Μέθοδοι εκτροφής, παραγωγικά χαρακτηριστικά και δείκτες ευζωίας στη σαλιγκαροτροφία
Περίληψη
Σαλιγκαροτροφία είναι ο κλάδος της ζωικής παραγωγής που ασχολείται με τις μεθόδους εκτροφής των χερσαίων σαλιγκαριών και στοχεύει στην παραγωγή προϊόντων χρήσιμων για τον άνθρωπο, επιτυγχάνοντας αύξηση της παραγωγικότητάς τους καθώς και του αντίστοιχου οικονομικού οφέλους. Σήμερα, έχουν δημιουργηθεί εμπορικές μονάδες εκτροφής τους σε πολλά μέρη του κόσμου. Ταυτόχρονα, αναπτύχθηκαν εκτατικές και εντατικές μέθοδοι καλλιέργειας. Στην Ελλάδα κατά κύριο λόγο εκτρέφεται το είδος Cornu aspersum αλλά χρησιμοποιείται πολύ συχνά ένα υποείδος του, το Cornu aspersum maximum. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία τού Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, το 2012 καταγράφηκαν 255 εκτροφεία σαλιγκαριών συνολικής έκτασης 1.389,3 στρεμμάτων. Τα συστήματα εκτροφής σαλιγκαριών στην Ευρώπη ταξινομήθηκαν κυρίως σε δύο μεγάλες κατηγορίες λόγω των εγκαταστάσεων κάθε εκμετάλλευσης: την ανοικτή εκτροφή και τα διχτυοκήπια. Το σύστημα ανοιχτής εκτροφής, περιγράφεται ως εκτατικό όπου πραγματοποιούνται αναπαραγω ...
Σαλιγκαροτροφία είναι ο κλάδος της ζωικής παραγωγής που ασχολείται με τις μεθόδους εκτροφής των χερσαίων σαλιγκαριών και στοχεύει στην παραγωγή προϊόντων χρήσιμων για τον άνθρωπο, επιτυγχάνοντας αύξηση της παραγωγικότητάς τους καθώς και του αντίστοιχου οικονομικού οφέλους. Σήμερα, έχουν δημιουργηθεί εμπορικές μονάδες εκτροφής τους σε πολλά μέρη του κόσμου. Ταυτόχρονα, αναπτύχθηκαν εκτατικές και εντατικές μέθοδοι καλλιέργειας. Στην Ελλάδα κατά κύριο λόγο εκτρέφεται το είδος Cornu aspersum αλλά χρησιμοποιείται πολύ συχνά ένα υποείδος του, το Cornu aspersum maximum. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία τού Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, το 2012 καταγράφηκαν 255 εκτροφεία σαλιγκαριών συνολικής έκτασης 1.389,3 στρεμμάτων. Τα συστήματα εκτροφής σαλιγκαριών στην Ευρώπη ταξινομήθηκαν κυρίως σε δύο μεγάλες κατηγορίες λόγω των εγκαταστάσεων κάθε εκμετάλλευσης: την ανοικτή εκτροφή και τα διχτυοκήπια. Το σύστημα ανοιχτής εκτροφής, περιγράφεται ως εκτατικό όπου πραγματοποιούνται αναπαραγωγή και πάχυνση σε εξωτερικούς χώρους. Η εκτροφή μικτού τύπου, όπου η αναπαραγωγή πραγματοποιείται σε ελεγχόμενες συνθήκες (κτίρια, θάλαμοι, θερμοκήπια) και η πάχυνση σε διχτυοκήπια ή εξωτερικά πάρκα είναι ένα εντατικό σύστημα. Ο έντονος συνωστισμός των εκτρεφόμενων ζώων, και οι μη ελεγχόμενες συνθήκες παραγωγής αποτελούν τους κυριότερους παράγοντες μετάδοσης παθογόνων μικροοργανισμών συμπεριλαμβανόμενων και των παρασίτων. Οι παρασιτώσεις προκαλούν σημαντικές οικονομικές απώλειες που οφείλονται κυρίως στη μείωση της παραγωγής ζωικών προϊόντων, στην υποβάθμιση του ζωικού κεφαλαίου αλλά και στη δημιουργία προβλημάτων στα παραγόμενα προϊόντα με την παρουσία σε αυτά αντιπαρασιτικών ουσιών. Συχνά επίσης αποτελούν τους ενδιάμεσους ξενιστές νοσημάτων των ζώων αλλά και του ανθρώπου απειλώντας τη Δημόσια Υγεία. Πολλές μελέτες έχουν πραγματοποιηθεί όσον αφορά τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν τα χερσαία γαστερόποδα από παράσιτα, καθώς αποτελούν κίνδυνο για μια εκμετάλλευση σαλιγκαριών, αφού μπορούν να εξαπλωθούν στον πληθυσμό τους, ιδίως όταν αυτός είναι πυκνός.Στο 1ο μέρος της διατριβής, αναλύθηκαν τα δομικά και διαχειριστικά χαρακτηριστικά των μονάδων εκτροφής σαλιγκαριών στην Ελλάδα για τη μεγιστοποίηση της παραγωγής. Διερευνήθηκαν στόχοι, όπως η ταξινόμηση των συστημάτων εκτροφής και η αξιολόγηση των επιπτώσεων διαφόρων παραμέτρων στην ετήσια παραγωγή. Στόχος του 2ου μέρους της έρευνας ήταν η καταγραφή ειδών παρασίτων σε εκτρεφόμενα σαλιγκάρια στην Ελλάδα και η διερεύνηση πιθανών παραγόντων που σχετίζονται με το επίπεδο του παρασιτισμού. Τέλος, σκοπός του 3ου μέρους ήταν ο σχεδιασμός πρωτοκόλλων εκτροφής για δύο συστήματα (ανοιχτό και διχτυοκήπιο) που οδηγούν σε ασφαλή και πιστοποιημένα προϊόντα.Τα δεδομένα του 1ου μέρους συλλέχθηκαν (2017) μέσω ερωτηματολογίου και διεξήχθη δειγματοληψία σε 29 εκτροφεία σαλιγκαριών διασκορπισμένα σε έξι διαφορετικές περιοχές (Θράκη, Κεντρική Μακεδονία, Δυτική Μακεδονία, Θεσσαλία, Δυτική Ελλάδα και Νησιά Αιγαίου - Αττική). Για τις ανάγκες τις παρούσας διατριβής σχεδιάστηκαν, δοκιμάστηκαν και επιλέχθηκαν οι παραγωγικοί δείκτες με βάση τα δεδομένα που συγκεντρώθηκαν μέσω του ερωτηματολογίου αλλά και της δειγματοληψίας που έγινε σε κάθε μονάδα. Υπολογίστηκαν περιγραφικά στατιστικά για συνεχείς μεταβλητές και συχνότητες για κατηγορικές μεταβλητές. Στη συνέχεια, επιλέχθηκαν τέσσερις μεταβλητές (σύστημα εκτροφής, περιοχή, είδος σαλιγκαριού και υπόστρωμα) οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ως παράγοντες για την εκτίμηση της επιρροής τους σε τρεις μεταβλητές παραγωγικότητας. Για τις μεταβλητές εξοπλισμό, υπόστρωμα και σύστημα εκτροφής χρησιμοποιήθηκε η μη παραμετρική πολυδιάστατη κλιμάκωση (nMDS), με τη χρήση του δείκτη ομοιότητας Bray-Curtis.Κατά τη διάρκεια της διετούς παρασιτολογικής μελέτης συλλέχθηκαν συνολικά 1.300 ενήλικα σαλιγκάρια (μέσου βάρους 14 ± 2,4 g) από 26 εκτροφεία το 2017 και 900 (μέσου βάρους 13,2 ± 2,7 g) από 18 εκτροφεία το 2018. Οι εκμεταλλεύσεις βρίσκονται στην Κεντρική, Δυτική και Βόρεια Ελλάδα και εκτρέφουν σαλιγκάρια (Cornu aspersum maximum και Cornu aspersum aspersum) για ανθρώπινη κατανάλωση. Σε κάθε εκτροφείο, επιλέχθηκαν δύο θέσεις για δειγματοληψία γαστερόποδων. Η επιλογή των σημείων βασίστηκε στην βιομάζα και τις τυχόν διαφορές στο μικροκλίμα. Εικοσιπέντε ενήλικα σαλιγκάρια συλλέχθηκαν ανά θέση και συνολικά 50 ανά εκτροφείο. Επιπλέον, συλλέχθηκαν κόπρανα των σαλιγκαριών (3 σημεία ανά εκτροφείο, 5 γραμμάρια κοπράνων συνολικά) από κάθε εκμετάλλευση. Τα δείγματα κοπράνων των σαλιγκαριών εξετάζονταν για τον προσδιορισμό του αριθμού των αυγών των γαστρεντερικών παρασίτων ανά γραμμάριο κοπράνων (eggs per gram -EPG) με την εφαρμογή της τροποποιημένης μεθόδου McMaster. Για την εύρεση ενήλικων παρασίτων, έγινε ανατομή των σαλιγκαριών αφού προηγουμένως καταγράφηκε ατομικά το βάρος και η διάμετρος του κελύφους και εξετάστηκαν χωριστά η κεφαλοποδική μάζα (πόδι μυς), το έντερο και ο πεπτικός αδένα (ηπατοπάγκρεας). Η εξέταση των οργάνων/ιστών των γαστεροπόδων πραγματοποιήθηκε σε μικροσκόπιο και αφορούσε την ανεύρεση εξελικτικών σταδίων νηματωδών και τρηματωδών παρασίτων. Επιπλέον, πραγματοποιήθηκε μικροβιακός έλεγχος στα γαστερόποδα. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν η οριζόντια μέθοδος EN ISO 11290-1: 1996 για την ανίχνευση και καταμέτρηση της Listeria monocytogenes και η BS EN ISO 13720: 2010 για την απαρίθμηση των αποικιών του Pseudomonas spp. Για να αξιολογηθεί εάν υπάρχουν στατιστικές ενδείξεις για μια γραμμική σχέση μεταξύ των μεταβλητών που επηρεάζουν τον αριθμό αυγών, προνυμφών ή ενήλικων παρασίτων σε μια σαλιγκαροτροφική εκμετάλλευση, χρησιμοποιήθηκε η διμερής συσχέτιση Pearson (bivariate Pearson Correlation). Το 3ο πείραμα πραγματοποιήθηκε σε διχτυοκήπιο και σε ανοιχτό εκτροφείο, ώστε να συγκριθούν τα δύο διαφορετικά συστήματα εκτροφής σαλιγκαριών, ενώ τα σαλιγκάρια του είδους Cornu aspersum maximum προέρχονταν από 2 διαφορετικές ηλικιακές κλάσεις (Ιουνίου – Αυγούστου). Οι αρχικές πυκνότητες των σαλιγκαριών ήταν: 125 ζώα / m2 και 250 ζώα / m2. Χωρίστηκαν σε 4 πειραματικές σειρές (2 ηλικίες επί 2 πυκνότητες) για το διχτυοκήπιο και το σύστημα ανοιχτής εκτροφής (συνολικά οκτώ). Οι δειγματοληψίες (8) πραγματοποιούνταν εβδομαδιαίως, πρωινή ώρα πριν ταϊστούν τα ζώα και συλλέγονταν 30 σαλιγκάρια ανά πειραματική σειρά. Οι δείκτες εκτροφής που υπολογίστηκαν για κάθε πειραματική σειρά για την αξιολόγηση των δύο συστημάτων εκτροφής ήταν: η θνησιμότητα, η συνολική παραγωγή, το ποσοστό εμπορεύσιμων σαλιγκαριών, ο αριθμός σαλιγκαριών ανά kg, ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης του σωματικού βάρους, ο χρόνος ενηλικίωσης (ημέρες που απαιτήθηκαν ώστε τουλάχιστον το 50% των σαλιγκαριών ανά πειραματική σειρά να αποκτήσει γυρισμένο περιστόμιο), το ποσοστό του βάρους του ποδιού (φιλέτο) ως προς το υπόλοιπο σώμα του σαλιγκαριού (σπλάχνα - κέλυφος), το πιθανό ακαθάριστο εισόδημα ανά πειραματική σειρά. Κατά την διάρκεια του πειράματος συλλέγονταν κόπρανα από κάθε πειραματική σειρά (5 δειγματοληψίες), τα οποία εξετάστηκαν για τον προσδιορισμό του αριθμού των αυγών των γαστρεντερικών παρασίτων ανά γραμμάριο κοπράνων (eggs per gram -EPG) με την εφαρμογή της τροποποιημένης μεθόδου McMaster. Επιπροσθέτως, με την λήξη του πειράματος, πραγματοποιήθηκε ανατομή και μικροσκοπικός έλεγχος 20 σαλιγκαριών από κάθε πειραματική σειρά, για παρουσία προνυμφών ή και ενήλικων παρασίτων. Τα αποτελέσματα αυτού του ελέγχου αποτέλεσαν δείκτες ευζωίας της μονάδας εκτροφής, καθώς αποτυπώθηκε η επίδραση των διαφορετικών πυκνοτήτων αλλά και των δύο συστημάτων στην εξάπλωση των παρασίτων στα εκτρεφόμενα σαλιγκάρια. Προκειμένου να μελετηθεί η επίδραση του συστήματος εκτροφής, χρησιμοποιήθηκε ανάλυση παλινδρόμησης (Regression analysis) για όλους τους βιοτικούς και αβιοτικούς παράγοντες, ενώ η διμερής συσχέτιση Pearson χρησιμοποιήθηκε στα δεδομένα από τον παρασιτικό έλεγχο των σαλιγκαριών καθώς και για τα αποτελέσματα από την μέθοδο Mcmaster.Στα αποτελέσματα της ανάλυσης των εκτροφείων σαλιγκαριών στην Ελλάδα, περιγράφονται τα συστήματα εκτροφής και τα διαρθρωτικά και διοικητικά χαρακτηριστικά των εκμεταλλεύσεων όσον αφορά τον εκτροφέα, την μονάδα εκτροφής καθώς και παραγωγικοί δείκτες όπως η παραγωγή ανά ωφέλιμη επιφάνεια ανά έτος, ο αριθμός εμπορεύσιμων σαλιγκαριών ανά κιλό ο ρυθμός αύξησης τους ανά ημέρα. Επιπλέον, αξιολογήθηκαν οι επιπτώσεις διαφόρων παραμέτρων (μέθοδοι εκτροφής, περιοχή, εκτρεφόμενο είδος και τύπος υποστρώματος). Το 39% των εκμεταλλεύσεων της έρευνας δραστηριοποιούνται στην Κεντρική Μακεδονία ενώ η μέση διάρκεια λειτουργίας του ξεπέρασε τους οκτώ μήνες και η μέση ετήσια παραγωγή ήταν 1597 kg νωπών σαλιγκαριών. Η παρούσα μελέτη κατέγραψε πέντε (5) κατηγορίες τύπων εκτροφής σαλιγκαριών: ανοιχτή εκτροφή (38%), διχτυοκήπιο (38%), μικτό σύστημα με ανοιχτή εκτροφή (7%), υπερυψωμένες ενότητες (7%) και μικτό σύστημα με διχτυοκήπιο (10%). Οι εκμεταλλεύσεις σαλιγκαριών διαφέρουν ως προς τον τύπο υποστρώματος (καλλιεργημένα πλατύφυλλα φυτά το 77%, χαλίκι το 13%, έδαφος το 10%), τις διαθέσιμες εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμό (60% ομοιότητα μεταξύ των περισσότερων εκτροφείων ανοιχτής εκτροφής). Η γεωγραφική θέση των εκμεταλλεύσεων επηρεάζει την παραγωγικότητα, αλλά επηρεάζει επίσης τη διάρκεια της λειτουργίας, ειδικά σε εκτροφεία ανοιχτού τύπου, λόγω της λειτουργίας τους υπό μια ευρεία ποικιλία κλιματικών τύπων.Στον παρασιτολογικό έλεγχο την 1η χρονιά (2017), βρέθηκαν αυγά νηματωδών παρασίτων σε όλα τα δείγματα με εύρος από 40 EPG έως 20880 EPG. Η μέση τιμή για τα αυγά ανά γραμμάριο ήταν 3589 ± 5726,5. Η υψηλότερη μέση τιμή (7471 EPG), παρουσιάστηκε σε μικτό σύστημα με διχτυοκήπιο, ενώ στις ανοιχτές εκτροφές καταγράφηκε η χαμηλότερη (2349 EPG). Σε αυτήν την πρώτη έρευνα (2017) στην Ελλάδα, απομονώθηκαν τρία είδη νηματωδών παρασίτων. Ο επιπολασμός του Phasmarhabditis hermaphrodita κυμαινόταν από 10% έως 40% (έντερο), ενώ ήταν 20% για το Muellerius capillaris (ιστός ποδιών, προνύμφες τρίτου σταδίου) και 15% για το Alloionema appendiculatum (ιστούς ποδιών). Τέλος όλα τα δείγματα από τις ανοιχτές εκτροφές, τις υπερυψωμένες ενότητες και τα διχτυοκήπια, ήταν θετικά για την παρουσία Listeria monocytogenes. Στο μικτό σύστημα, το 80% των δειγμάτων ήταν θετικό για το Listeria spp.,ενώ η παρουσία του μικροοργανισμού Pseudomonas spp. κυμαινόταν από 5,6·103 CFU / gr έως 8,7·104 CFU / gr. Το 2018, από τα 18 εκτροφεία σαλιγκαριών από τα οποία συλλέχθηκαν δείγματα, βρέθηκαν σε όλα αυγά νηματωδών παρασίτων με εύρος από 160 EPG έως 11080 EPG. Αυτό σημαίνει πως για το έτος 2018 ο μέσος όρος EPG ήταν 2535 ± 3272 (Τ.Α.). Η υψηλότερη μέση τιμή EPG βρέθηκε σε διχτυοκήπιο, ενώ τα μικτά συστήματα εμφάνισαν την χαμηλότερη. Ενήλικα νηματώδη παράσιτα, εμφανίστηκαν μόνο σε δύο συστήματα [ανοιχτή εκτροφή (42,8%) και διχτυοκήπιο (40%)]. Τα είδη ήταν το P. hermaphrodita (20-40%, έντερο), το M. capillaris (40%, πόδι,) και το A. appendiculatum (20-60%, έντερο). Τέλος, το P. hermaphrodita ήταν το πιο διαδεδομένο ενήλικο νηματώδες παράσιτο σε κάθε σύστημα εκτροφής. Tα αποτελέσματα από την πειραματική εκτροφή που πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας έδειξαν πως η μέση τιμή της θερμοκρασίας αλλά και η σχετική υγρασία τόσο στο διχτυοκήπιο όσο και στην ανοιχτή εκτροφή ήταν εντός των ιδανικών συνθηκών. Συγκεκριμένα, η μέση εξωτερική θερμοκρασία ήταν μεγαλύτερη της αντίστοιχης εντός διχτυοκηπίου (19,28°C, 18,18°C), λόγω των υψηλών θερμοκρασιών τον πρώτο μήνα (Σεπτέμβριος) της εκτροφής. Συνολικά, δεν παρουσιάστηκαν σημαντικές διαφορές λόγω των χαμηλότερων θερμοκρασιών από την δεύτερη εβδομάδα του Οκτωβρίου. Όσον αφορά την σχετική υγρασία αέρα, εντός διχτυοκηπίου η τιμή της ήταν πάντα υψηλότερη από την εξωτερική. Μάλιστα η μέση τιμή της έφτασε το 92,85% έναντι του 85,4% της εξωτερικής. Επιπλέον, οι τιμές της ελάχιστης σχετικής υγρασίας παρουσίασαν σημαντική απόκλιση μεταξύ τους (69,69% - 57,48%). Όσον αφορά την αύξηση βάρους των σαλιγκαριών του πειράματος κρίθηκε ικανοποιητική. Συγκεκριμένα, τα σαλιγκάρια μικρής ηλικίας, τόσο εντός όσο και εκτός διχτυοκηπίου αύξησαν το βάρος τους έως και 10 γραμμάρια. Αντίστοιχα, τα ζώα της ηλικιακής κλάσης των μεγάλων παρουσίασαν μικρότερη αύξηση (3,5 γραμμάρια στην ανοιχτή εκτροφή και 6,5 στο διχτυοκήπιο). Αντίστοιχα η βιομάζα (Kg/m2) για την ηλικιακή ομάδα των μικρών διπλασιάστηκε και στους δύο τύπους εκτροφής, ενώ στην ηλικιακή ομάδα των μεγάλων η αύξηση ήταν σαφώς μικρότερη (0,5 – 0,8 Kg/m2). Για να παρουσιαστεί ποσοστό άνω του 50% σε εμπορεύσιμα σαλιγκάρια για την ηλικιακή ομάδα των μεγάλων (γενιά Ιουνίου) απαιτήθηκαν μόλις δύο εβδομάδες εκτροφής. Αντίθετα οι μετρήσεις στην ηλικιακή ομάδα των μικρών (γενιά Αυγούστου), έδειξαν αναμενόμενα αποτελέσματα καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό έφτασε το εμπορεύσιμο μέγεθος μετά την πάροδο ενός μήνα. Στο πείραμά μας η θνησιμότητα παρέμεινε καθόλη την διάρκεια σε χαμηλά επίπεδα. Συνολικά το μέσο ποσοστό θνησιμότητας κυμάνθηκε στο 12,4% για τα σαλιγκάρια ανοιχτής εκτροφής και στο 10,85% για τα αντίστοιχα του διχτυοκηπίου. Σχεδόν σε όλες τις πειραματικές σειρές τα μεγαλύτερα ποσοστά θνησιμότητας παρουσιάστηκαν τις 3 πρώτες εβδομάδες. Ο υψηλότερος μέσος ρυθμός αύξησης σημειώθηκε στα γαστερόποδα γενιάς Αυγούστου (0,20 gr/ζώο/ημέρα). Αντίθετα, ο ρυθμός αύξησης στην ηλικιακή κλάση των μεγάλων σαλιγκαριών (γενιά Ιουνίου) έφτανε μόλις τα 0,12 gr/ζώο/ημέρα. Επιπλέον, υπήρξε σημαντική διαφορά μεταξύ της αύξησης στις πειραματικές σειρές εντός διχτυοκηπίου με αυτές στην ανοιχτή εκτροφή (0,18 – 0,21 gr/ζώο/ημέρα). Μάλιστα, παρατηρήθηκε υψηλότερος ρυθμός στα ζώα εντός του διχτυοκηπίου σε σχέση με την ανοιχτή εκτροφή (0,13 – 0,11 gr/ζώο/ημέρα). Συνολικά, στις περισσότερες πειραματικές σειρές στην ηλικιακή κλάση των μικρών απαιτήθηκαν έως 28 ημέρες για να επιτευχθεί η ενηλικίωση του 50% του πληθυσμού των εκτρεφόμενων σαλιγκαριών, ενώ στην ηλικιακή κλάση των μεγάλων μόλις 14. Στην ανατομία που πραγματοποιήθηκε στο τέλος του πειράματος βρέθηκαν ενήλικα παράσιτα των ειδών A. appendiculatum και Phasmarhabditis σε όλες τις πειραματικές σειρές εντός διχτυοκηπίου και μόλις σε μία στην ανοιχτή εκτροφή. Τέλος, απαιτείται η κατάλληλη διαχείριση για την επίτευξη των ιδανικών συνθηκών και κατά συνέπεια την μεγιστοποίηση της παραγωγής.Η αξιολόγηση των δομικών και διαχειριστικών χαρακτηριστικών των σύγχρονων αγροκτημάτων, συμπεριλαμβανομένης της σαλιγκαροτροφίας, μπορεί να συμβάλει στη βιώσιμη παραγωγή τροφίμων. Αυτή είναι η πρώτη μελέτη που ταξινομεί τις εκτροφές σαλιγκαριών στην Ελλάδα και τις περιγράφει λεπτομερώς. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι εντατικές εκμεταλλεύσεις παρουσιάζουν υψηλή παραγωγή. Η εκτροφή σαλιγκαριών μπορεί να είναι μια πολλά υποσχόμενη κερδοφόρα επιχείρηση, αλλά αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Χρειαζόμαστε περισσότερες εμπεριστατωμένες επιστημονικές γνώσεις και έρευνες σχετικά με την αναπαραγωγή και την ανάπτυξη σαλιγκαριών καθώς και τις κλιματολογικές και γεωγραφικές πτυχές των περιοχών όπου είναι εγκατεστημένες οι μονάδες εκτροφής. Η παρασιτολογική μελέτη κατέγραψε δύο ενήλικα είδη νηματωδών παρασίτων (P. hermaphrodita, A. appendiculatum) καθώς και προνύμφες 3ου σταδίου του νηματώδους M. capillaris σε εκτρεφόμενα σαλιγκάρια, κάτι το οποίο αποτελεί την πρώτη τους αναφορά στην Ελλάδα. Τα ενήλικα παράσιτα βρέθηκαν σε σαλιγκάρια όλων των τύπων εκτροφής, σε τρεις διαφορετικές περιοχές (Μακεδονία, Θεσσαλία και Δυτική Ελλάδα) τόσο στους ιστούς του ποδιού αλλά και στο έντερο. Η αύξηση του ποσοστού των εκτροφείων σαλιγκαριών στα οποία βρέθηκαν ενήλικα παράσιτα κατά το δεύτερο έτος (38,8%) υποδηλώνει ότι πρέπει να ληφθούν προληπτικά μέτρα για την προστασία των σαλιγκαριών εκτροφής και τον περιορισμό της εξάπλωσης των παρασίτων. Ένα σημαντικό ζήτημα που τέθηκε, είναι ότι η υψηλή υγρασία (απαιτείται για πάχυνση) αυξάνει την παρουσία παρασίτων νηματωδών ενηλίκων. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί η σημαντικότητα της εφαρμογής μεθόδων κοπρανολογικής εξέτασης των κοπράνων όπως αυτής της μεθόδου Mcmaster για την παρακολούθηση των παρασιτικών μολύνσεων στην σαλιγκαροτροφία. Πρόκειται για ευρέως χρησιμοποιούμενη πρακτική στα παραγωγικά ζώα και σε ότι αφορά τα σαλιγκάρια είναι σημαντική γιατί γίνεται σε ζωντανά ζώα χωρίς να απαιτείται να θυσιάσουμε ζώα για να γίνει ή διάγνωση. Απαραίτητη προϋπόθεση βέβαια αποτελεί το ότι τα παράσιτα που διερευνούμε σε κάποιο από τα στάδια εξέλιξής τους να εντοπίζονται στα κόπρανα.Τέλος, η παρούσα διατριβή αποτελεί την πρώτη εργασία καταγραφής της εκτροφής σαλιγκαριών του είδους Cornu aspersum maximum σε διχτυοκήπιο σε σύγκριση με ανοιχτή εκτροφή, καθώς παρόμοιες έρευνες έχουν γίνει μόνο σε ζώα ενός από τους δύο τύπους εκτροφής. Τα αποτελέσματα που αφορούν την αύξηση των σαλιγκαριών του είδους Cornu aspersum maximum τους φθινοπωρινούς μήνες ήταν εξαιρετικά, καθώς όλα τα ζώα τόσο στο ανοιχτό σύστημα εκτροφής όσο και στο διχτυοκήπιο, έφτασαν σε εμπορεύσιμο μέγεθος στο τέλος του πειράματος, ενώ και ο ρυθμός αύξησής του κρίθηκε ικανοποιητικός. Ακόμα, η θνησιμότητα κυμάνθηκε σε χαμηλά επίπεδα σε όλη την διάρκεια του πειράματος.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Snail farming is the branch of animal production that deals with the methods of breeding land snails and aims at achieving an increase in their productivity as well as the corresponding economic benefit. Today, commercial farms have been established in many parts of the world. At the same time, extensive and intensive breeding methods were developed. In Greece, snail of species Cornu aspersum is mainly bred, but one of its subspecies, Cornu aspersum maximum, is used very often. According to the latest available data from the Hellenic Ministry of Rural Development and Food in Greece, 131 snail farms are in operation, occupying 578,000 m². Of these, 75 (57%) are the open-air type, which occupies an area of 482,000 m², and 56 (43%) intensive (net-covered houses) type, which occupies an area of 93,000 m². Snail farming systems in Europe are mainly classified into two categories due to the facilities of each holding: open field farms or covered constructions of different types. The open-fie ...
Snail farming is the branch of animal production that deals with the methods of breeding land snails and aims at achieving an increase in their productivity as well as the corresponding economic benefit. Today, commercial farms have been established in many parts of the world. At the same time, extensive and intensive breeding methods were developed. In Greece, snail of species Cornu aspersum is mainly bred, but one of its subspecies, Cornu aspersum maximum, is used very often. According to the latest available data from the Hellenic Ministry of Rural Development and Food in Greece, 131 snail farms are in operation, occupying 578,000 m². Of these, 75 (57%) are the open-air type, which occupies an area of 482,000 m², and 56 (43%) intensive (net-covered houses) type, which occupies an area of 93,000 m². Snail farming systems in Europe are mainly classified into two categories due to the facilities of each holding: open field farms or covered constructions of different types. The open-field system is extensive farming, where outdoor breeding and fattening take place. The covered constructions (e.g., net-covered houses) are an intensive farming system. The duration of the production cycle (reproduction, fattening, and harvest) in snail farming depends on the biological cycle of the cultured species and the farm area's climatic conditions.Intense crowding of farmed animals, and uncontrolled production conditions are the main factors of transmission of pathogenic microorganisms including parasites. The parasites cause significant economic losses due mainly to the reduction of the production of animal products, to the degradation of the livestock but also to the creation of problems in the produced products with the presence of antiparasitic substances in them. They are also often the intermediate hosts of animal and human diseases threatening Public Health.Many studies have been conducted on the dangers posed by terrestrial gastropods from pests, as they pose a risk to a snail farm, as they can spread to their population, especially when it is dense.In the 1st part of Thesis, objectives, such as the classification of farming systems in Greece and assessing the effects of various annual production parameters, were investigated. The aim of the 2nd part of the research was to register parasite species in farmed snails in Greece and to investigate possible factors that relate to the level of parasitism. Finally, the purpose of Part 3 was to design breeding protocols for two systems (open and net-covered greenhouse) that lead to safe and certified products. Data of the 1st part were collected (2017) via a questionnaire, and sampling was conducted in 29 snail farms dispersed in six different regions (Thrace, Central Macedonia, West Macedonia, Thessaly, Western Greece, and the Attica Islands). For the needs of the present dissertation, production indicators were designed, tested and selected based on the data collected through the questionnaire and the sampling that took place in each snail farm. Descriptive statistics for continuous variables and frequencies for categorical variables were calculated. Thereafter, four original variables were selected (farming system, region, species, and substrate) and were used as factors to estimate their influence on three productivity variables. For categorical variables, nonmetric Multidimensional Scaling (nMDS), based on the of Bray–Curtis similarity index was used as a means of visualizing the percentage of similarity between different farms. During a two-year experiment a total of 1300 gastropods (14.02 ± 2.48gr) was collected from 26 different farms of four different types in the first year (2017), and 900 snails (13.2 ± 2.7 g) from 18 farms in the second (2018). The farms are located in Central, Western and North Greece and breed snails (Cornu aspersum maximum and Cornu aspersum aspersum) for human consumption. At each sampling, two places were selected for collecting gastropods. The selection of points was based on biotic load and differences in microclimate. 25 adult snails were collected per place. In each snail weight and diameters were measured. Fecal samples were collected individual for every farm and transported to the laboratory where they were examined within 2 days. The number of eggs of gastrointestinal nematodes in snail feces (FEC) was determined according to the modified McMaster method. Results were expressed in eggs per gram of feces (EPG). For the determination of potential infection from nematode larvae, alive snails were examined one by one in microscope. After 24 h, cephalopodal mass was separated from shell and placed apart in a beaker. The body was removed from the shell. The mantle cavity was examined and then the internal organs were analyzed. In the end, the foot tissues were examined (Valente 2017). Parasites were identified through morphological examination and dissection. In addition, microbial test was performed on gastropods. The methods used were the horizontal method EN ISO 11290-1: 1996 for the detection and counting of Listeria monocytogenes and the BS EN ISO 13720: 2010 for the enumeration of the colonies of Pseudomonas spp. The bivariate Pearson Correlation was used to assess whether there is statistical evidence for a linear relationship between variables affecting the number of eggs, larvae, or adult parasites on a snail farm.The 3rd experiment was carried out in a net covered greenhouse and in an open farm, in order to compare the two different snail breeding systems, while the snails (Cornu aspersum maximum) came from 2 different age classes (June - August). The initial densities of snails were: 125 animals/m2 and 250/m2. They were divided into 4 experimental series (2 ages on 2 densities) for the net covered greenhouse and the open farm system (eight in total). Samplings (8) was performed weekly, in the morning before the feeding of snails, and 30 snails were collected per experimental series. The breeding indicators calculated for each experimental series for the evaluation of the two breeding systems were: mortality, total production, percentage of marketable snails, number of snails per kg, average growth rate of body weight, time of maturation (days required that at least 50% of the snails per experimental row obtain a rotated peristome), the percentage of body weight (fillet) relative to the rest of the snail body, the potential gross income per experimental series.During the experiment, feces were collected from each experimental series (5 samplings), which were examined to determine the number of eggs of gastrointestinal parasites per gram of feces (eggs per gram -EPG) using the modified McMaster method. In addition, at the end of the experiment, dissection and microscopic examination of 20 snails from each experimental series was performed for presence of larvae or adult parasites. The results of this test were indicators of well-being of the farm system, as the effect of different densities and the two different systems on the spread of parasites in farmed snails. In order to realize the effect of the breeding system, regression analysis was used for all biotic and abiotic factors, while the Pearson correlation was used in the data from the parasitic control of snails as well as for the results from Mcmaster method.The results of the analysis of snail farms in Greece describe the breeding systems and the structural and administrative characteristics of the holdings as far the breeder was concerned, the farm as well as productive indicators such as the production per useful area per year, the number of marketable snails per kg and their growth rate per day. In addition, the effects of various parameters (breeding methods, area, farmed species and type of substrate) were evaluated. 39 % of the farms in this research were active in Central Macedonia while its average farm operation duration exceeded 8 months and the mean annual production was 1597 kg of fresh live snails. Results recorded five farming systems: elevated sections (7%), net-covered greenhouse (38%), a mixed system with net-covered greenhouse (10%), open field (38%), and mixed system with an open field (7%). Snail farms differ in the type of substrate, available facilities, and equipment (60% similarity between most of the open field farms). The geographical location of farms’ settlement affects productivity but also influences the duration of operation, especially in open field farms, due to their operation under a wide assortment of climatic types.In parasitological research in the 1st year (2017), nematode eggs were found in every sample with a range from 40 EPG to 20880 EPG. The average price for eggs per gram was 3589 ± 5726.5. The highest average value (7471 EPG) was presented in mixed system with net - covered greenhouse, while open field farms showed the lowest (2349 EPG). In this first study (2017) in Greece, three species of nematodes were isolated. The prevalence of gastrointestinal nematode parasite Phasmarhabditis hermaphrodita ranged from 10% to 40% (gut), while Muellerius capillaris has prevalence rate 20% (foot tissue, third stage larvae) and 15% for Alloionema appendiculatum (foot tissue). Finally, all samples from open farms, elevated sections and net-covered greenhouses were positive for the presence of Listeria monocytogenes. In mixed system, 80% of the samples were positive for Listeria spp., while the presence of the microorganism Pseudomonas spp. ranged from 5.6 · 103 CFU / gr to 8.7 · 104 CFU / gr. In 2018, 18 faecal samples were collected from snail farms (species Cornu aspersum maximum and Cornu aspersum aspersum). Using Simple McMaster technique, we found in every sample Nematoda eggs with range from 160 EPG to 11080 EPG. In 2018, all farms were positive. Also, the average EPG on feces was 2535.55 ± 3327.72 (SD). In the second year of experiment (2018), adult nematodes appeared in only two systems [(i.e. open field (42.8%), net – covered greenhouse (40%)]. The species were Phasmarhabditis hermaphrodita (20 - 40%; intestine), Muellerius capillaris (40%; foot) and Alloionema appendiculatum (20- 60%; intestine). P. hermaphrodita was the most prevalent parasite in every farm system.Results from the experimental breeding that took place in the facilities of University of Thessaly showed that the mean value of temperature and relative humidity both in the net covered greenhouse and in open farm were within the ideal conditions. Specifically, the mean outside temperature was higher than this inside the net covered greenhouse (19.28 ° C, 18.18 ° C), due to higher temperatures in the first month (September) of breeding. Overall, there were no significant differences due to the lower temperatures from the second week of October. As for relative humidity, inside the greenhouse its value was always higher than outside. In fact, its average value reached 92.85% compared to 85.4% outside. In addition, the values of minimum relative humidity showed a significant deviation between them (69.69% - 57.48%).Regarding the weight gain of the snails, the experiment was considered satisfactory. In particular, young snails, both inside and outside the net-covered greenhouse, gained up to 10 grams. Respectively, the adult snails showed smaller increase (3.5 grams in open farm and 6.5 in the net covered greenhouse). Respectively, the biomass (Kg/m2) for the age group of young snails (August) doubled in both types of breeding, while in the age group of adults (June) the increase was clearly smaller (0.5 - 0.8 Kg/m2). It took just two weeks of rearing to produce more than 50% of marketable snails for the adult age group (June generation). On the contrary, the measurements in the age group of juvenile snails (August generation), showed expected results as the largest percentage reached the marketable size after one month. In our experiment, mortality remained low. Overall, the average mortality rate was 12.4% for snails in open farm and 10.85% for those in the net-covered greenhouse. The highest average growth rate was observed in snails of generation of August (0.20 gr/animal/day). In contrast, the growth rate in the class of adult snails (June generation) reached only 0.12 gr/animal/day. In fact, a higher rate was observed in the gastropods inside the net covered greenhouse compared to the open farm (0.13 - 0.11 gr/animal/day). Overall, in most experimental series, the juvenile age group of snails took up to 28 days to reach 50% of the marketable snail population, while in the adult age group only 14. Adult parasites were found in the anatomy performed at the end of the experiment. Nematode species of A. appendiculatum and P. hermaphrodita observed in all experimental series in the net covered greenhouse but only in one in open farm. Finally, proper management is required to achieve the ideal conditions and therefore maximize production.The assessment of modern farms' structural and management characteristics, including heliciculture, can contribute to sustainable food production. This is the first study that classifies snail farms in Greece and describes them in detail. Results indicated that intensive farms exhibit high production. Snail farming can be a potentially promising business, but this depends on a multitude of factors. We need more in-depth scientific knowledge and research on the breeding and growth of snails and the climatic and geographical aspects of the selected areas of farm settlement. This study has recorded two adult species of Nematoda parasites (Phasmarhabditis hermaphrodita, Alloionema appendiculatum) and a 3rd stage larva (Muellerius capillaris) in farmed snails, which constitutes their very 1st reference in Greece. Adult parasites were found in all types of snail farming, in three different regions (Macedonia, Thessaly and Western Greece) and in the foot tissues and the intestine respectively. The increase in percentage of positive snail farms with adult parasites during the second year (38.8%) suggests that preventive measures should be taken in order to protect farmed snails and restrict the spread of parasites. This study proves that high humidity increases the presence of adult nematodes parasites in snail fattening. Thus, a significant issue is raised, regarding that terrestrial snails remain active in high humidity, which is also required for snail farming, something worth considering in the design of the animal welfare protocol. Finally, the importance of fecal examination methods such as Mcmaster method for the monitoring of parasitic infections in snail farms should be noted. This is a widely used practice in productive animals and in snails it is important because it is done in live gastropods without having to sacrifice them for diagnosis. A necessary condition, of course, is that the parasites that we investigate in one of their stages of development can be located in the feces.The present dissertation is the 1st work to record the breeding of snails of species Cornu aspersum maximum in a net covered greenhouse compared to open farm, as similar research has been done only on snails in one of the two types of breeding. The results for the growth of snails in autumn were excellent, as all the animals in both systems, reached the marketable size at the end of the experiment, while its growth rate was considered satisfactory. Also, mortality was low throughout the experiment.
περισσότερα
Κατεβάστε τη διατριβή σε μορφή PDF (8.12 MB)
(Η υπηρεσία είναι διαθέσιμη μετά από δωρεάν εγγραφή)
|
Όλα τα τεκμήρια στο ΕΑΔΔ προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα.
|
Στατιστικά χρήσης
ΠΡΟΒΟΛΕΣ
Αφορά στις μοναδικές επισκέψεις της διδακτορικής διατριβής για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.
ΞΕΦΥΛΛΙΣΜΑΤΑ
Αφορά στο άνοιγμα του online αναγνώστη για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.
ΜΕΤΑΦΟΡΤΩΣΕΙΣ
Αφορά στο σύνολο των μεταφορτώσων του αρχείου της διδακτορικής διατριβής.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
ΧΡΗΣΤΕΣ
Αφορά στους συνδεδεμένους στο σύστημα χρήστες οι οποίοι έχουν αλληλεπιδράσει με τη διδακτορική διατριβή. Ως επί το πλείστον, αφορά τις μεταφορτώσεις.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Σχετικές εγγραφές (με βάση τις επισκέψεις των χρηστών)
λιγότερα
περισσότερα