Περίληψη
Η αυτο-ομιλία είναι μια γνωστική έννοια που έχει λάβει αυξημένη ερευνητική προσοχή στον αθλητισμό, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Ένας σύγχρονος, βασισμένος στη θεωρία, εννοιολογικός προσδιορισμός της αυτο-ομιλίας στον αθλητισμό έχει αναγνωρίσει δύο διακριτές οντότητες αυτο-ομιλίας. Η πρώτη οντότητα, η οργανική αυτο-ομιλία, αναφέρεται στην αυτο-ομιλία ως εγγενείς αυτο-δηλώσεις που οι αθλητές απευθύνουν στον εαυτό τους κατά τη διάρκεια της αθλητικής τους συμμετοχής. Η δεύτερη οντότητα, η στρατηγική αυτο-ομιλία αντανακλά την αυτο-ομιλία ως σκόπιμη νοητική στρατηγική, που καθορίζεται πριν από τη συμμετοχή στον αθλητισμό, κατά την οποία χρησιμοποιούνται συγκεκριμένες λέξεις-κλειδιά ή φράσεις, με απώτερο στόχο την ενίσχυση της απόδοσης ή την επίτευξη άλλων σχετικών αποτελεσμάτων. Η οργανική αυτο-ομιλία των αθλητών διακρίνεται περαιτέρω μεταξύ της αυθόρμητης αυτο-ομιλίας, ενός πιο ανεξέλεγκτου τύπου αυτο-ομιλίας, και της στοχευμένης αυτο-ομιλίας, ενός πιο ελεγχόμενου τύπου αυτο-ομιλίας. Ωστό ...
Η αυτο-ομιλία είναι μια γνωστική έννοια που έχει λάβει αυξημένη ερευνητική προσοχή στον αθλητισμό, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Ένας σύγχρονος, βασισμένος στη θεωρία, εννοιολογικός προσδιορισμός της αυτο-ομιλίας στον αθλητισμό έχει αναγνωρίσει δύο διακριτές οντότητες αυτο-ομιλίας. Η πρώτη οντότητα, η οργανική αυτο-ομιλία, αναφέρεται στην αυτο-ομιλία ως εγγενείς αυτο-δηλώσεις που οι αθλητές απευθύνουν στον εαυτό τους κατά τη διάρκεια της αθλητικής τους συμμετοχής. Η δεύτερη οντότητα, η στρατηγική αυτο-ομιλία αντανακλά την αυτο-ομιλία ως σκόπιμη νοητική στρατηγική, που καθορίζεται πριν από τη συμμετοχή στον αθλητισμό, κατά την οποία χρησιμοποιούνται συγκεκριμένες λέξεις-κλειδιά ή φράσεις, με απώτερο στόχο την ενίσχυση της απόδοσης ή την επίτευξη άλλων σχετικών αποτελεσμάτων. Η οργανική αυτο-ομιλία των αθλητών διακρίνεται περαιτέρω μεταξύ της αυθόρμητης αυτο-ομιλίας, ενός πιο ανεξέλεγκτου τύπου αυτο-ομιλίας, και της στοχευμένης αυτο-ομιλίας, ενός πιο ελεγχόμενου τύπου αυτο-ομιλίας. Ωστόσο, αυτές οι σύγχρονες διακρίσεις της οργανικής αυτο-ομιλίας μεταξύ αυθόρμητης και στοχευμένης δεν έχουν ακόμη οριστεί λειτουργικά, ώστε να επιτρέπουν αξιολόγηση κατάλληλη για ποσοτική έρευνα. Ως εκ τούτου, με βάση το σύγχρονο αυτό, θεωρητικά-βασισμένο εννοιολογικό προσδιορισμό της αυτο-ομιλίας στον αθλητισμό, ένας πρώτος στόχος αυτής της διδακτορικής διατριβής ήταν η δημιουργία και η διερεύνηση των ψυχομετρικών ιδιοτήτων ενός θεωρητικά βασισμένου οργάνου, της Κλίμακας Οργανικής Αυτο-ομιλίας στον Αθλητισμό (ΚΟΑΑ), η οποία αξιολογεί το περιεχόμενο και τη δομή της οργανικής, αυθόρμητης και στοχευμένης αυτο-ομιλίας των αθλητών, σε επίπεδο κατάστασης κατά τη διάρκεια της αθλητικής συμμετοχής. Χρησιμοποιώντας τη νέα αυτή κλίμακα, ένας δεύτερος στόχος της παρούσας διδακτορικής διατριβής ήταν να διερευνήσει τους παράγοντες που διαμορφώνουν την οργανική, αυθόρμητη και στοχευμένη αυτο-ομιλία των αθλητών σε επίπεδο κατάστασης κατά τη διάρκεια της αθλητικής τους συμμετοχής. Συνολικά, η παρούσα διδακτορική διατριβή αποτελείται από τρία διαφορετικά άρθρα. Το πρώτο άρθρο είναι μια βιβλιογραφική ανασκόπηση που είχε ως στόχο να ταξινομήσει και να επανερμηνεύσει τα προηγούμενα ερευνητικά ευρήματα αναφορικά με τους παράγοντες διαμόρφωσης της οργανικής αυτο-ομιλίας των αθλητών, με βάση τις σύγχρονες διακρίσεις μεταξύ της αυθόρμητης και στοχευμένης αυτο-ομιλίας. Το άρθρο παρέχει επίσης κατευθύνσεις για μελλοντική έρευνα, και με βάση τα υπάρχοντα ερευνητικά δεδομένα παρουσιάζει παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στους παράγοντες διαμόρφωσης της οργανικής αυτο-ομιλίας των αθλητών, με σκοπό να μεταβάλλουμε την οργανική αυτο-ομιλία των αθλητών προς αποτελεσματικές κατευθύνσεις. Το δεύτερο άρθρο περιγράφει την ανάπτυξη της ΚΟΑΑ, μιας νέας, θεωρητικά βασισμένης κλίμακας αυτό-αναφοράς, η οποία σχεδιάστηκε για να αξιολογεί το περιεχόμενο και τη δομή της οργανικής, αυθόρμητης και στοχευμένης αυτο-ομιλίας των αθλητών σε επίπεδο κατάστασης κατά τη διάρκεια της αθλητικής συμμετοχής. Πραγματοποιήθηκαν δύο μελέτες. Στην πρώτη ποιοτική μελέτη, αναπτύχθηκε μια κλίμακα 60 θεμάτων με βάση (α) τους λειτουργικούς ορισμούς της αυθόρμητης και της στοχευμένης αυτο-ομιλίας των αθλητών στον αθλητισμό και (β) τα δεδομένα που συλλέχθηκαν από τους αθλητές στη συγκεκριμένη μελέτη μέσω ερωτηματολογίων ανοικτού τύπου και ημιδομημένων συνεντεύξεων. Στη δεύτερη ποσοτική μελέτη, οι ψυχομετρικές ιδιότητες του ερωτηματολογίου που αναπτύχθηκε ελέγχθηκαν μέσω εξέτασης της παραγοντικής, συγκλίνουσας, και διακριτής εγκυρότητας, και αξιοπιστίας. Οι επιβεβαιωτικές παραγοντικές αναλύσεις (CFA) κατέδειξαν επαρκή προσαρμογή ενός μοντέλου τεσσάρων συσχετιζόμενων παραγόντων με 17 θέματα για την αυθόρμητη αυτο-ομιλία, και ενός μοντέλου επτά συσχετιζόμενων παραγόντων με 28 θέματα για τη στοχευμένη αυτο-ομιλία; και β) την υπεροχή των μοντέλων αυτών έναντι των αντίστοιχων μονοπαραγοντικών και ιεραρχικών μοντέλων, υποστηρίζοντας έτσι αντίστοιχα την παραγοντική και συγκλίνουσα εγκυρότητα της ΚΟΑΑ. Οι αναλύσεις διακριτικής εγκυρότητας και αξιοπιστίας παρείχαν περαιτέρω στοιχεία σχετικά με την ψυχομετρική ακεραιότητα της νέας κλίμακας. Συνολικά, τα αποτελέσματα αυτά υποδηλώνουν ότι η ΚΟΑΑ είναι μια έγκυρη και αξιόπιστη κλίμακα που θα μπορούσε να μας βοηθήσει να ενισχύσουμε περαιτέρω την κατανόησή μας όσον αφορά την οργανική αυτο-ομιλία των αθλητών, τους παράγοντες διαμόρφωσης της, και τις συνέπειες της. Τέλος, το τρίτο άρθρο περιλαμβάνει μια ποσοτική μελέτη η οποία είχε ως στόχο να εξετάσει τη νομολογική εγκυρότητας της ΚΟΑΑ, και το κατά πόσον α) τα πέντε μεγάλα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των αθλητών ως προσωπικοί παράγοντες και β) η ικανοποίηση και η ματαίωση των Bασικών Ψυχολογικών Αναγκών (ΒΨΑ) των αθλητών μέσα στο αθλητικό τους περιβάλλον, ως κοινωνικοί-περιβαλλοντικοί παράγοντες, θα προέβλεπαν την οργανική, αυθόρμητη και στοχευμένη αυτο-ομιλία τους. Τα αποτελέσματα υποστήριξαν την νομολογική εγκυρότητα της ΚΟΑΑ, και κατέδειξαν την επιπρόσθετη συνεισφορά της ικανοποίησης και της ματαίωσης των ΒΨΑ των αθλητών στην πρόβλεψη της οργανικής, αυθόρμητης και στοχευμένης αυτο-ομιλίας τους, πέρα και πάνω από τα πέντε μεγάλα χαρακτηριστικά προσωπικότητας, και την ικανοποίηση των ΒΨΑ αντίστοιχα. Συνολικά, η παρούσα έρευνα παρέχει μία θεωρητικά βασισμένη, έγκυρη και αξιόπιστη, κλίμακα αξιολόγησης της οργανικής, αυθόρμητης και στοχευμένης αυτο-ομιλίας των αθλητών σε επίπεδο κατάστασης, και υπογραμμίζει τη σημασία των κοινωνικών-περιβαλλοντικών παραγόντων στη διαμόρφωση της οργανικής, αυθόρμητης και στοχευμένης αυτο-ομιλίας τους, πέρα και πάνω από τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, τα οποία θεωρούνται σχετικά σταθερά, και επομένως είναι πιο δύσκολο να μεταβληθούν μέσω παρεμβάσεων.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Self-talk is a cognitive construct that has received increasing research attention in sport, particularly in recent years. A contemporary, theory-based conceptualization of self-talk in sport has recognized two distinct self-talk entities. The first entity, organic self-talk, refers to self-talk as inherent self-statements athletes address to themselves during their sport participation. The second self-talk entity, strategic self-talk, reflects self-talk as a deliberately mental strategy determined before sport participation, whereby specific cue words or phrases are employed with the aim of enhancing performance or achieving other related performance outcomes. Athletes’ organic self-talk is further distinguished between spontaneous self-talk, a more uncontrolled type of self-talk, and goal-directed self-talk, a more controlled type of self-talk. However, these contemporary organic self-talk distinctions between spontaneous and goal-directed self-talk have not yet been operationalized ...
Self-talk is a cognitive construct that has received increasing research attention in sport, particularly in recent years. A contemporary, theory-based conceptualization of self-talk in sport has recognized two distinct self-talk entities. The first entity, organic self-talk, refers to self-talk as inherent self-statements athletes address to themselves during their sport participation. The second self-talk entity, strategic self-talk, reflects self-talk as a deliberately mental strategy determined before sport participation, whereby specific cue words or phrases are employed with the aim of enhancing performance or achieving other related performance outcomes. Athletes’ organic self-talk is further distinguished between spontaneous self-talk, a more uncontrolled type of self-talk, and goal-directed self-talk, a more controlled type of self-talk. However, these contemporary organic self-talk distinctions between spontaneous and goal-directed self-talk have not yet been operationalized to allow assessment suitable for quantitative research. Therefore, based on this contemporary, theory-based conceptualization of self-talk in sport, a first aim of this PhD was to develop and test the psychometric properties of a theory-based instrument, the Organic Self-Talk Questionnaire for Sport (OSTQS), assessing the content and structure of athletes’ organic, spontaneous and goal-directed self-talk on a state level during sport participation. Utilizing this new scale, a second aim of this PhD was to investigate the factors that shape athletes’ organic, spontaneous and goal-directed self-talk on a state level during sport participation. Overall, this PhD consists of three different articles. The first article is a literature review that aimed to classify and reinterpret previous research findings on the antecedents of athletes’ organic self-talk, in terms of the contemporary distinctions between spontaneous and goal-directed self-talk. The article also provides directions for future research and, based on the existing research evidence, presents interventions that could be implemented at the antecedents of athletes’ organic self-talk to change athletes’ organic self-talk in effective directions. The second article outlines the development of OSTQS, a new, theory-grounded self-report measure designed to assess the content and structure of athletes’ organic, spontaneous and goal-directed self-talk on a state level during sport participation. Two studies were conducted. In the first qualitative study, a prospective 60-item measure was developed based upon (a) the operational definitions of athletes’ spontaneous and goal-directed self-talk in sport and (b) raw data collected from athletes in this study through open-ended questionnaires and semi-structured interviews. In the second quantitative study, the psychometric properties of the developed questionnaire were tested through examination of factorial, convergent, and discriminant validity, and reliability. Confirmatory factor analyses (CFA) revealed an adequate fit of a 17-item, four-factor correlated model for spontaneous self-talk and a 28-item, seven-factor correlated model for goal-directed self-talk, and (b) the superiority of these models over their respective single-factor and hierarchical models, supporting, therefore, respectively, the factorial and convergent validity of the OSTQS. Discriminant validity and reliability analyses provided further evidence regarding the psychometric integrity of the new measure. Overall, these results suggest that the OSTQS is a valid and reliable scale that could aid us in further enhancing our understanding regarding athletes’ organic self-talk, its antecedents, and its consequences. Finally, the third article includes a quantitative study aimed at examining the nomological validity of OSTQS, and whether a) the big five personality traits as personal antecedents, and b) athletes’ Basic Psychological Needs (BPNs) satisfaction and frustration within their sport environment, as social-environmental antecedents would predict athletes’ organic, spontaneous and goal-directed self-talk. The results supported the nomological validity of OSTQS and indicated the incremental contribution of BPNs satisfaction and frustration to the prediction of athletes’ organic, spontaneous and goal-directed self-talk, over and above athletes’ big five personality traits and BPNs satisfaction, respectively. Overall, the present research provides a theory-based, valid, and reliable, state scale assessing athletes’ organic, spontaneous, and goal-directed self-talk and underlines the meaningfulness of social-environmental factors on the formulation of athletes’ organic, spontaneous and goal-directed self-talk at the state level, over and above personality traits, which are considered relatively stable, and thus more difficult to be changed via interventions
περισσότερα