Περίληψη
Το πλαίσιο αυτής της διατριβής διερευνά μέτρα αποδοτικότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΕ) στην Αγγλία. Τα μέτρα αποδοτικότητας χρησιμεύουν σαν κρίκος διασύνδεσης μεταξύ της οικονομικής βιωσιμότητας του κλάδου της ανώτατης εκπαίδευσης και των θεσμών χάραξης πολιτικής. Δεδομένου ότι η ιδέα της αποδοτικής κατανομής των πόρων, σε μια περίοδο αυστηρότερων δημοσιονομικών περιορισμών, περιορισμένης κρατικής χρηματοδότησης και αυξανόμενου ανταγωνισμού για μεγαλύτερο μερίδιο χρηματοδότησης της έρευνας και αριθμού φοιτητών έχει τόσο ισχυρή επιρροή, η έννοια της αποδοτικότητας αποκτά νόημα χρησιμεύοντας ως βάση για αποφάσεις βελτίωσης της κατανομής των πόρων. Η κατανόηση της φύσης της αποδοτικότητας στοχεύει στη θέσπιση ενός απλούστερου και πιο αποδοτικού συστήματος ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας στην Αγγλία που ενθαρρύνει τον ανταγωνισμό και τις επιλογές, βελτιώνει την ποιότητα και διασφαλίζει καλύτερη λογοδοσία και αξιοποίηση χρημάτων. Η διατριβή ξεδιπλώνει δύο βασικούς τύπους αποδοτικότητας, ...
Το πλαίσιο αυτής της διατριβής διερευνά μέτρα αποδοτικότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΕ) στην Αγγλία. Τα μέτρα αποδοτικότητας χρησιμεύουν σαν κρίκος διασύνδεσης μεταξύ της οικονομικής βιωσιμότητας του κλάδου της ανώτατης εκπαίδευσης και των θεσμών χάραξης πολιτικής. Δεδομένου ότι η ιδέα της αποδοτικής κατανομής των πόρων, σε μια περίοδο αυστηρότερων δημοσιονομικών περιορισμών, περιορισμένης κρατικής χρηματοδότησης και αυξανόμενου ανταγωνισμού για μεγαλύτερο μερίδιο χρηματοδότησης της έρευνας και αριθμού φοιτητών έχει τόσο ισχυρή επιρροή, η έννοια της αποδοτικότητας αποκτά νόημα χρησιμεύοντας ως βάση για αποφάσεις βελτίωσης της κατανομής των πόρων. Η κατανόηση της φύσης της αποδοτικότητας στοχεύει στη θέσπιση ενός απλούστερου και πιο αποδοτικού συστήματος ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας στην Αγγλία που ενθαρρύνει τον ανταγωνισμό και τις επιλογές, βελτιώνει την ποιότητα και διασφαλίζει καλύτερη λογοδοσία και αξιοποίηση χρημάτων. Η διατριβή ξεδιπλώνει δύο βασικούς τύπους αποδοτικότητας, αυτή της τεχνικής και της αποδοτικότητας κόστους στην ανώτατη εκπαίδευση της Αγγλίας. Ως εκ τούτου, οι ερευνητικοί στόχοι που συζητούνται βασίζονται σε αυτήν την εννοιολόγηση της αποδοτικότητας και παρέχουν περαιτέρω εμβάθυνση σχετικά με πρώτον, τις επιπτώσεις της δραστηριότητας συγχώνευσης στην αποδοτικότητα και δεύτερον, σχετικά με το εάν μόνιμη ή παροδική (ανα)αποτελεσματικότητα κυριαρχεί στον Αγγλικό κλάδο ανώτατης εκπαίδευσης. Αυτά τα θέματα είναι βασικές πτυχές και κρίσιμης σημασίας τόσο για την αλλαγή πολιτικής όσο και για τη συνεχιζόμενη θεσμική και διαρθρωτική μεταρρύθμιση, και ως τέτοια διερευνώνται στις γραμμές αυτής της διατριβής. Όσον αφορά τον πρώτο ερευνητικό στόχο σχετικά με την δυνάμει επίδραση των συγχωνεύσεων στην αποδοτικότητα των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΑΕΙ), σε μία ανάλυση πρώτου σταδίου, οι επιδόσεις απόδοσης των αγγλικών πανεπιστημίων προέκυψαν για μια περίοδο μελέτης 17 ετών με τη χρήση της μεθόδου εκτίμησης αποτελεσματικού συνόρου (Περιβάλλουσα Ανάλυση Δεδομένων, DEA). Με μια ανάλυση δεύτερου σταδίου διερευνάται η επίδραση των συγχωνεύσεων και άλλων παραγόντων στην αποδοτικότητα. Διαπιστώνεται ότι η μέση αποδοτικότητα για τον κλάδο ποικίλλει από 60 τοις εκατό (60%) έως 70 τοις εκατό (70%), ωστόσο τα επίπεδα αποδοτικότητας της συντριπτικής πλειοψηφίας των μεμονωμένων ΑΕΙ δεν διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Τα συγχωνευμένα ΑΕΙ έχουν αποδοτικότητα που είναι 5 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερη μετά τη συγχώνευση από τα ΑΕΙ που δεν συγχωνεύτηκαν κρατώντας όλα τα άλλα σταθερά· επιπλέον, ο αντίκτυπος της συγχώνευσης στην αποδοτικότητα έρχεται εντός 2 ετών από την πραγματοποίηση της συγχώνευσης. Από τους άλλους παράγοντες που περιλαμβάνονται στην ανάλυση του δεύτερου σταδίου, τα προ-1992 πανεπιστήμια έχουν χαμηλότερη αποδοτικότητα από άλλα είδη ιδρυμάτων. Επιπλέον, η ύπαρξη υψηλότερου ποσοστού εσόδων από κρατικές πηγές αποτελεί κίνητρο για μεγαλύτερη αποδοτικότητα. Τέλος, διεξήχθη ανάλυση ευαισθησίας που υπέβαλε τα αποτελέσματα αποδοτικότητας μετά τη συγχώνευση, σε μια διαφορετική αξιολογική μέθοδο ως δοκιμή επικύρωσης, των προτεινόμενων επιπτώσεων πολιτικής. Η ανάλυση ευαισθησίας οδήγησε στην επιβεβαίωση των βασικών ευρημάτων για βελτιωμένη αποδοτικότητα σε μονάδες που έλαβαν την μεταχείριση συγχώνευσης.Όσον αφορά τον δεύτερο ερευνητικό στόχο, μια κοινή αδυναμία στα περισσότερα μοντέλα που ασχολούνται με την αποδοτικότητα είναι η ανεπάρκειά τους να εξηγήσουν την μη παρατηρήσιμη ετερογένεια που εν τέλη οδηγεί σε μεροληπτικές εκτιμήσεις αποδοτικότητας. Τα περισσότερα μοντέλα εύρεσης αποτελεσματικού συνόρου αποδοτικότητας κόστους, επικεντρώνονται είτε στο παροδικό είτε στο μόνιμο μέρος της αναποτελεσματικότητας κόστους, συγχέοντας τις επιδράσεις συγκεκριμένων μονάδων (που δεν αποτελούν μέρος της αναποτελεσματικότητας) με την μόνιμη αναποτελεσματικότητα ή αναμιγνύοντας την μόνιμη αναποτελεσματικότητα με την λανθάνουσα ετερογένεια. Ωστόσο, η αποσύνθεση των δύο μερών, της μόνιμης (μακροπρόθεσμης) και της παροδικής/κατάλοιπης (βραχυπρόθεσμης) αναποτελεσματικότητας, παρέχει μια εις βάθος ανάλυση για το εάν οι βραχυπρόθεσμες πρακτικές ή οι πιο μακροπρόθεσμες διαρθρωτικές αλλαγές εντός των κολεγίων και των πανεπιστήμιων επηρεάζουν το βαθμό αποδοτικότητας κόστους στον κλάδο ανώτατης εκπαίδευσης της Αγγλίας.Αυτή η διάκριση φαίνεται να είναι περαιτέρω ελκυστική στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής ως ρυθμιστικό στοιχείο που στοχεύει στη βελτίωση της αποδοτικότητας του κλάδου μέσω μεταρρυθμιστικών κινήτρων. Ως εκ τούτου, οι πιο πρόσφατες εξελίξεις στα δεδομένα διαστρωματικών χρονοσειρών(1) (Δεδομένα-Πάνελ) επιτρέπουν μια περαιτέρω ελκυστική διάκριση στην αποδοτικότητα κόστους των ΑΕΙ στην οποία η μη παρατηρήσιμη επίδραση συγκεκριμένων μονάδων (ετερογένεια μονάδας) μπορεί να διαχωριστεί από τη χρονικά αμετάβλητη και την χρονικά μεταβαλλόμενη αναποτελεσματικότητα. Ως εκ τούτου, ο σκοπός αυτής της διατριβής είναι εν μέρει να αξιολογήσει το επίπεδο της μόνιμης και της παροδικής αναποτελεσματικότητας στον τομέα ανώτατης εκπαίδευσης της Αγγλίας από το 2008/09 έως το 2013/14 χρησιμοποιώντας ένα μοντέλο διαταρακτικών όρων τεσσάρων κατευθύνσεων (μόνιμη και παροδική αναποτελεσματικότητα, τυχαίες επιδράσεις συγκεκριμένων μονάδων και θόρυβος) έτσι ώστε να διατηρείται ο μηχανισμός εξαγωγής στατιστικής συμπερασματολογίας που απορρέει από ένα μοντέλο Γενικευμένων Αληθινών Τυχαίων Επιδράσεων (GTRE) που βασίζονται σε τεχνικές προσομοίωσης μεγίστης πιθανοφάνειας (MSL).Προκειμένου να υπάρχουν αποδείξεις ότι η προαναφερθείσα μέθοδος βελτιώνει την προβλεπόμενη ισχύ του μοντέλου, προσφέρεται μια συγκριτική μελέτη μέσω των θεμελιωδών μοντέλων που έχουν εφαρμοστεί μέχρι τώρα στη βιβλιογραφία. Κατά συνέπεια, θα επιχειρηθεί εξαγωγή στατιστικής συμπερασματολογίας αντιπαραβάλλοντας τις εκτιμήσεις αποδοτικότητας ενός μοντέλου Γενικευμένων Αληθινών Τυχαίων Επιδράσεων (GRTE) με ένα μοντέλο τυχαίων επιδράσεων (RE) που προτείνεται από τους Pitt και Lee (1981), ενδεικτικό για το μόνιμο μέρος, και ένα μοντέλο Αληθινών Τυχαίων Επιδράσεων (TRE) που προτείνεται από τον Greene (2005a, 2005b), διαφωτίζοντας το παροδικό μέρος. Τέλος, η μεροληψία παράλειψης μεταβλητών θα ελεγχθεί με την εφαρμογή ενός μοντέλου Γενικευμένων Αληθινών Τυχαίων Επιδράσεων με προσαρμογή κατά Mundlak (MGTRE), ελαχιστοποιώντας την απορρέουσα μεροληψία ετερογένειας.Η σύγκριση ενισχύει την εγκυρότητα του μοντέλου Γενικευμένων Αληθινών Τυχαίων Επιδράσεων (GTRE), καθώς προσμετρά κάθε μεμονωμένο στοιχείο της αναποτελεσματικότητας, ενώ η ετερογένεια ελέγχεται. Για την ανώτατη εκπαίδευση της Αγγλίας, η αναποτελεσματικότητα θεωρείται ως μόνιμη αφού οι βραχυπρόθεσμες (παροδικές) εκτιμήσεις αποδοτικότητας αποδεικνύονται υψηλότερες από τις μακροπρόθεσμες. Αυτό δίνει περαιτέρω αφορμή για πιο ολοκληρωμένες και διαρθρωτικές αλλαγές αντί απλών μηχανισμών βραχυπρόθεσμης εξοικονόμησης κόστους.(1) Μοντέλα Προσέγγισης Στοχαστικού Ορίου (SFA models) από Colombi κ.α., (2014) και Fillipini & Greene, (2016).
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The context of this thesis explores efficiency measures in higher education (HE) in England. Measures of efficiency serve as a crucial link between the economic sustainability of the HE sector and the policymaking establishment. Given that the idea of efficient allocation of resources, in a period of tighter budget constraints, curtailed government funding and increasing competition for a greater share for research funding and number of students has such a powerful influence, the concept of efficiency becomes meaningful serving as a basis for decisions to improve resource allocation. Understanding the nature of efficiency aims to put in place a simpler and more efficient HE and research system in England that encourages competition and choice, enhances quality, and ensures greater accountability and value for money. The thesis unfolds two main disciplines of technical and cost efficiency in HE in England. Therefore, the research objectives discussed are driven upon that conceptualizati ...
The context of this thesis explores efficiency measures in higher education (HE) in England. Measures of efficiency serve as a crucial link between the economic sustainability of the HE sector and the policymaking establishment. Given that the idea of efficient allocation of resources, in a period of tighter budget constraints, curtailed government funding and increasing competition for a greater share for research funding and number of students has such a powerful influence, the concept of efficiency becomes meaningful serving as a basis for decisions to improve resource allocation. Understanding the nature of efficiency aims to put in place a simpler and more efficient HE and research system in England that encourages competition and choice, enhances quality, and ensures greater accountability and value for money. The thesis unfolds two main disciplines of technical and cost efficiency in HE in England. Therefore, the research objectives discussed are driven upon that conceptualization of efficiency and provide further insights into first, the effects of merger activity on efficiency, and second on whether permanent or transient (in) efficiency dominates the English HE sector. Those topics are key aspects and critically important for both policy change and ongoing institutional and structural reform and as thus are explored in the lines of this thesis. Regarding the first research objective on the potential effect of mergers on Higher Education Institutions’ (HEIs) efficiency, in a first stage analysis efficiency scores of English universities are derived for a 17-year period using the frontier estimation method data envelopment analysis (DEA). A second stage analysis explores the effect of merger and other factors on efficiency. We find that mean efficiency for the sector has varied around 60 percent to 70 percent, but that the efficiency levels of the vast majority of individual HEIs are not significantly different from each other. Merged HEIs have efficiency which is 5 percentage points higher post-merger than non-merging HEIs holding all else constant; moreover, the efficiency impact of merger comes within 2 years of the merger taking place. Of the other factors included in the second stage analysis, pre-1992 universities have lower efficiency than other types of institution. In addition, having a higher proportion of income from government sources is an incentive to greater efficiency. Finally, a sensitivity analysis was conducted which exposed the post-merger efficiency results to a different method assessment as a validation test of the proposed policy implications. The sensitivity analysis resulted in confirming the main findings of efficiency improvements in the units received the treatment of merger.Turning to the second research objective, a common weakness in most of the models dealing with efficiency is their deficiency to account for unobserved heterogeneity that finally lead to biased efficiency estimates. Most of the cost efficiency frontier models, focused either on the transient or on the persistent part of cost inefficiency, confounding firm effects (that are not part of inefficiency) with persistent inefficiency or blending persistent inefficiency with latent heterogeneity. However, a decomposition of the two parts, persistent (long –term) and transient/residual (short-term) inefficiencies, provides an in-depth analysis of whether short term practises or more long-term structural changes within colleges and universities affect the degree of cost efficiency in the English HE sector.This distinction seems to be further appealing to the policy makers as a regulatory asset that aims at improving the efficiency of the sector through incentive reforms. Hence, more recent developments in panel data(1) allow a further appealing distinction in the cost efficiency of HEIs in which unobserved firm effects (firm heterogeneity) can be disentangled from time invariant and time varying inefficiency. Hence the purpose of this thesis is partly to assess the level of persistent and transient inefficiency in the English HE sector from 2008/09 to 2013/14 by using a four-way error component model (persistent and transient inefficiency, random firm effects and noise) and so as to retain the apparatus of statistical inference stemming from a generalised true random effects (GTRE) model based on maximum simulated likelihood (MSL) techniques.In order to provide evidence that the aforementioned method ameliorates the predicted power of the model we offer a comparative study through the fundamental models applied in the literature so far. Consequently, statistical inference will be attempted by countering the efficiency estimates of a GRTE model with a random effects (RE) model proposed by Pitt and Lee (1981), informative on the persistent part, and a true random effects model (TRE) proposed by Greene (2005a, 2005b), enlightening the transient part. Finally, omitted variables bias will be controlled by implementing a MGTRE model, minimizing the resulting heterogeneity bias. The comparison reinforces the validity of the GTRE model since it captures every single component of inefficacy while heterogeneity is controlled. For the English HE inefficiency is considered as persistent since short-run efficiency estimates are proven to be higher than the long-run. This gives further rise for more comprehensive and structural changes rather than simple mechanisms for short-term cost savings. (1) SFA models by Colombi et al. (2014) and Fillipini and Greene, (2016).
περισσότερα