Περίληψη
Σκοπός αυτής της διατριβής είναι η προσπάθεια εντοπισμού και ανάδειξης των επιδράσεων που άσκησε η κοινωνική φιλοσοφική θεωρία του Habermas στη διαμόρφωση και, περαιτέρω, εξέλιξη της κριτικής παιδαγωγικής επιστήμης. Η βασική θέση που διατρέχει την εργασία αυτή είναι ότι η θεωρία της κριτικής παιδαγωγικής επιστήμης διαμορφώνεται σε μεθοδολογικό και εννοιολογικό επίπεδο, ακολουθώντας τις αντίστοιχες επιλογές του χαμπερμασιανού έργου, του οποίου η θεματική διαφοροποιείται αισθητά από τη δεκαετία του ’60 έως και τη δεκαετία του ’80. Για το λόγο αυτό προκρίνεται η παρουσίαση της θεματικής του χαμπερμασιανού έργου με στόχο την αξιοποίηση ακριβώς των στοιχείων που θα επιτρέψουν τη διακρίβωση της συνάφειας της με τη θεματική της κριτικής παιδαγωγικής. Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η απόπειρα του Habermas να θεμελιώσει την κριτική κοινωνική θεωρία ως μια θεωρία της ορθολογικότητας και ως γνωσιοθεωρία. Για να μπορέσει η κριτική θεωρία να διατυπώσει μια ευρεία έννοια της ορθολογικότητας πρ ...
Σκοπός αυτής της διατριβής είναι η προσπάθεια εντοπισμού και ανάδειξης των επιδράσεων που άσκησε η κοινωνική φιλοσοφική θεωρία του Habermas στη διαμόρφωση και, περαιτέρω, εξέλιξη της κριτικής παιδαγωγικής επιστήμης. Η βασική θέση που διατρέχει την εργασία αυτή είναι ότι η θεωρία της κριτικής παιδαγωγικής επιστήμης διαμορφώνεται σε μεθοδολογικό και εννοιολογικό επίπεδο, ακολουθώντας τις αντίστοιχες επιλογές του χαμπερμασιανού έργου, του οποίου η θεματική διαφοροποιείται αισθητά από τη δεκαετία του ’60 έως και τη δεκαετία του ’80. Για το λόγο αυτό προκρίνεται η παρουσίαση της θεματικής του χαμπερμασιανού έργου με στόχο την αξιοποίηση ακριβώς των στοιχείων που θα επιτρέψουν τη διακρίβωση της συνάφειας της με τη θεματική της κριτικής παιδαγωγικής. Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η απόπειρα του Habermas να θεμελιώσει την κριτική κοινωνική θεωρία ως μια θεωρία της ορθολογικότητας και ως γνωσιοθεωρία. Για να μπορέσει η κριτική θεωρία να διατυπώσει μια ευρεία έννοια της ορθολογικότητας πρέπει να επαναδιαπραγματευτεί το ζήτημα των σχέσεων θεωρίας και πράξης, ώστε να δώσει μια νέα ερμηνεία της κοινωνικής πράξης η οποία πάντοτε αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς της. Επομένως η κριτική θεωρία, ως θεωρία της ορθολογικότητας, που διέπει τη σύγχρονη υστεροκαπιταλιστική κοινωνία συνδέεται άρρηκτα με μια νέα θεωρία του κοινωνικού “πράττειν”, το οποίο, πλέον, γίνεται κατανοητό σε δύο επίπεδα: ως εμπρόθετη ορθολογική δράση και ως επικοινωνιακή δράση. Αυτά τα δύο είδη του κοινωνικού “πράττειν” κυριαρχούν αντίστοιχα σε δύο, διακριτές κοινωνικές σφαίρες, στο σύστημα και στο βιόκοσμο, επιδρώντας καθοριστικά στο πλαίσιο της συνολικότερης κοινωνικής εξέλιξης. Η βαρύτητα των δύο “μορφών” του κοινωνικού “πράττειν” διαφαίνεται και στο επίπεδο της γνωσιοθεωρίας του Habermas. Σ’ αυτό, βέβαια, το κοινωνικό “πράττειν” παρουσιάζεται σε συνάφεια με την ύπαρξη των τριών γνωστικών ενδιαφερόντων, του τεχνικού, του πρακτικού και του χειραφετητικού, τα οποία καθορίζουν την πορεία εξέλιξης του “ανθρώπινου είδους”. Ο Habermas θα αναγνωρίσει την πρωταρχικότητα του χειραφετητικού ενδιαφέροντος και θα το θεωρήσει ως “κριτήριο” της κριτικής κοινωνικής θεωρίας. Αυτό όμως, στη συνέχεια, θα το συνδέσει με τη διερεύνηση του κανονιστικού πλαισίου το οποίο πρέπει να “κατευθύνει” την επικοινωνιακή δράση. Στο δεύτερο κεφάλαιο, πριν παρουσιαστεί η “καθολική-πραγματολογική” θεμελίωση της επικοινωνιακής δράσης, αναλύονται οι δύο βασικές “παράμετροι” της: η διυποκειμενικότητα και η γλώσσα. Ο Habermas, επισημαίνοντας αυτές τις ορίζουσες της επικοινωνιακής δράσης, θα δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στη γλωσσική “υποδομή” της, την οποία θα καταστήσει αντικείμενο της έρευνάς της. Μέσω της ανάλυσης των ομιλιακών πράξεων που συγκροτούν το “περιεχόμενό” της επικοινωνιακής δράσης, οδηγείται σε μια “κανονιστική” θεώρησή της, η οποία αποτελεί απόδειξη της “κανονιστικής-ιδεαλιστικής” τροπής της κριτικής θεωρίας, καθότι οι αναλύσεις της κινούνται σε ένα “οιονεί” υπερβατολογικό πλαίσιο, σαφώς αποσυνδεδεμένο από κοινωνικοιστορικές ορίζουσες. Στο τρίτο κεφάλαιο, συνδέοντας τη διαμόρφωση της επικοινωνίας αποκλειστικά με τον κοινωνικό βιόκοσμο, θα ανατρέξει στην “παραδοσιακή” φιλοσοφία για να αναδείξει το επικοινωνιακό στοιχείο του κοινωνικού “πράττειν”.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Ziel dieser Abhandlung ist der Versuch, die Einflusse zu entdecken und aufzuzeigen, welche die sozialphilosophische Theorie von Habermas bei der Herausbildung und Weiterentwicklung der kritischen Erziehungswissenschaft ausgeubt hat. Die Grundthese, die sich durch diese Arbeit zieht, ist, dass die Theorie der kritischen Erziehungswissenschaft auf methodologischer und begrifflicher Ebene herausgebildet wird, indem sie den entsprechenden Entscheidungen im Habermasschen Werk folgt, dessen Thematik sich seit den 60ziger Jahren bis zu den 80zigern merklich verandert. Aus diesem Grund wird die Prasentation der Thematik des Habermasschen Werks mit dem Ziel vorgezogen, genau die Elemente auszunutzen, welche die Feststellung ihres Zusammenhanges mit dem Themenkreis der kritischen Erziehungswissenschaft erlauben. Im ersten Kapitel wird der Versuch von Habermas vorgestellt, die kritische Sozialtheorie als eine Theorie der Rationalitat und als Erkenntnistheorie zu begrunden. Damit die kritische The ...
Ziel dieser Abhandlung ist der Versuch, die Einflusse zu entdecken und aufzuzeigen, welche die sozialphilosophische Theorie von Habermas bei der Herausbildung und Weiterentwicklung der kritischen Erziehungswissenschaft ausgeubt hat. Die Grundthese, die sich durch diese Arbeit zieht, ist, dass die Theorie der kritischen Erziehungswissenschaft auf methodologischer und begrifflicher Ebene herausgebildet wird, indem sie den entsprechenden Entscheidungen im Habermasschen Werk folgt, dessen Thematik sich seit den 60ziger Jahren bis zu den 80zigern merklich verandert. Aus diesem Grund wird die Prasentation der Thematik des Habermasschen Werks mit dem Ziel vorgezogen, genau die Elemente auszunutzen, welche die Feststellung ihres Zusammenhanges mit dem Themenkreis der kritischen Erziehungswissenschaft erlauben. Im ersten Kapitel wird der Versuch von Habermas vorgestellt, die kritische Sozialtheorie als eine Theorie der Rationalitat und als Erkenntnistheorie zu begrunden. Damit die kritische Theorie einen breiten Begriff der Rationalitat formulieren kann, muss die Frage nach dem Verhaltnis von Theorie und Praxis neu diskutiert werden, um eine neue Interpretation der sozialen Praxis zu geben, die immer ihren festen Bezugspunkt bildet. Demzufolge ist die kritische Theorie als Theorie der Rationalitat, welche die moderne spatkapitalistische Gesellschaft leitet, unverbruchlich mit einer neuen Theorie des sozialen “Handelns” verbunden, das nunmehr auf zwei Ebenen verstanden wird: als zweckrationales Handeln und als kommunikatives Handeln. Diese beiden sozialen Handelsweisen beherrschen jeweils zwei verschiedene soziale Spharen, das System und die Lebenswelt, und wirken entscheidend im Rahmen der umfassenderen sozialen Entwicklung. Das Gewicht der beiden “Typen” des sozialen Handelns ist auch auf der Ebene der Erkenntnistheorie von Habermas sichtbar. In diesem sozialen “Handeln” werden sie freilich im Zusammenhang mit der Existenz der drei Erkenntnisinteressen, dem technischen, dem praktischen und dem emanzipatorischen vorgestellt, welche den Bildungsprozess der “Menschengattung” bestimmen. Habermas erkennt die Prioritat des emanzipatorischen Interesses an und betrachtet es als “Kriterium” fur die kritische Gesellschaftstheorie. In der Folge verknupft er es jedoch mit der Erforschung des normativen Rahmens, der das kommunikative Handeln “lenken” muss. Im zweiten Kapitel, bevor die “universalpragmatische” Begrundung des kommunikativen Handelns prasentiert wird, werden seine beiden “Hauptparameter” analysiert: die Intersubjektivitat und die Sprache. Habermas weist auf diese das kommunikative Handeln bestimmenden Faktoren hin und legt besonderes Gewicht auf dessen sprachlichen “Unterbau”, den er zum Gegenstand seiner Erforschung macht. Durch die Analyse der Sprechhandlungen, welche den “Inhalt” des kommunikativen Handelns bilden, wird er zu dessen „normativer“ Betrachtung gefuhrt, die einen Hinweis auf die “normativ-idealistische” Wende der kritischen Theorie darstellt, weil sich seine Analysen in einem “quasi transzendentalen” Rahmen bewegen, eindeutig abgetrennt von sozialhistorischen Faktoren. Im dritten Kapitel wird die Ausbildung der Kommunikation ausschlie?lich mit der sozialen Lebenswelt aufgezeigt. Dies wird auf die “traditionelle” Philosophie zuruckgefuhrt, um somit die kommunikative Komponente des sozialen Handelns hervorzuheben. Diese neue Version der kritischen kommunikativen Theorie wird auch bei der „Therapie“ der Sozialpathologien der modernen Gesellschaft angewendet. Im dritten Kapitel kehrt Habermas zur fruhen Unterscheidung des sozialen “Handelns” in die zwei entsprechenden Spharen des Systems und der Lebenswelt zuruck, in denen das zweckrationale Handeln bzw. das kommunikative Handeln vorherrschen, und prasentiert ein Interpretationsmodell fur die Bewertung der sozialen Entwicklung und der sozialen Rationalisierung. Danach wird die soziale “Pathogenie” einer “anarchischen” und unkontrollierten Einflussvergro?erung der Systemmechanismen der Gesellschaft zugeschrieben, welche die lebensweltliche Sphare “kolonisieren”, sie schwachen und jede Spur von kommunikativem Rationalitat verdrangen.
περισσότερα