Περίληψη
Η συλλογή υγρού στην πλευριτική κοιλότητα ως απότοκο υπεζωκοτικής, πνευμονικής ή εξωθωρακικής νόσου αποτελεί μια νόσο με ευρεία διαφορική διάγνωση και διαρκώς αυξανόμενη επίπτωση με βάση τα στοιχεία της ευρωπαϊκής αναπνευστικής εταιρείας (ERS). Η έγκαιρη και ορθή θέσπιση της υποκείμενης αιτιολογίας που οδηγεί στην πρόκληση πλευριτικής συλλογής είναι ουσιώδης καθώς οι ασθενείς επωφελούνται από την έγκαιρη έναρξη θεραπείας. Στην κλινική πράξη ωστόσο, παρά την χρήση των αποδεδειγμένων πρακτικών, η διαφοροποίηση μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών πλευριτικών συλλογών αποτελεί πρόκληση , είναι συχνά χρονοβόρος και πιθανώς απαιτεί επεμβατικές πρακτικές. Προς την κατεύθυνση αυτή, αντικείμενο έρευνας αποτελεί ένας αριθμός βιοδεικτών και απεικονιστικών μεθόδων με στόχο να υπάρξει σαφής και ταχεία κατηγοριοποίηση. Τα ευρέως εφαρμοσμένα κριτήρια του Light μπορούν να μας παρέχουν μια πρώτη διάκριση μεταξύ διϊδρωματικών και εξιδρωματικών συλλογών. Η παρούσα έρευνα επιχειρεί να κατηγοριοποιήσει τις τρε ...
Η συλλογή υγρού στην πλευριτική κοιλότητα ως απότοκο υπεζωκοτικής, πνευμονικής ή εξωθωρακικής νόσου αποτελεί μια νόσο με ευρεία διαφορική διάγνωση και διαρκώς αυξανόμενη επίπτωση με βάση τα στοιχεία της ευρωπαϊκής αναπνευστικής εταιρείας (ERS). Η έγκαιρη και ορθή θέσπιση της υποκείμενης αιτιολογίας που οδηγεί στην πρόκληση πλευριτικής συλλογής είναι ουσιώδης καθώς οι ασθενείς επωφελούνται από την έγκαιρη έναρξη θεραπείας. Στην κλινική πράξη ωστόσο, παρά την χρήση των αποδεδειγμένων πρακτικών, η διαφοροποίηση μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών πλευριτικών συλλογών αποτελεί πρόκληση , είναι συχνά χρονοβόρος και πιθανώς απαιτεί επεμβατικές πρακτικές. Προς την κατεύθυνση αυτή, αντικείμενο έρευνας αποτελεί ένας αριθμός βιοδεικτών και απεικονιστικών μεθόδων με στόχο να υπάρξει σαφής και ταχεία κατηγοριοποίηση. Τα ευρέως εφαρμοσμένα κριτήρια του Light μπορούν να μας παρέχουν μια πρώτη διάκριση μεταξύ διϊδρωματικών και εξιδρωματικών συλλογών. Η παρούσα έρευνα επιχειρεί να κατηγοριοποιήσει τις τρεις συνηθέστερες εξιδρωματικές συλλογές, δηλαδή τις κακοήθεις (MPE), παραπνευμονικές (PPE), και φυματιώδεις πλευριτικές συλλογές(TPE) μέσω των πλευριτικών επιπέδων της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (p-CRP) , της δεαμινάσης της αδενοσίνης (p-ADA), της υπερηχογραφικής εικόνας και του συνδυασμού τους. Παράλληλα εφαρμόζοντας την μανομετρία υπεζωκότα στην καθ΄ ημέρα πράξη προσπαθήσαμε να εξετάσουμε την κλινική σημασία της. Τα αποτελέσματα μας υποστηρίζουν πως ο συνδυασμός p-CRP και p-ADA επιτυγχάνει σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο να διαχωρίσει τις τρεις κατηγορίες πλευριτικών συλλογών σε ποσοστό που ανέρχεται σε 93%. Ακόμη επίπεδα p-CRP ≥4,4mg/dl είναι ενδεικτικά PPE, ενώ επίπεδα ADA≤ 32,5 θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν τις MPE. Επιπροσθέτως, ο συνδυασμός υπερηχογραφικής εικόνας και p-CRP δύναται με υψηλή ειδικότητα να υποδείξει μια PPE. Προχωρώντας στη μανομετρία υπεζωκότα, η παρούσα μελέτη αναδεικνύει τις δυσκολίες που συνεπάγεται η μέτρηση των ενδοπλεύριων πιέσεων στο πλαίσιο μια θωρακοκέντησης αλλά και τις σημαντικές πληροφορίες που μας προσφέρει για την παθοφυσιολογία του υπεζωκότα, την πρόβλεψη παγιδευμένου πνεύμονα, την επιτυχία ενδεχόμενης πλευρόδεσης και την έκλυση συμπτωμάτων. Συμπερασματικά, η χρήση των δυο ευρέως διαθέσιμων βιοδεικτών CRP, ADA και της υπερηχογραφικής εικόνας θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην καθημερινή πρακτική για την διάκριση των τριών κατηγοριών με υποσχόμενα αποτελέσματα. Η χρήση της μανομετρίας σε επιλεγμένες ομάδες ασθενών προτείνεται επίσης από την παρούσα μελέτη καθώς θα μπορούσε να προσδώσει σημαντικές κλινικές πληροφορίες.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The collection of fluid in the pleural cavity as a result of pleural, pulmonary or extrathoracic disease is an entity with a wide differential diagnosis and an increasing incidence based on data from the European Respiratory Society (ERS). Timely and correct establishment of the underlying etiology leading to pleural effusion is essential as patients benefit from early initiation of treatment. However, in clinical setting, despite the use of proven practices, differentiating between the categories of pleural effusions is a challenge, is often time consuming, and may require invasive practices. Towards diagnosis, a number of biomarkers and imaging techniques are being researched in order to have a clear and rapid categorization. The widely applied criteria of Light can give us a first distinction between transudative and exudative effusions. The present study attempts to categorize the three most common exudative pleural effusion, namely malignant (MPE), parapneumonic (PPE), and tuberc ...
The collection of fluid in the pleural cavity as a result of pleural, pulmonary or extrathoracic disease is an entity with a wide differential diagnosis and an increasing incidence based on data from the European Respiratory Society (ERS). Timely and correct establishment of the underlying etiology leading to pleural effusion is essential as patients benefit from early initiation of treatment. However, in clinical setting, despite the use of proven practices, differentiating between the categories of pleural effusions is a challenge, is often time consuming, and may require invasive practices. Towards diagnosis, a number of biomarkers and imaging techniques are being researched in order to have a clear and rapid categorization. The widely applied criteria of Light can give us a first distinction between transudative and exudative effusions. The present study attempts to categorize the three most common exudative pleural effusion, namely malignant (MPE), parapneumonic (PPE), and tuberculous pleural effusions(TPE) using pleural levels of C-reactive protein (p-CRP), adenosine deaminase (p-ADA), the ultrasound image and their combination. Simultaneously, applying pleural manometry in daily practice, we tried to examine its clinical significance. Our results illustrate that the combination of p-CRP and p-ADA achieves a statistically significant level to separate the three categories of pleural effusions at a rate of 93%. Furthermore, p-CRP levels ≥4.4mg / dl are indicative of PPE, while ADA≤ 32.5 levels could characterize MPE. In addition, the combination of ultrasound image and p-CRP can highly specify a PPE. As regards pleural manometry, the present study underlines the difficulties involved in measuring intrapleural pressures in the context of thoracocentesis as well as the important information it provides on the pathophysiology of the pleura, the prediction of trapped lung, and the success of pleurodesis.In conclusion, the use of the two widely available biomarkers CRP, ADA and the ultrasound image could be applied in daily practice to distinguish the three categories with promising results. The use of manometry in selected groups of patients is also suggested by the present study as it could provide important clinical information.
περισσότερα