Περίληψη
Στο Άγιον Όρος, τα κωδωνοστάσια εμφανίστηκαν από τον 11ο αιώνα, αλλά άργησαν να υιοθετηθούν από το σύνολο των μονών. Ωστόσο, η ανέγερση ψηλών οικοδομημάτων για την στέγαση των σημάντρων και των καμπανών φαίνεται πως υπήρξε δημοφιλής στο Άγιον Όρος. Από την άλλη, πολύ σύντομα οι ιστορικές και οικονομικές συνθήκες δεν επέτρεπαν την ανέγερση υψηλών προθέσεων κτηρίων. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και στα χρόνια της οικονομικής δυσπραγίας στο Άγιον Όρος τον 17ο και 18ο αιώνα, δεν έπαψαν οι ανεγέρσεις, προσθήκες ή επισκευές κωδωνοστασίων. Χρονολογικά, τα αγιορειτικά κωδωνοστάσια αρχίζουν και τελειώνουν στη μονή Μεγίστης Λαύρας. Στη μονή αυτή ανεγείρεται το πρώτο κωδωνοστάσιο του Αγίου Όρους το 1060 και κατασκευάζεται το τελευταίο το 1915. Στους οκτώμισυ αιώνες που μεσολαβούν κτίζονται δεκάδες άλλα στη χερσόνησο του Αγίου Όρους. Από τη βυζαντινή περίοδο σώζονται μόνο δύο κωδωνοστάσια. Η Οθωμανική κατάκτηση θέτει νέα δεδομένα για την Αθωνική Πολιτεία, σύντομα, ωστόσο, ανεγείρονται νέα κωδωνοστάσια. Γι ...
Στο Άγιον Όρος, τα κωδωνοστάσια εμφανίστηκαν από τον 11ο αιώνα, αλλά άργησαν να υιοθετηθούν από το σύνολο των μονών. Ωστόσο, η ανέγερση ψηλών οικοδομημάτων για την στέγαση των σημάντρων και των καμπανών φαίνεται πως υπήρξε δημοφιλής στο Άγιον Όρος. Από την άλλη, πολύ σύντομα οι ιστορικές και οικονομικές συνθήκες δεν επέτρεπαν την ανέγερση υψηλών προθέσεων κτηρίων. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και στα χρόνια της οικονομικής δυσπραγίας στο Άγιον Όρος τον 17ο και 18ο αιώνα, δεν έπαψαν οι ανεγέρσεις, προσθήκες ή επισκευές κωδωνοστασίων. Χρονολογικά, τα αγιορειτικά κωδωνοστάσια αρχίζουν και τελειώνουν στη μονή Μεγίστης Λαύρας. Στη μονή αυτή ανεγείρεται το πρώτο κωδωνοστάσιο του Αγίου Όρους το 1060 και κατασκευάζεται το τελευταίο το 1915. Στους οκτώμισυ αιώνες που μεσολαβούν κτίζονται δεκάδες άλλα στη χερσόνησο του Αγίου Όρους. Από τη βυζαντινή περίοδο σώζονται μόνο δύο κωδωνοστάσια. Η Οθωμανική κατάκτηση θέτει νέα δεδομένα για την Αθωνική Πολιτεία, σύντομα, ωστόσο, ανεγείρονται νέα κωδωνοστάσια. Για τους επόμενους δύο αιώνες, η μοναστική πολιτεία επιβιώνει σε συνθήκες ένδειας. Παραδόξως, στους αιώνες αυτούς κτίζονται τα περισσότερα κωδωνοστάσια της χερσονήσου. Η βελτίωση των οικονομικών συνθηκών από το τέλος του 18ου αιώνα αντικατοπτρίζεται και στην ανέγερση νέων κωδωνοστασιών στον Άγιον Όρος. Η θέση κατασκευής του κωδωνοστασίου σε κάθε μονή έχει άμεση σχέση με τον διαθέσιμο χώρο. Έτσι, μονές με εκτεταμένο περίβολο επιλέγουν τα ελεύθερα κτήρια. Στις περισσότερες περιπτώσεις όμως, τα κωδωνοστάσια προσαρτώνται σε άλλα, μεγαλύτερα κτήρια. Συγκεκριμένα, κωδωνοστάσια προσαρτώνται σε τρεις κατηγορίες κτηρίων. Αυτά μπορούν να είναι τα καθολικά, οι τράπεζες ή οι πτέρυγες κατοικίας. Ποικιλία που εξαρτάται από τις ανάγκες των μονών απαντά και στις επιπλέον χρήσεις που στεγάζονται στα κωδωνοστάσια. Η πιο κοντινή είναι αυτή του ωρολογίου της μονής, καθώς πρόκειται επίσης για μία λειτουργία σήμανσης. Κάποια από τα κωδωνοστάσια φιλοξενούν κελιά μοναχών. Πάντως, η πιο συνηθισμένη χρήση που απαντά στους χώρους των κωδωνοστασίων είναι αυτή των αποθηκών. Σε περιπτώσεις κωδωνοστασίων μεγάλης επιφάνειας στους χώρους τους φιλοξενούνται και εργαστήρια. Τέλος, στους χώρους του κωδωνοστασίου εντάσσονται και παρεκκλήσια. Φυσικά, στα κωδωνοστάσια βρήκε έκφραση και η φιλόκαλη διάθεση των κατασκευαστών και των χρηστών. Ο διάκοσμος μπορεί να διακριθεί σε γλυπτό, κεραμικό, γραπτό και μεταλλικό. Ο γλυπτός διάκοσμος αποτελείται είτε από έργα που κατασκευάστηκαν για να τοποθετηθούν στα κωδωνοστάσια, είτε από έργα σε δεύτερη χρήση. Ο κεραμικός διάκοσμος, αντίθετα, όπως είναι φυσικό, κατασκευάζεται μαζί με τα κτήρια. Ιδιαίτερη κατηγορία κεραμικού διακόσμου αποτελούν τα εντοιχισμένα στις όψεις πήλινα αγγεία και πλακίδια. Δεν λείπει και ο γραπτός διάκοσμος που, εκτεθειμένος στα στοιχεία της φύσης, καταστρέφεται εύκολα. Τέλος, στη μονή Μεγίστης Λαύρας εμφανίζεται η μοναδική περίπτωση μεταλλικού έργου, με τον επείσακτο ισλαμικό ορειχάλκινο πετεινό του 10ου ή 11ου αιώνα. Κοινός τόπος, φυσικά, είναι οι μεταλλικοί σταυροί στις κορυφές των στεγών. Από τον εξοπλισμό των κωδωνοστασίων, πιο επιρρεπείς στη φθορά είναι οι καμπάνες. Ωστόσο, έχουν σωθεί αρκετές, με τις παλαιότερες να χρονολογούνται στον 17ο αιώνα. Αυτές δίνουν στοιχεία τόσο για τις σχέσεις των μονών με τα άλλα χριστιανικά έθνη, απ’ όπου τις προμηθεύονταν, όσο και για συνεργεία Ελλήνων κωδωνοποιών που έδρασαν εντός της χερσονήσου.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Bell towers appeared on Mount Athos in the 11th century but were not adopted at once. However, the erection of tall buildings to house the semantra and bells finally seems to have gained popularity on Mount Athos. On the other hand, very soon historical and economic conditions did not allow the erection of monumental buildings. Nevertheless, even during the years of economic hardship on Mount Athos in the 17th and 18th centuries, the erection, addition, or repair of bell towers did not cease. Chronologically, Athonite bell towers begin and end at the monastery of Megistis Lavras. The first bell tower of Mount Athos was built in this monastery in 1060 and the last was constructed in 1915. In the intervening centuries, dozens more were built. From the Byzantine period, only two are preserved. The Ottoman conquest set new standards, but soon new bell towers were built. For the next two centuries, the monasteries survive in conditions of poverty. Surprisingly, it was during these centuries ...
Bell towers appeared on Mount Athos in the 11th century but were not adopted at once. However, the erection of tall buildings to house the semantra and bells finally seems to have gained popularity on Mount Athos. On the other hand, very soon historical and economic conditions did not allow the erection of monumental buildings. Nevertheless, even during the years of economic hardship on Mount Athos in the 17th and 18th centuries, the erection, addition, or repair of bell towers did not cease. Chronologically, Athonite bell towers begin and end at the monastery of Megistis Lavras. The first bell tower of Mount Athos was built in this monastery in 1060 and the last was constructed in 1915. In the intervening centuries, dozens more were built. From the Byzantine period, only two are preserved. The Ottoman conquest set new standards, but soon new bell towers were built. For the next two centuries, the monasteries survive in conditions of poverty. Surprisingly, it was during these centuries that most of the bell towers were built. The improvement in economic conditions from the end of the 18th century is also reflected in the construction of new bell towers on Mount Athos. The location of the bell tower is related to the available space. Thus, monasteries with extensive grounds choose independent buildings. In most cases, however, the bell towers are attached to other, larger buildings. Specifically, bell towers are attached to three categories of buildings. These are churches, refectories, or residential wings. A variety, depending on the needs of the monasteries, is also found in the additional uses housed in the bell towers. The closest is that of the monastery's clock, as this has also a signaling function. Some of the bell towers are home to monks' cells. However, the most common use is for storage purposes. In the case of large bell towers the rooms also house workshops. Finally, chapels are also included in the bell tower. Of course, the bell towers are embellished according to the preferences of its builders and users. The decoration can be distinguished as sculptural, ceramic, painted and metallic. The sculptural decoration consists either of works made to be placed in the bell towers or of spolia. The ceramic decoration is of the same period as the buildings. A special category of ceramic decoration is the glazed pottery and tiles embedded into the facades. There is no lack of written decoration which, exposed to the weather, is easily destroyed. Finally, in the monastery of Megistis Lavras a unique case of metalwork appears in the form of a 10th or 11th century Islamic brass rooster. Commonplace, of course, are the metal crosses on top of the roofs. Of all the bell tower equipment, bells are the most prone to wear. However, several have survived, with the oldest dating back to the 17th century. These provide evidence both of the monasteries' relations with other Christian nations, from which they obtained them, and of Greek bell foundries operating within the peninsula.
περισσότερα