Περίληψη
Η μεταγνώση διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην υποστήριξη και διατήρηση των γνωστικών λειτουργιών. Ειδικότερα, η ικανότητα να παρακολουθεί κανείς με ακρίβεια την επίδοσή του (μεταγνωστική παρακολούθηση) σε συνδυασμό με την ακριβή ενημερότητα των γνωστικών του ικανοτήτων και περιορισμών (μεταγνωστική γνώση και ενημερότητα), καθώς και η μεθοδική εφαρμογή των μέσων για τη ρύθμιση και βελτίωση της επίδοσης (μεταγνωστικός έλεγχος), αποτελούν τα θεμέλια για την αποτελεσματική γνωστική λειτουργία. Λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη των ατόμων με Ήπια Γνωστική Εξασθένιση (ΗΓΕ) να διαχειριστούν τα γνωστικά τους ελλείμματα, η σχέση μεταξύ μεταγνώσης και ΗΓΕ γίνεται εμφανής. Αν και πολλές έρευνες έχουν μελετήσει το φαινόμενο του μεταγνωστικού γήρατος, η έρευνα συγκεκριμένα για άτομα με ΗΓΕ βρίσκεται ακόμα σε πρώιμο στάδιο. Συνεπώς, ο αρχικός στόχος της συγκεκριμένης διδακτορικής διατριβής ήταν να μελετήσει και να ορίσει τα μεταγνωστικά ελλείμματα σε άτομα με ΗΓΕ (αμνησικού υποτύπου με πολλαπλά ελλείμματα ...
Η μεταγνώση διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην υποστήριξη και διατήρηση των γνωστικών λειτουργιών. Ειδικότερα, η ικανότητα να παρακολουθεί κανείς με ακρίβεια την επίδοσή του (μεταγνωστική παρακολούθηση) σε συνδυασμό με την ακριβή ενημερότητα των γνωστικών του ικανοτήτων και περιορισμών (μεταγνωστική γνώση και ενημερότητα), καθώς και η μεθοδική εφαρμογή των μέσων για τη ρύθμιση και βελτίωση της επίδοσης (μεταγνωστικός έλεγχος), αποτελούν τα θεμέλια για την αποτελεσματική γνωστική λειτουργία. Λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη των ατόμων με Ήπια Γνωστική Εξασθένιση (ΗΓΕ) να διαχειριστούν τα γνωστικά τους ελλείμματα, η σχέση μεταξύ μεταγνώσης και ΗΓΕ γίνεται εμφανής. Αν και πολλές έρευνες έχουν μελετήσει το φαινόμενο του μεταγνωστικού γήρατος, η έρευνα συγκεκριμένα για άτομα με ΗΓΕ βρίσκεται ακόμα σε πρώιμο στάδιο. Συνεπώς, ο αρχικός στόχος της συγκεκριμένης διδακτορικής διατριβής ήταν να μελετήσει και να ορίσει τα μεταγνωστικά ελλείμματα σε άτομα με ΗΓΕ (αμνησικού υποτύπου με πολλαπλά ελλείμματα, αΗΓΕ), και στη συνέχεια, να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα μιας μεταγνωστικής παρέμβασης. Επομένως, η μελέτη αυτή περιλαμβάνει (α) ένα διαχρονικό σχέδιο (cross-sectional design) ώστε να εξετάσει τις διαφορές στις μεταγνωστικές λειτουργίες μεταξύ ατόμων με αΗΓΕ (n=50) και γνωστικά υγιών ηλικιωμένων (n=50), και (β) ένα διαχρονικό σχέδιο με τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας μιας μεταγνωστικής παρέμβασης (πειραματική ομάδα = 22) για άτομα με ΗΓΕ σε σύγκριση με ένα παραδοσιακό γνωστικό training (ομάδα ελέγχου, n = 23). Οι συμμετέχοντες στη μελέτη αυτή είχαν την ελληνική ως μητρική γλώσσα, ηλικία άνω των 50 ετών, και ελάχιστη εκπαίδευση τα έξι χρόνια. Οι στατιστικές αναλύσεις περιλάμβαναν: ANOVAs, MANOVAs, μικτές μεθόδους και μη παραμετρικές μεθόδους για τον έλεγχο των διαφορών μεταξύ των ομάδων και τις αλλαγές στις επιδόσεις τους μεταξύ των μετρήσεων. Από το συγχρονικό σχέδιο, τα αποτελέσματα έδειξαν πως παρά το γεγονός ότι τα άτομα με αΗΓΕ είχαν ενημερότητα για τους γνωστικούς τους περιορισμούς, παρουσίαζαν αυξημένη αυτοπεποίθηση σε σχέση με την πραγματική τους επίδοση. Επιπλέον, παρατηρήσαμε ότι τα άτομα με αΗΓΕ αντιμετώπισαν προκλήσεις στον έλεγχο της επίδοσής τους καθώς δυσκολεύτηκαν να διαχωρίσουν τις σωστές από τις λάθος απαντήσεις. Σχετικά με το διαχρονικό σχέδιο, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα οφέλη της μεταγνωστικής παρέμβασης διατηρήθηκαν ύστερα από έξι μήνες τόσο σε γνωστικό όσο και σε μεταγνωστικό επίπεδο. Ήδη στους τρεις μήνες μετά την παρέμβαση, η ομάδα ελέγχου άρχισε να εμφανίζει μείωση στα οφέλη που παρουσίασε αμέσως μετά το γνωστικό training, ενώ η επίδοση της πειραματικής ομάδας βελτιώνονταν συνεχώς. Συνολικά, τα ευρήματά μας δείχνουν ότι τα άτομα με αΗΓΕ διαθέτουν ως ένα βαθμό ενημερότητα για τις γνωστικές τους προκλήσεις· ωστόσο, παρουσιάζουν ελλείψεις στην χρήση στρατηγικών όπως επίσης και στη μεταγνωστική ακρίβεια, παράγοντες που δυσχεραίνουν την αποτελεσματική διαχείρισή των γνωστικών τους δυσκολιών. Επιπλέον, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι μία στοχευμένη παρέμβαση βασισμένη στις αρχές της μεταγνώσης, συνετέλεσε όχι μόνο στον περιορισμό αυτών των ελλείψεων αλλά και στη μακροχρόνια διατήρηση των θετικών επιδράσεων, γεγονός που υποστηρίζει την υπεροχή της συγκριτικά με ένα παραδοσιακό γνωστικό training. Η παρούσα μελέτη παρουσιάζει σημαντική επιστημονική αξία καθώς προσφέρει μια βαθύτερη κατανόηση των μεταγνωστικών λειτουργιών στην ΗΓΕ, καθώς και κλινική αξία, τονίζοντας τη σημασία της υιοθέτησης μιας μεταγνωστικής προσέγγισης για το σχεδιασμό προγραμμάτων γνωστικής ενίσχυσης.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Metacognition holds a central role in supporting and maintaining cognitive functions. Specifically, the ability to accurately monitor one’s performance (metacognitive monitoring) coupled with an accurate awareness of one’s cognitive skills and limitations (metacognitive knowledge and awareness), and the strategic implementation of the means to adjust and enhance performance (metacognitive control), form the foundations of effective cognitive functioning. Considering the necessity for individuals with mild cognitive impairment (MCI) to address their cognitive deficits, the association between metacognition and MCI becomes evident. Although numerous studies have investigated, and continue to do so, the phenomenon of metacognitive aging; research focused on MCI is still in its infancy. Therefore, the primary objective of the present study was to establish and define metacognitive deficits in individuals with MCI (amnestic subtype with multiple deficits, aMCI), and subsequently, to assess ...
Metacognition holds a central role in supporting and maintaining cognitive functions. Specifically, the ability to accurately monitor one’s performance (metacognitive monitoring) coupled with an accurate awareness of one’s cognitive skills and limitations (metacognitive knowledge and awareness), and the strategic implementation of the means to adjust and enhance performance (metacognitive control), form the foundations of effective cognitive functioning. Considering the necessity for individuals with mild cognitive impairment (MCI) to address their cognitive deficits, the association between metacognition and MCI becomes evident. Although numerous studies have investigated, and continue to do so, the phenomenon of metacognitive aging; research focused on MCI is still in its infancy. Therefore, the primary objective of the present study was to establish and define metacognitive deficits in individuals with MCI (amnestic subtype with multiple deficits, aMCI), and subsequently, to assess the effectiveness of metacognitive training. As such, this study comprises (a) a cross-sectional design to examine differences in metacognition between individuals with aMCI (n=50) and cognitively healthy older adults (n=50), and (b) a randomized controlled trial design to assess the efficacy of a metacognitive training (experimental group = 22) in individuals with aMCI in comparison to a traditional cognitive training (control group, n = 23) over a six-month period. The participants in this study were Greek native speakers, over 50 years old, with minimum education of six years. Statistical analyses included: ANOVAs, MANOVAs, mixed methods and non-parametric tests to test for group differences and variations in performance across measurements. From the cross-sectional design, the results showed that although individuals with aMCI were aware of their cognitive limitations, they still exhibited overconfidence relative to their actual performance. Moreover, we observed that individuals with aMCI faced challenges in exerting control over their performance due to their difficulties in accurately distinguish between correct and incorrect responses. Concerning the longitudinal design, the findings clearly demonstrated the maintained effects of the metacognitive training in cognitive and metacognitive measures over a period of six months. Already three months post-training, the control group began to show a decline in training-related gains, while the performance of the experimental group consistently improved. Overall, our findings underscored that those with aMCI acquire some level of awareness about their cognitive challenges; however, they lack effective strategies and metacognitive accuracy for managing them. Furthermore, through targeted training based on metacognitive principles, these deficits not only diminished but also resulted to long-lasting enhancement of cognitive domains, advocating the greater efficacy of the metacognitive training. The study offered significant contributions to the scientific community by providing a deeper understanding of metacognitive processes in MCI, as well as to clinical practice demonstrating the importance of adopting a metacognitive approach in the development of cognitive interventions.
περισσότερα