Περίληψη
Το ζήτημα που πραγματεύεται η παρούσα διατριβή είναι η συνάντηση της πολιτικής εξουσίας με την εκκλησία κατά την περίοδο των επτά οικουμενικών συνόδων. Επιθυμούμε να παρουσιάσουμε όλες εκείνες τις πτυχές αυτής της σχέσης που φανερώνονται από την εκκλησιαστική γραμματεία της συγκεκριμένης περιόδου. Πιό συγκεκριμένα θελήσαμε να παρουσιάσουμε την γνησιότερη εκδοχή της εκκλησιαστικής στάσης και για τον λόγο αυτό περιορίσαμε το υλικό μας στα κείμενα εκείνα που αποδίδονται σε πρόσωπα και θεσμικά όργανα που φέρουν τον τίτλο της αγιότητος. Η έρευνά μας αφορά την εξέταση των γραπτών κειμένων των αγίων της εκκλησίας. Πιο συγκεκριμένα, οι υπό εξέταση πηγές μας είναι τα γραπτά κείμενα των μεγάλων πατέρων της εκκλησίας, των οικουμενικών συνόδων και των αυτοκρατόρων που φέρουν την αναγνώριση της αγιότητας από την εκκλησία. Δεν αναφέρουμε γραμματολογικό υλικό από τους υπόλοιπους αυτοκράτορες, όπως για παράδειγμα για τον Ζήνωνα κατά τον 5ο αιώνα, διότι σκοπός της έρευνάς μας είναι να διερευνήσουμε την ...
Το ζήτημα που πραγματεύεται η παρούσα διατριβή είναι η συνάντηση της πολιτικής εξουσίας με την εκκλησία κατά την περίοδο των επτά οικουμενικών συνόδων. Επιθυμούμε να παρουσιάσουμε όλες εκείνες τις πτυχές αυτής της σχέσης που φανερώνονται από την εκκλησιαστική γραμματεία της συγκεκριμένης περιόδου. Πιό συγκεκριμένα θελήσαμε να παρουσιάσουμε την γνησιότερη εκδοχή της εκκλησιαστικής στάσης και για τον λόγο αυτό περιορίσαμε το υλικό μας στα κείμενα εκείνα που αποδίδονται σε πρόσωπα και θεσμικά όργανα που φέρουν τον τίτλο της αγιότητος. Η έρευνά μας αφορά την εξέταση των γραπτών κειμένων των αγίων της εκκλησίας. Πιο συγκεκριμένα, οι υπό εξέταση πηγές μας είναι τα γραπτά κείμενα των μεγάλων πατέρων της εκκλησίας, των οικουμενικών συνόδων και των αυτοκρατόρων που φέρουν την αναγνώριση της αγιότητας από την εκκλησία. Δεν αναφέρουμε γραμματολογικό υλικό από τους υπόλοιπους αυτοκράτορες, όπως για παράδειγμα για τον Ζήνωνα κατά τον 5ο αιώνα, διότι σκοπός της έρευνάς μας είναι να διερευνήσουμε την στάση της εκκλησίας προς την αυτοκρατορική εξουσία, και κατ’επέκταση την πολιτεία, μέσα από τα πρόσωπα και τα κείμενα εκείνα που η ίδια η εκκλησία έχει αποδεχθεί ότι εκφράζουν την εκκλησιαστική πολιτική της. Υπάρχουν πολλά επιμέρους θέματα που σχετίζονται με τις σχέσεις εκκλησίας-πολιτείας τα οποία έρχονται στην επιφάνεια κατά την εξέταση των κειμένων αυτών. Σκοπός της παρούσης διατριβής είναι να παρουσιάσει όλα αυτά τα επιμέρους ζητήματα έτσι ώστε να εξάγουμε κατά το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη άποψη για το τρόπο με τον οποίο οι δύο αυτοί θεσμοί πορεύθηκαν κατά την περίοδο των επτά οικουμενικών συνόδων. Επομένως ο τίτλος «αγιότητα και αυτοκρατορική εξουσία» προσδιορίζει τις πηγές της παρούσης διατριβής, που δεν είναι άλλες από τα γραπτά κείμενα των αγίων της ανατολικής εκκλησίας στην υπό εξέταση περίοδο. Η παρούσα εργασία αποτελεί μια θεολογική-ιστορική μελέτη και ο σκοπός της είναι να μελετήσει την σχέση αυτή με βάση τις ιστορικές, θεολογικές και κοινωνικές συνθήκες της υπό εξέταση εποχής. Για τον λόγο αυτό λαμβάνουμε υπ’ όψιν μας όλες τις πτυχές της περιόδου αυτής και σκοπός μας είναι να παρουσιάσουμε την εκκλησιαστική προσέγγιση του θέματος.Η μεθοδολογία που ακολουθήσαμε είχε ως απαράβατη αρχή την εξέταση των κειμένων και τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την μελέτη τους. Προτού την μελέτη των εκάστοτε συγγραμμάτων ήταν απαραίτητη η μελέτη όλης της υποστηρικτικής βιβλιογραφίας, ώστε να προσεγγίσουμε τα κείμενα με τα δεδομένα της εποχής και του προσώπου του εκάστοτε αγίου. Ακολούθησε η μελέτη και έγινε μια προσπάθεια καταγραφής όλων των σχετικών τους αναφορών ως προς το υπό εξέταση θέμα. Το υλικό που αντλήσαμε ήταν αυτό που καθόρισε και την θεματολογία, μια και το γενικό ζήτημα σχέσεων εκκλησίας και αυτοκρατορικής εξουσίας εμπεριέχει μια πλειάδα απορρεόντων ζητημάτων, όπως η σχέση της εκκλησίας με τις πολιτικές αρχές, η ενότητα των δύο θεσμών, η εκκλησιαστική αυθεντία του αυτοκράτορος και πολλά άλλα που αναπτύσσονται κατά την συνάντηση της εκκλησίας με τους αυτοκράτορες και υπό συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες.Η παρούσα διατριβή αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο αποτελεί μια κειμενοκεντρική προσέγγιση, κατά την οποία γίνεται η παρουσίαση του πηγαίου υλικού. Θεωρήθηκε σκόπιμο να ξεκινήσουμε με μια συνοπτική επισκόπηση της λειτουργίας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κατά τους τρεις πρώτους αιώνες. Το πρώτο κεφάλαιο έχει σκοπό την ομαλή εισαγωγή του αναγνώστη στο ζήτημα και φανερώνει την συνέχεια της κλασσικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με την Βυζαντινή. Όσον αφορά την ευαγγελική προπαρασκευή του ζητήματός μας, δεν επεκταθήκαμε σε μια οργανωμένη εξέταση των σχέσεων εκκλησίας πολιτείας κατά την βιβλική παράδοση. Σε πολλά σημεία των κειμένων τους, οι υπό εξέταση πατέρες ερμηνεύουν όλα εκείνα τα χωρία της Αγίας Γραφής που αναφέρονται στην σχέση των δύο θεσμών. Η αναφορά τους σε αυτά τα χωρία που λαμβάνει χώρα στα επόμενα κεφάλαια, όχι απλά καλύπτουν την ανάγκη μιας δικής μας έρευνας αλλά προσφέρουν και την ασφάλεια της σωστής ερμηνείας τους.Ακολούθως εισερχόμαστε στην εξέταση μεγάλων πατερικών μορφών του 4ου και 5ου αιώνος. Ο 4ος και 5ος αιώνας είναι μια περίοδος όπου η εκκλησία μεταβαίνει από την περίοδο των διωγμών σε μια περίοδο προστασίας της από πολιτικούς παράγοντες και κυρίως την αυτοκρατορική αρχή. Στην περίοδο αυτή τέθηκαν οι βάσεις του χριστιανισμού μέσω της δράσης των οικουμενικών διδασκάλων της εκκλησίας. Όμως και η Βυζαντινή αυτοκρατορία διαμόρφωσε τις βασικές αρχές λειτουργίας της. Οι δύο αυτές πραγματικότητες ενώθηκαν, αλληλεπίδρασαν και δημιούργησαν τον Βυζαντινό πολιτισμό. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται κυρίως από τη δράση προσώπων με υψηλό εκκλησιαστικό κύρος. Από την περίοδο αυτή εξετάζουμε στο δεύτερο κεφάλαιο τον Μ. Αθανάσιο και την συνάντησή του με Μ. Κωνσταντίνο και Κωνστάντιο. Κατά το τρίτο κεφάλαιο, ακολουθούν οι Καππαδόκες, με τις κρίσεις τους περί Κωνστάντιου, Ιουλιανού, Ιοβιανού, Ουάλη και Θεοδοσίου. Παράλληλα με τη παρουσίαση των κειμένων κατά του Ιουλιανού παραθέτουμε και τα κείμενα του Κυρίλλου, επίσης Κατά Ιουλιανού, εξαιτίας του ότι αναφέρονται στο ίδιο πρόσωπο. Το τέταρτο κεφάλαιο συνεχίζει με τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο και εξετάζεται η στάση του προς την πολιτεία τόσο απέναντι στο Θεοδόσιο όσο και τον Αρκάδιο. Το πέμπτο κεφάλαιο αναφέρεται στο Κύριλλο Αλεξανδρείας και κατ’ επέκταση στην Γ΄ οικουμενική σύνοδο, την πρώτη οικουμενική της οποίας σώζονται τα πρακτικά. Από τις απαρχές του 5ου αιώνος, παρατηρείται μια στροφή από την προσωποκεντρική εκκλησιαστική πολιτική, που εκφράζεται από τους μεγάλους πατέρες, σε μια πιο θεσμική λειτουργία της πολιτείας και της εκκλησίας, με κύρια θεσμικά όργανα τις συνόδους και τους αυτοκράτορες. Από εδώ και πέρα οι σύνοδοι είναι αυτές που εκφράζουν την εκκλησιαστική πολιτική της αυτοκρατορίας. Αυτή ήταν αρχικά μια παραχώρηση του Αρκαδίου και του Θεοδοσίου του Β΄ εξαιτίας της απροθυμίας τους να εμπλέκονται σε εκκλησιαστικά ζητήματα, όμως μετέπειτα θα μετατραπεί ως ακόμη ένα όργανο επιβολής της αυτοκρατορικής βούλησης, κάτι που θα φανεί κυρίως με την εμφάνιση του ζητήματος των ανατολικών περιοχών. Το έκτο κεφάλαιο παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο ο αυτοκράτορας καθόριζε την εκκλησιαστική πολιτική της αυτοκρατορίας διά των συνόδων κατά την περίοδο της Δ΄ Οικουμενικής, το έβδομο αναφέρεται στον Ιουστινιανό και την Ε΄ Οικουμενική, το όγδοο στον Μάξιμο Ομολογητή και την Στ΄ Οικουμενική, ενώ η εξέταση των πηγών κλείνει στο ένατο κεφάλαιο με τον Ιωάννη Δαμασκηνό και την Ζ΄ Οικουμενική σύνοδο. Από την εξέταση των οικουμενικών συνόδων, μας δίνεται η δυνατότητα να εξετάσουμε το ζήτημα των σχέσεων εκκλησίας πολιτείας μέσα από την αλληλεπίδραση των δύο θεσμικών οργάνων τους, της συνόδου και του αυτοκράτορος. Οι διαδικασίες και τα πρακτικά των συνόδων μας δίνουν μια αποκαλυπτική εικόνα για το πώς λειτουργούσαν αυτοί οι δύο θεσμοί, της πολιτείας και της εκκλησίας, μέσα από τα πιο αντιπροσωπευτικά τους θεσμικά όργανα, του αυτοκράτορος και των οικουμενικών συνόδων. Για την πληρέστερη διαφώτιση της εκκλησιαστικής πραγματικότητας της εποχής κρίναμε σκόπιμο να προστεθεί και ένα κεφάλαιο που εξετάζει την προσέγγιση των εκκλησιαστικών ιστορικών Θεοδώρητου Κύρου, Σωζομενού, Σωκράτους και Ευαγρίου οι οποίοι συνέγραψαν πονήματα που εξετάζουν την συγκεκριμένη περίοδο. Το επόμενο μέρος της παρούσης μελέτης, που ονομάζουμε ως επιστημονική και θεολογική προσέγγιση, επιχειρεί μια παρουσίαση της έως τώρα έρευνας όσον αφορά το υπό εξέταση ζήτημα υπό τον γενικό χαρακτηρισμό του βασιλέως ως ιερέως. Ο όρος βασιλεύς-ιερεύς χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από ερευνητές που ήθελαν να εξετάσουν την λειτουργία του αυτοκράτορα και των πολιτικών θεσμών στα εκκλησιαστικά ζητήματα και υπό την επικεφαλίδα αυτή προσπάθησαν να διεισδύσουν στην Βυζαντινή πραγματικότητα και να αποφανθούν για το πολύπλευρο αυτό ζήτημα. Περιοριστήκαμε στην βιβλιογραφία που είχε ως κύριο σκοπό της την παρουσίαση της πατερικής προσέγγισης επί του θέματος. Τέλος, καταγράφουμε τα συμπεράσματά μας για πλήθος θεμάτων στα οποία έδωσαν απάντηση τα κείμενα που εξετάσθηκαν όπως ο τρόπος λειτουργίας της εκκλησιαστικής αυθεντίας του αυτοκράτορος, η ιερατική λειτουργία του στην εκκλησία, η προσαρμοστικότητα της εκκλησίας στο ιστορικό γίγνεσθαι, ο θεοκρατικός χαρακτήρας της αυτοκρατορίας και το κριτήριο της αγιότητας. Συμπτωματικά, η μεθοδολογική αρχή μας να εξετάσουμε τα κείμενα που πληρούν το κριτήριο της αγιότητος αποδείχθηκε και εννοιολογικά ως το κριτήριο αποδοχής της εκκλησιαστικής αυθεντίας των δύο κορυφαίων οργάνων των δύο θεσμών. Η αγιότητα είναι αυτή που τελικά δίνει περιεχόμενο και εγκυρότητα τόσο στον αυτοκράτορα όσο και στη σύνοδο
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The issue regarding the relationship between State and Church constitutes a very significant and determinate factor affecting the formation of the Orthodox self-consciousness. Various approaches have been pronounced from time to time and the contemporary theological research has dealt with this subject extensively. My occupation with the literature-grammatology of the church Fathers leaded to the ascertainment that there is not a macroscopic research of the patristic writings, referred to the particular issue regarding the Greek Theology. There are corresponding researches in the foreign bibliography, nevertheless are old and represent different theological directions. Thus, I considered purposive to approach the issue of relations between state and Church through the research of the great Eastern Fathers of the 4th and 5th centuries. The current work is a theological-historic research and its goal is to study this relationship according to the historic, theological and social conditio ...
The issue regarding the relationship between State and Church constitutes a very significant and determinate factor affecting the formation of the Orthodox self-consciousness. Various approaches have been pronounced from time to time and the contemporary theological research has dealt with this subject extensively. My occupation with the literature-grammatology of the church Fathers leaded to the ascertainment that there is not a macroscopic research of the patristic writings, referred to the particular issue regarding the Greek Theology. There are corresponding researches in the foreign bibliography, nevertheless are old and represent different theological directions. Thus, I considered purposive to approach the issue of relations between state and Church through the research of the great Eastern Fathers of the 4th and 5th centuries. The current work is a theological-historic research and its goal is to study this relationship according to the historic, theological and social conditions of the searched period. Thus, I take under consideration all the creases of this season and I intend to present the patristic approach of this subject.The 4th and 5th centuries are an epoch in which Church crosses from a persecution’s period to its protection, happened by political authorities and especially bythe imperial principle. During this season, the Christianity’s foundations were set by the action of the ecumenical church teachers. Nevertheless, Byzantine Empire alsoformed its function’s principles. These two realities were joined, interacted and created the Byzantine culture. I am going to search this period historically, theologically andsocially drawing conclusion from the vivid scriptures of great Fathers.I consider helpful to begin with a synoptic survey regarding the operation of the Roman’s Empire during the primary three centuries. The first Chapter is introducingin order for the reader to be normally introduced in the issue and reveals the continuation of the classic Roman Empire to Byzantine. In the main part the research of particular writings follows. The classification was according to Emperors’ figures and after according to writing texts of church Fathers. In some cases it regards summoningof texts due to they were written the same period or present a united comprehension of the researched issue. The chosen methodology had as inviolable basis the researchof scriptures and the conclusion, drawn by their studying.Before studying the particular writings the consideration of the supportable bibliography was necessary aiming for me to approach those writings according to conditions of this epoch and the particular features of each Father.Then, the research pursued and an effort to record all the relevant references was attended regarding the searched theme. In that way, the relevant writings of saint Athanasius, Basil the Great, Gregory the Theologian, John Chrysostom and Cyril of Alexandria were researched. The research of the 4th, 5th, 6th and 7th Ecumenical councils follows.For more total enlightenment of the church contemporary conditions I add a chapter examining the approach of the church historians, who wrote works, related to this period. The next part attempts to present aspects of the investigation so far regarding king’s role as priest.I limited to bibliography aiming to present the patristic approach of the current issue and I passed over the in numerous books referring to this issue historically throughother paths of investigation and figures. Finally, concluding my research I attempt to form a model basing to the conclusion of this writing’s research exclusively and Icriticize the model, suggested by previous bibliography
περισσότερα