Περίληψη
Η παρούσα μελέτη επιχειρεί να προσφέρει μια νέα κατεύθυνση στη Θεωρία Κινηματογράφου, βασιζόμενη σε πρόσφατες ανακαλύψεις από τον χώρο της γνωσιακής ψυχολογίας και της οπτικής αντίληψης, με ειδικό βάρος στον ψηφιακό κινηματογράφο. H μελέτη συσχετίζει την συνθετική ψηφιακή εικόνα (Computer Generated Imagery – CGI) με διάφορες τεχνολογίες που έχουν κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί στον κινηματογράφο αλλά και στις συγγενικές με αυτόν τέχνες, δηλ. τη φωτογραφία και τη ζωγραφική, ενώ παράλληλα επισκέπτεται κριτικά διάφορες θεωρίες όπως τον φορμαλισμό και τον ρεαλισμό, υπό το πρίσμα της χρήσης που έχουν κάνει αυτών των τεχνολογιών. Παρουσιάζοντας μια κοινή γενεαλογία για το σύνολο του κινηματογραφικού έργου, υποστηρίζεται η ανάγκη για μια καθολική, σταθερότερη και περισσότερο αντικειμενική θεωρία που θα μπορεί να εφαρμοστεί σε όλα τα κινηματογραφικά κείμενα. H έρευνα βασίστηκε σε εφαρμογές της γνωσιακής θεωρίας στον κινηματογράφο, κυρίως στο έργο του Julian Hochberg και της Virginia Brooks. Στόχο ...
Η παρούσα μελέτη επιχειρεί να προσφέρει μια νέα κατεύθυνση στη Θεωρία Κινηματογράφου, βασιζόμενη σε πρόσφατες ανακαλύψεις από τον χώρο της γνωσιακής ψυχολογίας και της οπτικής αντίληψης, με ειδικό βάρος στον ψηφιακό κινηματογράφο. H μελέτη συσχετίζει την συνθετική ψηφιακή εικόνα (Computer Generated Imagery – CGI) με διάφορες τεχνολογίες που έχουν κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί στον κινηματογράφο αλλά και στις συγγενικές με αυτόν τέχνες, δηλ. τη φωτογραφία και τη ζωγραφική, ενώ παράλληλα επισκέπτεται κριτικά διάφορες θεωρίες όπως τον φορμαλισμό και τον ρεαλισμό, υπό το πρίσμα της χρήσης που έχουν κάνει αυτών των τεχνολογιών. Παρουσιάζοντας μια κοινή γενεαλογία για το σύνολο του κινηματογραφικού έργου, υποστηρίζεται η ανάγκη για μια καθολική, σταθερότερη και περισσότερο αντικειμενική θεωρία που θα μπορεί να εφαρμοστεί σε όλα τα κινηματογραφικά κείμενα. H έρευνα βασίστηκε σε εφαρμογές της γνωσιακής θεωρίας στον κινηματογράφο, κυρίως στο έργο του Julian Hochberg και της Virginia Brooks. Στόχος ήταν η εύρεση ενός πλαισίου απαλλαγμένου από την επιρροή τυχόν ιδεολογικών η φιλοσοφικών τάσεων που να περιορίζουν την δυνατότητα καθολικής εφαρμογής και αντικειμενικότητάς του. Η γνωσιακή θεωρία του Hochberg πάνω στην σχηματική χαρτογράφηση (schematic mapping) κρίθηκε ως η πλέον κατάλληλη για να εφαρμοστεί σε κοινά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης αντίληψης τα οποία βασίζονται πάνω στην φυσιολογία του ανθρώπινου οπτικού συστήματος, όσον αφορά στις λειτουργίες αλλά και τους περιορισμούς του. Βάσει αυτού του τελευταίου χαρακτηριστικού, η θεωρία αυτή είναι σε θέση να εφαρμοστεί και να εξηγήσει την πρόσληψη οποιουδήποτε κινηματογραφικού κειμένου, από απόλυτο ρεαλισμό μέχρι εξωπραγματική κατασκευή εικονικών κόσμων. Τα κινηματογραφικά κείμενα που επιλέχθηκαν ήταν ψηφιακά χολιγουντιανά blockbusters φαντασίας, καθώς αυτού του τύπου οι ταινίες παρουσιάζουν δύο συγκεριμένα χαρακτηριστικά: από τη μια πλευρά συμμορφώνονται με τους κανόνες της κλασικής γραμμικής αφήγησης η οποία δημιουργεί μια αίσθηση ρεαλισμού, ενώ από την άλλη ο ρεαλισμός τους αυτός είναι εξ ολοκλήρου αντίθετος με τους συνθετικούς κινηματογραφικούς κόσμους στους οποίους λαμβανουν χώρα. Το μοντέλο της σχηματικής χαρτογράφησης του Hochberg επεξηγεί με απόλυτα επαρκή τρόπο το γεγονός ότι η συνθετική κατασκευή ψηφιακών κόσμων είναι δυνατό να λειτουργήσει ρεαλιστικά ακριβώς επειδή βασίζεται στους ίδιους σχηματικούς χάρτες που μοιράζονται οι κινηματογραφικοί δημιουργοί, οι σχεδιαστές ψηφιακών κόσμων & εφφέ και οι θεατές της ταινίας, λόγω του γεγονότος ότι όλοι μοιράζονται την ίδια φυσιολογία οπτικού συστήματος, η οποία ορίζει και την ίδια οπτική εμπειρία του κόσμου. Η μελέτη διαχωρίζει μεταξύ της κινηματογραφικής ιστορίας και του κινηματογραφικού κόσμου, ως τα δύο μέρη που αποτελούν οποιοδήποτε κινηματογραφικό σύμπαν, και εφαρμόζει το θεωρητικό πλαίσιο του Hochberg, καθώς και άλλες θεωρίες αντίληψεις, σε δομικά στοιχεία της κινηματογραφικής εμπειρίας: σύνθεση & μοντάζ, κίνηση και αφήγηση. Το βασικό εύρημα είναι το γεγονός ότι η σχηματική χαρτογράφηση υπερκαλύπτει την ανάγκη για ένα πεδίο πάνω στο οποίο θα μπορεί να συντεθεί μια μελλοντική θεωρία κινηματογράφου, και αυτό για δύο λόγους: πρώτον, όλες οι υποθέσεις στηρίζονται από το γεγονός ότι το θεωρητικό μοντέλο είναι εφαρμόσιμο σε οποιοδήποτε αφηγηματικό κινηματογραφικό κείμενο. Και δεύτερον, το μοντέλο δεν είναι ασύμβατο με άλλες θεωρίες κινηματογράφου, παλαιότερες ή σύγχρονες, καθώς εφαρμόζεται στο επίπεδο της φυσιολογίας της ανθρώπινης όρασης, γεγονός που του παρέχει ένα ζητούμενο, επί του παρόντος, επίπεδο επιστημονικής αντικειμενικότητας.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The present study endeavors to provide a new direction for Cinema Theory, based on recent findings in the field of cognitive theory and visual perception, with a special focus on digital moviemaking. The study associates Computer Generated Imagery (CGI) with various technologies that have been used over the years in both cinema and in its kin arts, i.e. photography and painting, while at the same time it reviews major theories of cinema such as formalism and realism on the various uses that they made of such technologies. By establishing a common genealogy for the entire art of cinema, the study justifies the need for a more encompassing, stable and objective theory applicable to all cinematic texts. The research was based on applications of cognitive theory to cinema, mainly the work of Julian Hochberg and Virginia Brooks, in search for a framework that is relieved from the influence of any ideological or philosophical trend that might limit its universal applicability and objectivity ...
The present study endeavors to provide a new direction for Cinema Theory, based on recent findings in the field of cognitive theory and visual perception, with a special focus on digital moviemaking. The study associates Computer Generated Imagery (CGI) with various technologies that have been used over the years in both cinema and in its kin arts, i.e. photography and painting, while at the same time it reviews major theories of cinema such as formalism and realism on the various uses that they made of such technologies. By establishing a common genealogy for the entire art of cinema, the study justifies the need for a more encompassing, stable and objective theory applicable to all cinematic texts. The research was based on applications of cognitive theory to cinema, mainly the work of Julian Hochberg and Virginia Brooks, in search for a framework that is relieved from the influence of any ideological or philosophical trend that might limit its universal applicability and objectivity. Hochberg’s cognitive theory of schematic mapping was deemed to be the most appropriate one to address universalities of human perception that are based on the actual physiology of the human visual system, as regards both its function and its limitations; based on this feature, this theoretical framework is capable of explaining all encounters with any cinematic text, from realism to extreme worldmaking. The corpus of cinematic texts in the study comprises CGI fantasy blockbuster Hollywood movies, as they manifest two distinct features: on one hand, they abide to the rules of classical continuity which emanates a sense of realism, while posing the challenge of this realism being entirely contradicted by the synthetic cinematic universes in which these movies are set. Hochberg’s model of schematic mapping adequately explains that synthetic worldmaking is able to function realistically exactly because it is based on the schematic maps that both moviemakers, CGI designers, and spectators alike share, due to their physiologically common visual experience of the real world. The study distinguishes between the cinematic story and the cinematic world as the two constituent factors of any cinematic universe, and applies Hochberg’s framework as well as other theories of perception in key aspects of the cinematic experience, i.e. composition & montage, motion, and narrative. The main findings were that schematic mapping is more than a promising field on which to establish a cinema theory for the future, for two main reasons: first, all assumptions are verified in terms of the framework being applicable to any kind of narrative cinematic text; and second, the model is not incompatible to other theories of cinema, older or contemporary, as it operates on a physiological level of human vision, thus providing a scientific objectivity that literature on this art is in need of.
περισσότερα