αιρετική θεωρία είναι συνεπής με την ...
Ο περασμένος αιώνας ήταν ένας αιώνας ραγδαίων αλλαγών και εξελίξεων στην επιστήμη, την τεχνολογία και γενικά σε κάθε επίπεδο της ανθρώπινης δράσης. Έτσι, στο πλαίσιο της ειδικής αγωγής, και ειδικότερα στην εκπαίδευση των μαθητών με αυτισμό, εμφανίζονται συνεχώς νέες θεωρίες τόσο για τη φύση της συγκεκριμένης νευροαναπτυξιακής διαταραχής όσο και για την εκπαίδευση των παιδιών με αυτή την αναπηρία. Κατά συνέπεια, οι συνεχείς εξελίξεις κατέδειξαν την ανάγκη για περαιτέρω μελέτη της συνεκπαίδευσης των παιδιών που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού. Στην πραγματικότητα, δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που οι Caddes και Edgel (1994, όπως αναφέρεται στο Constantine & Kosmidou, 2011) υπογράμμισαν την εξέλιξη της νευροψυχολογίας και την αναγκαιότητα μιας προσωπικής διάγνωσης που δεν συνδέεται πλέον με σταθμισμένα στατιστικά δεδομένα, θεωρία η οποία έχει φέρει επανάσταση στην εκπαίδευση των ατόμων με αυτισμό. Η συγκεκριμένη επαναστατική και κατ'άλλους αιρετική θεωρία είναι συνεπής με την πολυδιάστατη φύση του αυτισμού και τον διαφορετικό φαινότυπο αναπηρίας από άτομο σε άτομο, που θα μπορούσε πιο εύκολα να διακρίνει επικαλύψεις που αναπόφευκτα δημιουργούν μια σειρά συμπτωμάτων (Mayes, 2000, Rev. in Constantine & Kosmidou , 2011, σελ.33). Σε αυτό το πλαίσιο, η Bishop (2003), αναφερόμενος στην ύπαρξη συνεχούς μεταξύ της ΔΑΦ και της Ειδικής Γλωσσικής Διαταραχής (SLI), επισημαίνει ότι αυτό «εξαρτάται από την ένταση και το επίπεδο της περιγραφής» (σελ. 224). Έτσι, αφενός η διαφορική διάγνωση και αφετέρου η πιο εξατομικευμένη αξιολόγηση αναδεικνύεται ως ιδανική επιλογή. Ωστόσο, ανεξάρτητα από την πορεία της διάγνωσης, τα ζητήματα που τίθενται στην ειδική αγωγή είναι η θεραπεία, η εκπαίδευση και εντέλει, στο μέτρο του δυνατού, η συμπερίληψη. Από αυτή την άποψη, η εξατομικευμένη αξιολόγηση μπορεί να παρέχει πληροφορίες που θα κάνουν την εκπαιδευτική προσπάθεια ακόμη πιο επιτυχημένη. Η αξιολόγηση, η στόχευση των απαραίτητων παρεμβάσεων, με βάση τις ανάγκες του κάθε παιδιού ξεχωριστά και η ανάγκη για επιτυχημένη ειδική αγωγή, αφαιρεί γενικευμένες εκπαιδευτικές λύσεις που θα βοηθούσαν στην αντιμετώπιση μιας άλλης αναπηρίας/προβλήματος, γεγονός που καθιστά τη νευροψυχολογία και τη διαφορική διάγνωση πιο αναγκαία από ποτέ (Αναγνωστόπουλος, 2001). Σε όλη αυτή τη διαδικασία παρέμβασης και υποστήριξης των μαθητών με αυτισμό, οι στάσεις και οι πεποιθήσεις των εκπαιδευτικών καθορίζουν τη μεταβλητότητα και την αποτελεσματικότητα των ατομικών προσαρμογών του προγράμματος σπουδών, καθώς και την ενσωμάτωση και εφαρμογή εκπαιδευτικών πολιτικών σε σχέση με την ένταξη των μαθητών με αυτισμό. Είναι προφανές ότι η διάγνωση αποτελεί τη μία παράμετρο. Η δεύτερη και ίσως πιο σημαντική για τα ζητήματα που ερευνώνται εδώ, είναι οι στάσεις και οι πεποιθήσεις των εκπαιδευτικών, ως κεντρική παράμετρος για την επιτυχή συμπερίληψη των παιδιών με Αυτισμό Υψηλής Λειτουργικότητας. Έτσι, στην παρούσα έρευνα τέθηκαν σημαντικά ερωτήματα αναφορικά με τις στάσεις και τις πεποιθήσεις των δασκάλων και των καθηγητών για την συμπερίληψη παιδιών με Αυτισμό Υψηλής Λειτουργικότητας στην Ελλάδα. Αν και ο αρχικός σκοπός του ερευνητή ήταν να υπάρξει μία σειρά μικρο-διδασκαλιών και η μέτρηση της διαφοράς των στάσεων και πεποιθήσεων με τη μέθοδο των ερωτηματολογίων pre-test και post-test, οι συνθήκες της πανδημίας ανέτρεψαν τον αρχικό σχεδιασμό. Έτσι, η παρούσα έρευνα, λαμβάνοντας υπόψη τις απαντήσεις 1070 εκπαιδευτικών στην Ελλάδα (ποσοτικό μέρος), προσπάθησε να εντοπίσει και να συγκρίνει τις στάσεις και τις πεποιθήσεις τους σχετικά με την ένταξη των παιδιών με αυτισμό στη γενική εκπαίδευση. Τα ερωτηματολόγια που χρησιμοποιήθηκαν ήταν το Teacher Attitudes Toward Inclusion Scale (TATIS) με 20 ερωτήσεις και αντιλήψεις για την αυτό-αποτελεσματικότητα, το Preliminary study of Autism Self-efficacy Scale for Teachers (ASSET) με 30 ερωτήσεις.Στη συνέχεια, στην προσπάθεια τριγωνοποίησης της έρευνας, σχηματίστηκε μία ομάδα εστίασης (ποιοτικό μέρος) αποτελούμενη από 6 εκπαιδευτικούς οι οποίοι, στο πλαίσιο μιας ημιδομημένης συνέντευξης, κλήθηκαν να απαντήσουν σε με σειρά ερωτημάτων που ανταποκρίνονταν στους βασικούς άξονες της μελέτης. Κάθε ερώτημα αποτέλεσε τη βάση του κάθε άξονα, ενώ ο κάθε άξονας συνδεόταν και με ένα από τα βασικά Ερευνητικά Ερωτήματα. Μετά τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης οι εκπαιδευτικοί αφέθηκαν να απαντήσουν, να επεκτείνουν ή και να περιορίσουν τη συζήτηση στα επιμέρους ζητήματα που ανέκυψαν με απόλυτη ελευθερία. Όπως ήταν φυσικό οι συνθήκες της εκπαιδευτικής διαδικασίας εν καιρώ Covid-19 δεν μπόρεσαν να μην αποτελέσουν σημαντικό κομμάτι αυτής της συζήτησης.Από την εργασία αυτή προέκυψαν συμπεράσματα που σε ένα μεγάλο βαθμό επιβεβαίωσαν τις αρχικές υποθέσεις, ακολουθώντας τα διεθνή πρότυπα άλλων μελετών αλλά και κάποιων ελληνικών ερευνών (δυστυχώς πιο αποσπασματικές ή που περιορίζονται μονο σε μια βαθμίδα εκπαίδευσης ή που αναφέρονταν γενικά στη συμπερίληψη διαφόρων αναπηριών και κυρίως πιο βαριών περιπτώσεων. Στα επόμενα κεφάλαια θα παρουσιαστεί το θεωρητικό υπόβαθρο, η διατύπωση του προβλήματος, ο σκοπός της Μελέτης, τα Ερευνητικά Ερωτήματα και η Σημασία της Μελέτης επίσης.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The last century was a century of rapid changes and developments in science, technology and generally at every level of human action. Thus, in the context of special education, and in particular in the education of students with autism, there are constantly renewed theories about both the nature of the particular neurodevelopmental disorder and the education of children with this disability. Consequently, continuous developments brought up the need for further study of the inclusive education of children in the autism spectrum. As a matter of fact, it is not many years before Caddes and Edgel (1994, as cited in Constantine & Kosmidou, 2011) highlighted the evolution of neuropsychology and the necessity of a personal diagnosis that is no longer linked to weighted statistical data, which theory has revolutionized the education of people with autism. This particular revolutionary and heretical theory is nonetheless consistent with the multidimensional nature of autism and the different ph ...
The last century was a century of rapid changes and developments in science, technology and generally at every level of human action. Thus, in the context of special education, and in particular in the education of students with autism, there are constantly renewed theories about both the nature of the particular neurodevelopmental disorder and the education of children with this disability. Consequently, continuous developments brought up the need for further study of the inclusive education of children in the autism spectrum. As a matter of fact, it is not many years before Caddes and Edgel (1994, as cited in Constantine & Kosmidou, 2011) highlighted the evolution of neuropsychology and the necessity of a personal diagnosis that is no longer linked to weighted statistical data, which theory has revolutionized the education of people with autism. This particular revolutionary and heretical theory is nonetheless consistent with the multidimensional nature of autism and the different phenotype of disability from person to person, which could more easily distinguish overlaps that inevitably create a range of symptoms (Mayes, 2000, as cited in Constantine & Kosmidou, 2011, p.33). In this context, Bishop (2003), referring to the existence of a continuous among the ASD and the Special Linguistic Impairment (SLI), points out that this “depends on the intensity and level of the description” (p. 224). Thus, on the one hand, differential diagnosis and, on the other hand, more personalized assessment is emerging as an ideal choice. However, regardless of the course of diagnosis, the issues raised in the special education are the treatment, the education and ultimately, as far as possible, inclusion. In this respect, personalized assessment can provide information that will make the educational effort even more successful. Assessing, targeting the necessary interventions, based on the needs of each child separately and the need for successful special education, takes away generalized educational solutions that would help to deal with another disability/problem, which makes neuropsychology and differential diagnosis more necessary than ever (Anagnostopoulos, 2001).Throughout this process of intervention and support for students with autism, the attitudes and beliefs of teachers determine the variability and effectiveness of individual curricular adaptations, as well as the integration and implementation of educational policies in relation to the inclusion of students with autism. It is obvious that diagnosis is one parameter. The second and perhaps more important for the issues of this research, are the attitudes and beliefs of teachers, as a central parameter for the successful inclusion of children with High Functioning Autism (HFA).Thus, in the present research, important questions were raised about the attitudes and beliefs of teachers and professors regarding the inclusion of children with HFA in Greece. Although the original purpose of the researcher was to have a series of “micro-teachings lessons” and to measure the difference of attitudes and beliefs with the method of pre-test and post-test questionnaires, the circumstances of the Covid-19 pandemic overturned the original plan. Thus, this research, taking into account the responses of 1070 teachers in Greece (quantitative part), tried to identify and compare their attitudes and beliefs regarding the inclusion of children with autism in general education. The questionnaires used were the Teacher Attitudes Toward Inclusion Scale (TATIS) with 20 questions and perceptions of self-efficacy, the Preliminary study of the Autism Self-efficacy Scale for Teachers (ASSET) with 30 questions. Then, in an effort to triangulate the research, a focus group (qualitative part) was formed consisting of 6 teachers who, in the context of a semi-structured interview, were asked to answer a series of questions that corresponded to the main axes of the study. Each question formed the basis of each axis, while each axis was connected to one of the basic Research Questions. After creating a climate of trust, the teachers were left to answer, expand or even limit the discussion to the individual issues that arose with absolute freedom. Naturally, the conditions of the online educational process in the period of Covid-19 could not but be an important part of this discussion. From this work, conclusions emerged that to a large extent confirmed the initial hypotheses, following the international standards of other studies as well as some Greek research (unfortunately more fragmentary or limited to only one level of education or which generally referred to the inclusion of various disabilities and above all more severe cases. The following chapters will present the theoretical background, problem statement, purpose of the Study, Research Questions and Significance of the Study as well.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
El siglo pasado fue un siglo lleno de avances y desarrollos en ciencia, tecnología y en prácticamente todos los niveles de la actividad humana. Del mismo modo, en el contexto de la educación especial, y particularmente en la educación de estudiantes con autismo, constantemente se presentan nuevas teorías, tanto sobre la naturaleza del trastorno del neurodesarrollo particular, como sobre la educación de los niños y niñas con este trastorno. Como resultado, estos desarrollos continuos han llevado a la necesidad de realizar más estudios sobre la educación inclusiva de los niños y niñas con espectro autista. De hecho, no han pasado muchos años desde que Caddes y Edgel (1994, como se cita en Constantine & Kosmidou, 2011) subrayaron la importancia de la neuropsicología y la necesidad de un diagnóstico personal, no tan ligado a datos estadísticos ponderados, y cuya teoría ha revolucionado la educación de personas con autismo. Sin embargo, esta teoría revolucionaria y herética es congruent ...
El siglo pasado fue un siglo lleno de avances y desarrollos en ciencia, tecnología y en prácticamente todos los niveles de la actividad humana. Del mismo modo, en el contexto de la educación especial, y particularmente en la educación de estudiantes con autismo, constantemente se presentan nuevas teorías, tanto sobre la naturaleza del trastorno del neurodesarrollo particular, como sobre la educación de los niños y niñas con este trastorno. Como resultado, estos desarrollos continuos han llevado a la necesidad de realizar más estudios sobre la educación inclusiva de los niños y niñas con espectro autista. De hecho, no han pasado muchos años desde que Caddes y Edgel (1994, como se cita en Constantine & Kosmidou, 2011) subrayaron la importancia de la neuropsicología y la necesidad de un diagnóstico personal, no tan ligado a datos estadísticos ponderados, y cuya teoría ha revolucionado la educación de personas con autismo. Sin embargo, esta teoría revolucionaria y herética es congruente con la naturaleza multidimensional del autismo y con el fenotipo de discapacidad diverso de una persona a otra, lo que podría diferenciar más fácilmente las superposiciones que inevitablemente crean una variedad de síntomas (Mayes, 2000, Rev. en Constantine & Kosmidou , 2011, p. 33). En este contexto Bishop (2003), refiriéndose a la existencia de un “continuum” entre TEA y Deficiencia Lingüística Especial (TEL), subraya que éste “depende de la intensidad y nivel de la descripción” (p. 224). Así, por un lado, el diagnóstico diferencial y, por otro, la valoración más personalizada se perfila como la opción ideal de diagnóstico. Sin embargo, independientemente del curso del diagnóstico, los temas que se plantean en la educación especial son el tratamiento, la educación y, en la medida de lo posible, la inclusión. En este sentido, la evaluación personalizada puede proporcionar conocimientos que harán que el esfuerzo educativo sea aún más efectivo. Evaluar, enfocando las intervenciones necesarias, en base a las necesidades de cada niño o niña por separado y la necesidad de una educación individualizada exitosa, evitando soluciones educativas generalizadas, hace que la neuropsicología y el diagnóstico diferencial sean más necesarios que nunca (Anagnostopoulos, 2001). En todo este proceso de intervención y acompañamiento a los estudiantes con autismo las actitudes y creencias del profesorado determinan la variabilidad y eficacia de las adaptaciones curriculares individuales, así como de la integración y puesta en marcha de las políticas educativas en relación a la inclusión del alumnado con autismo. Por lo tanto, en la presente investigación se plantearon preguntas en relación a las actitudes y creencias del profesorado de primaria y secundaria con respecto a la inclusión de niños y niñas con autismo de alto funcionamiento en Grecia. Si bien el propósito original de esta investigación era medir la diferencia de actitudes y creencias con el método de cuestionarios pretest y postest para diseñar y evaluar la puesta en marcha de unas micro formaciones, las circunstancias de la pandemia revertieron el proyecto original.
Así pues, esta investigación, teniendo en cuenta las respuestas de 1070 docentes de Grecia (parte cuantitativa), intentó identificar y comparar sus actitudes y creencias respecto a la inclusión de niños y niñas con autismo en la educación general. Los cuestionarios utilizados fueron el Teacher Attitudes Toward Inclusion Scale (TATIS) con 20 preguntas y percepciones de autoeficacia, el estudio Preliminar de Autism Self-efficacy Scale for Teachers (ASSET) con 30 preguntas. Posteriormente, en un intento de triangular la investigación, se conformó un grupo focal (parte cualitativa) conformado por 6 docentes a quienes, en el marco de una entrevista semiestructurada, se les solicitó responder una serie de preguntas que correspondían a los ejes de estudio. Cada pregunta formaba la base de cada eje, mientras que cada eje estaba vinculado a una de las preguntas básicas de investigación. Después de haber creado un clima de confianza, se dejaba que los docentes respondieran, ampliaran o incluso limitaran la discusión a los temas individuales que surgían con absoluta libertad. Naturalmente, las condiciones del proceso de educación en línea en tiempos de Covid-19 solo podrían ser una parte importante de esta discusión. De este trabajo surgieron conclusiones que confirmaron en gran medida las hipótesis iniciales, siguiendo los estándares internacionales de otros estudios y algunas investigaciones griegas (lamentablemente más fragmentadas o limitadas a un solo nivel educativo o que generalmente se referían a la inclusión de diversas discapacidades y sobre todo casos más graves). Los siguientes capítulos presentarán los antecedentes teóricos, la formulación del problema, el propósito del estudio, las preguntas de investigación y también la importancia del estudio.
περισσότερα