Περίληψη
H εραλδική τέχνη στην ιστορική της διαδρομή συμπορεύτηκε με την καλλιτεχνική και την ευρύτερη αισθητικά συμβολοποιημένη αποτύπωση της πολιτισμικής ταυτότητας ατόμων, οικογενειών, οίκων, ταγμάτων, περιοχών. Η ιδιαίτερη παρουσία των αγίων μορφών στην εραλδική δημιουργία κατέχει ξεχωριστό ενδιαφέρον και δεσπόζει σημασιολογικά και επικοινωνιακά στην οικοσημολογική αντιπροσώπευση, καθιστώντας αυτή τη θεματική ένα μη γεωδαιτημένο ερευνητικό πεδίο με πλούσια ευρήματα για τον μελετητή. Αυτό το ερευνητικό κενό καλύπτει η παρούσα διδακτορική διατριβή, η οποία προσπέλασε εξαντλητικά τα πολεόσημα και τα τοπόσημα όλων των πόλεων, οικισμών, δήμων της Γερμανίας, τα οποία φιλοξενούν τη μορφή της Παναγίας. Θεωρητική βάση του παρόντος πονήματος αποτέλεσε η κατανόηση του επιστημονικού πεδίου της Εραλδικής – Οικοσημολογικής Επιστήμης· ενός σημαντικού ερευνητικού κλάδου της Ιστορίας, ο οποίος στις περισσότερες χώρες του εξωτερικού κατέχει περίοπτη ακαδημαϊκή θέση σε αντιδιαστολή προς την ελληνική πραγματικ ...
H εραλδική τέχνη στην ιστορική της διαδρομή συμπορεύτηκε με την καλλιτεχνική και την ευρύτερη αισθητικά συμβολοποιημένη αποτύπωση της πολιτισμικής ταυτότητας ατόμων, οικογενειών, οίκων, ταγμάτων, περιοχών. Η ιδιαίτερη παρουσία των αγίων μορφών στην εραλδική δημιουργία κατέχει ξεχωριστό ενδιαφέρον και δεσπόζει σημασιολογικά και επικοινωνιακά στην οικοσημολογική αντιπροσώπευση, καθιστώντας αυτή τη θεματική ένα μη γεωδαιτημένο ερευνητικό πεδίο με πλούσια ευρήματα για τον μελετητή. Αυτό το ερευνητικό κενό καλύπτει η παρούσα διδακτορική διατριβή, η οποία προσπέλασε εξαντλητικά τα πολεόσημα και τα τοπόσημα όλων των πόλεων, οικισμών, δήμων της Γερμανίας, τα οποία φιλοξενούν τη μορφή της Παναγίας. Θεωρητική βάση του παρόντος πονήματος αποτέλεσε η κατανόηση του επιστημονικού πεδίου της Εραλδικής – Οικοσημολογικής Επιστήμης· ενός σημαντικού ερευνητικού κλάδου της Ιστορίας, ο οποίος στις περισσότερες χώρες του εξωτερικού κατέχει περίοπτη ακαδημαϊκή θέση σε αντιδιαστολή προς την ελληνική πραγματικότητα, όπου παραμένει γνωστικά και ερευνητικά αγεωγράφητος, αν όχι άγνωστος, έως σήμερα. Ως εκ τούτου, στο θεωρητικό μέρος της παρούσας διατριβής θεωρήθηκε εκ των ων ουκ άνευ η παρουσίαση της Εραλδικής στο ιστορικό πλαίσιο της εννέα αιώνων εξέλιξής της, άμα τη γενέσει της στα πολεμικά θέατρα ως εμβληματικό στοιχείο αναγνώρισης φιλικών και πολέμιων δυνάμεων έως τον συσχετισμό της με την πρώτη σταυροφορία και, παράλληλα, την αδιάσπαστη συνύφανσή της με τη χριστιανική πίστη και την ευρωπαϊκή παράδοση. Στο προαναφερθέν πλαίσιο, εξετάστηκε η πορεία των οικοσημολογικών συμβόλων από τα πεδία των μαχών του Μεσαίωνα στις πρώτες έγγραφες αποτυπώσεις και τη συγκρότηση των πρώτων εραλδικών αρχείων, με ιδιαίτερη μνεία στους ξεχωριστούς εκείνους ανθρώπους οι οποίοι ανέλαβαν το σημαίνον έργο της καταγραφής, αποτύπωσης και συνακόλουθα της διατήρησης των εραλδικών αρχείων. Παρουσιάστηκαν στη συνέχεια, διεξοδικά οι έννοιες του θυρεού και του οικοσήμου, λόγω της συχνής σύγχυσης που προκαλούν στους μελετητές του είδους και διασαφηνίστηκαν τα χαρακτηριστικά εκείνα στοιχεία που οριοθετούν τη διακριτότητά τους. Ακολούθησε εκτενής αποτύπωση της ιδιότυπης γλώσσας και ορολογίας που χρησιμοποιεί η Εραλδική Επιστήμη προκειμένου να περιγράψει την τοποθέτηση των συμβόλων επάνω στο εραλδικό πεδίο, ενώ έγινε ιδιαίτερη αναφορά στα ξεχωριστά χαρακτηριστικά του γυναικείου οικόσημου και στη μορφολογική διαφοροποίησή του από το ανδρικό. Ο ειδικός τομέας της Εκκλησιαστικής Εραλδικής αποτέλεσε περιεχόμενο ξεχωριστού κεφαλαίου, στο οποίο πραγματοποιήθηκε ενδελεχής ανάλυση στον τρόπο με τον οποίο η Εραλδική διαμορφώθηκε στη δυτική Ευρώπη με τους κανόνες της χριστιανικής πίστης: στην Εκκλησιαστική Εραλδική κάθε στοιχείο που παραπέμπει σε μία στρατιωτικού ύφους διάσταση απουσιάζει. Στο εν λόγω κεφάλαιο προσεγγίστηκαν σύμβολα όπως η Τιάρα, η αρχιεπισκοπική μίτρα, οι εκκλησιαστικοί πίλοι, αλλά και επιπρόσθετα χαρακτηριστικά στοιχεία της Εκκλησιαστικής Εραλδικής, όπως ο σταυρός, η ποιμαντική ράβδος και το ωμοφόριο, καθώς και τα εκκλησιαστικά στοιχεία που απαρτίζουν τα παπικά οικόσημα, όπως αυτά διαμορφώθηκαν ανά τους αιώνες. Επί του ερευνητικού, συγκεκριμένα, αντικειμένου της παρούσας διατριβής, ήτοι του αντικειμένου της Πολιτειακής Εραλδικής, οι απαρχές της δύνανται να τοποθετηθούν στον δωδέκατο και τον δέκατο τρίτο αιώνα, περίοδο κατά την οποία θυρεοί και οικόσημα αρχίζουν σταδιακά να κατακλύζουν πόλεις και οικισμούς ως επίσημα εμβλήματα περιοχών. Οι νεοσύστατες πόλεις του Μεσαίωνα ενσωμάτωσαν στα τοπικά εμβλήματά τους σύμβολα και εικόνες, τα οποία δανείστηκαν τόσο από την Εκκλησία όσο και από τους τοπικούς φεουδάρχες, παρουσιάζοντας ένα εύρωστο θεματολογικό σύνολο, μέσα στο οποίο οι εικαστικές απεικονίσεις αγίων μορφών και συμβόλων της χριστιανικής πίστης και παράδοσης αποτελούν ένα ξεχωριστό και θεμελιώδες κεφάλαιο. Κρίθηκε, εν προκειμένω, αναγκαίο να γίνει ειδική αναφορά στην περίπτωση του θυρεού της Ιερουσαλήμ, της μητέρας όλων των χριστιανικών πόλεων. Στο πλαίσιο της Πολιτειακής Εραλδικής, η απεικόνιση της Υπεραγίας Θεοτόκου εντοπίστηκε να αποτελεί μία θεματική εξέχοντος ενδιαφέροντος θρησκευτικού, καλλιτεχνικού και ιστορικού· μία θεματική η οποία δεν έχει ποτέ ερευνηθεί στο παρελθόν και την οποία το παρόν πόνημα φιλοδόξησε να ερευνήσει με αναλυτική εμβρίθεια. Κατά τη διεξαγωγή της παρούσας έρευνας, η διεξοδική αναζήτηση από τις επίσημες αρχειακές βάσεις των γερμανικών κρατιδίων έφερε στο φως εξήντα εννέα γερμανικά πολεόσημα και τοπόσημα, στα οποία η Παναγία παρουσιάζεται, κατά βάση, με το θείο βρέφος, αλλά και μόνη της, ενώ σε ελάχιστες περιπτώσεις απεικονίζεται μαζί με τη μητέρα της, την Αγία Άννα, την Αγία Αικατερίνη και τον Άγιο Βίτο. Τα εν λόγω πολεόσημα και τοπόσημα παρουσιάστηκαν με επιμελώς λεπτομερειακή περιγραφή με όρους της Οικοσημολογικής Επιστήμης. Η αποτύπωση της Παναγίας βρέθηκε να βασίζεται ως επί το πλείστον σε παλαιότερες σφραγίδες πόλεων ή σε υφιστάμενα θαυματουργά αγάλματα και, συχνά, να συνοδεύεται με τα εμβλήματα του εκάστοτε φεουδάρχη της περιοχής καθώς και με ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά στοιχεία. Η εραλδική αισθητοποίηση της Παναγίας υπογραμμίστηκε στην ιστορική της αξία, καθώς έρχεται, πολλές φορές, να συμπληρώσει ή να αποκαταστήσει απολεσθέντα στοιχεία έργων, αγαλμάτων και λοιπών ιστορικών πληροφοριών. Το ερευνητικό επιστέγασμα περί της μοναδικότητας εκάστου του πολεοσήμου - τοποσήμου ως προς την αναπαράσταση της Παναγίας καθώς και περί των συναισθημάτων τιμής και περηφάνιας των κατοίκων των εν λόγω περιοχών συμπληρώνει και ολοκληρώνει το βάρος της αξίας του, δικαιώνοντας τον υποφαινόμενο ερευνητή και καλώντας τους μελλοντικούς σε μία εύκαρπη αντίστοιχη μελέτη.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Heraldic art, throughout its historical journey, has paralleled the artistic and broader aesthetic-symbolic representation of the cultural identity of individuals, families, houses, orders, and regions. The distinct presence of saintly figures in heraldic creation holds particular interest, occupying a prominent semantic and communicative position in heraldic representation, making this theme an unexplored field of research with rich findings for the scholar. This research gap is addressed by the present doctoral dissertation, which exhaustively examined the coats of arms and landmarks of all cities, settlements, and municipalities of Germany that feature the image of the Virgin Mary. The theoretical background of this study was the understanding of the scientific field of Heraldry – the Science of Coats of Arms – an important research branch of History, which in most foreign countries holds a prominent academic position. This contrasts with the Greek reality, where it remains intellec ...
Heraldic art, throughout its historical journey, has paralleled the artistic and broader aesthetic-symbolic representation of the cultural identity of individuals, families, houses, orders, and regions. The distinct presence of saintly figures in heraldic creation holds particular interest, occupying a prominent semantic and communicative position in heraldic representation, making this theme an unexplored field of research with rich findings for the scholar. This research gap is addressed by the present doctoral dissertation, which exhaustively examined the coats of arms and landmarks of all cities, settlements, and municipalities of Germany that feature the image of the Virgin Mary. The theoretical background of this study was the understanding of the scientific field of Heraldry – the Science of Coats of Arms – an important research branch of History, which in most foreign countries holds a prominent academic position. This contrasts with the Greek reality, where it remains intellectually and academically uncharted, if not entirely unknown, to this day. Consequently, the theoretical section of this dissertation deemed it essential to present Heraldry within the historical framework of its nine centuries of evolution, from its origins on the battlefields as an emblematic element for recognizing allies and foes, to its association with the First Crusade and its inseparable intertwining with Christian faith and European tradition. In the aforementioned context, the evolution of heraldic symbols was examined, from their origins on medieval battlefields to their first written representations and the establishment of the earliest heraldic records. Special mention was made of those exceptional individuals who undertook the significant task of recording, depicting, and consequently preserving heraldic archives. Subsequently, the concepts of the coat of arms and heraldic emblem were thoroughly presented, as they often cause confusion among researchers in the field. The distinct characteristics that define their uniqueness were clarified. An extensive discussion followed on the peculiar language and terminology employed by the Science of Heraldry to describe the placement of symbols on the heraldic field. Special attention was given to the unique features of the female coat of arms and its morphological differences from the male counterpart. A dedicated chapter focused on the specific field of Ecclesiastical Heraldry, providing an in-depth analysis of how Heraldry developed in Western Europe under the rules of Christian faith. In Ecclesiastical Heraldry, any element referencing a military dimension is absent. This chapter explored symbols such as the Tiara, the archiepiscopal mitre, ecclesiastical hats, and additional elements specific to Ecclesiastical Heraldry, such as the cross, pastoral staff, and pallium, as well as the ecclesiastical components comprising papal coats of arms, as they evolved over centuries. Concerning the specific subject of this dissertation, namely Civic Heraldry, its origins can be traced to the twelfth and thirteenth centuries, a period during which coats of arms and emblems gradually began to proliferate in cities and settlements as official regional insignia. The newly established medieval cities incorporated symbols and images into their local emblems, borrowing from both the Church and local feudal lords. This resulted in a robust thematic collection, within which artistic depictions of saintly figures and symbols of Christian faith and tradition form a distinct and fundamental chapter. Particular reference was made to the coat of arms of Jerusalem, considered the mother of all Christian cities. Within Civic Heraldry, the depiction of the Virgin Mary emerged as a theme of exceptional religious, artistic, and historical interest—a theme that had never been researched before and which this work aimed to explore with detailed rigor. During the course of this research, an exhaustive search through the official archival databases of the German states brought to light 69 German civic coats of arms and landmarks featuring the Virgin Mary. In most cases, she is depicted with the Divine Child, but occasionally she appears alone or, in rare cases, accompanied by her mother, Saint Anne, Saint Catherine, or Saint Vitus. These coats of arms and landmarks were presented with meticulously detailed descriptions using the terminology of the Science of Heraldry. The depiction of the Virgin Mary was found to be largely based on older city seals or existing miraculous statues and often accompanied by the emblems of the region's feudal lord as well as distinctive local elements. The heraldic visualization of the Virgin Mary was emphasized for its historical value, as it often supplements or restores lost elements of works, statues, and other historical information. The research culmination regarding the uniqueness of each coat of arms or landmark in representing the Virgin Mary, as well as the sentiments of honor and pride among the residents of these regions, underscores its significance. This justifies the researcher's efforts and invites future scholars to pursue similarly fruitful studies.
περισσότερα