Συγκριτική μελέτη των ακαταλόγιστων ψυχιατρικών ασθενών με και χωρίς προηγούμενο ιστορικό ψύχωσης και διερεύνηση των ηθικών συναισθημάτων και κρίσεων τους
Περίληψη
Εισαγωγή: Ψυχιατρική και δικαιοσύνη, ιατρική και νομική επιστήμη, καλούνται να αντιμετωπίσουν μια ειδική ομάδα ασθενών, αυτών που έχουν διαπράξει αδικήματα και έχουν κριθεί ακαταλόγιστοι λόγω της ψυχικής τους πάθησης. Η αντιμετώπιση των ασθενών αυτών από το ποινικό σύστημα ρυθμίζεται σήμερα από τον ν.4509/2017, ο οποίος εστιάζει στη ρύθμιση των ιατρικών αναγκών τους και την προστασία των δικαιωμάτων τους. Ποια όμως είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα (δημογραφικά, ψυχιατρικά, ψυχοπαθολογικά κλπ.) που χαρακτηρίζουν τους ασθενείς που διαπράττουν ένα αδίκημα, και πώς μπορεί να επιτευχθεί η πρόληψη των βίαιων συμπεριφορών; Τα ερωτήματα αυτά είναι στον πυρήνα της προβληματικής όσον αφορά την έγκαιρη διάγνωση και αποτελεσματική θεραπευτική αντιμετώπιση των ψυχιατρικών ασθενών πριν τη διάπραξη αξιόποινων πράξεων. Υλικό και μέθοδοι: Η διατριβή αυτή έχει ως σκοπό να μελετήσει το σύνολο των ασθενών (N=78) που έχουν νοσηλευτεί στο Τμήμα Ψυχιατροδικαστικής του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης από τ ...
Εισαγωγή: Ψυχιατρική και δικαιοσύνη, ιατρική και νομική επιστήμη, καλούνται να αντιμετωπίσουν μια ειδική ομάδα ασθενών, αυτών που έχουν διαπράξει αδικήματα και έχουν κριθεί ακαταλόγιστοι λόγω της ψυχικής τους πάθησης. Η αντιμετώπιση των ασθενών αυτών από το ποινικό σύστημα ρυθμίζεται σήμερα από τον ν.4509/2017, ο οποίος εστιάζει στη ρύθμιση των ιατρικών αναγκών τους και την προστασία των δικαιωμάτων τους. Ποια όμως είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα (δημογραφικά, ψυχιατρικά, ψυχοπαθολογικά κλπ.) που χαρακτηρίζουν τους ασθενείς που διαπράττουν ένα αδίκημα, και πώς μπορεί να επιτευχθεί η πρόληψη των βίαιων συμπεριφορών; Τα ερωτήματα αυτά είναι στον πυρήνα της προβληματικής όσον αφορά την έγκαιρη διάγνωση και αποτελεσματική θεραπευτική αντιμετώπιση των ψυχιατρικών ασθενών πριν τη διάπραξη αξιόποινων πράξεων. Υλικό και μέθοδοι: Η διατριβή αυτή έχει ως σκοπό να μελετήσει το σύνολο των ασθενών (N=78) που έχουν νοσηλευτεί στο Τμήμα Ψυχιατροδικαστικής του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης από τον Ιανουάριο 2015 μέχρι τον Ιανουάριο 2020, το οποίο νοσηλεύει κατά αποκλειστικότητα το σύνολο των ακαταλόγιστων ψυχιατρικών ασθενών ολόκληρης της Βορείου Ελλάδας. Σκοπός της μελέτης αυτής είναι να συγκριθούν οι διάφορες κατηγορίες ασθενών ως προς τα δημογραφικά, κλινικά, νομικά και ψυχομετρικά τους χαρακτηριστικά για να εντοπιστούν τυχόν στατιστικά σημαντικές διαφορές. Επίσης, η έρευνα στοχεύει στο να αναδείξει ομάδες ασθενών με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά από το ιστορικό τους ή από την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων στις ψυχομετρικές δοκιμασίες, με απώτερο σκοπό την εκτίμηση του κινδύνου, αλλά και την εκτίμηση των αναγκών αυτών των ασθενών για θεραπεία. Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων διερευνήθηκε πρωτίστως αν υπάρχουν στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους ασθενείς που διαπράττουν τα αδίκημα στο πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο και σε αυτούς που το διαπράττουν στην πορεία της νόσου. Στοιχεία συγκεντρώθηκαν από τέσσερεις διασταυρούμενες πηγές: ιατρικοί φάκελοι και δικαστικά έγγραφα των ασθενών, συνέντευξη, πληροφορίες που δόθηκαν από το προσωπικό του τμήματος και τους συγγενείς των ασθενών και συμπλήρωση ερωτηματολογίων (MINI, PANSS, HDHQ, Aggression Questionnaire, ZKPQ, SF36, HCR20, CAGE, ASI, GAF και ερωτηματολόγιο με μύθους του Αισώπου σε μορφή ppt). Αποτελέσματα: Το δείγμα αποτελείται από 78 ασθενείς, 70 άνδρες και 8 γυναίκες. Πρόκειται κυρίως για Έλληνες (Ν=75), χριστιανούς ορθόδοξους (Ν=75), άγαμους (Ν=50, 64.1%), χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, που διαπράττουν το αδίκημα στην ηλικία των 38.7 ετών κατά μέσο όρο (±12). Περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς είχαν διαγνωστεί με σχιζοφρένεια κατά την έναρξη της νόσου (52.6%), ενώ κατά την τέλεση του εγκλήματος σχεδόν δύο στους τρεις (73.1%). 55 ασθενείς είχαν ιστορικό νοσηλειών έως την τέλεση του εγκλήματος (70.5%) και το 56.4% των συμμετεχόντων στην έρευνα είχε ιστορικό κατάχρησης/εξάρτησης από ουσίες. 1 στους 3 δήλωσε ότι είχε κάνει χρήση πέριξ της τέλεσης του εγκλήματος (35.9%). Επιπλέον, στο 25.6% των περιπτώσεων το έγκλημα σχετιζόταν με τη χρήση ουσιών. Η πλειοψηφία λάμβανε ψυχιατρική φαρμακευτική αγωγή κατά την τέλεση του εγκλήματος (79.5%), αλλά μόνον το 11.3% αυτών ήταν συμμορφούμενοι. Το 42.3% (Ν=33) είχε συγγενείς με ιστορικό ψυχιατρικής νόσου, ενώ 1 στους 3 δήλωσε ότι είχε οικογενειακό ιστορικό κατάχρησης/εξάρτησης από ουσίες. Μόλις 6.4% (Ν=5) των μελών του δείγματος δήλωσε οικογενειακό ιστορικό εγκληματικής / παραβατικής συμπεριφοράς και το 11.5% του συνόλου είχε οικογενειακό ιστορικό αυτοκαταστροφικής ή ετεροκαταστροφικής συμπεριφοράς. Το 33.3% (Ν=26) παρουσίασε αυτοκτονικότητα έως την τέλεση του εγκλήματος και το 74,4% μετά από αυτό. 3 στους 4 είχαν ετεροκαταστροφική συμπεριφορά (74.4%) πριν τη διάπραξη του αδικήματος, ενώ αυτό το ποσοστό μειώνεται στο 17.9% μετά το αδίκημα. 31 ασθενείς (39.7%) υπήρξαν θύματα κακοποίησης ή σχολικού εκφοβισμού στο παρελθόν, ενώ 30 (38.5%) είχαν ιστορικό διαταραχής διαγωγής/συμπεριφοράς κατά την παιδική ηλικία. Περισσότεροι από τους μισούς βίωσαν στρεσογόνα γεγονότα τα τελευταία δύο έτη πριν το αδίκημα (52.6%), συχνότερα θάνατο στενού οικογενειακού μέλους (41.5%) και απόλυση από την εργασία (24.4%). Τα αδικήματα αφορούσαν κατά κύριο λόγο σε ανθρωποκτονίες (42.3%), απόπειρες ανθρωποκτονίας (25.6%), σωματική βλάβη (12.8%) και εμπρησμό (11.5%). Διαπράχθηκαν κυρίως σε κοινό ιδιωτικό χώρο (45.1%) με μαχαίρι (46.2%), ενώ τα θύματα ήταν συνήθως μέλη της οικογένειας (71.8%). 25.6% είχαν προηγούμενο ιστορικό καταδικών (Ν=20), ενώ οι μισοί κρίθηκαν ακαταλόγιστοι με Βούλευμα, το 41% με απόφαση δικαστηρίου πρώτου βαθμού και μόνον 9% με απόφαση Εφετείου. Η συνολική βαθμολογία στην κλίμακα PANSS ήταν κατά τη διάπραξη του αδικήματος 109.69 (±19.48), ενώ στη θετική υποκλίμακα η μέση βαθμολογία ήταν 31.06 (±6.15). Η μέση βαθμολογία στην κλίμακα GAF ήταν 42.05 (±10.61). Τα συναισθήματα των 38 συμμετεχόντων, όπως αυτά καταγράφηκαν κατά δήλωσή τους στη δοκιμασία με τους μύθους του Αισώπου (εμπιστοσύνη, φόβος, θυμός, αηδία, θλίψη, αιφνιδιασμός, χαρά, προσμονή, τίποτα από τα παραπάνω), ήταν κυρίως η θλίψη (24%) και ακολούθως ο θυμός (17%).Από τους ελέγχους διαφορών και ανεξαρτησίας με κριτήριο τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος (21 ασθενείς στο πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο και 57 ασθενείς στην πορεία της νόσου) προέκυψε πως οι ασθενείς που διέπραξαν το αδίκημα στο πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο ήταν νεότεροι (33.2 ±11.9 έτη vs. 40.7±11.5 έτη, p=0.014), συχνότερα απασχολούμενοι (71% vs. 43.9%, p=0.031) και είχαν βιώσει στρεσογόνα γεγονότα τους τελευταίους 24 μήνες πριν το αδίκημα (81% vs. 42.1%, p=0.002). Διέπραξαν συχνότερα βίαια αδικήματα, κυρίως ανθρωποκτονία και απόπειρα ανθρωποκτονίας (90.5% vs. 59.6%, p=0.010) και αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν μετά το αδίκημα (52.4% vs. 10.5%, p<0.001). Τα θύματά τους ήταν συχνότερα μέλη της οικογένειας (90.5% vs. 64%, p=0.024). Μετά τη διάπραξη του αδικήματος οι ασθενείς αυτοί έλαβαν συχνότερα αντικαταθλιπτική θεραπεία (47.6% vs. 19.3%, p=0.012). Οι δύο ομάδες διέφεραν στατιστικά σημαντικά στην υποκλίμακα Εχθρότητα του Aggression questionnaire (19.95±7.49 vs. 24.00±6.85, p=0.042), και στις υποκλίμακες Κριτική των άλλων (5.29±2.5 vs. 6.88±2.91, p=0.028) και Παραληρητική εχθρικότητα (3.67±2.46 vs. 4.95±2.51, p=0.048) του ερωτηματολογίου HDHQ, όπου οι ασθενείς στο πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο είχαν χαμηλότερη βαθμολογία. Από την άλλη πλευρά, η μέση βαθμολογία στα λήμματα P1 (Παραληρητικές ιδέες), P4 (Διέγερση), P6 (Καχυποψία/ Ιδέες δίωξης) και P7 (Εχθρότητα) της θετικής υποκλίμακας της PANSS ήταν υψηλότερη στους ασθενείς στο πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο (τιμές p 0.004, 0.038, 0.015, 0.040 αντίστοιχα). Δεν βρέθηκαν διαφορές όσον αφορά την αρνητική υποκλίμακα. Στην υποκλίμακα Γενικής ψυχοπαθολογίας οι ασθενείς στο πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο είχαν υψηλότερη βαθμολογία στα λήμματα G2 (Άγχος), G3 (Αισθήματα ενοχής), G4 (Ψυχική τάση), G12 (Έλλειψη κρίσης κι εναισθησίας), G14 (Διαταραχή ελέγχου των παρορμήσεων), G15 (Ενασχόληση) και στο σύνολο, αλλά χαμηλότερη βαθμολογία στα λήμματα G1 (Σωματική ενασχόληση) και G5 (Ιδιοτροπισμοί και λήψη παράξενων στάσεων). Δεν βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές όσον αφορά τη βαθμολογία τους στο ερωτηματολόγιο CAGE ή την κλίμακα GAF. Οι ασθενείς που διέπραξαν το αδίκημα στην πορεία της νόσου είχαν μικρότερη ηλικία 1ης χρήσης αλκοόλ (15.62 vs. 14.04, p=0.023) και περισσότερα χρόνια χρήσης αλκοόλ (13.4 vs. 21.26, p=0.02). Τέλος, οι ασθενείς που διέπραξαν το έγκλημα κατά την πορεία της νόσου φαίνεται να εμφανίζουν μεγαλύτερη επικινδυνότητα για την εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς σε σχέση με αυτούς που διέπραξαν το έγκλημα κατά το πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο, όπως φαίνεται στην κλίμακα HCR-20 κατά τη διάπραξη του αδικήματος (22.9 vs. 26.79, p=0.003), αλλά και κατά τον χρόνο διεξαγωγής της έρευνας (20.48 vs. 25.74, p=0.001). Κατά τον χρόνο διεξαγωγής της έρευνας οι ασθενείς που διέπραξαν το αδίκημα στην πορεία της νόσου είχαν υψηλότερη βαθμολογία στο λήμμα P2 (Εννοιολογική αποδιοργάνωση) και στο σύνολο της θετικής υποκλίμακας της PANSS (15.48 vs. 19.4, p=0.035), αλλά και στα λήμματα G1 (Σωματική ενασχόληση), G4 (Ψυχική τάση), G5 (Ιδιοτροπισμοί), G14 (Διαταραχή ελέγχου των παρορμήσεων), καθώς και στο σύνολο της υποκλίμακας Γενικής ψυχοπαθολογίας. Από τους ελέγχους διαφορών και ανεξαρτησίας με κριτήριο το φύλο, προέκυψε πως οι γυναίκες είναι συχνότερα έγγαμες σε σχέση με τους άνδρες (p=0.004), εκδήλωναν σε μικρότερο ποσοστό ετεροκαταστροφική συμπεριφορά έως το αδίκημα (17.1% vs. 62.5%, p=0.011) και σε μεγαλύτερο ποσοστό αυτοκαταστροφική συμπεριφορά μετά το αδίκημα (78.6% vs. 37.5%, p=0.023). Από τους ελέγχους διαφορών και ανεξαρτησίας με κριτήριο το ιστορικό κατάχρησης/εξάρτησης από ουσίες προέκυψε πως όσοι είχαν ιστορικό χρήσης διαγνώσθηκαν λιγότερο συχνά με σχιζοφρένεια (68.2% vs. 79.4%, p=0.036), είχαν στο ιστορικό τους συχνότερα ακούσιες νοσηλείες (79.4% vs. 61.8%, p=0.036), ενώ έκαναν χρήση πέριξ της τέλεσης του αδικήματος και η διάπραξη του αδικήματος σχετιζόταν με ουσίες (p<0.001). Εμφάνιζαν επίσης λιγότερο συχνά αυτοκαταστροφική συμπεριφορά μετά το αδίκημα (11.4% vs. 35.3%, p=0.011), και συχνότερα ετεροκαταστροφική συμπεριφορά τόσο πριν (84.1% vs. 61.8%, p=0.025), όσο και μετά το αδίκημα (27.3% vs. 5.9%, p=0.015). Επίσης, είχαν συχνότερα ιστορικό προηγούμενων καταδικών (36.4% vs. 11.8%, p=0.014) και διέπραξαν το αδίκημα σε μικρότερη ηλικία (35.8% vs. 42.41%, p=0.019). Επιπλέον, οι ασθενείς με ιστορικό χρήσης εμφάνιζαν υψηλότερη βαθμολογία σε όλες τις υποκλίμακες του Aggression questionnaire, την Εκδραματιζόμενη εχθρικότητα στο ερωτηματολόγιο HDHQ και την Παρορμητική αναζήτηση αίσθησης στο ερωτηματολόγιο ZKPQ. Τέλος, εκτιμήθηκαν ως οι περισσότερο επικίνδυνοι σύμφωνα με τη βαθμολογία τους στην κλίμακα HCR20, τόσο κατά τη διάπραξη του αδικήματος (27.14 vs. 23.94, p=0.014), όσο και κατά τον χρόνο διεξαγωγής της έρευνας (25.68 vs. 22.56, p=0.04). Από τους ελέγχους διαφορών και ανεξαρτησίας με κριτήριο το ιστορικό αυτοκτονικότητας πριν τη διάπραξη του αδικήματος προέκυψε πως οι ασθενείς με αυτοκτονικότητα έκαναν συχνότερα χρήση ηρωίνης (30.8% vs. 9.6%, p=0.026), είχαν λιγότερο συχνά ιστορικό σωματικής/σεξουαλικής κακοποίησης (19.2% vs. 46.2%, p=0.02) και καλύτερη λειτουργικότητα κατά την έρευνα (56.16 vs. 44.81, p=0.002) σε σχέση με τους υπόλοιπους. Τέλος, συγκέντρωσαν χαμηλότερη βαθμολογία στη θετική υποκλίμακα (16.04 vs. 19.5%, p=0.051) , την αρνητική υποκλίμακα (21.77 vs. 26.58, p=0.01) και το σύνολο της PANSS (77.38 vs. 89.71, p=0.019) κατά τη διάπραξη του αδικήματος. Από τους ελέγχους διαφορών και ανεξαρτησίας με κριτήριο το ιστορικό ετεροκαταστροφικής συμπεριφοράς έως τη διάπραξη του αδικήματος προέκυψε πως όσοι είχαν ιστορικό ήταν συχνότερα άνδρες (94.8% vs. 75%, p=0.023), είχαν ιστορικό χρήσης (63.8% vs. 35%, p=0.025), ήταν συχνότερα σε φαρμακευτική αγωγή κατά το αδίκημα (86.2% vs. 60%, p=0.022), εμφάνισαν λιγότερο συχνά αυτοκαταστροφικότητα μετά το αδίκημα (12.1% vs. 50%, p=0.001), είχαν συχνότερα ιστορικό διαταραχής διαγωγής/συμπεριφοράς (46.6% vs. 15%, p=0.012), και είχαν προηγηθεί λιγότερο συχνά στρεσογόνα γεγονότα τους τελευταίους 24 μήνες πριν το αδίκημα (41.4% vs. 85%, p=0.001). Όσοι είχαν ετεροκαταστροφικές τάσεις έως την τέλεση του εγκλήματος έχουν υψηλότερη βαθμολογία στην Παρορμητικότητα (p=0.039), τον Νευρωτισμό-Άγχος (p=0.033) και την Επιθετικότητα-Εχθρικότητα (p=0.012) στο ερωτηματολόγιο ZKPQ και παρουσίαζαν μεγαλύτερη επικινδυνότητα για εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς, τόσο κατά την περίοδο της διάπραξης του εγκλήματος (26.78 vs. 22.75, p=0.005), όσο και κατά τον χρόνο διεξαγωγής της έρευνας (25.47 vs. 21, p=0.024) . Από τους ελέγχους διαφορών και ανεξαρτησίας με κριτήριο το ιστορικό διαταραχών στη διαγωγή/συμπεριφορά (ΔΔ) κατά την παιδική ηλικία προέκυψε πως οι ασθενείς με ιστορικό ΔΔ ήταν όλοι άνδρες (100% vs. 83.3%, p=0.021) και συνήθως άγαμοι (83.3% vs. 45.8%, p=0.004). Εμφάνιζαν σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό ακούσιων νοσηλειών έως την τέλεση του εγκλήματος (100% vs. 79.4%, p=0.036), αλλά μικρότερο ποσοστό εκούσιων νοσηλειών (19% vs. 50%, p=0.022). Εμφάνιζαν επίσης σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό στη χρήση οπιούχων/οπιοειδών (40% vs. 4.5%, p=0.011) και ετεροκαταστροφικότητα ως το αδίκημα (90% vs. 64.6%, p=0.012). Είχαν συχνότερα ιστορικό οργανικής νόσου (20% vs. 2.1%, p=0.012), ενώ διέπραξαν λιγότερα εγκλήματα κατά της ζωής (53.3% vs. 77.1%, p=0.029) και σε νεαρότερη ηλικία (33.36 vs. 41.61%, p=0.042). Είχαν υψηλότερη βαθμολογία στην υποκλίμακα του Θυμού στο Aggression Questionnaire, την Εκδραματιζόμενη εχθρικότητα, την Κριτική των άλλων και την Εξωστρεφόμενη εχθρικότητα στο ερωτηματολόγιο HDHQ, την Παρορμητική αναζήτηση αίσθησης και την Επιθετικότητα-Εχθρικότητα στο ερωτηματολόγιο ZKPQ, στο σύνολο της θετικής υποκλίμακας της κλίμακας PANSS, αλλά και στο σύνολο της κλίμακας HCR20 κατά το αδίκημα και κατά την έρευνα. Από τους ελέγχους διαφορών και ανεξαρτησίας μεταξύ των γονεοκτόνων και των λοιπών ανθρωποκτόνων, προέκυψε πως οι γονεοκτόνοι είχαν συχνότερα ιστορικό εκούσιων νοσηλειών (53.3% vs. 21.1%, p=0.051). Οι γονεοκτόνοι κρίνονται σημαντικά πιο επικίνδυνοι από τους άλλους ανθρωποκτόνους κατά τον χρόνο διεξαγωγής της έρευνας (25.29 vs. 21.71, p=0.049). Από τους ελέγχους διαφορών και ανεξαρτησίας μεταξύ βίαιων ασθενών και εμπρηστών δεν προέκυψαν στατιστικά σημαντικές διαφορές. Από τους ελέγχους διαφορών και ανεξαρτησίας μεταξύ των ομάδων που προέκυψαν με βάση τα κριτήρια των Hodgins et al (2014) προέκυψε ότι το φύλο, η ηλικία έναρξης της ψυχικής νόσου και το ιστορικό νοσηλειών ως το αδίκημα σχετίζονται σημαντικά με τον φαινότυπο του ασθενή. Συγκεκριμένα, όλοι οι ασθενείς του πρώτου φαινότυπου είναι άντρες, εμφάνισαν συχνά τη νόσο πριν το εικοστό έτος της ηλικίας τους και είχαν συχνά ιστορικό νοσηλειών και σύστασης για φαρμακευτική αγωγή. Επιπλέον, στον δεύτερο φαινότυπο εντοπίζονται σημαντικά μεγαλύτερα ποσοστά αυτοκτονικότητας μετά το αδίκημα και ιστορικό στρεσογόνων γεγονότων δύο χρόνια πριν την τέλεση του εγκλήματος σε σχέση με τους άλλους δύο φαινότυπους. Διαφέρουν επίσης σημαντικά ως προς την τέλεση εγκλημάτων κατά της ζωής, καθώς όλοι οι ασθενείς του δεύτερου φαινότυπου διέπραξαν τέτοια εγκλήματα. Ακόμη, οι τρεις φαινότυπου διαφοροποιούνται σημαντικά σε συγκεκριμένες μεταβλητές που δηλώνουν εχθρικότητα, κοινωνική λειτουργικότητα, επιθετικότητα ή παρορμητικότητα. Σε κάθε περίπτωση η πιο επιβαρυμένη εικόνα εντοπίζεται μεταξύ των ασθενών του πρώτου φαινότυπου, ενώ οι άλλοι δύο φαινότυποι φαίνεται να εναλλάσσονται στις διάφορες περιπτώσεις στατιστικά σημαντικής διαφοράς, αλλά οι συνολικές βαθμολογίες σε κάθε περίπτωση παρουσιάζουν μικρές διαφορές. Στην κλίμακα θετικού και αρνητικού συνδρόμου οι τρεις φαινότυποι παρουσιάζουν σχεδόν την ίδια εικόνα στα διάφορα λήμματα και τις συνολικές βαθμολογίες των υποκλιμάκων του ερωτηματολογίου, πλην ορισμένων εξαιρέσεων. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο πρώτος φαινότυπος περιλαμβάνει τους ασθενείς με την πιο σοβαρή ψυχοπαθολογία κατά τον χρόνο διεξαγωγής της έρευνας (Παραληρητικές ιδέες), ενώ στους άλλους δύο φαινότυπους δεν σημειώνονται μεγάλες διαφορές. Τέλος, οι ασθενείς του πρώτου φαινότυπου κρίνονται ως οι πλέον επικίνδυνοι σύμφωνα με την εκτίμηση επικινδυνότητας για την εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς, ενώ οι ασθενείς του δεύτερου φαινότυπου φαίνεται να είναι οι λιγότερο επικίνδυνοι σε κάθε περίπτωση σημαντικής διαφοράς, τόσο κατά τη διάπραξη του αδικήματος, όσο και κατά τον χρόνο διεξαγωγής της έρευνας. Από τον έλεγχο σημαντικών διαφορών στις συνολικές βαθμολογίες στις κλίμακες PANSS, GAF και HCR20 που σημείωσαν οι ασθενείς κατά τις δύο φάσεις της μελέτης, προέκυψε πως η εικόνα των ασθενών όσο αφορά τη λειτουργικότητα, τη θετική κλίμακα, την κλίμακα γενικής ψυχοπαθολογίας, και τις κλίμακες του ερωτηματολογίου HCR-20 είναι σημαντικά καλύτερη κατά τον χρόνο διεξαγωγής της έρευνας σε σχέση με τον χρόνο κατά το αδίκημα. Αντίθετα, η εικόνα των ασθενών δεν παρουσιάζει σημαντική αλλαγή στην περίπτωση της αρνητικής υποκλίμακας. Τέλος, αποκαλύφθηκε ότι οι διάφοροι τύποι ασθενών εμφάνιζαν σημαντική απόκλιση ως προς τα διαφορετικά χαρακτηριστικά της έρευνας, με αποτέλεσμα να μην έχουν εντοπιστεί συγκεκριμένοι τύποι ασθενών με διαφορές στα ίδια χαρακτηριστικά. Γι’ αυτό το σκοπό εφαρμόστηκε ανάλυση συστάδων (cluster analysis) από την οποία προέκυψαν τρεις τύποι (ομάδες) παραβατικών ασθενών. Στην πρώτη ομάδα ανήκουν ασθενείς που εμφάνιζαν ετεροκαταστροφικότητα, και όχι αυτοκτονικότητα μετά το αδίκημα, και είχαν ιστορικό διαταραχής διαγωγής/συμπεριφοράς κατά την παιδική ηλικία. Η συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών αυτής της ομάδας επιλέγει το θύμα από το οικογενειακό περιβάλλον. Σε αυτή την ομάδα διακρίνονται οι πλέον επιθετικοί, παρορμητικοί, εχθρικοί, κοινωνικά μη λειτουργικοί ασθενείς. Τέλος σε αυτή την ομάδα διαπιστώνεται η πιο επιβαρυμένη εικόνα ως προς τη συναισθηματική απόσυρση, την έλλειψη συνεργασίας, την έλλειψη κρίσης και εναισθησίας, τη διαταραχή ελέγχου των παρορμήσεων και την ενεργητική κοινωνική αποφυγή.Στη δεύτερη ομάδα, η συντριπτική πλειοψηφία είναι ασθενείς με σχιζοφρένεια που σε μεγάλο ποσοστό δεν είχαν ιστορικό αυτοκαταστροφικότητας ή ετεροκαταστροφικότητας μετά το αδίκημα ή ιστορικό διαταραχής διαγωγής/συμπεριφοράς κατά την παιδική ηλικία. Διέπραξαν συχνότερα έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας σε σχέση με τις άλλες ομάδες, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο μοτίβο στην επιλογή θύματος. Εμφανίζουν μέτρια βαθμολογία όσον αφορά την εχθρικότητα, παρορμητικότητα, ενδοστρεφή και εξωστρεφή επιθετικότητα και κοινωνική λειτουργικότητα. Επίσης, εμφανίζουν την χειρότερη εικόνα ως προς την στερεότυπη σκέψη τόσο πριν την τέλεση του εγκλήματος όσο και κατά την πορεία της νόσου, τις πρώιμες δυσκολίες προσαρμογής, την έλλειψη εναισθησίας κατά την πορεία της νόσου, την μη ανταπόκριση στη θεραπεία, τη συνολική κλινική κλίμακα της HCR-20 και την κλίμακα διαχείρισης κινδύνου πριν την τέλεση του εγκλήματος. Τέλος, στην τρίτη ομάδα σχεδόν όλοι οι ασθενείς έπασχαν από σχιζοφρένεια ή ψύχωση, αρκετοί είχαν παρουσιάσει αυτοκαταστροφική συμπεριφορά μετά την τέλεση του εγκλήματος, όμως κανείς δεν παρουσίασε ετεροκαταστροφική συμπεριφορά. Επίσης, το ποσοστό ατόμων που παρουσίασαν διαταραχές διαγωγής / συμπεριφοράς κατά την παιδική ηλικία σε αυτή την ομάδα είναι το μικρότερο σε σχέση με τις άλλες δύο ομάδες. Κανείς από αυτούς δε φαίνεται να έχει διαπράξει έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας, ενώ η πλειονότητα έχει διαπράξει εγκλήματα κατά της ζωής. Επίσης, οι περισσότεροι έχουν στραφεί εναντίον κάποιου μέλους της οικογένειάς τους. Οι ασθενείς αυτοί έχουν τη μικρότερη βαθμολογία όσον αφορά την εχθρικότητα, την ενδοστρεφή και εξωστρεφή επιθετικότητα και την παρορμητικότητα, αλλά καλύτερη κοινωνική λειτουργικότητα. Ωστόσο, σε αυτή την ομάδα διαπιστώνεται η πιο επιβαρυμένη εικόνα όσον αφορά τις παραληρητικές ιδέες, την καχυποψία και τις ιδέες δίωξης, το άγχος, τα αισθήματα ενοχής και την προηγούμενη βίαιη συμπεριφορά πριν το αδίκημα, αλλά η μικρότερη επικινδυνότητα για την εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς κατά την έρευνα. Τέλος, από τη λογιστική παλινδρόμηση με την μέθοδο “Forward LR” που τελέστηκε στο τελευταίο μέρος των αποτελεσμάτων, φαίνεται ότι η διάπραξη του εγκλήματος στο πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο ή στην πορεία της νόσου μπορεί να προβλεφθεί σε μεγάλο βαθμό από το ιστορικό νοσηλειών πριν το αδίκημα και την Εχθρικότητα των ασθενών, όπως αξιολογείται από το Aggression Questionnaire. Επιπλέον με τη μέθοδο “Enter” φάνηκε πως οι μόνες μεταβλητές που επηρεάζουν σημαντικά τον χρόνο τέλεσης του εγκλήματος είναι η ηλικία, η λήψη ψυχιατρικής φαρμακευτικής αγωγής κατά την τέλεση του εγκλήματος, το ιστορικό στρεσογόνων γεγονότων τα τελευταία δύο έτη ηλικία, και η σχέση του θύτη με το θύμα. Συγκεκριμένα, η πιθανότητα να διαπραχθεί το έγκλημα κατά την πορεία της νόσου σε σχέση με τη διάπραξη κατά το πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο είναι μεγαλύτερη για όσους είναι μεγαλύτερης ηλικίας και βρίσκονται σε ψυχιατρική/φαρμακευτική παρακολούθηση κατά την τέλεση του εγκλήματος. Επίσης, όσοι έχουν βιώσει στρεσογόνα γεγονότα τα τελευταία δύο χρόνια πριν το έγκλημα έχουν περισσότερο από 7 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα διάπραξης του εγκλήματος κατά το πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο σε σχέση με όσους δεν βίωσαν τέτοια γεγονότα. Τέλος, όσοι επιλέγουν το θύμα εντός της οικογένειας έχουν περίπου 9 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να δράσουν κατά το πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο παρά κατά την πορεία της νόσου, σε σχέση με αυτούς που επέλεξαν το θύμα εκτός του οικογενειακού περιβάλλοντος.Συμπεράσματα: Τα ευρήματά μας έδειξαν σαφείς διαφορές μεταξύ ψυχωτικών ασθενών που διαπράττουν εγκλήματα κατά το πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο και ασθενών που διαπράττουν εγκλήματα κατά την πορεία της ασθένειάς τους και είναι συνεπείς με τη διεθνή βιβλιογραφία. Από τη μελέτη μας προκύπτει πως:• 26,9% των ακαταλόγιστων ασθενών στη Βόρεια Ελλάδα βρίσκονται στο πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο. Συνήθως είναι άνδρες στα 30 τους, οι οποίοι διαπράττουν ανθρωποκτονία ή απόπειρα ανθρωποκτονίας. Οι μισοί από αυτούς αποπειρώνται να αυτοκτονήσουν μετά το έγκλημα. Φαίνονται να οδηγούνται από παραληρητικές ιδέες και ιδέες δίωξης, ενώ επιτίθενται κυρίως εναντίον μελών της οικογένειάς τους• Οι ακαταλόγιστοι ασθενείς που διαπράττουν το έγκλημα κατά την πορεία της νόσου είναι συνήθως άνδρες στα 40 τους, που ήταν συχνά βίαιοι πριν από το έγκλημα, είχαν προηγούμενες καταδίκες, είχαν νοσηλευτεί, αλλά δεν συμμορφώθηκαν με τη συνταγογραφούμενη θεραπεία• Οι ασθενείς που διέπραξαν το αδίκημα στο πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο ήταν νεότεροι. Η ψυχοπαθολογία τους σχετικά με τις παραληρητικές ιδέες και την καχυποψία/ιδέες δίωξης είναι πιο σοβαρή, αλλά οι βαθμολογίες τους στην Εχθρότητα είναι χαμηλότερες• Το 56,4% του συνόλου του δείγματος είχε ιστορικό κατάχρησης/εξάρτησης από αλκοόλ ή άλλες ψυχοδραστικές ουσίες. Στο 25,6% των περιπτώσεων η διάπραξη του εγκλήματος σχετιζόταν με την κατάχρηση / χρήση αλκοόλ ή άλλων ουσιώνΤα ευρήματα από την ανάλυση λογιστικής παλινδρόμησης επισημαίνουν ότι οι ασθενείς που έχουν υψηλή βαθμολογία στην υποκλίμακα Εχθρότητα του Aggression Questionnaire παραμένουν σε κίνδυνο να διαπράξουν έγκλημα κατά τη διάρκεια της ασθένειας. Επιπλέον, η πιθανότητα διάπραξης του εγκλήματος στο πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο είναι μεγαλύτερη για όσους είναι νεότεροι. Επίσης, όσοι έχουν βιώσει στρεσογόνα γεγονότα τα τελευταία δύο χρόνια πριν από το έγκλημα έχουν 7,69 φορές περισσότερες πιθανότητες να διαπράξουν το έγκλημα στο πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο από ό, τι αργότερα, σε σύγκριση με εκείνους χωρίς παρόμοιο ιστορικό. Τέλος, όσοι επιλέγουν το θύμα εντός της οικογένειας έχουν περίπου 9 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να δράσουν κατά το πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο παρά κατά την πορεία της νόσου, σε σχέση με αυτούς που επέλεξαν το θύμα εκτός του οικογενειακού περιβάλλοντος.Είναι επιτακτική ανάγκη να σχεδιάσουμε και να αναπτύξουμε υπηρεσίες ψυχικής υγείας προκειμένου να εντοπίσουμε και να θεραπεύσουμε ασθενείς που εμπλέκονται σε αντικοινωνικές και εγκληματικές ενέργειες εγκαίρως και αποτελεσματικά, προκειμένου να αποτραπούν αυτές οι συμπεριφορές και να μειωθεί το στίγμα της ψυχικής ασθένειας. Η έγκαιρη παρέμβαση για τον έλεγχο των συμπτωμάτων και την ευόδωση της αποκατάστασης μαζί με παρεμβάσεις που στοχεύουν στην αντιμετώπιση ιατρικών παθήσεων που συνυπάρχουν συχνότερα με ψυχιατρικές διαταραχές θα μπορούσαν επίσης να μειώσουν τον κίνδυνο αναπηρίας σε όλη τη ζωή. Οι υπηρεσίες που θα αναλάβουν τη θεραπεία αυτών των ασθενών μετά τη διάπραξη του αδικήματος θα πρέπει να είναι εξειδικευμένες και να στοχεύουν στην επανένταξη αυτών των διπλά στιγματισμένων ψυχιατρικών ασθενών.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Introduction: Psychiatry and justice, medical and legal science, are called to deal with a special group of patients, those who have committed crimes and have been found not guilty due to mental illness. The treatment of these patients by the penal system is currently regulated by Law 4509/2017, which focuses on the regulation of their medical needs and the protection of their rights. But what are the characteristics (demographic, psychiatric, psychopathological, etc.) of the patients who commit a crime, and how can the prevention of violent behaviors be achieved? These questions are at the core of the problematic issue of early diagnosis and effective treatment of psychiatric patients prior to committing crimes.Material and methods: This research aims to study the total number of patients (N = 78) who have been hospitalized and treated in the Department of Forensic Psychiatry of the Psychiatric Hospital of Thessaloniki from January 2015 to January 2020, which exclusively treats all ps ...
Introduction: Psychiatry and justice, medical and legal science, are called to deal with a special group of patients, those who have committed crimes and have been found not guilty due to mental illness. The treatment of these patients by the penal system is currently regulated by Law 4509/2017, which focuses on the regulation of their medical needs and the protection of their rights. But what are the characteristics (demographic, psychiatric, psychopathological, etc.) of the patients who commit a crime, and how can the prevention of violent behaviors be achieved? These questions are at the core of the problematic issue of early diagnosis and effective treatment of psychiatric patients prior to committing crimes.Material and methods: This research aims to study the total number of patients (N = 78) who have been hospitalized and treated in the Department of Forensic Psychiatry of the Psychiatric Hospital of Thessaloniki from January 2015 to January 2020, which exclusively treats all psychiatric patients found not guilty throughout Northern Greece. The aim of this study is furthermore to compare the different categories of patients in terms of their demographic, clinical, legal and psychometric characteristics in order to identify any statistically significant differences. The research also aims to highlight groups of patients with specific characteristics from their history or from the evaluation of the results in psychometric tests, with the ultimate goal of assessing the risk, but also the assessment of the needs of these patients for treatment. In order to achieve the above objectives, it was investigated primarily whether there are statistically significant differences between patients who commit the offense in the first psychotic episode and those who commit it later in the course of the disease. Data were collected from four cross-referenced sources: patients’ medical records and court records, interviews, information provided by ward staff and patients' relatives, and completion of questionnaires (MINI, PANSS, HDHQ, Aggression Questionnaire, ZKPQ, SF36, CAGE, ASI, GAF and a questionnaire with myths of Aesop in ppt format).Results: The sample consists of 78 patients, 70 men and 8 women. It consists mainly of Greeks (N = 75), Orthodox Christians (N = 75), unmarried (N = 50, 64.1%), of low educational level, who commit the crime at the age of 38.7 on average (± 12). More than half of the patients were diagnosed with schizophrenia at the onset of the disease (52.6%), while at the time of the crime almost two in three (73.1%) were found to suffer from schizophrenia. 55 patients had a history of hospitalization until the crime was committed (70.5%) and 56.4% of study participants had a history of substance abuse / dependence. 1 in 3 said they had used a psychotropic substance at the time of the crime (35.9%). In addition, in 25.6% of the cases the crime was related to substance use. The majority received psychiatric medication at the time of the crime (79.5%), but only 11.3% were compliant. 42.3% (N = 33) have relatives with a history of psychiatric illness, while 1 in 3 stated that they had a family history of substance abuse / dependence. Only 6.4% (N = 5) of the sample members reported a family history of criminal / delinquent behavior and 11.5% of the total had a family history of self-destructive or hetero-destructive behavior. 33.3% (N = 26) attempted to commit suicide prior to the crime and 74.4% after that. 3 in 4 exhibited aggressive behavior (74.4%) before committing the offense, while this percentage decreases to 17.9% after the offense. 31 patients (39.7%) were victimized physically or sexually or suffered school bullying in the past, while 30 (38.5%) had a history of conduct / behavior disorder in childhood. More than half experienced stressful events in the last two years before the offense (52.6%), more often the death of a close family member (41.5%) and dismissal from work (24.4%). The offenses mainly concerned homicides (42.3%), attempted homicides (25.6%), bodily harm (12.8%) and arson (11.5%). They were committed mainly in a common private space (45.1%) with a knife (46.2%), while the victims were usually family members (71.8%). 25.6% had a previous history of convictions (N = 20), while half were found not guilty by the Council of Judges, 41% by a Court of First degree and only 9% by a Court of Appeal decision. The mean total score on the PANSS scale was 109.69 (± 19.48) at the time of the offense, while on the positive subscale the mean score was 31.06 (± 6.15). The mean score on the GAF scale was 42.05 (± 10.61). The emotions of the 38 participants, as recorded in the test with the myths of Aesop (confidence, fear, anger, disgust, sadness, surprise, joy, anticipation, none of the above), were mainly sadness (24%) followed by anger (17%).The difference and independence tests based on the time of the offense (21 patients in the first psychotic episode and 57 patients in the course of the disease) showed that the patients who committed the offense in the first psychotic episode were younger (33.2 ± 11.9 years vs. 40.7 ± 11.5 years, p = 0.014), most often employed (71% vs. 43.9%, p = 0.031) and had experienced stressful events in the last 24 months before the offense (81% vs. 42.1%, p = 0.002). They committed more frequent violent crimes against life, mainly homicide and attempted homicide (90.5% vs. 59.6%, p = 0.010) and attempted suicide after the offense (52.4% vs. 10.5%, p <0.001). Their victims were more frequent family members (90.5% vs. 64%, p = 0.024). After the offense, these patients received antidepressant therapy more often (47.6% vs. 19.3%, p = 0.012). The two groups differed statistically in the Hostility subscale of the Aggression questionnaire (19.95 ± 7.49 vs. 24.00 ± 6.85, p = 0.042), and in the subscales Criticism of others (5.29 ± 2.5 vs. 6.88 ± 2.91, p = 0.028) and Paranoid hostility (3.67 ± 2.46 vs. 4.95. 2.51, p = 0.048) of the HDHQ questionnaire, where patients in the first psychotic episode had a lower score. On the other hand, the mean score in items P1 (Delusions), P4 (Excitement), P6 (Suspiciousness / Persecution) and P7 (Hostility) of the PANSS positive subscale was higher in patients in the first psychotic episode (p values 0.004, 0.038, 0.015, 0.040 respectively). No differences were found regarding the negative subscale. In the General Psychopathology subscale, patients in the first psychotic episode had a higher score in the items G2 (Anxiety), G3 (Guilt feelings), G4 (Tension), G12 (Lack of judgment and insight), G14 (Poor impulse control), G15 (Preoccupation) and overall, but lower scores in the items G1 (Somatic concern) and G5 (Mannerisms and posturing). No statistically significant differences were found in their scores in the CAGE questionnaire or the GAF scale. Patients who committed the offense in the course of the disease had a younger age of first alcohol use (15.62 vs. 14.04, p = 0.023) and more years of alcohol use (13.4 vs. 21.26, p = 0.02). Finally, patients who committed the crime during the course of the disease appear to be at a greater risk of developing violent behavior than those who committed the crime during the first psychotic episode, as shown in the HCR-20 scale at the time of the offense (22.9 vs. 26.79, p = 0.003) and at present (20.48 vs. 25.74, p = 0.001). At the time of the study the patients who committed the offense in the course of the disease had a higher score in items P2 (Conceptual Disorganization) and in the whole positive PANSS subscale (15.48 vs. 19.4, p = 0.035), but also in the items G1 (Somatic concern), G4 (Tension), G5 (Mannerism), G14 (Poor impulse control)) and in the whole General Psychopathology subscale.From the difference and independence tests based on gender, it has been shown that women are more often married than men (p = 0.004), exhibited a lower percentage of aggressive behavior prior to the offense (17.1% vs. 62.5%, p = 0.011) and to a greater extent self-destructive behavior after the offense (78.6% vs. 37.5%, p = 0.023).The difference and independence tests based on the history of substance abuse / dependence showed that those who have a history of abuse were less often diagnosed with schizophrenia (68.2% vs. 79.4%, p = 0.036), more often had a history of involuntary hospitalizations (79.4% vs. 61.8%, p = 0.036), and their crime was related to the substance use (p <0.001). They also exhibited less frequent self-destructive behavior after the offense (11.4% vs. 35.3%, p = 0.011), and more often aggressive behavior both before (84.1% vs. 61.8%, p = 0.025) and after the offense (27.3% vs. 5.9%, p = 0.015). They also had a more frequent history of previous convictions (36.4% vs. 11.8%, p = 0.014) and committed the offense at a younger age (35.8 vs. 42.41%, p = 0.019). In addition, patients with a history of substance abuse scored higher in all subscales of the Aggression questionnaire, in Urge to act out Hostility in HDHQ, and Impulsive Sensation Seeking in ZKPQ. Finally, they were rated as more dangerous according to their HCR20 score, both at the time of the offense (27.14 vs. 23.94, p = 0.014) and at the time of the research (25.68 vs. 22.56%, p = 0.04).The difference and independence tests based on the history of suicide attempts before the crime showed that patients with such a history used heroin more often (30.8% vs. 9.6%, p = 0.026), had less frequent history of physical / sexual abuse (19.2% vs. 46.2%, p = 0.02) and better social function (56.16 vs. 44.81, p = 0.002) compared to the rest. Finally, they scored lower in the positive subscale (16.04 vs. 19.5%, p = 0.051), the negative subscale (21.77 vs. 26.58, p = 0.01) and the overall PANSS (77. 38 vs. 89.71, p = 0.019) at the time of the crime.From the difference and independence tests based on the history of aggressive behavior prior to the crime, it emerged that those who had such a history were more often men (94.8% vs. 75%, p = 0.023), had a history of substance abuse (63.8% vs. 35%, p = 0.025), were more often on medication prior to the offense (86.2% vs. 60%, p = 0.022), were less self-destructive after the offense (12.1% vs. 50%, p = 0.001), had more frequently a history of conduct / behavior disorder (46.6% vs. 15%, p = 0.012), and did not experience so frequently stressful events in the last 24 months prior to the offense (41.4% vs. 85%, p = 0.001). They had a higher score in Impulsivity (p = 0.039), Neuroticism-Anxiety (p = 0.033) and Aggression-Hostility (p = 0.012) in the ZKPQ questionnaire, and appeared to be at greater risk for manifestation of violent behavior both at the time of the crime (26.78 vs. 22.75, p = 0.005) and at present (25.47 vs. 21, p = 0.024).From the difference and independence tests based on the history of conduct/ behavioral (CD) during childhood, it emerged that patients with a history of CD were all men (100% vs. 83.3%, p = 0.021) and usually unmarried (83.3% vs. 45.8%, p = 0.004). They had a significantly higher percentage of involuntary hospitalizations prior to the crime (100% vs. 79.4%, p = 0.036), but a lower percentage of voluntary hospitalizations (19% vs. 50%, p = 0.022). They also exhibited a significantly higher rate of opiate / opioid use (40% vs. 4.5%, p = 0.011) and aggressive behavior prior to the offense (90% vs. 64.6%, p = 0.012). They had more frequently a history of organic disease (20% vs. 2.1%, p = 0.012), while they committed fewer crimes against life (53.3% vs. 77.1%, p = 0.029) and at a younger age (33, 36 vs. 41.61%, p = 0.042). They had higher scores in the Aggression Questionnaire sub-scale of Anger, Urge to act out Hostility, Criticism of others and Extroverted hostility in HDHQ, Impulsive sensation seeking and Aggression-Hostility in ZKPQ, in the positive subscale of PANSS and in the HCR20.From the difference and independence tests between those who killed their parents and the rest of the patients who committed homicide or attempted homicide, it was found that the first had a more frequent history of voluntary hospitalization (53.3% vs. 21.1%, p = 0.051) and were considered significantly more dangerous than the rest at the time of the research (25.29 vs. 21.71, p = 0.049).No statistically significant differences were found between violent patients and arsonists.The difference and independence tests between the phenotypes based on the criteria of Hodgins et al (2014) showed that gender, age at onset of mental illness and history of hospitalization prior to the crime are significantly related to the patient phenotype. In particular, all patients of the first phenotype are men, often developed the disease before the age of twenty and often have a history of hospitalization and psychiatric medication. The second phenotype exhibits significantly higher suicide rates after the offense, and a history of stressful events two years before the crime compared to the other two phenotypes. All patients of the second phenotype committed crimes against life. Furthermore, the three phenotypes differ significantly in specific variables that indicate hostility, social function, aggression or impulsivity. In each case the patients of the first phenotype have more severe clinical features. Regarding the positive and negative syndrome scale, the three phenotypes present almost the same picture in the various items and the overall scores of the subscales, with some exceptions. In most cases, the first phenotype includes patients with the most serious psychopathology at the time of the research (delusions), while in the other two phenotypes there are no major differences. Finally, patients of the first phenotype are considered more dangerous according to the risk assessment, while patients of the second phenotype seem to be the least dangerous, both at the time of the offense and at present.From the control of significant differences in the overall scores in PANSS, GAF and HCR20 recorded by the patients during the two phases of the study, it emerged that the patients' clinical features in terms of function, positive and general psychopathology scale, and HCR-20 subscales is significantly improved at the time of the research compared to the time of the offense. In contrast, no significant change is found in the negative subscale.Then cluster analysis was applied, from which three types (clusters) of patients emerged. The first group includes patients who exhibited aggressive rather than suicidal behavior after the offense, and who had a history of conduct / behavior disorder in childhood. The vast majority of patients in this group assaulted a family member. The patients of this group are the most aggressive, impulsive, hostile, socially non-functional patients. Finally, in this group, the patients have higher scores regarding emotional withdrawal, lack of cooperation, lack of judgment and insight, impulsive control disorder and active social avoidance.In the second group, the vast majority of patients suffered from schizophrenia, and they usually did not have a history of self-destructive or aggressive behavior after the offense, nor a history of conduct / behavior disorder in childhood. They committed more frequent property crimes compared to the other groups. They have moderate scores in terms of hostility, impulsivity, introverted and extroverted hostility and social function. They are characterized by stereotyped thinking both prior to the crime and afterwards, by early adjustment difficulties, lack of insight, lack of response to treatment, and higher score in the clinical and risk management scale of HCR-20.Finally, in the third group, almost all patients suffered from schizophrenia or psychosis, many had exhibited self-destructive behavior after committing the crime, but no one exhibited aggressive behavior. Also, the percentage of people who had conduct/behavioral disorders during childhood in this group is lower compared to the other two groups. None of them committed a crime against property, while the majority committed crimes against life. Also, most of them assaulted a member of their family. These patients have the lowest scores in terms of hostility, introverted and extroverted hostility and impulsivity, and better social function. However, this group has the most severe psychopathology regarding delusions, suspicion and persecution, anxiety, guilt and previous violent behavior before the offense, but the lower risk for violent behavior at present.A logistic regression analysis was performed using the “Forward LR” method. Besides history of hospitalizations before the perpetration of the crime (x2 (1) = 21.592, p <0.001), only the total Hostility score (x2 (1) = 5.820, p <0.016) recorded in the Aggression questionnaire was important as a factor for the separation of our sample in the two groups studied. In particular, for perpetrators with a higher score in Hostility, the probability of committing the crime in the course of the illness is higher, than that of those who show lower levels of hostility (OR=1.15), meaning that patients who score high in the item Hostility of the Aggression Questionnaire remain at risk for committing a crime in the course of the illness. Using the "Enter" method, the only variables that significantly affected the time of the offense are age (x2 (1) = 4.903, p = 0.027), the administration of psychiatric medication at the time of the offense (x2 (1) = 8.176, p = 0.004), the experience of stressful events (x2 (1) = 4.805, p = 0.028) and the relationship between the perpetrator and the victim (x2 (1) = 4.811, p = 0.028). In particular, the probability of the crime being committed in FEP in relation to the crime committed during the course of illness is higher for those who are younger. Also, those who have experienced stressful events in the last two years before the crime are 7.69 (1 / 0.13 = 7.69) times more likely to commit the crime in FEP than later, compared to those who did not experience such events. Finally, when the victim is a member of the family, it is more likely that the offender is in the FEP group (1 / 0.11 = 9.09).Our findings showed distinct differences between psychotic patients who commit crimes during their first psychotic episode and patients who commit crimes in the course of their illness and are consistent with the international literature. Our study answers the questions posed as following:•26.9% of Greek NGMIs in Northern Greece are in their first psychotic episode. They are usually men in their 30s, who commit homicide or attempted homicide. Half of them attempted suicide after the crime. They seem to be driven by delusions and ideas of persecution to assault mostly members of their family•Greek NGMIs who commit the crime in the course of the illness are usually men in their 40s who were often violent before the crime, had previous convictions, had been hospitalized but were not adherent to the treatment prescribed•Patients in their FEP are younger. Their psychopathology concerning delusions and ideas of persecution is more severe, but their scores in Hostility are lower•56.4% of the whole sample was abusing or was addicted to either alcohol or other substances. In 25,6% of the cases the perpetration of the crime was related to abuse/use of alcohol or other substances.Findings from logistic regression analysis point out that patients who score high in the item Hostility of the Aggression Questionnaire remain at risk for committing a crime in the course of the illness. Moreover, the probability of the crime being committed in FEP in relation to the crime committed during the course of illness is higher for those who are younger. Also, those who have experienced stressful events in the last two years before the crime are 7.69 times more likely to commit the crime in FEP than later, compared to those who did not experience such events. Finally, those who assault a family member are about 9 times more likely to act during the first psychotic episode than during the course of the disease, compared to those who assault people outside the family environment.It is imperative to design and develop mental health services in order to identify and treat patients involved in antisocial and criminal actions in a timely and effective manner in order to prevent these behaviors and reduce the stigma of mental illness. Early intervention to control symptoms and initiate rehabilitation along with interventions aimed at medical conditions that coexist more frequently with psychiatric disorders could also reduce the risk of lifetime disability. Facilities that will treat these patients after the offense should be specialized and aim at reintegrating these double stigmatized psychiatric patients.
περισσότερα
Κατεβάστε τη διατριβή σε μορφή PDF (10.73 MB)
(Η υπηρεσία είναι διαθέσιμη μετά από δωρεάν εγγραφή)
|
Όλα τα τεκμήρια στο ΕΑΔΔ προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα.
|
Στατιστικά χρήσης
ΠΡΟΒΟΛΕΣ
Αφορά στις μοναδικές επισκέψεις της διδακτορικής διατριβής για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.
ΞΕΦΥΛΛΙΣΜΑΤΑ
Αφορά στο άνοιγμα του online αναγνώστη για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.
ΜΕΤΑΦΟΡΤΩΣΕΙΣ
Αφορά στο σύνολο των μεταφορτώσων του αρχείου της διδακτορικής διατριβής.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
ΧΡΗΣΤΕΣ
Αφορά στους συνδεδεμένους στο σύστημα χρήστες οι οποίοι έχουν αλληλεπιδράσει με τη διδακτορική διατριβή. Ως επί το πλείστον, αφορά τις μεταφορτώσεις.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Σχετικές εγγραφές (με βάση τις επισκέψεις των χρηστών)
λιγότερα
περισσότερα