Περίληψη
Αφετηρία της παρούσας διατριβής είναι το ερώτημα περί της θέσης που καταλαμβάνει η αλχημεία στην ιστορία της χημείας. Κατά τους δύο τελευταίους αιώνες, η αλχημεία απεικονιζόταν, συνήθως, ως ένα εσωτεριστικό, θρησκευτικό στον πυρήνα του, εγχείρημα ή ως μια περιθωριακή τέχνη της μεταλλικής μεταστοιχείωσης, βασισμένη σε ανεδαφικές θεωρητικές εικασίες και ηθικά επιζήμιες προσδοκίες. Έτσι, τα διάσπαρτα ίχνη της επίδρασής της στο ιστορικό υπόβαθρο, και στην πρώιμη ανάπτυξη, της σύγχρονης επιστήμης της χημείας άλλοτε συνοπτικά απαλείφονταν και άλλοτε υποβαθμίζονταν ως, αποκλειστικά και μόνο εμπειρικές, συνεισφορές που έγιναν κατά λάθος, ενάντια στις ίδιες τις αλχημικές στοχεύσεις. Σήμερα, η ίδια εικόνα, παρά την κριτική που έχει δεχτεί στη σύγχρονη ιστοριογραφία, εξακολουθεί να δεσπόζει στον δημόσιο λόγο, όπως φανερώνει η εξέταση, στο πρώτο εισαγωγικό σκέλος αυτής της διατριβής, των σχετικών αναφορών σε εγχειρίδια γενικής χημείας και σε λήμματα λεξικών και εγκυκλοπαιδειών γενικών γνώσεων. Σε ...
Αφετηρία της παρούσας διατριβής είναι το ερώτημα περί της θέσης που καταλαμβάνει η αλχημεία στην ιστορία της χημείας. Κατά τους δύο τελευταίους αιώνες, η αλχημεία απεικονιζόταν, συνήθως, ως ένα εσωτεριστικό, θρησκευτικό στον πυρήνα του, εγχείρημα ή ως μια περιθωριακή τέχνη της μεταλλικής μεταστοιχείωσης, βασισμένη σε ανεδαφικές θεωρητικές εικασίες και ηθικά επιζήμιες προσδοκίες. Έτσι, τα διάσπαρτα ίχνη της επίδρασής της στο ιστορικό υπόβαθρο, και στην πρώιμη ανάπτυξη, της σύγχρονης επιστήμης της χημείας άλλοτε συνοπτικά απαλείφονταν και άλλοτε υποβαθμίζονταν ως, αποκλειστικά και μόνο εμπειρικές, συνεισφορές που έγιναν κατά λάθος, ενάντια στις ίδιες τις αλχημικές στοχεύσεις. Σήμερα, η ίδια εικόνα, παρά την κριτική που έχει δεχτεί στη σύγχρονη ιστοριογραφία, εξακολουθεί να δεσπόζει στον δημόσιο λόγο, όπως φανερώνει η εξέταση, στο πρώτο εισαγωγικό σκέλος αυτής της διατριβής, των σχετικών αναφορών σε εγχειρίδια γενικής χημείας και σε λήμματα λεξικών και εγκυκλοπαιδειών γενικών γνώσεων. Σε αντίθεση, όμως, με τα ανθεκτικά στερεότυπα, η αλχημεία από την αρχή της ιστορίας της αποτελούσε ένα πεδίο γνώσης για τους φυσικούς μετασχηματισμούς εντός του οποίου η κοινωνική φιγούρα του τεχνίτη συναντούσε την κοινωνική φιγούρα του λογίου. Μέχρι και τα τέλη του 18ου αιώνα, διασταυρωνόταν με μια σειρά από άλλους, ηθικά ανεπίληπτους και κοινά αποδεκτούς, κλάδους του επιστητού, όπως η φυσική φιλοσοφία, η ιατρική και η αστρονομία. Συνυφαινόταν, επίσης, και με κάποιες, κάθε άλλο παρά σκοτεινές, πρακτικές τέχνες όπως η μεταλλουργία και, ιδίως από τον 16ο αιώνα και μετά, η φαρμακολογία. Τα αλχημικά κείμενα προσέλκυαν το ενδιαφέρον των εγγράμματων τεχνιτών, αλλά και οι αλχημικές τεχνικές κινούσαν συχνά την περιέργεια των καταξιωμένων λογίων. Στην πρώτη κατηγορία εμπίπτει ο Angelo Forte (16ος αιώνας), ελληνόφωνος ιατρός στη Βενετία. Αποκηρύσσοντας την πρακτική αλχημεία, την οποία εκλάμβανε ως μια τέχνη θεωρητικά τυφλή, επικεντρωμένη στην πιθανότητα της μεταστοιχείωσης των κοινών μετάλλων, ο Forte προσέβλεπε στον μετασχηματισμό της αλχημείας σε έναν κλάδο της φυσικής φιλοσοφίας ικανό να παρέχει αιτιακές εξηγήσεις για τις συνθέσεις και τις αποσυνθέσεις των φυσικών σωμάτων. Στη δεύτερη κατηγορία εμπίπτουν οι περιπτώσεις του Βησσαρίωνα (c. 1403-1472) και του Leone Allacci (1588-1669), δυο επιφανών ελληνόφωνων λογίων που έζησαν, κατά το μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας τους, στη Ρώμη. Ο Βησσαρίων ήταν κτήτορας του κώδικα Marcianus gr. Z 299, για τον οποίο, στην τωρινή δευτερογενή βιβλιογραφία, χρησιμοποιείται, κατά κανόνα, η συντομογραφία M. Η σημασία του συγκεκριμένου κώδικα στην ιστορία της αλχημείας έγκειται στο γεγονός ότι περιέχει το παλαιότερο γνωστό αντίγραφο του ελληνικού αλχημικού corpus, ενός σώματος χρυσοποιητικών κειμένων γραμμένων στα ελληνικά, η συγκρότηση του οποίου ανάγεται κάπου μεταξύ του 7ου και του 10ου αιώνα. Ο Allacci επιχείρησε, ανεπιτυχώς, να εκδώσει σε έντυπη μορφή αυτό το σώμα σωζόμενων κειμένων, ως τμήμα ενός ευρύτερου εκδοτικού σχεδίου για την κοινοποίηση αδημοσίευτων, ώς τότε, αρχαίων και μεσαιωνικών ελληνικών κειμένων. Για αμφότερους, όμως, η αναδρομή στα γραπτά μνημεία της ελληνο-αιγυπτιακής και βυζαντινής χρυσοποιΐας δεν είχε ως μοναδικό κίνητρο την αποκατάσταση ορισμένων θραυσμάτων της ελληνικής γραμματείας του μακρινού παρελθόντος. Ένα από τα κύρια συμπεράσματα αυτής της διατριβής είναι ότι οι πρακτικές όψεις της αλχημείας, η συνάφειά της με τη μεταλλουργία και τη φαρμακολογία, και γενικότερα ο αναβαθμισμένος ρόλος που η αλχημεία, κατά την πρώιμη νεωτερικότητα, διεκδικούσε στη συνολική αρχιτεκτονική των «θύραθεν» τεχνών και επιστημών, ήταν επίσης καθοριστικοί παράγοντες. Στην περίπτωση, δε, του Βησσαρίωνα, η τοποθέτηση του Μ στο διανοητικό περιβάλλον της Μονής Προδρόμου-Πέτρας και του «ξενώνα του κράλη», στην Κωνσταντινούπολη, όπου η αντιγραφή χειρογράφων συνδυαζόταν με τη μελέτη φυσικο-φιλοσοφικών, αστρονομικών ή ιατρικών κειμένων, αλλά και με την εφαρμογή θεραπευτικών τεχνικών σε φιλοξενούμενους ασθενείς, μας επιτρέπει να εντάξουμε το ενδιαφέρον για το ελληνικό χρυσοποιητικό corpus σε μια πιο μακρόπνοη συλλογική επιδίωξη: την κριτική οικειοποίηση των «θύραθεν» τεχνών και επιστημών που μπορούσαν να εμπλακούν στην παραγωγή αιτιακών εξηγήσεων περί των φυσικών φαινομένων, για να δρομολογηθεί μια φιλοσοφική ανανέωση στον ανατολικό χριστιανισμό.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The question of what is the place now occupied by alchemy in the history of chemistry provides the point of departure for the present dissertation. During the last two centuries, alchemy was usually depicted as an esoteric, religious at its core, enterprise or as a marginal art of metallic transmutation, based on groundless theoretical speculations and morally pernicious goals. Accordingly, the scattered traces of its influence in the historical background, and in the early development, of the modern science of chemistry, were, sometimes, summarily screened out and, other times, downplayed as, entirely empirical, contributions that were made unintentionally, against alchemists’ own desired ends. In spite of the criticisms launched against it in contemporary historiography, this very image still dominates public discourse, as it is shown in the first introductory part of this dissertation, through the examination of the relevant references in general chemistry textbooks and in lemmas of ...
The question of what is the place now occupied by alchemy in the history of chemistry provides the point of departure for the present dissertation. During the last two centuries, alchemy was usually depicted as an esoteric, religious at its core, enterprise or as a marginal art of metallic transmutation, based on groundless theoretical speculations and morally pernicious goals. Accordingly, the scattered traces of its influence in the historical background, and in the early development, of the modern science of chemistry, were, sometimes, summarily screened out and, other times, downplayed as, entirely empirical, contributions that were made unintentionally, against alchemists’ own desired ends. In spite of the criticisms launched against it in contemporary historiography, this very image still dominates public discourse, as it is shown in the first introductory part of this dissertation, through the examination of the relevant references in general chemistry textbooks and in lemmas of general knowledge dictionaries and encyclopedias. Contrary to the persisting stereotypes, however, alchemy, from the outset of its own history, constituted a field of knowledge concerning the natural transmutations within which the social figure of the artisan encountered the social figure of the scholar. Until late in the 18th century, it intersected with a number of other, morally irreproachable and commonly accepted, disciplines, such as natural philosophy, medicine and astronomy. It was also interwoven with certain, anything but dark, practical arts, such as metallurgy and pharmacology, particularly from the 16th century onward. The alchemical texts attracted the interest of literate artisans, but the alchemical techniques often excited the curiosity of acclaimed scholars, as well. Angelo Forte, a 16th-century Greek-speaking physician in Venice, falls into the first category. Denouncing the practical alchemy, which he considered as a theoretically blind art, centered on the possibility of the transmutation of base metals, Forte looked forward to the transformation of alchemy into a branch of natural philosophy competent to provide causal explanations for the compositions and decompositions of natural bodies. The second category includes cases such as those of Bessarion (c. 1403-1472) and Leone Allacci (1588-1669), two prominent Greek-speaking scholars who lived, for the major portion of their career, in Rome. Bessarion was possessor of the codex Marcianus gr. Z 299, which, in the current secondary literature, is typically designated by the abbreviation M. The importance of this particular codex lies in the fact that it contains the earliest copy of the Greek alchemical corpus, a body of chrysopoetic texts, written in Greek, the formation of which dates back to somewhere between the 7th and the 10th centuries. Allacci attempted, with no success, to publish this body of surviving texts, as part of a wider editorial project for the disclosure of previously unpublished ancient and Medieval Greek writings. But for both Bessarion and Allacci, the regression into the written monuments of the Greaco-Egyptian and Byzantine alchemy was not motivated solely by the ambition to restore certain fragments of the Greek literary production of the past. One of the main conclusions of this dissertation is that the practical aspects of alchemy, its pertinence to metallurgy and pharmacology, and, more generally, the upgraded function, in the overall architecture of the “outer” (θύραθεν) arts, to which alchemy, in early modernity, laid claim, were also pivotal factors. Moreover, in the case of Bessarion, the placement of M in the intellectual environment of the monastery of Prodromos Petra and of the Xenon of the Kral, in Constantinople, where the copying of manuscripts was combined with the study of natural-philosophical, astronomical and medical texts, and also with the application of therapy techniques in hosted patients, allows us to subsume the interest for the Greek chrysopoetic corpus into a more far-reaching collective pursuit: the critical appropriation of the “outer” arts and sciences that could be implicated in the production of causal accounts about natural phenomena, in order to initiate a philosophical renewal in the eastern Christianity.
περισσότερα