Περίληψη
Βασικός στόχος της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι να συμβάλει στην ευρύτερη συζήτηση για την περεταίρω μικροθεμελίωση των οικονομικών υποδειγμάτων της οικονομικής μεγέθυνσης. Οι έννοιες της αποστροφής στην απώλεια και η αβεβαιότητα λαμβάνονται υπόψη ώστε να αναδειχθεί η ανάγκη για περαιτέρω ενσωμάτωση πτυχών της ανθρώπινης συμπεριφοράς στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Καθώς αυτές επηρεάζουν τον τρόπο που δρα το άτομο, τοποθετούνται στο επίκεντρο της μικροθεμελίωσης των υποδειγμάτων της οικονομικής μεγέθυνσης. Η χρήση συμπεριφορικών παραμέτρων -και εν γένει μικροοικονομικών στοιχείων- στα μακροοικονομικά μοντέλα δύναται να θεραπεύσει τις παθογένειες της κυρίαρχης οικονομικής σκέψης παρουσιάζοντας μια πιο ρεαλιστική εικόνα της πολυπλοκότητας του οικονομικού συστήματος και της ετερογένειας των οικονομικά δρώντων. Στο πλαίσιο αυτό, αρχικά παρουσιάζονται και αναλύονται οι βασικές θεωρητικές κατασκευές της οικονομικής επιστήμης οι οποίες τοποθετούν στο επίκεντρο την έννοια της οικονομι ...
Βασικός στόχος της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι να συμβάλει στην ευρύτερη συζήτηση για την περεταίρω μικροθεμελίωση των οικονομικών υποδειγμάτων της οικονομικής μεγέθυνσης. Οι έννοιες της αποστροφής στην απώλεια και η αβεβαιότητα λαμβάνονται υπόψη ώστε να αναδειχθεί η ανάγκη για περαιτέρω ενσωμάτωση πτυχών της ανθρώπινης συμπεριφοράς στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Καθώς αυτές επηρεάζουν τον τρόπο που δρα το άτομο, τοποθετούνται στο επίκεντρο της μικροθεμελίωσης των υποδειγμάτων της οικονομικής μεγέθυνσης. Η χρήση συμπεριφορικών παραμέτρων -και εν γένει μικροοικονομικών στοιχείων- στα μακροοικονομικά μοντέλα δύναται να θεραπεύσει τις παθογένειες της κυρίαρχης οικονομικής σκέψης παρουσιάζοντας μια πιο ρεαλιστική εικόνα της πολυπλοκότητας του οικονομικού συστήματος και της ετερογένειας των οικονομικά δρώντων. Στο πλαίσιο αυτό, αρχικά παρουσιάζονται και αναλύονται οι βασικές θεωρητικές κατασκευές της οικονομικής επιστήμης οι οποίες τοποθετούν στο επίκεντρο την έννοια της οικονομικής μεγέθυνσης. Μέσα από την παρουσίαση της εξέλιξης της θεωρητικής σκέψης επιχειρείται να εντοπιστούν οι παθογένειες των κυρίαρχων οικονομικών οι οποίες οδήγησαν σε αστοχίες και στη μειωμένη προβλεπτική ικανότητα της εξέλιξης των οικονομιών, με αφορμή τη Μεγάλη Ύφεση του 2008. Ταυτόχρονα, η διατριβή εστιάζει στη συζήτηση για τον επαναπροσδιορισμό της μακροοικονομικής σκέψης και στη μετεξέλιξη των New Keynesian υποδειγμάτων ως κύρια θεωρητική έκφραση της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης. Η θεώρηση του οικονομικού συστήματος ως ένα απλό σύστημα το οποίο αποτελείται από άτομα και επιχειρήσεις με ομοιογενή συμπεριφορά (για χάρη απλούστευσης της πραγματικότητας) συνέβαλε στη δημιουργία ενός θεωρητικού πλαισίου το οποίο μπορούσε να δίνει ικανοποιητικές απαντήσεις σε μια σειρά ζητημάτων που καλείται κάθε φορά να αντιμετωπίσει η οικονομική επιστήμη. Η παραπάνω θεώρηση όμως είχε ισχύ υπό την προϋπόθεση ότι η οικονομία βρίσκεται σε μία κανονικότητα και ότι μία σειρά παραμέτρων τις οποίες δε λαμβάνουν υπόψιν τα υποδείγματα δεν επηρεάζουν τη λειτουργία του οικονομικού συστήματος. Η κρίση όμως του 2008 έδειξε κάτι που μέχρι τότε η μακροοικονομική σκέψη αγνοούσε. Οι σχέσεις των οικονομικά δρώντων εν τέλει είναι αρκετά πιο πολύπλοκες απ’ ότι πιστεύουμε και δεν είναι ορθό να τις αγνοούμε για λόγους απλούστευσης της οικονομικής πραγματικότητας. Κατά συνέπεια τέθηκε η ανάγκη για μικροθεμελιώση της μακροοικονομικής σκέψης μέσω της δημιουργίας υποδειγμάτων τα οποία θα ενσωματώνουν τόσο την ετερογένεια των οικονομικά δρώντων όσο και την πολυπλοκότητα του οικονομικού συστήματος. Λόγω της σημαντικότητας αυτών των ζητημάτων, η διατριβή στο τέταρτο και πέμπτο κεφάλαιο εστιάζει διεξοδικά στις έννοιες της αβεβαιότητας και της αποστροφής στην απώλεια ως βασικές παραμέτρους για τη μικροθεμελίωση των μακροοικονομικών υποδειγμάτων. Η δομή της παρούσας διατριβής χωρίζεται νοητά σε δύο μέρη, το θεωρητικό (Κεφάλαιο 2 και Κεφάλαιο 3) και το εμπειρικό (Κεφάλαιο 4 και Κεφάλαιο 5) και διαρθρώνεται συνολικά σε πέντε κεφάλαια. Στα εμπειρικά κεφάλαια καταγράφονται τα οικονομετρικά υποδείγματα που χρησιμοποιήθηκαν για τις ανάγκες της παρούσας ανάλυσης, η διατύπωση και η εξέταση των ερευνητικών υποθέσεων, καθώς επίσης τα αποτελέσματα, ο σχολιασμός και τα βασικά συμπεράσματα. Ειδικότερα στο τέταρτο κεφάλαιο, αξιολογείται η προβλεπτική ικανότητα των δεικτών αβεβαιότητας αναπτύσσοντας ένα probit υπόδειγμα για την ελληνική οικονομία. Η βιβλιογραφία που επικεντρώνονται στην προβλεπτική ικανότητα της πιθανότητας εμφάνισης μιας κρίσης ή μεγέθυνσης της οικονομίας διάφορων μεταβλητών για την ελληνική οικονομία είναι σχετικά περιορισμένη. Προς την κατεύθυνση αυτή επιχειρεί να συμβάλει η διατριβή μέσω της εμπειρικής ανάλυσης. Πέραν από τον περιορισμένο αριθμό σχετικών εργασιών, η διατριβή συμβάλει στη σχετική βιβλιογραφία καθώς εστιάζει σε μια μικρή ανοιχτή οικονομία. Η επιλογή των μακροοικονομικών και χρηματοοικονομικών μεταβλητών βασίζεται στις μεταβλητές που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή του Euro Area-wide Leading Indicator (ALI) καθώς και των μεταβλητών που χρησιμοποιεί ο OECD για την εύρεση των σημείων καμπής (turning points) και μεταβλητών που προέρχονται από διεξαγωγή ερευνών αναφορικά με την επιχειρηματική και καταναλωτική εμπιστοσύνη. Η εκτίμηση του probit υποδείγματος πραγματοποιείται τόσο εντός όσο και εκτός-δείγματος. Η εντός-δείγματος κινητή πρόβλεψη έχει σημείο εκκίνησης τον Ιανουάριο του 2003, ενώ η εκτός-δείγματος τον Ιανουάριο του 2020 για τρεις μήνες μπροστά. Τα βασικά ευρήματα της ανάλυσης είναι τα εξής: Ο Δείκτης οικονομικού κλίματος (ESI) κατά πρώτο λόγο, αλλά και ο Δείκτης υπευθύνων προμηθειών (PMI), φαίνεται να είναι οι καλύτεροι δείκτες ως προς την εντός-δείγματος πρόβλεψη. Παρομοίως για τον Δείκτη επιχειρηματικής εμπιστοσύνης (BCI). Αντίθετα, ο Δείκτης αβεβαιότητας για τη χάραξη οικονομικής πολιτικής (EPU) φαίνεται να αδυνατεί να λειτουργήσει ως πρόδρομος δείκτης. Οι μεταβλητές του ALI έχουν καλύτερη προβλεπτική ικανότητα της πορεία του οικονομικού κύκλου έναντι των μεταβλητών του OECD. Στην εκτός-δείγματος πρόβλεψη παρατηρούμε ότι οι μεταβλητές του ALI έναντι αυτών του OECD πραγματοποιούν καλύτερη πρόβλεψη προς το τέλος του 2021. Η πρόβλεψη βελτιώνεται όταν ενσωματώνεται στο υπόδειγμα με τις μεταβλητές του ALI ο EPUP.Τέλος, στο πέμπτο κεφάλαιο, παρουσιάζεται η αποστροφή στην απώλεια ως μια παράμετρος η οποία παράγει ασύμμετρη συμπεριφορά στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων. Για το σκοπό αυτό κατασκευάζεται ο Συντελεστής Ασυμμετρικής Μεταβλητότητας (Coefficient of Asymmetric Volatility, CAV) ο οποίος αποσκοπεί στην ποσοτικοποίηση της ασυμμετρίας ως προς τη συμπεριφορά των επενδυτών στον κίνδυνο λόγω της αποστροφής τους στην απώλεια. Μέσω της εκτίμησης ενός υποδείγματος EGARCH(1,1) επιχειρείται η ποσοτικοποίηση της ασυμμετρίας στο ρίσκο λόγω της αποστροφής στην απώλεια για ένα μεγάλο σύνολο χωρών (24 χώρες) σε ετήσια βάση για τη χρονική περίοδο από το 2003 έως το 2020. Ταυτόχρονα δηλαδή, υπάρχει και οικονομετρική συνεισφορά καθώς η εκτίμηση του υποδείγματος δεν έχει γίνει τόσο αναλυτικά στο παρελθόν καθώς οι σχετικές εργασίες που έχουν πραγματοποιηθεί δεν εστιάζουν σε ένα τόσο μεγάλο δείγμα χωρών και για τόση μεγάλη χρονική περίοδο, όπως γίνεται στην παρούσα διατριβή. Τέλος, εξετάζεται κατά πόσο ο CAV διαφοροποιείται ανά χώρα και ανά έτος μέσω της εκτίμησης panel υποδείγματος με διαστρωματικές και χρονικές επιδράσεις χωρίς επιπλέον ερμηνευτικές μεταβλητές. Τα αποτελέσματα των στατιστικών ελέγχων επιβεβαιώνουν ότι ο CAV διαφοροποιείται σημαντικά ανά χώρα και ανά έτος.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The main goal of this thesis is to contribute to the debate on the further microfoundation of economic growth models. The concepts of loss aversion and uncertainty are considered to highlight the need for further integration of human behavior into the decision-making process. As these concepts affect the human act, they are placed at the center of the microfoundation for economic growth models. The incorporation of behavioral parameters -and in general microeconomic elements- in macroeconomic models can cure the imperfections of mainstream economic thought by presenting a more realistic picture of the complexity of the economic system and the heterogeneity of economic actors. In this context, the basic theoretical constructs of economic science, which place the concept of economic growth at the center, are initially presented and analyzed. Through the presentation of the evolution of theoretical thinking, an attempt is made to identify the pathologies of mainstream economics which led ...
The main goal of this thesis is to contribute to the debate on the further microfoundation of economic growth models. The concepts of loss aversion and uncertainty are considered to highlight the need for further integration of human behavior into the decision-making process. As these concepts affect the human act, they are placed at the center of the microfoundation for economic growth models. The incorporation of behavioral parameters -and in general microeconomic elements- in macroeconomic models can cure the imperfections of mainstream economic thought by presenting a more realistic picture of the complexity of the economic system and the heterogeneity of economic actors. In this context, the basic theoretical constructs of economic science, which place the concept of economic growth at the center, are initially presented and analyzed. Through the presentation of the evolution of theoretical thinking, an attempt is made to identify the pathologies of mainstream economics which led to failures and the reduced predictability of the evolution of economies, due to the Great Recession of 2008. At the same time, the thesis focuses on the debate on the redefinition of macroeconomic thought and the evolution of the New Keynesian models as the main theoretical expression of modern economic science. The consideration of the economic system as a simple system consisting of individuals and businesses with homogeneous behavior (for the sake of simplifying reality) contributed to the creation of a theoretical framework that provides satisfactory answers to a series of issues. However, the above consideration was valid under the condition that the economy is in a normal state and that a series of parameters that are not considered by the models do not affect the function of the economic system. The recession of 2008 showed something that until then macroeconomic thought had ignored. In the end, the relationships of economic agents are much more complex than we think, and it is not right to ignore them for the sake of simplifying the economic reality. Consequently, the need for a microfoundation of macroeconomic thought was raised through the creation of models that would incorporate both the heterogeneity of economic agents and the complexity of the economic system. Due to the importance of these issues, the thesis in the fourth and fifth chapters thoroughly focuses on the concepts of uncertainty and loss aversion as key parameters for the microfoundation of macroeconomic models. The structure of this thesis is logically divided into two parts, the theoretical (Chapter 2 and Chapter 3) and the empirical (Chapter 4 and Chapter 5) and is structured in a total of five chapters. The empirical chapters present the econometric models used for the needs of the present analysis, the formulation and examination of the research hypotheses, as well as the results, commentary, and main conclusions. In particular, in the fourth chapter, the predictive power of the uncertainty indices is evaluated by developing a probit model for the Greek economy. The literature focusing on the predictive power of the probability of a crisis or economic growth of various variables for the Greek economy is relatively limited. The thesis tries to contribute to this direction through the empirical analysis. Apart from the limited number of related works, the thesis contributes to the literature as it focuses on a small open economy. The selection of macroeconomic and financial variables is based on the variables used to construct the Euro Area-wide Leading Indicator (ALI) as well as the variables used by the OECD to find turning points and variables derived from surveys for business and consumer confidence. The estimation of probit model is carried out both in- and out-of-sample. The in-sample moving forecast has a starting point in January 2003, while the out-sample in January 2020 for three months ahead. The main findings of the analysis are as follows: The Economic sentiments indicator (ESI) in the first instance, but also the Purchasing Managers' Index (PMI), appear to be the best indicators in terms of in-sample forecasting. Likewise for the Business Confidence Indicator (BCI). On the contrary, the Economic Policy Uncertainty (EPU) Index seems unable to function as a leading indicator. The ALI variables have a better predictive power of the course of the business cycle than the OECD variables. In the out-of-sample forecast we observe that the ALI variables versus the OECD ones perform a better forecast towards the end of 2021. The forecast improves when the EPUP is incorporated into the model with the ALI variables. Finally, in the fifth chapter, loss aversion is presented as a parameter that generates asymmetric behavior in the decision-making process. For this purpose, the Coefficient of Asymmetric Volatility (CAV) is constructed, which aims to quantify the asymmetry in the risk behavior of investors due to their loss aversion. By estimating an EGARCH(1,1) model we attempt to quantify the risk asymmetry due to loss aversion for a large group of countries (24 countries) on an annual basis for the time period from 2003 to 2020. At the same time, there is also an econometric contribution as the estimation of the model has not been done so analytically in the past as the relevant works that have been carried out do not focus on such a large sample of countries and for such a long period of time, as is done in this thesis. Finally, it is examined whether the CAV varies by country and by year through the estimation of a panel model with cross sectional and time effects without additional explanatory variables. The results of the statistical tests confirm that CAV varies significantly by country and by year.
περισσότερα