Περίληψη
Με την παρούσα ανάλυση επιχειρείται, καταρχάς, να διερευνηθεί ο τρόπος με τον οποίο εντάσσεται η φύση στα θεωρητικά συστήματα της Σχολής της Κλασικής Πολιτικής Οικονομίας, του Μαρξ και της Ορθόδοξης (Νεοκλασικής) Οικονομικής Θεωρίας. Εισάγεται η έννοια της (σχετικής) ανεξαρτησίας της φύσης. Η φύση είναι πηγή γαιοπροσόδου για τους γαιοκτήμονες και βασικός παράγοντας αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Εντούτοις, είναι (σχετικά) ανεξάρτητη από το κεφάλαιο, δηλαδή δεν παράγεται στην ολότητά της από τη διαδικασία παραγωγής του κεφαλαίου. Υπεισέρχεται σε καπιταλιστικές ή σε μη-καπιταλιστικές παραγωγικές διαδικασίες, ανεξάρτητα από το εάν υφίσταται ή όχι μετασχηματιστικές διαδικασίες. Όμως, δεν υπεισέρχεται σε κάθε περίπτωση άμεσα και ευθέως στις παραγωγικές διαδικασίες του κεφαλαίου. Με βάση το βαθμό της ανεξαρτησίας της φύσης από τις διαδικασίες παραγωγής του κεφαλαίου, συζητιούνται οι απόψεις των Φυσιοκρατών και των Adam Smith, David Ricardo και Tho ...
Με την παρούσα ανάλυση επιχειρείται, καταρχάς, να διερευνηθεί ο τρόπος με τον οποίο εντάσσεται η φύση στα θεωρητικά συστήματα της Σχολής της Κλασικής Πολιτικής Οικονομίας, του Μαρξ και της Ορθόδοξης (Νεοκλασικής) Οικονομικής Θεωρίας. Εισάγεται η έννοια της (σχετικής) ανεξαρτησίας της φύσης. Η φύση είναι πηγή γαιοπροσόδου για τους γαιοκτήμονες και βασικός παράγοντας αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Εντούτοις, είναι (σχετικά) ανεξάρτητη από το κεφάλαιο, δηλαδή δεν παράγεται στην ολότητά της από τη διαδικασία παραγωγής του κεφαλαίου. Υπεισέρχεται σε καπιταλιστικές ή σε μη-καπιταλιστικές παραγωγικές διαδικασίες, ανεξάρτητα από το εάν υφίσταται ή όχι μετασχηματιστικές διαδικασίες. Όμως, δεν υπεισέρχεται σε κάθε περίπτωση άμεσα και ευθέως στις παραγωγικές διαδικασίες του κεφαλαίου. Με βάση το βαθμό της ανεξαρτησίας της φύσης από τις διαδικασίες παραγωγής του κεφαλαίου, συζητιούνται οι απόψεις των Φυσιοκρατών και των Adam Smith, David Ricardo και Thomas Malthus. Στους Φυσιοκράτες εντοπίζεται μια αντίληψη όπου η φύση είναι σχετικά ανεξάρτητη από το κεφάλαιο και την οικονομική-τεχνολογική ανάπτυξη. Η φύση χάνει μερικώς την ανεξαρτησία της, καθώς η φυσική γονιμότητα της γης μετασχηματίζεται με την εισαγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στη γεωργία. Ο μετασχηματισμός της φύσης καταδεικνύεται στις προτάσεις οικονομικής πολιτικής για εκτεταμένες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στη γεωργία υπό συνθήκες κυριαρχίας των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Όμως, η ευεργετική επιρροή της φύσης εξαντλείται αποκλειστικά στη γεωργία, καθώς οι Φυσιοκράτες αγνοούν ότι είναι παράγοντας ανάπτυξης και ενίσχυσης της παραγωγικότητας της εργασίας και για άλλους τομείς, όπως η βιομηχανία. Ο Smith ενστερνίζεται ορισμένες από τις απόψεις των Φυσιοκρατών, αφού και οι δύο υποβαθμίζουν – πλην της γεωργίας – την επιρροή των φυσικών συνθηκών σε τομείς της παραγωγής όπως η βιομηχανία (μανιφακτούρα). Στη θεωρία για την πρόσοδο, ο Smith αναγνωρίζει τη σχετική ανεξαρτησία της φύσης και τις δυνατότητες μετασχηματισμού της από το κεφάλαιο. Το μέγεθος της προσόδου προκύπτει ανάλογα με τη φυσική γονιμότητα και την τοποθεσία της γης. Σε αντίθεση με τη θεωρία της διαφορικής προσόδου, η πρόσοδος είναι μέρος της τιμής και αποτέλεσμα (όχι αιτία) της διαφοράς μεταξύ της αγοραίας τιμής μείον της τιμής παραγωγής του ατομικού κεφαλαίου. Ο Smith διαπίστωσε ότι η πρόσοδος είναι αποτέλεσμα είτε της εξαιρετικής γονιμότητας της γης – που οδηγεί σε μεγαλύτερη αξία των αγροτικών αγαθών –, είτε προέρχεται από την αυξημένη ζήτηση, η οποία προκαλεί μια υψηλότερη τιμή/ αξία και αντίστοιχα την εμφάνιση της προσόδου. Σε μια παρόμοια, «αντιφατική» ερμηνεία, προσανατολίστηκαν και οι Φυσιοκράτες, καθώς επισήμαναν ότι η προέλευση του «πλεονάσματος» άλλοτε βρίσκεται στη ζήτηση και άλλοτε στην εξαιρετική γονιμότητα - παραγωγικότητα της γης. Από την άλλη μεριά, ο Malthus με την αρχή του πληθυσμού και τη θεωρία για την (διαφορική) πρόσοδο, αναγνωρίζει την απόλυτη ανεξαρτησία της φύσης από τις διαδικασίες παραγωγής του κεφαλαίου και την οικονομική-τεχνολογική ανάπτυξη – θεωρώντας ότι η όποια τεχνολογική πρόοδος δεν αναστέλλει τελικώς τη λειτουργία του «νόμου» των φθινουσών αποδόσεων. Η φύση είναι όρος ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας αλλά και παράγοντας οικονομικών δυσκολιών, λόγω της επενέργειας του «νόμου» των φθινουσών αποδόσεων. Τα μαλθουσιανά συμπεράσματα βρήκαν σύμφωνο τον David Ricardo, ο οποίος αποδέχτηκε τα αξιώματα περί ανεξέλεγκτης αύξησης του πληθυσμού, όπως και το «νόμο» των φθινουσών αποδόσεων, συμπεραίνοντας ότι η φύση, μέσω της επίδρασης των φθινουσών αποδόσεων, είναι παράγοντας οικονομικής στασιμότητας και οικονομικής κρίσης, ιδίως υπό την κυριαρχία συγκεκριμένων πολιτικών συνθηκών, όπως η απαγόρευση της εισαγωγής των σιτηρών. Αναγνωρίζει έτσι την ύπαρξη απόλυτων φυσικών περιορισμών στην αγροτική παραγωγή, παρά τις τεχνολογικές εξελίξεις. Η μαρξική ανάλυση επισημαίνει την πολλαπλότητα της αλληλεπίδρασης φύσης-κεφαλαίου. Η φύση, στην ολότητά της, δεν μπορεί να παραχθεί από τη διαδικασία παραγωγής του ίδιου του κεφαλαίου και ταυτόχρονα υφίσταται το μετασχηματιστικό αποτέλεσμα των οικονομικών σχέσεων. Είναι σχετικά ανεξάρτητη από το κεφάλαιο και την οικονομική-τεχνολογική ανάπτυξη. Στη βάση της παραπάνω συλλογιστικής, αναλύονται δύο μορφές «φυσικών ορίων» στην παραγωγική διαδικασία: α) το μεταβολικό ρήγμα που προκαλείται μεταξύ της ανθρώπινης παραγωγής και των φυσικών συνθηκών της από τη συνεχή, χωρική επέκταση και ανάπτυξη του κεφαλαίου και την παραβίαση των φυσικών νόμων της ζωής και ανταλλαγής της ύλης, β) η οικορύθμιση που αποτελεί μια φυσική διαδικασία διατήρησης, ρύθμισης και αναπαραγωγής περισσότερο παρά μετασχηματισμού, κατά την οποία η εργασία που καταβάλλεται αφορά στην αριστοποίηση των συνθηκών μετασχηματισμού που αποτελούν οργανικές διαδικασίες οι οποίες δεν επιδέχονται σκόπιμη τροποποίηση στα πλαίσια της παραγωγής. Από την άλλη μεριά, οι μαρξιστικές θεωρήσεις της «κοινωνικής κατασκευής της φύσης» και της παραγωγής μιας «δεύτερης φύσης», αποδέχονται την απόλυτη υπαγωγή της φύσης στις διαδικασίες παραγωγής του κεφαλαίου, αμφισβητούν τη σχετική ανεξαρτησία της φύσης και το ταξικό (καπιταλιστικό) πλαίσιο της τεχνολογίας και υπερτονίζουν τη δυνητική υποκατάσταση των φυσικών πόρων από τη διαθέσιμη τεχνολογία, όπως ακριβώς εισηγείται η νεοκλασική οικονομική θεωρία. Στον αντίποδα της προβληματικής των φυσικών ορίων βρίσκεται και η νεοκλασική θεωρία, η οποία στη βασική «μικροοικονομική» θεμελίωσή της αποδέχεται τη δυνατότητα άπειρων λύσεων παραγωγικής υποκατάστασης των «συντελεστών παραγωγής» (στο κυρτό τμήμα μιας καμπύλης ίσου προϊόντος). Οικονομολόγοι όπως ο Robert Solow και ο Joseph Stiglitz υποστήριξαν ότι ο κόσμος μπορεί να πορευτεί και χωρίς φυσικούς πόρους, ενώ η τεχνική αλλαγή μπορεί να αντισταθμίσει μια σταδιακή μείωση στην εισροή των φυσικών πόρων. Επιπλέον, η νεοκλασική οικονομική θεωρία των (αρνητικών) εξωτερικών οικονομιών αναγνωρίζει την αδυναμία του μηχανισμού τιμών της αγοράς να «εσωτερικεύσει» αυτομάτως τις αρνητικές εξωτερικότητες στις τιμές του ρυπαίνοντα και να επιτευχθεί η άριστη κατανομή πόρων (κριτήριο Pareto). Ωστόσο, δεν μπορεί να εντάξει την αδυναμία επίλυσης των αρνητικών εξωτερικοτήτων, μέσω του μηχανισμού τιμών της αγοράς, στο ειδικό καπιταλιστικό (ταξικό) πλαίσιό της και να εντοπίσει τις ταξικές μεροληψίες. Όποια και να είναι η «άριστη» λύση, κάτι τέτοιο συνεπάγεται παραμένουσα (συσσωρευόμενη) ρύπανση, κάτι που, και από την άποψη αυτή, υποδεικνύει ότι τα νεοκλασικά οικονομικά αγνοούν τα φυσικά όρια και τη σπανιότητα των (φυσικών) παραγωγικών πόρων υπερτονίζοντας τη δυνητική υποκατάσταση οικονομικών πόρων και τεχνολογιών. Στον καπιταλισμό διακρίνονται δύο είδη περιβαλλοντικής κρίσης: Το πρώτο είδος περιβαλλοντικής κρίσης εμφανίζεται όταν η συσσώρευση κεφαλαίου απειλείται από περιβαλλοντικούς περιορισμούς στις προμήθειες των απαραίτητων υλικών αξιών χρήσης – και στη βάση αυτή, το πρώτο είδος κρίσης ανάγεται στο μαρξικό «νόμο» της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Το δεύτερο είδος περιβαλλοντικής κρίσης, εκφράζει την καπιταλιστική υποβάθμιση των συνθηκών ανθρώπινης ανάπτυξης και σχετίζεται με τις συνέπειες της καπιταλιστικής ανάπτυξης στη φύση και την ανθρώπινη ζωή, το «μεταβολικό ρήγμα» και την παραβίαση των «οικορυθμιστικών διαδικασιών». Η περιβαλλοντική κρίση δεύτερου είδους μπορεί να προκαλέσει πτώση στην κερδοφορία του κεφαλαίου (δηλαδή κρίση πρώτου είδους), εντούτοις αυτό δεν συμβαίνει σε κάθε περίπτωση. Η φύση δεν είναι στην ολότητά της ενσωματωμένη στις συνθήκες παραγωγής-αναπαραγωγής του κεφαλαίου και δεν επιδρά άμεσα σε κάθε περίπτωση στους παράγοντες που καθορίζουν την κερδοφορία του. Δεν υπάρχει κάποιος αυτόματος (διορθωτικός) μηχανισμός ανάσχεσης της περιβαλλοντικής κρίσης, όπως είναι η ίδια η κρίση, ούτε κάποιος μηχανισμός τιμών για τα μη ενσωματωμένα στην καπιταλιστική παραγωγή-αναπαραγωγή στοιχεία της φύσης που θα δώσει το «σήμα» της επιβάρυνσης, υποβάθμισης, ή καταστροφής τους. Στη βάση των παραπάνω, διερευνάται η σχέση των πανδημιών, ειδικά της πανδημίας Covid-19, με τον καπιταλισμό, τη χωρική επέκτασή του στη φύση και την παραβίαση των φυσικών ορίων από τη βιομηχανική εντατική κτηνοτροφία. Αναλύεται η αιτιακή σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στις διαδικασίες αναπαραγωγής του κεφαλαίου με την εμφάνιση ασθενειών και την πανδημία Covid-19. Η πανδημία Covid-19 αποτελεί μορφή εκδήλωσης της περιβαλλοντικής κρίσης δεύτερου είδους, η οποία, με τη σειρά της, μπορεί να ενεργοποιήσει μια περιβαλλοντική κρίση πρώτου είδους. Οι πανδημίες στον καπιταλισμό δεν είναι τυχαία, εξωτερικά προς την καπιταλιστική σχέση φαινόμενα, αλλά αντιθέτως είναι εσωτερικές (εγγράφονται στο εσωτερικό) της καπιταλιστικής σχέσης εκμετάλλευσης και ιδιοποίησης της φύσης. Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζονται οι σύγχρονες μεταβολές στο καταναλωτικό πρότυπο, η σχέση τους με την καπιταλιστική ενσταβλισμένη-εντατική κτηνοτροφία και το καπιταλιστικό μοντέλο ανάπτυξης της αγροτικής παραγωγής. Διερευνάται η διατροφική μετάβαση σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης, οι – συναρτώμενες με αυτή τη μετάβαση – αλλαγές στην παραγωγική δομή της κτηνοτροφίας και οι συνέπειες των μεθόδων εκτροφής στην εμφάνιση πανδημιών ως αποτέλεσμα της εκτεταμένης παραβίασης των φυσικών ορίων της οικορύθμισης και, επομένως, επέκτασης του μεταβολικού ρήγματος.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
With the present analysis, an attempt is made, first of all, to investigate the way in which nature is included in the theoretical systems of the School of Classical Political Economy, Marxian and Orthodox (Neoclassical) Economic Theory. The concept of (relative) independence of nature is introduced. Nature is a source of land rent for landowners and a key factor in increasing labor productivity and capital profitability. However, it is (relatively) independent from capital, nature is not produced in its entirety by the capital’s production process. It enters to capitalist or non-capitalist production processes regardless of whether or not transformational processes exist. However, it does not enter in any case directly and immediately into the productive processes of capital. Based on the degree of independence of nature from the production processes of capital, the views of Physiocrats and Adam Smith, David Ricardo and Thomas Malthus are discussed. According to Physiocrats there is a ...
With the present analysis, an attempt is made, first of all, to investigate the way in which nature is included in the theoretical systems of the School of Classical Political Economy, Marxian and Orthodox (Neoclassical) Economic Theory. The concept of (relative) independence of nature is introduced. Nature is a source of land rent for landowners and a key factor in increasing labor productivity and capital profitability. However, it is (relatively) independent from capital, nature is not produced in its entirety by the capital’s production process. It enters to capitalist or non-capitalist production processes regardless of whether or not transformational processes exist. However, it does not enter in any case directly and immediately into the productive processes of capital. Based on the degree of independence of nature from the production processes of capital, the views of Physiocrats and Adam Smith, David Ricardo and Thomas Malthus are discussed. According to Physiocrats there is a perception where nature is relatively independent from capital and economic-technological development. Nature partially loses its independence as the natural fertility of the land is transformed by the introduction of capitalist relations of production in agriculture. The transformation of nature is demonstrated in their economic policy proposals for extensive fixed capital investments in agriculture under conditions dominated by capitalist relations of production. However, the beneficial influence of nature is exhausted exclusively in agriculture, as they ignore that nature is a factor of development and enhancement of labor productivity for other sectors such as industry. Smith embraces some of the views of the Naturalists, since both downplay – except for agriculture – the influence of natural conditions in areas of production such as industry (manufacture). In his theory of rent, Smith recognizes the relative independence of nature and its potential for transformation by capital. The size of the rent depends on the natural fertility and location of the land. Contrary to the theory of differential rent, rent is a part of price and a result (not a cause) of the difference between the market price and the production price of the individual capital. Smith found that rent is the result of either the exceptional fertility of the land – leading to a greater value of agricultural goods – or it comes from increased demand, which causes a higher price/value and correspondingly the appearance of rent. Physiocrats were oriented towards a similar, “contradictory”, interpretation, as they pointed out that the origin of the “surplus” is sometimes found in demand and sometimes in the exceptional land’s fertility-productivity. On the other hand, Malthus with the principle of population and the theory of (differential) rent recognizes the absolute independence of nature from capital production processes and economic-technological development – considering that any technological progress does not ultimately inhibit the operation of the “law” of diminishing returns. Nature is a condition for the development of human society but also a factor in economic difficulties, due to the effect of the “law” of diminishing returns. Malthusian conclusions found agreement with David Ricardo. The latter accepted the assumptions of uncontrolled population growth, as well as the “law” of diminishing returns, concluding that nature, through the effect of diminishing returns, is a factor of economic stagnation and economic crisis, especially under the dominance of specific political conditions, such as the embargo on the importation of grain. Thus, he recognizes the existence of absolute natural limits in agricultural production, despite technological developments. Marxian analysis points out the multiplicity of nature-capital interaction. Nature, in its totality, cannot be produced by the production process of capital itself and at the same time undergoes the transformative effect of economic relations. It is relatively independent of capital and economic-technological development. Based on the above reasoning, two forms of “natural limits” in the production process are analyzed: a) metabolic rift between human production and its natural conditions caused by the continuous, spatial expansion and development of capital and the violation of natural laws of life and exchange of matter, b) eco-regulation which is a natural process of preservation, regulation and reproduction rather than transformation, in which labor that is carried out concerns the optimization of the conditions of transformation, which are organic processes not amenable to intentional modification in the context of production. On the other hand, Marxist views of the “social construction of nature” and the production of a “second nature” accept the absolute subordination of nature to the production processes of capital, question the relative independence of nature and the class (capitalist) context of technology and emphasize the potential substitution of natural resources by available technology, just as neoclassical economic theory suggests. At the opposite end of the problem of natural limits is the neoclassical economic theory which in its basic “microeconomic” foundation accepts the possibility of infinite solutions of productive substitution of the “factors of production” (in the convex part of an equal product curve). Economists such as Robert Solow and Joseph Stiglitz have argued that the world can get by without natural resources, while technical change can compensate for a gradual decline of the input of natural resources. In addition, neoclassical economic theory of (negative) externalities recognizes the inability of the market price mechanism to automatically “internalize” negative externalities in the polluter's prices and achieve the optimal allocation of resources (Pareto criterion). However, it cannot fit the inability to resolve negative externalities through the market price mechanism into its specific capitalist (class) context and identify class biases. Whatever is the “perfect” solution, it implies residual (cumulative) pollution, which, in this respect too, indicates that neoclassical economics ignores the natural limits and scarcity of (natural) productive resources by overemphasizing the potential substitution of economic resources and technologies. In capitalism two kinds of environmental crisis are distinguished: The first kind of environmental crisis occurs when the accumulation of capital is threatened by environmental restrictions on the supply of necessary material use-values – and on this basis this kind of crisis basically goes back to the Marxian “law” of the falling rate of profit. The second kind of environmental crisis expresses the capitalist degradation of the conditions of human development and is related to the consequences of capitalist development on nature and human life, the “metabolic rift” and the violation of “eco-regulatory processes”. The second kind of environmental crisis can cause a fall in the profitability of capital (first kind of crisis), however this does not occur in any case. Nature is not in its entirety integrated into the conditions of production-reproduction of capital and does not directly influence in any case the factors that determine capital’s profitability. There is no automatic (corrective) mechanism for arresting the environmental crisis, such as the crisis itself, nor any price mechanism for the elements of nature that are not integrated into capitalist production-reproduction which will give the “signal” of their burden, degradation, or destruction. Based on the above, the relationship of pandemics, especially the Covid-19 pandemic, with capitalism, its spatial expansion in nature and the violation of natural limits by industrial intensive animal husbandry is explored. The causal connection between capital reproduction processes and the emergence of diseases and the Covid-19 pandemic is analyzed. The Covid-19 pandemic is a manifestation of the second kind of environmental crisis, which, in turn, can trigger the first kind of environmental crisis. Pandemics in capitalism are not random phenomena external to the capitalist relationship, but rather internal (inscribed within) to the capitalist relationship of exploitation and appropriation of nature. In this context, the modern changes in the consumption’s pattern, their relationship with the capitalist stable-intensive livestock farming and the capitalist development model of agricultural production are examined. The dietary transition to food of animal origin, the –associated with this transition– changes in the productive structure of livestock farming and the consequences of breeding methods on the occurrence of pandemics, as a result of the widespread violation of the natural limits of the ecosystem and thus the expansion of the metabolic rift, are investigated.
περισσότερα