Περίληψη
Στόχος της παρούσας διατριβής είναι η διερεύνηση των διαφόρων πτυχών του είδους και της μορφής, της κυριότερης όψης της φύσεως του έμβιου όντος, όπως αυτές ξεδιπλώνονται στις αναλύσεις των βιολογικών πραγματειών «Περί ζώων μορίων» και «Περί ζώων γενέσεως», καθώς και στην πραγματεία «Περί ψυχής». Το Αριστοτελικό έμβιο ον προσεγγίζεται με δύο τρόπους: συγχρονικά, δηλαδή ως λειτουργικό όλον που οικοδομείται από συστήματα σωματικών μερών και έργων, και διαχρονικά, δηλαδή ως γιγνόμενον που αναπτύσσεται με προσανατολισμό την πλήρωση της μορφής του γονέα του, με τον οποίο είναι ένα ως προς το είδος. Στο πρώτο κεφάλαιο, διαπιστώνεται η συνεχής παρουσία των εννοιών της μορφής και του είδους στην αρχαία ελληνική σκέψη, ενώ παρουσιάζεται η Αριστοτελική πρόσληψη του τρόπου με τον οποίο οι προγενέστεροι φιλόσοφοι, με κυριότερο τον Εμπεδοκλή, προσέγγισαν τις δύο παραπάνω έννοιες. Η αμφίδρομη σχέση που αναπτύσσουν το είδος και η ύλη στο εσωτερικό του έμβιου όντος εξετάζεται στο δεύτερο κεφάλαιο, με ό ...
Στόχος της παρούσας διατριβής είναι η διερεύνηση των διαφόρων πτυχών του είδους και της μορφής, της κυριότερης όψης της φύσεως του έμβιου όντος, όπως αυτές ξεδιπλώνονται στις αναλύσεις των βιολογικών πραγματειών «Περί ζώων μορίων» και «Περί ζώων γενέσεως», καθώς και στην πραγματεία «Περί ψυχής». Το Αριστοτελικό έμβιο ον προσεγγίζεται με δύο τρόπους: συγχρονικά, δηλαδή ως λειτουργικό όλον που οικοδομείται από συστήματα σωματικών μερών και έργων, και διαχρονικά, δηλαδή ως γιγνόμενον που αναπτύσσεται με προσανατολισμό την πλήρωση της μορφής του γονέα του, με τον οποίο είναι ένα ως προς το είδος. Στο πρώτο κεφάλαιο, διαπιστώνεται η συνεχής παρουσία των εννοιών της μορφής και του είδους στην αρχαία ελληνική σκέψη, ενώ παρουσιάζεται η Αριστοτελική πρόσληψη του τρόπου με τον οποίο οι προγενέστεροι φιλόσοφοι, με κυριότερο τον Εμπεδοκλή, προσέγγισαν τις δύο παραπάνω έννοιες. Η αμφίδρομη σχέση που αναπτύσσουν το είδος και η ύλη στο εσωτερικό του έμβιου όντος εξετάζεται στο δεύτερο κεφάλαιο, με όχημα την πραγματεία «Περί ζώων μορίων». Οι τελεολογικές εξηγήσεις από τις οποίες βρίθει η τελευταία, αντανακλούν την παραπάνω σχέση, η οποία προσδιορίζεται από τις έννοιες του έργου (ή της πράξεως) και του τέλους: κατά κανόνα, το κάθε σωματικό μέρος ή όργανο λαμβάνει μια μορφή τέτοια, ώστε να μπορεί να εξυπηρετεί ένα συγκεκριμένο έργο, συμβάλλοντας εν τέλει στη λειτουργία του σώματος ολόκληρου. Καθώς η κατά τη μορφή φύση του ζώντος είναι η ψυχή του, στο τρίτο κεφάλαιο της εργασίας, πραγματοποιείται η εξέταση της ψυχής ως αιτίας της ζωής στα έμβια όντα. Ψυχή και (φυσικόν, οργανικόν) σώμα αποτελούν μια χωροχρονικά προσδιορισμένη ενότητα• μόνο μαζί, ως ταυτό και εν, φέρουν εις πέρας την πλήρη πράξη του ζην. Στο τέταρτο κεφάλαιο, με όχημα την πραγματεία «Περί ζώων γενέσεως», τα έμβια όντα προσεγγίζονται στην πορεία της γενέσεώς τους. Διακρίνονται δύο τρόποι γενέσεως: η φυσική και η αυτόματη. Εν αντιθέσει προς τη φυσική γένεση, η οποία διέπεται από την αρχή «όμοιος όμοιον γεννά» και χαρακτηρίζεται από τη διαδοχή γεννήτορα - σπέρματος - απογόνου, στην αυτόματη γένεση δεν απαντάται μιας τέτοια κυκλική πορεία του είδους. Στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο, το είδος προσεγγίζεται ως άτομον είδος, δηλαδή ως το έσχατο καθόλου της διαιρετικής διαδικασίας που προκύπτει από τον περαιτέρω προσδιορισμό του γένους και διαφέρει από τα συγγενή του άτομα είδη κατά τον λόγον. Παρουσιάζεται, σε αυτό το πλαίσιο, το σύγχρονο πρόβλημα του βιολογικού είδους (species problem), το οποίο συνδέεται με την ασυνεπή ταξινομική δραστηριότητα του Αριστοτέλη, και υποστηρίζεται ότι και στην Αριστοτελική βιολογία μπορεί να εντοπιστεί ένας αντίστοιχος προβληματισμός, ικανός να συμβάλει στη σύγχρονη συζήτηση. Αφορά, τόσο την πραγματικότητα και την επιστημική αξία της κατηγορίας του είδους, όσο και τη δυσκολία σαφούς και οριστικού διαχωρισμού ανάμεσα στα γένη/είδη ζώντων που μπορούν να καταταχθούν σε μια ιεραρχική κλίμακα (Scala Naturae).
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The aim of the present thesis is to investigate the various aspects of form (eidos and morphē), the most significant side of nature, as they are revealed through the Aristotelian analysis in the biological treatises “De Partibus Animalium” and “De Generatione Animalium”, as well as in the treatise “De Anima”. The living being is approached in two ways: synchronically, as a functional whole that is built from systems of bodily parts and functions, and diachronically, as a growing entity oriented to the fulfillment of the parental form. In the first chapter, the constant presence of the notions of morphē and eidos in the ancient Greek thought is noted, while it is also presented the Aristotelian understanding of the way the previous philosophers, mainly Empedocles, approached the two aforementioned notions. The relationship being developed between form and matter inside the living being is examined in the second chapter. As a vehicle for this examination is primarily used the treatise “D ...
The aim of the present thesis is to investigate the various aspects of form (eidos and morphē), the most significant side of nature, as they are revealed through the Aristotelian analysis in the biological treatises “De Partibus Animalium” and “De Generatione Animalium”, as well as in the treatise “De Anima”. The living being is approached in two ways: synchronically, as a functional whole that is built from systems of bodily parts and functions, and diachronically, as a growing entity oriented to the fulfillment of the parental form. In the first chapter, the constant presence of the notions of morphē and eidos in the ancient Greek thought is noted, while it is also presented the Aristotelian understanding of the way the previous philosophers, mainly Empedocles, approached the two aforementioned notions. The relationship being developed between form and matter inside the living being is examined in the second chapter. As a vehicle for this examination is primarily used the treatise “De Partibus Animalium”, which abounds with teleological explanations that reflect the close connection of form and matter; this connection is determined by the notions of function (or action) and end. For the most part, each bodily part or organ is formed in such a way, so that it can perform a specific function, contributing ultimately in the functioning of the whole body. As the formal nature of the living being is the soul, in the third chapter of the thesis, an examination of the soul as the cause of life in living beings is attempted. Soul and (natural, equipped with organs) body form a spatiotemporal unity; only by being tied and unified can carry out the full action of living. In the fourth chapter, the Aristotelian living beings are studied, via the text of “De Generatione Animalium”, in the course of their generation. Two kinds of generation are distinguished: natural and spontaneous. Unlike natural generation, which is governed by the principle “like begets like”, as the succession generator - semen - offspring depicts, spontaneous generation lacks such a circular course of form. In the fifth and final chapter, eidos is further approached as infima species, namely as the ultimate genus that results from the division process and is different in account from the other infimae species. In this context, the contemporary species problem is introduced and becomes associated with Aristotle’s inconsistent taxonomic activity. It is argued that one can identify a corresponding reflection in the Aristotelian biology, capable of contributing to the current discussion. More specifically, this contribution concerns the demonstration of reality and epistemic value of the species category, as well as the emphasis on the difficulties of drawing clear and definitive lines of demarcation between the genera/species of living beings, which can be ranked in a hierarchical scale (Scala Naturae).
περισσότερα