Περίληψη
Σκοπό της παρούσας διατριβής αποτέλεσε η ποιοτική και ποσοτική διερεύνηση: α) της λεκτικής επιθετικότητας, β) της ικανότητας επιχειρηματολογίας και γ) του κλίματος παρακίνησης, όπως αυτά δημιουργούνται από τους/ις εκπαιδευτικούς Φ.Α. και γίνονται αντιληπτά από τους/ις μαθητές/ριές τους, καθώς και δ) παραμέτρων που επηρεάζουν τις ως άνω μεταβλητές (όπως, ηλικία, φύλο, και εκπαιδευτικά, κοινωνικά, και ιεραρχικά-δομικά χαρακτηριστικά). Στα πλαίσια αυτά, και προκειμένου να σκιαγραφηθούν τα προφίλ εκπαιδευτικών Φ.Α. αναφορικά με τα ανωτέρω επικοινωνιακά χαρακτηριστικά, να εξεταστεί η σύγκλιση ή απόκλιση μεταξύ των απόψεων εκπαιδευτικών και μαθητών/ριών, να ανιχνευθούν οι αιτίες της λεκτικής επιθετικότητας, της ικανότητας επιχειρηματολογίας και του κλίματος παρακίνησης, καθώς και να αποτυπωθούν οι δομές ιεραρχίας των εκπαιδευτικών, υιοθετήθηκαν στον ερευνητικό σχεδιασμό τρεις ανεξάρτητες αλλά αλληλοσχετιζόμενες μελέτες. Ειδικότερα, η 1η μελέτη επικεντρώθηκε στον προσδιορισμό της αντίληψης τω ...
Σκοπό της παρούσας διατριβής αποτέλεσε η ποιοτική και ποσοτική διερεύνηση: α) της λεκτικής επιθετικότητας, β) της ικανότητας επιχειρηματολογίας και γ) του κλίματος παρακίνησης, όπως αυτά δημιουργούνται από τους/ις εκπαιδευτικούς Φ.Α. και γίνονται αντιληπτά από τους/ις μαθητές/ριές τους, καθώς και δ) παραμέτρων που επηρεάζουν τις ως άνω μεταβλητές (όπως, ηλικία, φύλο, και εκπαιδευτικά, κοινωνικά, και ιεραρχικά-δομικά χαρακτηριστικά). Στα πλαίσια αυτά, και προκειμένου να σκιαγραφηθούν τα προφίλ εκπαιδευτικών Φ.Α. αναφορικά με τα ανωτέρω επικοινωνιακά χαρακτηριστικά, να εξεταστεί η σύγκλιση ή απόκλιση μεταξύ των απόψεων εκπαιδευτικών και μαθητών/ριών, να ανιχνευθούν οι αιτίες της λεκτικής επιθετικότητας, της ικανότητας επιχειρηματολογίας και του κλίματος παρακίνησης, καθώς και να αποτυπωθούν οι δομές ιεραρχίας των εκπαιδευτικών, υιοθετήθηκαν στον ερευνητικό σχεδιασμό τρεις ανεξάρτητες αλλά αλληλοσχετιζόμενες μελέτες. Ειδικότερα, η 1η μελέτη επικεντρώθηκε στον προσδιορισμό της αντίληψης των ανωτέρω τριών εννοιών από εκπαιδευτικούς Φ.Α. και μαθητές/ριες, προκειμένου να υποστηριχθεί και η ερμηνεία των ποσοτικών αποτελεσμάτων που ακολούθησε. Η 2η μελέτη εντόπισε παράγοντες των τριών αυτών ανεξάρτητων μεταβλητών ως αυτο-αντιλαμβανόμενες έννοιες (ψυχομετρική προσέγγιση). Η 3η μελέτη ήταν ποσοτική δικτυακή ανάλυση και προσέγγισε τις τρεις αυτές μεταβλητές ως ετεροπροσδιοριζόμενες έννοιες (δομική προσέγγιση), παρέχοντας τη δυνατότητα συγκριτικής θεώρησης των ψυχομετρικών με τα δομικά αποτελέσματα. Επιπλέον, κατά την 1η μελέτη διενεργήθηκε μικτή μέθοδος: Στην ποιοτική προσέγγιση της έρευνας συμμετείχαν 15 εκπαιδευτικοί Φ.Α. (9 άνδρες και 6 γυναίκες) και τα δεδομένα συνελέγησαν μέσω ημι-δομημένων ατομικών συνεντεύξεων. Στην ποσοτική προσέγγιση της έρευνας συμπληρώθηκαν τυποποιημένα ερωτηματολόγια και συμμετείχαν 903 μαθητές (448 αγόρια, 455 κορίτσια). Τα σημαντικότερα αποτελέσματα έδειξαν ότι η λεκτική επιθετικότητα και η επιχειρηματολογία είναι χαρακτηριστικά τα οποία συνυπάρχουν. Ανιχνεύθηκαν διακριτά επικοινωνιακά προφίλ εκπαιδευτικών, ανάλογα με το βαθμό χρήσης επιχειρηματολογίας και επιθετικότητας και με την ποιότητα του κλίματος παρακίνησης, καταδεικνύοντας ότι όταν αποφεύγονται τα επιχειρήματα, αυξάνεται η λεκτική επιθετικότητα και παίζει το ρόλο της πειθαρχίας. Ως αιτίες της λεκτικής επιθετικότητας των εκπαιδευτικών αναδείχθηκαν ο θυμός, η επιβολή προς τους/ις μαθητές/ριες, η άσχημη ψυχολογική κατάσταση, η συναισθηματική ευπάθεια (εξαιτίας της οικονομικής κρίσης) και η έλλειψη υπομονής. Αυτή η φάση της έρευνας έδειξε ότι τα προφίλ των εκπαιδευτικών (που προέκυψαν από τις συνεντεύξεις) όσον αφορά στην λεκτική επιθετικότητα, την επιχειρηματολογία και το κλίμα παρακίνησης, συνάδουν ως επί το πλείστον με τις αντίστοιχες απόψεις των μαθητών/ριών. Στη 2η μελέτη πραγματοποιήθηκε πολυ-παραμετρική ποσοτική ανάλυση, αξιοποιώντας τα τυποποιημένα ερωτηματολόγια που συμπληρώθηκαν από το δείγμα των 903 μαθητών/ριών στη διάρκεια της 1ης μελέτης. Από τις αναλύσεις φάνηκε ότι: α) η λεκτική επιθετικότητα των εκπαιδευτικών Φ.Α. σχετίζεται θετικά με το κλίμα κινήτρων με έμφαση στην επίδοση και αρνητικά με την επιχειρηματολογία και το κλίμα κινήτρων με έμφαση στη μάθηση, ενώ η επιχειρηματολογία συνδέεται θετικά με το κλίμα κινήτρων με έμφαση στη μάθηση, β) οι μαθητές/ριες λυκείων θεωρούν τους/ις εκπαιδευτικούς Φ.Α. περισσότερο επιχειρηματολογικούς, ενώ οι μαθητές/ριες γυμνασίου και δημοτικού τους/ις θεωρούν λεκτικά επιθετικούς, και γ) οι μαθητές/ριες δημοτικού προσλαμβάνουν περισσότερο από ότι οι μαθητές/ριες των υπόλοιπων σχολικών βαθμίδων ότι το κλίμα παρακίνησης που επικρατεί στα πλαίσια της Φ.Α. είναι κυρίως προσανατολισμένο στην επίδοση παρά στη μάθηση. Περαιτέρω αναλύσεις κατέδειξαν ότι οι εκπαιδευτικοί Φ.Α. αστικών κέντρων εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα λεκτικής επιθετικότητας και κλίματος κινήτρων με προσανατολισμό στην επίδοση, σε σχέση με τους/ις συναδέλφους τους που υπηρετούν σε αγροτικές περιοχές. Στην 3η μελέτη διενεργήθηκε ανάλυση κοινωνικών δικτύων σε 8 δίκτυα μαθητών/ριών (συμπεριλαμβανομένων των εκπαιδευτικών Φ.Α.) για ανάδειξη δομών ιεραρχίας και ανίχνευση παραγόντων που τις διαμορφώνουν. Το δείγμα αποτέλεσαν 165 κόμβοι (80 μαθητές, 77 μαθήτριες και 5 καθηγητές 3 καθηγήτριες Φ.Α.), που προήλθαν από το δείγμα των 903 μαθητών/ριών της 1ης μελέτης. Χρησιμοποιήθηκαν τυποποιημένα ερωτηματολόγια με δικτυακές και μη δικτυακές μεταβλητές. Τα σημαντικότερα αποτελέσματα αυτής της φάσης επικεντρώνονται στα ακόλουθα σημεία: α) η λεκτική επιθετικότητα μεταξύ μαθητών/ριών του δημοτικού με έδρα τις αγροτικές περιοχές είναι μειωμένη, ενώ στο γυμνάσιο οι μαθητές/ριες των αστικών κέντρων στοχοποιούνται και στο λύκειο είναι θύτες και συνάμα θύματα λεκτικής επιθετικότητας, β) στο δημοτικό και στο λύκειο η χρήση διαδικτύου για εκπαιδευτικούς σκοπούς προστατεύει από τη λεκτική επιθετικότητα. Επίσης, το ενδιαφέρον που έχουν οι μαθητές/ριες δημοτικού και γυμνασίου για τα μαθήματα και το μέλλον τους, βοηθά και προφυλάσσει από τη λεκτική επιθετικότητα, και σχετίζεται με την επιχειρηματολογία, γ) στο λύκειο εμφανίζεται πιο έντονα η ύπαρξη οργανωσιακής κουλτούρας, ωστόσο οι μαθητές/ριες που χαρακτηρίζονται από επαγγελματικές φιλοδοξίες είναι πιο επιθετικοί, δ) το ενδιαφέρον για ακαδημαϊκά αντικείμενα εμποδίζει εν μέρει την ανάπτυξη επιθετικών συμπεριφορών, ενώ ο αθλητισμός σχετίζεται με τη λεκτική επιθετικότητα, ε) όσο οι μαθητές/ριες μεγαλώνουν, τόσο περισσότερο εκφράζονται με επιχειρήματα, και στ) οι μαθητές/ριες λυκείου θεωρούν επιχειρηματολόγους τους/ις συμμαθητές/ριές τους που ενδιαφέρονται για τα ομαδικά αθλήματα, ενώ η ικανότητα επιχειρηματολογίας συσχετίζεται με το εκπαιδευτικό επίπεδο των γονέων και τις υψηλές σχολικές επιδόσεις. Το σύνολο των ευρημάτων αποτελεί πρόσφορο στοιχείο για προβληματισμό, ορθότερη αξιολόγηση και διαμόρφωση της αυτογνωσίας των εκπαιδευτικών αναφορικά με το επικοινωνιακό εκπαιδευτικό πλαίσιο, παρέχοντας γνώσεις και πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτό μεταξύ εκπαιδευτικών Φ.Α. και μαθητών/ριών. Πιο συγκεκριμένα, είναι σημαντική η ανατροφοδότηση μέσω της ανίχνευσης συμπεριφορών και αιτιών που ωθούν τους/ις εκπαιδευτικούς να χρησιμοποιούν μη εποικοδομητικές μορφές επικοινωνίας. Επιπρόσθετα, η παρούσα διατριβή συνδράμει στον εντοπισμό και περαιτέρω στην αξιοποίηση καθοριστικών παραγόντων για μείωση της λεκτικής επιθετικότητας ή την ενίσχυση της επιχειρηματολογίας και του κλίματος παρακίνησης μέσω της μελέτης των σχέσεων μαθητών/ριών και εκπαιδευτικών. Η εκπαιδευτική κοινότητα θα βοηθηθεί με σκοπό την υιοθέτηση εκείνων των μορφών επικοινωνίας, που επιδρούν στη διαμόρφωση ενός θετικού κλίματος μεταξύ εκπαιδευτικών και μαθητών/ριών, το οποίο προάγει ένα αρμονικό, εποικοδομητικό περιβάλλον μάθησης, κατάλληλα πρότυπα και κατ’ επέκταση αποτελεσματική διδασκαλία.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The aim of the present doctoral dissertation was the qualitative and quantitative exploration of: a) verbal aggressiveness, b) argumentativeness and c) motivational climate, as manifested by P. E. teachers and perceived by their students, along with d) factors that affect the variables above (such as age, sex, as well as educational, social and hierarchical-structural features). To this aim, and in an effort to sketch the profiles of P. E. teachers in relation to the aforementioned communicative traits, to examine the convergence or divergence between the teachers’ and students’ views, to establish the causes of verbal aggressiveness, argumentativeness and motivational climate, and to identify the hierarchical structures of teachers, three independent but interrelated studies were adopted in the present research design. More specifically, the first study focused on determining how the three concepts above are perceived by P. E. teachers and students, in order to consolidate the interpr ...
The aim of the present doctoral dissertation was the qualitative and quantitative exploration of: a) verbal aggressiveness, b) argumentativeness and c) motivational climate, as manifested by P. E. teachers and perceived by their students, along with d) factors that affect the variables above (such as age, sex, as well as educational, social and hierarchical-structural features). To this aim, and in an effort to sketch the profiles of P. E. teachers in relation to the aforementioned communicative traits, to examine the convergence or divergence between the teachers’ and students’ views, to establish the causes of verbal aggressiveness, argumentativeness and motivational climate, and to identify the hierarchical structures of teachers, three independent but interrelated studies were adopted in the present research design. More specifically, the first study focused on determining how the three concepts above are perceived by P. E. teachers and students, in order to consolidate the interpretation of quantitative data that followed. The second study identified factors of the three independent variables as self-perceived notions (psychometric approach). The third study was quantitative network analysis, which approached the three variables as other-determined notions (structural approach) and catered to a comparison between psychometric and structural data. In addition, the first study followed a mixed method. Within the qualitative approach, 15 P. E. teachers (9 men and 6 women) participated and the data were collected through semi-structured individual interviews. Within the quantitative approach, 903 students (448 boys and 455 girls) filled in standard questionnaires. The most significant results showed that verbal aggressiveness and argumentativeness are co-existing features. Distinct communicative teacher profiles were identified, which related to the extent of using aggressiveness and argumentativeness, as well as to the quality of motivational climate, indicating that when argumentation is avoided, verbal aggressiveness increases and assumes a disciplinary role. As to the causes of verbal aggressiveness of teachers, anger, the need to impose their will on their students, a poor psychological condition, emotional vulnerability (due to the financial crisis) and lack of patience were identified. This stage of the research showed that the teachers’ profiles (drawn from the interviews) in relation to verbal aggressiveness, argumentativeness and motivational climate converge to a great extent with the respective views of students. In the second study, a multi-factor quantitative analysis was carried out, drawing on the standard questionnaires completed by the sample of 903 students during the first study. The analyses indicated that: a) the verbal aggressiveness of P. E. teachers positively relates to a performance motivational climate and negatively with argumentativeness and a mastery motivational climate, whereas argumentativeness positively relates to a mastery motivational climate, b) senior high school students view P. E. teachers as more argumentative, while junior high school students as verbally aggressive and c) primary school students, more than students in other levels, view the motivational climate present in the lesson of P. E. as mostly performance rather than mastery oriented. Further analyses showed that P. E. teachers in urban centers demonstrate higher levels of verbal aggressiveness and performance-oriented motivational climates, in relation to their colleagues working in rural areas. In the third study, an analysis of social networks was carried out within 8 students’ networks (including the P. E. teachers) in order to identify hierarchical structures and factors that shape them. The sample consisted of 165 nodes (80 students, 77 students and 5 male, 3 female P. E. teachers), who came from the 903 student sample used in the first study. Standard questionnaires were used with network and non-network variables. The most significant results of this stage can be summarized as follows: a) verbal aggressiveness among primary school students in rural areas is lower, while in high school students in urban centers are targeted and in upper classes they become both perpetrators as well as victims of verbal aggressiveness, b) in primary school and in senior high school using the Internet for educational purposes protects from verbal aggressiveness. Moreover, primary and junior high school students’ interest in lessons and their future helps and protects from verbal aggressiveness and also relates to argumentativeness, c) in senior high school the existence of organizational culture is more evident, but students with vocational ambitions are more aggressive, d) interest in academic subjects partially hinders the development of aggressive behaviors, while sports relate to verbal aggressiveness, e) the older students grow, the more they resort to argumentation and f) senior high school students consider those of their classmates who are interested in team sports to be more argumentative, whereas argumentativeness correlates with the parents’ educational level and high school performance. The sum of the results constitutes fertile ground for thinking, properly evaluating and shaping teachers’ self-awareness in relation to the communicative educational framework, providing knowledge and information concerning the way in which this framework is understood among P. E. teachers and students. More specifically, feedback is of paramount importance through identifying behaviors and causes that urge teachers to use non-constructive forms of communication. In addition, the present study aids in identifying and further exploiting determining factors towards curbing verbal aggressiveness or enhancing argumentativeness and motivational climate through the exploration of students-teachers relationships. The educational community will be assisted towards adopting those forms of communication that influence the development of a positive climate between teachers and students, which, in turn, will promote a harmonious, constructive learning environment, appropriate role models and effective teaching as a result.
περισσότερα