Περίληψη
Την κεντρικότερη θέση στην αρχαία φιλοσοφία κατέχει το ερώτημα των πρώτων αρχών, δηλ. των βασικών εκείνων αιτίων που ευθύνονται για το γίγνεσθαι του αισθητού κόσμου, ενώ το δικό τους είναι δεν εξαρτάται από καμιά άλλη πρότερη αρχή. Σύμφωνα με τον Σιμπλίκιο, ο όρος ἀρχή χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Αναξίμανδρο με την έννοια της πρωταρχικής υποκείμενης υλικής αιτίας, την οποία ταύτισε με το ἄπειρον. Ο Αναξαγόρας εισάγει τον Νοῦν ως την αιτία που μορφοποιεί την υποκείμενη υλική αρχή και διακοσμεί το παν σε έναν αρμονικά διατεταγμένο “κόσμο”. Είναι ο Νοῦς και η ύλη ένα ζεύγος ανεξάρτητων πρώτων αρχών ή υπάρχει μία και μόνο θεμελιώδης αρχή, στην οποία μπορεί να αναχθεί η πολυμορφία του αισθητού κόσμου; Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για δυϊσμό, ενώ στη δεύτερη για μονισμό. Ο σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να διατρέξει την πλατωνική φιλοσοφία από την εποχή του ιδρυτή της μέχρι τον τρίτο αιώνα μ.Χ. και να ερευνήσει πώς το ερώτημα αυτό απαντήθηκε πρώτα από τον ίδιο τον Πλάτωνα και κ ...
Την κεντρικότερη θέση στην αρχαία φιλοσοφία κατέχει το ερώτημα των πρώτων αρχών, δηλ. των βασικών εκείνων αιτίων που ευθύνονται για το γίγνεσθαι του αισθητού κόσμου, ενώ το δικό τους είναι δεν εξαρτάται από καμιά άλλη πρότερη αρχή. Σύμφωνα με τον Σιμπλίκιο, ο όρος ἀρχή χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Αναξίμανδρο με την έννοια της πρωταρχικής υποκείμενης υλικής αιτίας, την οποία ταύτισε με το ἄπειρον. Ο Αναξαγόρας εισάγει τον Νοῦν ως την αιτία που μορφοποιεί την υποκείμενη υλική αρχή και διακοσμεί το παν σε έναν αρμονικά διατεταγμένο “κόσμο”. Είναι ο Νοῦς και η ύλη ένα ζεύγος ανεξάρτητων πρώτων αρχών ή υπάρχει μία και μόνο θεμελιώδης αρχή, στην οποία μπορεί να αναχθεί η πολυμορφία του αισθητού κόσμου; Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για δυϊσμό, ενώ στη δεύτερη για μονισμό. Ο σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να διατρέξει την πλατωνική φιλοσοφία από την εποχή του ιδρυτή της μέχρι τον τρίτο αιώνα μ.Χ. και να ερευνήσει πώς το ερώτημα αυτό απαντήθηκε πρώτα από τον ίδιο τον Πλάτωνα και κατόπιν από τους κύριους εκπροσώπους της πλατωνικής σκέψης μέχρι τον Πλωτίνο. Α. Στο πρώτο μέρος μελετήθηκαν οι πλατωνικοί διάλογοι, στους οποίους γίνεται αναφορά στις πρώτες αρχές, όπως ο Φαίδων, η Πολιτεία, ο Πολιτικός, ο Τίμαιος και ο Φίληβος. Επίσης ερευνήθηκε η σχέση του Πλάτωνα με την Πυθαγόρεια παράδοση. Στον Φαίδωνα ο Πλάτων θέτει για πρώτη φορά το πρόβλημα των πρώτων αρχών κάνοντας μια σαφή διάκριση ανάμεσα στα φυσικά μηχανιστικά αίτια και την βέλτιστη επιλογή μιας νοητικής αιτίας, η οποία θα οδηγήσει σε μεταγενέστερους διαλόγους στη διάκριση μεταξύ Νοῦ και Ἀνάγκης, της οποίας ο ρόλος ερευνήθηκε αναλυτικά. Παρά τον σημαντικό της ρόλο, η Ἀνάγκη δεν φαίνεται να αποτελεί για τον Πλάτωνα μια πρώτη αρχή, όπως συμβαίνει για παράδειγμα αργότερα στον Πλούταρχο. Το κυρίαρχο μοντέλο που διαμορφώνεται στον Τίμαιο είναι ένα μοντέλο τριών αρχών: Η πρώτη είναι ο Νοῦς, δημιουργός, ποιητής ή πατήρ του παντός, που χρησιμοποιώντας ως μοντέλο το μόνιμον καὶ βέβαιον παράδειγμα, μορφοποιεί την ὑποδοχή ή χώρα, το εντελώς άμορφο υλικό υπόστρωμα που δέχεται τη γονιμοποιητική δράση του παραδείγματος. Στον Φίληβο ο Πλάτων εισάγει τα πυθαγόρεια ‘γένη᾽ του πέρατος και του ἀπείρου, από την μίξη των οποίων δημιουργείται το παν. Όπως μας πληροφορεί ο Αριστοτέλης, ο Πλάτων χρησιμοποίησε για την υλική αρχή του ἀπείρου τον γενικό όρο ἀόριστος δυάς, παράλληλα με τον όρο μέγα καὶ μικρόν. Στον Φίληβο ο Πλάτων εισάγει επίσης την αιτία, η οποία προκαλεί τη μίξη του πέρατος και του απείρου. Αυτή είναι o Νοῦς, που αποκαλείται επίσης Φρόνησις ή Σοφία. Έτσι έχουμε κι εδώ τρεις παρατακτικές αρχές, οι οποίες προσφέρουν ένα προηγούμενο για την Αριστοτελική ανάλυση της φύσης με όρους ποιητικού, ειδητικού και υλικού αιτίου.Παράλληλα με το κυρίαρχο αυτό πλατωνικό μοντέλο, ένα δεύτερο δυϊστικό σχήμα, πυθαγόρειο στην προέλευσή του, παίζει πρωταρχικό ρόλο στην περίοδο αυτή. Όπως μας πληροφορεί ο Αριστοτέλης, οι Πυθαγόρειοι κατέτασσαν σε ένα πίνακα δύο συστοιχιών τα διάφορα ζεύγη δύο ενάντιων κοσμικών αρχών. Η σύσταση του κόσμου οφείλεται στις δύο αυτές αρχές που δεν είναι ισοσθενείς, αλλά αξιακά ιεραρχημένες, και η πρώτη μορφοποιεί την δεύτερη.Παρά την δυϊστική του προσέγγιση, ο Πλάτων αφήνει περιθώρια για μια μονιστική θεώρηση, ιδιαίτερα στην Πολιτεία, όπου η γλώσσα που μεταχειρίζεται για να περιγράψει το Ἀγαθόν προξενεί την εντύπωση πως αυτό αποτελεί τη μια και μοναδική πρώτη αρχή, η οποία είναι υπεύθυνη τόσο για τον νοητό, όσο και για τον αισθητό κόσμο. Η σχέση του Πλάτωνα με την παρμενίδεια παράδοση ήταν πάντα στενή και ήδη από την εποχή της αρχαίας Ακαδημίας, το Ἀγαθόν είχε ταυτιστεί με το πυθαγόρειο Ἕν. Μολονότι ο Πλάτων κινείται προς μια δυϊστική κατεύθυνση, διατηρούσε πάντοτε επιφυλάξεις απέναντι σε έναν ριζικό δυϊσμό. Αυτή η ασάφεια αποτελεί την αιτία που καθ᾽ όλη τη διάρκεια της πλατωνικής παράδοσης έχουμε δύο παράλληλα ρεύματα μονισμού και δυϊσμού, που συχνά αντιμάχονται το ένα το άλλο. Β. Αυτά ερευνήθηκαν στο δεύτερο μέρος, που περιλαμβάνει τους κυριότερους εκπροσώπους της περιόδου που είναι γνωστή ως Μέσος Πλατωνισμός. Χάρη στο πολύτιμο και εκτενέστατο υπόμνημα του Σιμπλίκιου στα Φυσικά του Αριστοτέλη, έχει φθάσει σ᾽ εμάς ένα σημαντικό απόσπασμα του Ευδώρου, που αποτελεί μια από τις πρώτες σωζόμενες καθαρές διατυπώσεις μιας μονιστικής παράδοσης. Στο απόσπασμα αυτό ο Εύδωρος, αναφερόμενος στην πυθαγόρεια μεταφυσική, κάνει μια σαφή διάκριση ανάμεσα σε δύο ἕν: το πρώτο Ἕν αποτελεί την ἀρχήν τῶν πάντων ενώ το δεύτερο ἕν αποτελεί μαζί με την ἀόριστον δυάδα το βασικό ζεύγος κάτω από το οποίο τάσσονται όλα τα ζεύγη των εναντίων. Λίγο μεταγενέστερος του Ευδώρου είναι ο Φίλων ο Ιουδαίος, μια από τις πιο αξιοσημείωτες φιλοσοφικές μορφές του τέλους του Ελληνιστικού κόσμου με πολύ πλούσιο συγγραφικό έργο. Όπως για τους Στωικούς, έτσι και για τον Φίλωνα ή έννοια του λόγου είναι κεντρικής σημασίας. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στη φιλοσοφία του είναι πως αντλεί το περιεχόμενο του λόγου από τον νοητό κόσμο των Ιδεών και ταυτίζει τον στωικό λόγο με το παράδειγμα του Τιμαίου. Ο Φίλων κάνει μια σαφή διάκριση ανάμεσα στον ἀνωτάτω καὶ πατέρα τῶν ὅλων θεόν και τον ἐκείνου λόγον, τον οποίο ονομάζει δεύτερον θεόν, κἀνοντας σαφή τη σύνδεση με το πρώτο και δεύτερο ἕν του Ευδώρου, καθώς και με τον πρώτο και δεύτερο θεό του Νουμηνίου. Αν θέλει κανείς να έχει μια καλή εικόνα της θεωρίας του Πλουτάρχου για τις πρώτες αρχές, μια καλή αφετηρία, είναι τα έργα του Περὶ Ἴσιδος καὶ Ὀσίριδος και Περὶ τῆς ἐν Τιμαίῳ Ψυχογονίας. Για τον Πλούταρχο δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως ο Πλάτων πρεσβεύει έναν δυϊσμό αγαθής και κακής αρχής. Τονίζει πως η ύλη δεν γεννήθηκε, αλλά υπήρχε σε μια κατάσταση ἀκοσμίας, έτοιμη να δεχθεί την μορφοποιητική επέμβαση του δημιουργού. Η ακανόνιστη κίνηση της ύλης υποδηλώνει την ἀναρμοστία μιας ψυχῆς οὐκ ἐχούσης λόγον, η οποία προϋπήρχε του κόσμου μαζί με το ασύστατο υλικό του υπόστρωμα. Για να υποστηρίξει την ύπαρξη μιας προκοσμικής άλογης ψυχής, ο Πλούταρχος ανατρέχει σε μια σειρά σχετικών πλατωνικών χωρίων από τον Θεαίτητο, την Πολιτεία, τον Πολιτικό, τον Φίληβο, τον Τίμαιο και τους Νόμους. Έτσι, το μεταφυσικό σύστημα του Πλουτάρχου περιλαμβάνει τρείς αρχές. Αυτές δεν είναι οι τρεις συνήθεις αρχές του Πλάτωνα, Θεός-παράδειγμα-ύλη, οι οποίες ανάγονται σε δύο μετά τη συγχώνευση του παραδείγματος με τον Θεό, αλλά έχουμε μια τρίτη σαφώς διακριτή αρχή, την προκοσμική άλογη ψυχή, ως αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξη του κακού στον κόσμο. Έτσι λοιπόν, θα ήταν ίσως ορθότερο να προσδιορίζεται ως δυϊσμός των ενάντιων ενεργητικών αρχών και όχι απλά ως δυϊσμός. Οι εκπρόσωποι του Πλατωνισμού στην Αθήνα του δεύτερου αιώνα ήταν κατά κανόνα ακόλουθοι της φιλοσοφίας του Πλουτάρχου. Ο Αττικός, παρόλο που έχουμε ελάχιστες πληροφορίες για τη ζωή του, φαίνεται να είναι η κυρίαρχη μορφή. Ήδη κατά την εποχή των άμεσων διαδόχων του Πλάτωνα, η κοσμογονία του Τιμαίου είχε ερμηνευθεί αλληγορικά, δηλ. ως μια μυθολογική αφήγηση που παρουσιάζει ως μια δημιουργική διαδικασία ἐν χρόνῳ μια πλήρως συγχρονική πραγματικότητα. Ο Αττικός, ακολουθώντας πιστά τον Πλούταρχο σ᾽ αυτή τη διαμάχη, υπεραμύνεται της εν χρόνω γένεσης του Τιμαίου και αντιστέκεται σθεναρά στην αλληγορική ερμηνεία. Αυτό συνεπάγεται την ύπαρξη μιας προκοσμικής κατάστασης, κατά την οποία συνυπάρχει η αδιαμόρφωτη ύλη με την κακεργέτιν ψυχήν. Όπως και ο Πλούταρχος, έτσι και ο Αττικός ακολουθεί τον δυϊσμό των δύο ενάντιων ενεργητικών αρχών. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του Νεοπυθαγορισμού είναι ο Μοδέρατος από τα Γάδειρα, ο οποίος φαίνεται να εισηγείται ένα σύστημα τριών ἕν. Το πρώτο ἕν υπερβαίνει το εἶναι καὶ πᾶσαν οὐσίαν, το δεύτερο είναι το ὄντως ὂν καὶ νοητὸν, δηλ. τα εἴδη, ενώ το τρίτο είναι το ψυχικόν που μετέχει στο ἕν και στα εἴδη. Κάτω από αυτό εκτείνεται η έσχατη φύση των αισθητών, η οποία είναι απείκασμα των ειδών. Αυτό φαίνεται να στερεί τον Πλωτίνο από την πρωτοτυπία του μεταφυσικού του σχήματος, το οποίο δεν πρέπει να θεωρείται ως μια απομονωμένη φιλοσοφική παραγωγή, αλλά ως η κατάληξη μιας μακράς διαχρονικής επεξεργασίας.Ένας σημαντικός κρίκος της διαχρονικής αυτής επεξεργασίας είναι ο Νικόμαχος ο Γερασηνός. Το σύγγραμμα, στο οποίο οφείλεται η ακτινοβολία του Νικομάχου είναι αναμφίβολα η Ἀριθμητική Εἰσαγωγή. Η αριθμητική, που είναι ἀρχή καὶ ῥίζα καὶ μητέρα των άλλων μαθημάτων, προϋπάρχει στη διάνοια του τεχνίτη θεού ως κοσμικός καὶ παραδειγματικός λόγος, τον οποίο ο δημιουργός χρησιμοποιεί ως προκέντημα και αρχέτυπον παράδειγμα για να μορφοποιήσει την ύλη και να διακοσμήσει το παν. Είναι εμφανής η σχέση με την κοσμολογία του Τιμαίου, με την αριθμητική να ταυτίζεται με το παράδειγμα, ή αλλιώς οι αριθμοί με τις ιδέες. Στην Ἀριθμητική Εἰσαγωγή δεν υπάρχει δυνατότητα ανίχνευσης μονιστικών τάσεων. Κάτι τέτοιο θα πρέπει να αναζητηθεί σε ένα άλλο σημαντικό έργο του, τα Θεολογούμενα τῆς Ἀριθμητικῆς, στο οποίο ασχολείται με τη μεταφυσική διάσταση των αριθμών. Εδώ η μονάς ταυτίζεται με τον θεό, μέσα στον οποίο εμπεριέχονται εν δυνάμει όλα όσα εν ενεργεία είναι αντίθετα. Εκείνο το όνομα που είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό για την μονάδα είναι το όνομα ἀρσενόθηλυς. Η ἀρσενόθηλυς μονάς περιλαμβάνει σπερματικά το ἄρρεν και το θῆλυ. Είναι πατήρ καὶ μήτηρ, ὕλης καὶ εἴδους λόγον ἔχουσα, άρα η ὕλη δεν είναι μια ανεξάρτητη πρώτη αρχή αλλά προέρχεται από την μονάδα μαζί με το εἶδος που την μορφοποιεί. Ο Νεοπυθαγόρειος Νουμήνιος από την Απάμεια της Συρίας είναι ίσως η πιο συναρπαστική φυσιογνωμία της φιλοσοφίας του δεύτερου αιώνα. Σύμφωνα με τον Νουμήνιο, η αιτία για τον κατακερματισμό του Πλάτωνα από τους διαδόχους του ήταν ότι δεν κατανόησαν την διδασκαλία του για τους “τρεις θεούς”. Εδώ ο Νουμήνιος αναφέρεται στους “τρεις βασιλείς” της περίφημης περικοπής της ψευδοπλατωνικής δεύτερης επιστολής (312e1-4). Το απόσπασμα αυτό είχε μεγάλη απήχηση, όχι μόνο στους πλατωνικούς, αλλά και στους χριστιανικούς κύκλους της εποχής του Μέσου Πλατωνισμού. Το κοσμολογικό μοντέλο του Νουμηνίου, όσον αφορά τις δυο πρώτες αρχές του, προκύπτει ως προϊόν συνδυασμού των δύο κορυφαίων πλατωνικών διαλόγων της Πολιτείας και του Τιμαίου, οι οποίοι παρέχουν τον πρώτο και δεύτερο θεό ως ἀγαθοῦ ἰδέαν και ἀγαθόν δημιουργόν αντίστοιχα. Ο δεύτερος θεός έχει διπλή δράση, στρεφόμενος τόσο προς τα νοητά όσο και προς τα αισθητά. Και είναι μέσα από τη στροφή του προς τα αισθητά που μεταβάλλεται στον τρίτο εκδηλώνοντας έτσι τη δική του κατώτερη όψη. Σύμφωνα με τον Νουμήνιο, η ύλη δεν έχει αρχή, αλλά θα πρέπει να θεωρηθεί ως συνυπάρχουσα με τον Θεό, ο οποίος της προσέδωσε τάξη. Έτσι, η μεταφυσική σκέψη του έχει δύο κύρια χαρακτηριστικά: α. μια κατακόρυφη ιεράρχηση τριών αρχών και β. μια κατηγορηματική θέση για την προΰπαρξη της ύλης. Στα κείμενα του Πλωτίνου συναντούμε αρκετές απηχήσεις της διδασκαλίας του Νουμηνίου, αλλά αντίθετα προς αυτόν, το μοντέλο των πρώτων αρχών παύει να είναι δυϊστικό. Οι Ἐννεάδες μας παρουσιάζουν ένα μεταφυσικό μοντέλο συστηματικά ανεπτυγμένο υπό το φως του απολύτου Ἑνός, που βρίσκεται επέκεινα νοῦ και οὐσίας, από το οποίο τα πάντα προέρχονται και στο οποίο τελικά κατατείνουν. Το Ἕν-Ἀγαθόν, ο Νοῦς και η Ψυχή αποτελούν τις τρεις κατακόρυφα αναπτυγμένες ὑποστάσεις, γύρω από τις οποίες διαρθρώνεται το οντολογικό του σχήμα, στο οποίο ο αισθητός κόσμος κατέχει την έσχατη βαθμίδα.Η θεωρία των τριών ὑποστάσεων είχε μεγάλη απήχηση στους πρώτους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και συνδέεται πολύ στενά με το χριστιανικό δόγμα του τριαδικού Θεού. Τα τρία ἕν του Μοδεράτου, οι τρεις Θεοί του Νουμηνίου, οι τρεις Ὑποστάσεις του Πλωτίνου ή τα τρία πρόσωπα της Ἁγίας Τριάδας φαίνεται να είναι διαφορετικές όψεις μιας φιλοσοφικής παράδοσης που οι απαρχές της φτάνουν τελικά ως τον ίδιο τον Πλάτωνα, ο οποίος ερμηνεύεται πλέον ως ο εισηγητής ενός ιεραρχικού μοντέλου, όπου τα πάντα προέρχονται από μια και μόνη, εντελώς ενιαία πρώτη Αρχή. Ίσως όμως η πιο ξεχωριστή συνεισφορά του Πλωτίνου στην πλατωνική σκέψη, είναι πως η μία και μόνη αυτή Αρχή αποκαλύπτεται τελικά ως η φύση της ίδιας της ψυχής. Το φιλοσοφούν υποκείμενο δεν είναι διαφορετικό από το αντικείμενο της αναζήτησής του. Η ανάβαση στο Ένα αποδεικνύεται τελικά επιστροφή στο Εγώ! Και όπως καταλήγει στην Περί Τἀγαθού ή τοῦ Ἑνός πραγματεία του, αντλώντας χαρακτηριστικά από την Πολιτεία του Πλάτωνα, εδώ είναι πια το τέλος τῆς πορείας (Πολ. 532e3).
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
One of the most central issues in ancient philosophy is the question of first principles, i.e. the basic causes which are responsible for the coming into being of the sensible world, while their own being does not depend on any other prior principle. According to Simplicius, the term principle was first used by Anaximander in the sense of the primary underlying material cause, which he identified with the infinite or unlimitedness (ἄπειρον). Anaxagoras introduces Intelligence or Intellect (Νοῦς) as the cause that informs the underlying material principle and fashions everything in a harmoniously ordered world. Are Intelligence and matter a pair of independent first principles, or is there a single fundamental principle to which the multiplicity of the sensible world can be traced? In the first case we speak of dualism, in the second of monism. The purpose of this thesis is to trace Platonic philosophy from the time of its founder until the third century AD and to explore how this quest ...
One of the most central issues in ancient philosophy is the question of first principles, i.e. the basic causes which are responsible for the coming into being of the sensible world, while their own being does not depend on any other prior principle. According to Simplicius, the term principle was first used by Anaximander in the sense of the primary underlying material cause, which he identified with the infinite or unlimitedness (ἄπειρον). Anaxagoras introduces Intelligence or Intellect (Νοῦς) as the cause that informs the underlying material principle and fashions everything in a harmoniously ordered world. Are Intelligence and matter a pair of independent first principles, or is there a single fundamental principle to which the multiplicity of the sensible world can be traced? In the first case we speak of dualism, in the second of monism. The purpose of this thesis is to trace Platonic philosophy from the time of its founder until the third century AD and to explore how this question was answered first by Plato himself and then by the main representatives of Platonic thought up to Plotinus. Α. In the first part, those Platonic dialogues were studied, in which reference is made to the first principles, such as Phaedo, Republic, Politicus, Timaeus and Philebus. The relationship between Plato and the Pythagorean tradition was also explored. In Phaedo Plato first poses the problem of first principles by making a clear distinction between natural mechanistic causes and the optimal choice of a mental cause, which would lead in later dialogues to the distinction between Intelligence (Νοῦς) and Necessity (Ἀνάγκη), whose role was explored in detail. Despite its important role, Necessity does not seem to be a first principle for Plato, as is the case, for example, later in Plutarch. The dominant model formed in the Timaeus is a model of three first principles: The Intelligence, Demiurge or Father of all things, which, using the permanent and eternal paradigm (παράδειγμα) as a model, informs the receptacle or space (ὑποδοχή / χώρα), the completely formless material substrate that receives the generative action of the paradigm.In Philebus Plato introduces the Pythagorean categories of the limit and the unlimitedness, from the mixture of which everything is created. As Aristotle informs us, Plato used for the material principle of unlimitedness the general term indefinite dyad, along with the terms great-and small. In Philo, Plato also introduces the cause, which brings about the mixture of the limit and the unlimitedness. This is Intelligence, which is also called Phronesis or Wisdom. So here too we have three principles as in the Timaeus, corresponding to the Aristotelian effective, formal and material causes.Alongside this dominant Platonic model, a second dualistic scheme, Pythagorean in origin, plays a primary role in this period. As Aristotle informs us, the Pythagoreans ranked in a two-array table the various pairs of two opposite cosmic principles. The constitution of the world is due to these two principles, which are not equipotent but hierarchically ranked, and the first informs the second.Notwithstanding his dualistic approach, Plato leaves room for a monistic view, especially in the Republic, where the language he uses to describe the Good (Ἀγαθόν) gives the impression that it is the one and only first principle, which is responsible for both the intelligible and the sensible world. Plato's relationship with the Parmenidean tradition was always close, and already from the time of the ancient Academy, the Good was identified with the Pythagorean One. Although Plato moved in a dualistic direction, he always maintained reservations about a radical dualism. This ambiguity is possibly the reason why throughout the Platonic tradition we have two parallel currents of monism and dualism, often in opposition to each other. Β. These are explored in the second part, which includes the main representatives of the period known as Middle Platonism. Thanks to Simplicius’ invaluable and extensive commentary to Aristotle's Physics, an important passage from Eudorus has come down to us, which is one of the earliest surviving clear formulations of a monistic tradition. In this passage Eudorus, referring to Pythagorean metaphysics, makes a clear distinction between two One’s: the first One is the principle of all things, while the second, also called monad, together with the indefinite dyad, is the basic pair under which all pairs of opposites rank. A little later than Eudorus is Philo Judaeous, one of the most remarkable philosophical figures of the late Hellenistic world with a very rich literary oeuvre. As for the Stoics, so for Philo, the concept of Logos is of central importance. The distinctive feature in his philosophy is that he draws the content of Logos from the intelligible world of Ideas and identifies Stoic Logos with the Paradigm of Timaeus. Philo makes a clear distinction between the Supreme God and Father of all and His Logos which he calls the second god, making a clear connection with the first and second one of Eudorus, as well as with the first and second god of Numenius. If one wants to have a fair understanding of Plutarch's theory of first principles, a good starting point is his works On Isis and Osiris (Περὶ Ἴσιδος καὶ Ὀσίριδος) and On the Generation of the Soul in the Timaeus (Περὶ τῆς ἐν Τιμαίῳ Ψυχογονίας). According to Plutarch there is no doubt that Plato advocates a dualism of a good and a bad principle. He stresses that matter was not born, but existed in a state of disorder, being ready to receive the formative action of the creator. The erratic movement of matter suggests the irregularity of a soul without logos, which pre-existed the world along with its formless material substrate. To support the existence of a pre-cosmic irrational soul, Plutarch draws on a number of relevant Platonic passages from Theaetetus, Republic, Politicus, Philebus, Timaeus and the Laws. Thus, Plutarch's metaphysical system includes three principles. These are not Plato's usual three principles, God-paradigm-matter, which are reduced to two after the merger of the paradigm with God, but we have a third clearly distinct principle, the pre-cosmic irrational soul, as a necessary cause for the existence of evil in the world. Thus, it would perhaps be more correctly identified as a dualism of the two opposing energetic principles rather than simply a dualism. The representatives of Platonism in second-century Athens were, as a rule, followers of Plutarch's philosophy. Atticus, although we have little information about his life, seems to be the dominant figure. Already by the time of Plato's immediate successors, the cosmogony of Timaeus had been interpreted allegorically, i.e., as a mythological narrative that presents as a creative process in time a fully synchronic reality. Atticus, closely following Plutarch in this controversy, defends the in-temporal genesis of Timaeus and strongly resists the allegorical interpretation. This implies the existence of a pre-cosmic state, in which the unformed matter coexists with the wrong-doing soul. Like Plutarch, Atticus follows the dualism of the two opposing energetic principles. A typical representative of Neopythagoreanism is Moderatus of Gades, who seems to propose a system of the three one’s. The first One transcends being and all substance, the second is the True Intelligible Being, i.e. the Forms, while the third is the psychic which participates in the being and the forms. Beneath it extends the ultimate nature of the sensible world, which is the image of the Forms. This seems to deprive Plotinus of the originality of his metaphysical scheme, which should not be regarded as an isolated philosophical production, but as the outcome of a long diachronic development.An important link in this diachronic development is Nicomachus of Gerasa. The text to which Nicomachus' radiance is due is undoubtedly the Introduction to Arithmetic (Ἀριθμητική Εἰσαγωγή). Arithmetic, which is the beginning and root and mother of all the other mathematical disciplines, pre-exists in the mind of the artificer God as a cosmic paradigm, which the creator uses as to inform matter and shape the world. The connection with the cosmology of Timaeus is evident, with arithmetic being identified with the paradigm, or alternatively numbers with ideas. In the Introduction to Arithmetic there is no possibility of detecting monistic tendencies. This should be sought in his other important work, the Theology of Arithmetic (Θεολογούμενα τῆς Ἀριθμητικῆς), in which he deals with the metaphysical dimension of numbers. Here the Μonad is identified with God, in whom all that is in action contrary is potentially contained. That name which is particularly characteristic of the monad is the name Male-female (ἀρσενόθηλυς). The Male-female Monad contains in seminal form the masculine and feminine. It is father and mother, matter and form, therefore matter is not an independent first principle but is derived from the Monad together with the Form that forms it. Neopythagorean Numenius of Apamea in Syria is perhaps the most fascinating figure in second-century philosophy. According to Numenius, the reason for Plato's “dismemberment” by his successors was that they did not understand his teaching on the “three gods”. Here, Numenius refers to the “three kings” of the famous passage of the pseudo-Platonic second letter (312e1-4). This passage had great influence, not only in Platonic, but also in Christian circles of the Middle Platonic era. The cosmological model of Numenius, in terms of its first two principles, emerges as the product of a combination of the two leading Platonic dialogues of the Republic and the Timaeus, which provide the first and second gods as the Idea of Good (ἀγαθοῦ ἰδέαν) and the Good Creator (ἀγαθόν δημιουργόν) respectively. The second god has a double action, turning towards both the intelligible and the sensible. And it is through his turning towards the sensible that he is transformed into the third, thus manifesting his own lower facet. For Numenius, matter has no beginning, but must be regarded as co-existent with God, who gave it order. Thus, his metaphysical has two main features: a. a vertical hierarchy of three principles and b. a firm stance on the pre-existence of matter. In Plotinus' writings we find several instances of the teachings of Numenius, but unlike him, the theory of first principles ceases to be dualistic. The Enneads present a metaphysical model systematically developed in the light of the absolute One, which lies beyond Intellect and being, from which everything originates and to which everything ultimately returns. The One, the Intellect and the Soul constitute the three vertically developed hypostases around which its ontological scheme is structured, in which the sensible world occupies the lowest rank. The theory of the three hypostases had great appeal to the early church writers and is very closely associated with the Christian doctrine of the Trinity. The three One’s of Moderatus, the three Gods of Numenius, the three Hypostases of Plotinus or the three Persons of the Holy Trinity seem to be different aspects of a philosophical tradition whose origins ultimately go back to Plato himself, who is now interpreted as the originator of a hierarchical model in which everything comes from a single, completely unified first principle. But perhaps Plotinus' most distinctive contribution to Platonic thought is that this single Principle is ultimately revealed as the very nature of the Self. The subject which philosophizes is no different from the object of its quest. The ascent to the One turns out to be a return to the true I! And as Plotinus concludes in his treatise On the Good or the One, typically drawing on Plato's Republic, here is at last “the end of the journey” (Rep. 532e3).
περισσότερα