Διερεύνηση της εξέλιξης και δομής του πολεοδομικού ιστού: Παρίσι, Βιέννη, Αθήνα
Περίληψη
Το ειδικότερο θέμα της διδακτορικής μου διατριβής με τίτλο «Διερεύνηση της εξέλιξης και της δομής του πολεοδομικού ιστού. Παρίσι, Βιέννη, Αθήνα» είναι η διερεύνηση και μορφολογική προσέγγιση της φυσικής ανάπτυξης του πολεοδομημένου ιστού αναφορικά κυρίως με τα παραδείγματα των τριών μεγάλων αυτών πόλεων (κατά σειρά μεγέθους, Παρίσι, Αθήνα, Βιέννη). Από τη δεκαετία 1980 έως και τη δεκαετία 2020, με απασχόλησε η ανάπτυξη του τεχνητού περιβάλλοντος σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον του πλανήτη. Το ενδιαφέρον μου επικεντρώθηκε στο ζήτημα της συνεχούς ανεξέλεγκτης μεγέθυνσής του και της αλληλένδετης αστικής εξάπλωσης στον γεωγραφικό χώρο.Αρχικά, αναρωτήθηκα πως συμβαίνει αυτό, ενώ όλες οι ιδέες –με τις οποίες ήρθα σε επαφή ήδη από την εποχή που ήμουν φοιτήτρια αρχιτεκτονικής και παράλληλα πολεοδομίας και χωροταξίας- αναφέρονταν στο ζήτημα αυτό. Τις ιδέες αυτές διδάχτηκα και μελέτησα ως κεντρικές θέσεις που υποστηρίχθηκαν με ενορατικότητα από πολλούς δραστήριους μελετητές και στοχαστές, από τ ...
Το ειδικότερο θέμα της διδακτορικής μου διατριβής με τίτλο «Διερεύνηση της εξέλιξης και της δομής του πολεοδομικού ιστού. Παρίσι, Βιέννη, Αθήνα» είναι η διερεύνηση και μορφολογική προσέγγιση της φυσικής ανάπτυξης του πολεοδομημένου ιστού αναφορικά κυρίως με τα παραδείγματα των τριών μεγάλων αυτών πόλεων (κατά σειρά μεγέθους, Παρίσι, Αθήνα, Βιέννη). Από τη δεκαετία 1980 έως και τη δεκαετία 2020, με απασχόλησε η ανάπτυξη του τεχνητού περιβάλλοντος σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον του πλανήτη. Το ενδιαφέρον μου επικεντρώθηκε στο ζήτημα της συνεχούς ανεξέλεγκτης μεγέθυνσής του και της αλληλένδετης αστικής εξάπλωσης στον γεωγραφικό χώρο.Αρχικά, αναρωτήθηκα πως συμβαίνει αυτό, ενώ όλες οι ιδέες –με τις οποίες ήρθα σε επαφή ήδη από την εποχή που ήμουν φοιτήτρια αρχιτεκτονικής και παράλληλα πολεοδομίας και χωροταξίας- αναφέρονταν στο ζήτημα αυτό. Τις ιδέες αυτές διδάχτηκα και μελέτησα ως κεντρικές θέσεις που υποστηρίχθηκαν με ενορατικότητα από πολλούς δραστήριους μελετητές και στοχαστές, από τον 19ο έως τα τέλη του 20ού αιώνα έως και σήμερα των αρχών του 21ου και έδειξαν το ζήτημα της οριοθέτησης της ανθρώπινης δραστηριότητας και των διαφόρων διαστάσεών της. Οι θέσεις τους συνοδεύτηκαν από μια μόνιμη και εκτεταμένη ενασχόληση των δημιουργών αυτών που μεταφράστηκε με αρχιτεκτονήματα, πολεοδομικά σχέδια ή εικαστικές παρεμβάσεις αλλά και με τον γραπτό και προφορικό λόγο ως λογοτεχνική, ιστορική, πολιτική, κοινωνική, οικονομική, οικολογική και γενικότερα επιστημονική και τεχνολογική ανάλυση, στο πλαίσιο συλλογικών οργανισμών ή και μεμονωμένων εκφράσεων σκέψης και έρευνας, παγκοσμίως. Όσον αφορά τις εργασίες μου, αυτές ακολούθησαν μια διαδρομή διαμόρφωσης στο πλαίσιο περισσότερων και διαφορετικών ακαδημαϊκών και ερευνητικών οργανισμών, περισσότερων χωρών. Εργάστηκα κυρίως ερευνητικά, σε θέματα παρεμφερή, με διάφορα μέσα ανάλυσης, χρησιμοποιώντας και αναπτύσσοντας διαφορετικές μεθόδους ανάλυσης. Οι ερευνητικές εργασίες αυτές ακολούθησαν δύο κύριους άξονες θεωρητικής και εμπειρικής διερεύνησης: αυτόν της κοινωνικής θεώρησης στο επίπεδο του αστικού σχεδιασμού και αυτόν της φυσικής μορφολογίας της ανάπτυξης του πολεοδομημένου ιστού. Η παρούσα διδακτορική διατριβή εντάσσεται στον δεύτερο άξονα και σε ένα πλαίσιο κατανόησης και αναζήτησης λύσεων για τον έλεγχο της μεγέθυνσης του τεχνητού χώρου. Η τεχνητοποίηση του γεωγραφικού χώρου συνδέεται βέβαια με πολύπλοκα και πολυσήμαντα φαινόμενα, τα οποία άπτονται όλων των διαστάσεων της ανθρώπινης κοινωνίας, και αλληλοεπιδρούν με το αβιοτικό και έμβιο περιβάλλον του πλανήτη. Ανακύπτει η αναγκαιότητα εξειδικευμένων επιστημονικών πεδίων αλλά και ενός ευρύτερου διεπιστημονικού πεδίου προσέγγισης της τεχνητοποίησης, που ν’ανοίγει τον ορίζοντα για αναλυτικές διερευνήσεις των διαφορετικών εκφάνσεών της. Πρόθεση της εργασίας είναι οι θεωρητικές και οι εμπειρικές διεργασίες που παρουσιάζονται στην παρούσα διατριβή να μπορούν να ενταχθούν στο ευρύτερο και ανοιχτό αυτό πεδίο. Ειδικότερα, με την κατάληξη σε μια ειδική πρόταση μορφολογικής προσέγγισης της φυσικής ανάπτυξης του αστικού χώρου και στη συγκρότηση μεθόδου περιγραφής και ανάλυσης των αλλαγών του. Οι αλλαγές του αστικού χώρου εννοούνται στην εργασία αυτή ως το σύνολο των τοπικών μετασχηματισμών και μεγεθύνσεων του πολεοδομημένου ιστού μιας αστικής περιοχής, που συντελούνται κατά την ανάπτυξή του μέσα στον χρόνο. Ο όρος πολεοδομημένος ιστός που χρησιμοποιείται στην εργασία υπονοεί τη σύσταση, από το σύνολο των δομημένων χώρων της πόλης οι οποίοι έχουν στερεομετρικές ιδιότητες (διαφοροποιώντας τις από τις βιοκλιματικές για παράδειγμα όπου το πεδίο και οι μέθοδοι ανάλυσης είναι διαφορετικά) και είναι τεχνητά αντικείμενα -αρχιτεκτονήματα καθώς σχεδιάζονται πριν την υλοποίησή τους. Βέβαια, τα αρχιτεκτονήματα αυτά, χωρικά, ωστόσο προκύπτουν ως αποτελέσματα πολλαπλών κοινωνικών, οικονομικών, πολιτιστικών, πολιτικών, τεχνολογικών διαδικασιών. Έγινε προσπάθεια να κατανοηθεί εάν ο πολεοδομημένος ιστός, που απασχολεί την έρευνα, εξελίσσεται ή αναπτύσσεται. Η προσπάθεια αυτή οδήγησε στην εξής θέση: Η εξέλιξη αναφέρεται σε μια αλληλουχία αλλαγών που αναδεικνύει ένα φαινόμενο μαζί με τις διάφορες διαδικασίες προσαρμογής που αυτό επιφέρει. Ο όρος ανάπτυξη, από την άλλη, αναφέρεται, κατά κανόνα, στο ζήτημα της διαπίστωσης και της αναπαράστασης φυσικών και σύνθετων φαινόμενων, που συσχετίζονται με τη μορφή αντικειμένων. Αν και, η εξέλιξη και η ανάπτυξη είναι αλληλένδετα φαινόμενα, αναδείχθηκε η θεωρητική οπτική και το ειδικό περιεχόμενο της μορφολογίας και η θεώρηση της ανάπτυξης του σύνθετου φυσικού αντικειμένου πολεοδομημένος ιστός. Την ανάπτυξη αυτή προσέγγισα μορφολογικά, εντοπίζοντας την ειδική δομή της με τη μέθοδο που εκπονήθηκε. Δημιούργησα μια μέθοδο μορφολογικής προσέγγισης, η οποία καθιστά δισήμαντες αντιστοιχίες μεταξύ των πρωτογενών, δευτερογενών και τριτογενών, όπως ονομάστηκαν στο πλαίσιο της εργασίας, στοιχείων του πολεοδομημένου ιστού. Ως πρωτογενή στοιχεία θεωρούνται οι οριοθετήσεις και οι διαιρέσεις που προκύπτουν απ’ τον πραγματικό, σχεδιασμένο και υλοποιημένο, χώρο της πόλης ο οποίος περιλαμβάνει τους δρόμους, τα κτίρια, τα οικοδομικά τετράγωνα, τα τεμάχια γης και τις κορυφογραμμές των γεωμορφολογικών στοιχείων που συγκροτούν τη φυσική υπόσταση του πολεοδομημένου ιστού της. Τα δευτερογενή και τριτογενή στοιχεία είναι αντικείμενα με γεωμετρικές ιδιότητες τα οποία προσδιορίζονται, στο πλαίσιο της μεθόδου, από μια σειρά πράξεων σχετικών με τις συσσωρεύσεις και τις συν-τάξεις που συντελούνται σε ένα χρονικό διάστημα, κατά την εξάπλωση μιας αστικής περιοχής, με τους τοπικούς μετασχηματισμούς και τις τοπικές μεγεθύνσεις του πολεοδομημένου ιστού της. Τα σύνολα των πρωτογενών, δευτερογενών και τριτογενών αυτών στοιχείων, των μεταξύ τους σχέσεων και των πράξεων που αποδίδουν τις σχέσεις, συστήνουν μια δομή. Η δομή αυτή συναρτά, γεωμετρικά και αναλυτικά, τις συσσωρεύσεις και τις συν-τάξεις και αποκαλύπτει τη μορφογένεση κατά τη φυσική ανάπτυξη του ιστού. Με τα ευρήματα της ανάλυσης, ειδικότερα της μορφής που αποκαλύπτει η δομή βάσει των δισήμαντων αντιστοιχιών μεταξύ των στοιχείων που προανέφερα, θεωρώ πιθανή/δυνατή την ερμηνεία και την αποδοχή τροποποιήσεων στο πλαίσιο χωρικού σχεδιασμού, σε μακροσκοπική κλίμακα. Εκπόνησα τη μέθοδο κατόπιν υποθετικού και απαγωγικού συλλογισμού και ανάλυσης βάσει των εισαγωγικών παρατηρήσεων και των αρχικών προτάσεων του Κεφαλαίου 1, με αντικείμενο τις «ανα-γνώσεις και αναλυτικές προσεγγίσεις του αστικού χώρου» και των ευρημάτων που προέκυψαν από τις ειδικές θεωρητικές και εμπειρικές διερευνήσεις των Κεφαλαίων 2, 3, 4 και 5. Τα επιμέρους αντικείμενα έρευνας των κεφαλαίων αυτών ήταν, το Κεφάλαιο 2, τα «θεωρητικά και μεθοδολογικά ζητήματα ανάγνωσης του αστικού χώρου», το 3, η «επαναοριοθέτηση του ειδικού πεδίου της εργασίας αναφορικά με τη φυσική μορφολογία», το 4, η «εκπόνηση της μεθόδου μορφολογικής προσέγγισης της φυσικής ανάπτυξης και μεγέθυνσης του πολεοδομημένου ιστού» και, το 5, η «διερεύνηση των προϋποθέσεων για την εφαρμογή της μεθόδου στο σύνολο της αστικής περιοχής μιας πόλης». Επιμέρους ευρήματα και συμπεράσματα εξήχθησαν σταδιακά για να υποστηρίξουν, αθροιστικά, τη θέση της εργασίας αναφορικά με την αναγκαιότητα της έρευνας για τον έλεγχο της μεγέθυνσης του τεχνητού χώρου με θεωρητικά και εμπειρικά εξειδικευμένα δεδομένα και αναλύσεις. Έτσι, θεωρώ ότι το ειδικό πεδίο αναλυτικής εξειδίκευσης της φυσικής μορφολογίας του πολεοδομημένου ιστού που υποστηρίζεται σε αυτή την εργασία εντάσσεται, σε ένα πλαίσιο ευρύτερης ανάγνωσης του τεχνητού χώρου πολυ-, δι- και υπερδιεπιστημονικών αναζητήσεων. Η συμβολή του ειδικού αυτού πεδίου έρευνας για τον έλεγχο της φυσικής μεγέθυνσης του τεχνητού χώρου αποτελεί το καίριο ζήτημα που τίθεται προς συζήτηση, ως επίλογος της εργασίας, υπό την προοπτική και το φώς μιας περαιτέρω εκτεταμένης εφαρμογής της μεθόδου με τη διεξαγωγή αυτοτελούς ερευνητικού έργου διεπιστημονικής ομάδας. Καθώς και με την πραγματοποίηση ποσοτικής έρευνας η οποία να αποσκοπεί στην περαιτέρω μαθηματική επεξεργασία και πληροφορική τυποποίηση όπως και στην ψηφιοποίηση των δεδομένων και των διαδικασιών ανάλυσης της μεθόδου. Τα έξι αυτά κεφάλαια απαρτίζουν τα δύο μέρη της εργασίας:–το πρώτο μέρος, περισσότερο γενικό, με αντικείμενο την παρουσίαση των εισαγωγικών παρατηρήσεων, των αρχικών προτάσεων και των θεωρητικών και μεθοδολογικών ζητημάτων, μέσα από μια ανασκόπηση των ανα-γνώσεων και των αναλυτικών προσεγγίσεων όπως και της ειδικής περιγραφής του αστικού χώρου και της μεγέθυνσής του και, –το δεύτερο μέρος, που διερευνά σταδιακά τις θέσεις της εργασίας, επαναοριοθετεί το ειδικό πεδίο σχετικά με τη μορφολογία και τον πολεοδομημένο ιστό καταλήγοντας στην πρόταση μορφολογικής προσέγγισης της φυσικής ανάπτυξης του πολεοδομημένου ιστού. Ο αρχικός προβληματισμός παρουσιάζεται στο υποκεφάλαιο 1.1. με τίτλο «Το αντικείμενο, οι πηγές και τα στοιχεία της εργασίας», με μια σειρά παρατηρήσεων, ερωτημάτων, θεμάτων και εννοιών που αποτελούν τον κορμό του τύπου προσέγγισης που προτείνεται παρακάτω στην εργασία και αφορά στον δομημένο ιστό του αστικού περιβάλλοντος. Εισάγονται οι έννοιες ιστός, σειρά, φυσική υπόσταση, χωρο-λογία, μορφο-λογία. Τίθενται ερωτήματα σχετικά με την συνεχιζόμενη εξάπλωση στο γεωγραφικό ανάγλυφο του αστικού και του τεχνητού περιβάλλοντος γενικότερα, με αναφορές σε ορισμένα παραδείγματα όπως της μεγέθυνσης των προαστιακών ζωνών και του φαινομένου των ruralopolis. Διατυπώνεται η κεντρική υπόθεση της εργασίας η οποία είναι ότι, υπό το πρίσμα της μορφο-λογίας, μπορεί να αναδειχθούν -συμπληρωματικά προς ανάλογες ή διαφορετικές προσεγγίσεις- στοιχεία περιγραφής και ανάλυσης των μετασχηματισμών του χώρου της πόλης. Αν και οι μετασχηματισμοί αυτοί καθορίζονται από τις κοινωνικές-οικονομικές συνθήκες, τις πολιτισμικές καταβολές, την ιστορία του τόπου, κτλ ειδικές αναλύσεις μπορούν να προσεγγίσουν την φυσική τους υπόσταση. Παρουσιάζεται η έρευνα πεδίου με την ευρύτερη έννοια του όρου πεδίου που αναφέρεται στην περιοχή καταγραφής των δεδομένων. Αυτή περιλαμβάνει τη χαρτογράφηση και την ανάλυση φαινομένων μορφογένεσης με την ανάπτυξη του πολεοδομημένου ιστού αναφορικά με τα παραδείγματα των τριών μεγάλων πόλεων Παρίσι, Αθήνα, Βιέννη, όπως και με πληθώρα άλλων, ιστορικών και σύγχρονων, παραδειγμάτων πόλεων ή τμημάτων πόλεων. Χρησιμοποιήθηκαν ευρέως οι χαρτογραφικές αποτυπώσεις των πόλεων σε διαφορετικές κλίμακες διαφορετικών χρονολογιών και δημιουργήθηκαν επίσης πρωτότυπες γραφικές και χαρτογραφικές αναπαραστάσεις και χρησιμοποιήθηκαν ως δεδομένα έρευνας. Η βιβλιογραφία και προηγούμενες προσωπικές έρευνες αποτέλεσαν τις πηγές πολλών στοιχείων της παρούσας έρευνας. Παρουσιάζεται επίσης η συστηματική ανασκόπηση στις ιστορικές και πρόσφατες αναζητήσεις που πραγματοποιήθηκε σχετικά με τη μορφολογία και γίνεται αναφορά στην επικουρική δημιουργία ενός τόμου, γλωσσαρίου εργασίας («λεξικό φυσικής μορφολογίας του αστικού ιστού» το ονόμασα), το οποίο περιλαμβάνει αναφορές που συλλέχτηκαν στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας και με σκοπό την ανάλυση των ορισμών και των επιστημονικών θέσεων για 205 έννοιες. Το σύνολο των εννοιών και των επιλεγμένων αναφορών συνθέτει το διεπιστημονικό υπόβαθρο της εργασίας. Στα επόμενα υποκεφάλαια διαπραγματεύτηκαν τα παρακάτω:Ο τρόπος ανά-γνωσης ο οποίος θεωρείται, εδώ, ως η λογική σύνδεση των αρχικών προτάσεων και των όρων με το τελικό αποτέλεσμα, σε ένα σύνολο που συστηματοποιεί την ανάλυση του χώρου αυτού. Οι αρχικές προτάσεις παίζουν τον ρόλο ψευδοορισμών στο επίπεδο της προβληματικής με την αρχική υπόθεση. Αν και κατά βάση ο ρόλος των αρχικών προτάσεων είναι ρητορικός, σε ένα υποθετικό απαγωγικό σύστημα υποθέσεων, αποδεικτικών πράξεων και των λογικών συνδέσεών τους με το αποτέλεσμα που επιδιώκεται, αποδεικνύεται, ταυτόχρονα, κατάλληλος για την εισαγωγή των διεργασιών που ακολουθούν. Διαπιστώθηκε η διαχρονική συμφωνία των ερευνητών και των μελετητών για την αδιαμφισβήτητη αναγκαιότητα της θεωρητικής επιστημονικής βάσης στην ανάλυση του σύνθετου χώρου που είναι το ανθρωπογενές δομημένο περιβάλλον. Μέσα από αυτό το πρίσμα, οι εξειδικεύσεις οι οποίες προέρχονται από ποικίλες προσεγγίσεις μπορούν να λειτουργήσουν αθροιστικά ή ακόμη και συμπλεκτικά και όχι απαραίτητα αντιθετικά, είτε ως ατομικές θεωρίες είτε ακόμη και ως σχολές. Διαπιστώθηκε επίσης ότι προγενέστεροι ορισμοί που σχετίζονταν με το ανθρωπογενές περιβάλλον έμεναν, κατά κανόνα, ανοιχτοί, παρέπεμπαν σε ένα δεύτερο χρόνο την εξειδίκευση και τη διασαφήνισή τους. Πράγματι, οι αναλύσεις των τελευταίων δεκαετιών που ακολούθησαν, συμβαδίζουν με αυτές αλλά εξειδικεύονται με τη χρήση των προωθημένων τεχνολογικών και ψηφιακών κυρίως δυνατοτήτων, οι οποίες στοχεύουν στη γνώση της κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας ανά πάσα στιγμή και σε οποιοδήποτε γεωγραφικό σημείο. Με τις δυνατότητες αυτές, καθώς δύναται να μειωθεί η ασάφεια και να ενταθεί η εξειδίκευση της ανάλυσης των εν γένει οικιστικών φαινομένων, δύναται και να αναθεωρηθούν ως ένα βαθμό και ορισμένα θεωρητικά θέματα. Ένα ζήτημα που αναδείχθηκε ως διαχρονική αιχμή τόσο για την αναλυτική όσο και για τη μελετητική πορεία, είναι αυτό της απο-σύνθεσης και ανασύνθεσης των χωρικών αντικειμένων. Η απο-σύνθεση - ανασύνθεση, με την περιγραφή, την ανάλυση ή/και τον σχεδιασμό των χωρικών αντικειμένων, θεωρώ ότι φέρνει στο προσκήνιο το ζήτημα των σταθερών θεωρητικών σημείων αναφοράς για την επιστημονική και τεχνική εξειδίκευση σχετικά με την πόλη, τον αστικό χώρο και την αστική ανάπτυξη. Με την οπτική των σύγχρονων αντιλήψεων, πιστεύω ότι αναδεικνύεται περισσότερο η ανάγκη εξειδικευμένης περιγραφής. Η περιγραφή, ωστόσο, αλληλοσυνδέεται τόσο με την ανάλυση όσο και με τον σχεδιασμό του αστικού χώρου ως θεωρητικής διαδικασίας απο-σύνθεσης και ανασύνθεσης στο πλαίσιο της κάθε σημειακής χωρικής παρέμβασης. Διαπιστώθηκε επιπλέον, ότι η ανάλυση στην προκαταρκτική φάση του σχεδιασμού μιας χωρικής παρέμβασης στην πόλη λειτουργεί, κατά κανόνα, ως επικύρωση της παρέμβασης και στοχεύει, κατά βάση, στην τεχνική τεκμηρίωση της χωρικής παρέμβασης. Η προκαταρκτική φάση, ωστόσο, αναφέρεται σε έναν τρόπο ανάγνωσης του αστικού χώρου ο οποίος τείνει να αυτονομείται και να αποδεσμεύεται από την ίδια τη σημειακή παρέμβαση την οποία προσπαθεί να τεκμηριώσει, καθώς τα δεδομένα της αντλούνται από ένα πολυεπιστημονικό πεδίο. Με την αυτονόμηση αυτή τα επίπεδα περιγραφής, ανάλυσης και σχεδιασμού καθίστανται διακριτά το ένα από το άλλο. Κατ’ επέκταση, δημιουργείται η επιστημονική, τεχνική και μεθοδολογική πρόκληση για την άρθρωση μεταξύ τους όπως και με την πραγματικότητα, σύμφωνα με τους θεωρητικούς ή και εμπειρικούς υποθετικούς – απαγωγικούς τρόπους των επιστημών. Από τις παρατηρήσεις του εισαγωγικού κεφαλαίου, προέκυψαν απορίες σχετικά με τον τρόπο ανάγνωσης του αστικού χώρου και της απο-σύνθεσης - ανασύνθεσής του: –η πρώτη αναφέρεται στην οριοθέτηση του αντικειμένου εξειδικευμένης ανάλυσης και μελέτης, ανάλογα με την κλίμακα θεώρησης της πραγματικότητας του δομημένου περιβάλλοντος, καθώς οι διάφορες κλίμακες διαφοροποιούν το αντικείμενο ανάγνωσης. Δηλαδή στις μικροκλίμακες του δομημένου περιβάλλοντος (όπως των υλικών κατασκευής των χημικών και φυσικών ιδιοτήτων τους ή των χρηστικών λειτουργιών και μορφών) τα αντικείμενα ανάγνωσης άπτονται της αρχιτεκτονικής. Ενώ, στις μακροκλίμακες, τα αντικείμενα, όπως οι εκτενέστεροι χώροι οικιστικών περιοχών, υπόκεινται στον αστικό και πολεοδομικό προγραμματισμό και σχεδιασμό ή όπως οι ευρύτερων διαστάσεων γεωγραφικές ενότητες εξετάζονται χωροταξικά κυρίως ως δομές οικονομικής-κοινωνικής-πολιτικής οργάνωσης, –η δεύτερη απορία αναφέρεται στον τρόπο συσχέτισης της πραγματικότητας του δομημένου ανθρωπογενούς περιβάλλοντος με τα ενδογενή μικροφαινόμενα, τα αναλυτικά στοιχεία τους και τις δομές εκείνες που τα συνδέουν ταυτόχρονα σε όλες τις κλίμακες. Σύμφωνα με τα παραπάνω, στα επόμενα κεφάλαια, ο στόχος των διερευνήσεων ήταν διττός. Κατά πρώτον, έγινε περιγραφή της αστικής ανάπτυξης κατά τις χωρικές εκφάνσεις της με τρόπο που να συσχετίζει τη μορφή με τον πραγματικό φυσικό χώρο της πόλης και που να αρθρώνει τη διαμόρφωση του (πολεο)δομημένου ιστού και τις αλλαγές του μέσα στο χρόνο. Κατά δεύτερον, αποσαφηνίστηκε, με υποθετικο-απαγωγικό και εμπειρικό τρόπο και με συγκεκριμένη πρόταση μεθόδου εύρεσης, αναπαράστασης και ανάλυσης, η μορφογένεση στη μακροσκοπική κλίμακα του αστικού χώρου, όπως ήδη ειπώθηκε. Οι κύριες αναφορές του Κεφαλαίου 1 αφορούν στους Lefebvre, Alexander, Habraken, Inam, Carmona, Dovey, Pafka, Marshal, Castex, Panerai, Tafuri, Massey, Castells, Pinol, Preteceille, Kropf, Rossi, Mumford, Lakatos, Canguilhem, Foucault, Blanché, Heisenberg, Monod, κ.ά.Οι διεργασίες του Κεφαλαίου 2 εστιάζουν στα «θεωρητικά και μεθοδολογικά ζητήματα περιγραφής του αστικού χώρου και της μεγέθυνσής του». Εξετάζεται με θεωρητική ανάλυση το ασαφές όριο μεταξύ ορισμού της «πόλης» και συγκεκριμένης περιγραφής συγκεκριμένων πόλεων, η ποσότητα της πληροφορίας σχετικά με τη μέτρηση την οπτικοποίηση και την περιγραφή του αστικού χώρου. Εντοπίζονται προβλήματα στην περιγραφή της μεγέθυνσης της πόλης με την θεωρητική ανάλυση και έγινε βιβλιογραφική ανασκόπηση σχετικά με τη χωροταξική αξιολόγηση της «θέσης-αστικός φορέας και τη μηχανιστική οπτική αυτής και επίσης η θεώρηση της παράδοξης λειτουργικής σχέσης «δραστηριότητα-χώρος». Αναλύονται επίσης οι εννοιολογήσεις της «υπόστασης» και της «αλλαγής» του ανθρώπινου χώρου, της τεχνητής τάξης και της φυσικής αποδόμησης με κατάληξη μια πειραματική διερεύνηση της αναπαραστατικότητας εκτός χρόνου με θέμα την ακανόνιστη διάταξη του ιστού και της μορφής της πόλης. Οι θεωρητικές αναλύσεις του Κεφαλαίου 2, ο συλλογισμός και ο πειραματισμός ενισχύουν τη θεωρητική θέση της εργασίας για την ερευνητική διαδικασία της επεξεργασίας μεθόδου ανάγνωσης του αστικού ιστού. Εξετάζονται οι αναγνώσεις της πόλης και υποστηρίζεται η αποδοχή της συνύπαρξης περισσότερων τρόπων θεώρησης και έκφρασης της γνώσης: -με αναλογία, -με αποδεικτικότητα,-με πειραματικές δοκιμές και τις επαληθεύσεις τους και -με την αποδοχή θεματολογικής διασποράς. Τέλος, το κεφάλαιο αυτό, εμπεριέχει μια εκτεταμένη εμπειρική ανάλυση, πολεοδομικού χαρακτήρα, όπου εξετάζονται με συγκεκριμένα παραδείγματα οι σχέσεις μεταξύ κτιρίων, τεμαχίων γης, οικοδομικών τετραγώνων και δρόμων με χαρτογραφικές και εικονογραφικές αναλύσεις για χαρακτηριστικές περιπτώσεις διαίρεσης του χώρου των πόλεων διαφορετικών εποχών. Οι εικονογραφικές αναλύσεις:–δείχνουν τη διαχρονικότητα του πρωτογενούς στοιχείου της πόλης που είναι το οικοδομικό τετράγωνο, –εξετάζουν διαφορετικές περιπτώσεις αστικού ιστού, τόσο σε πρωτο-αστικές όσο και σε αστικές μορφές και των διαιρέσεων στο εσωτερικό των οικοδομικών τετραγώνων τους σε τεμάχια γης,–απεικονίζουν μικρές ομάδες οικοδομικών τετραγώνων κεντρικών ή προαστιακών περιοχών των επιλεγμένων μεγάλων πόλεων Παρίσι, Αθήνα και Βιέννη σε διαφορετικές ιστορικές στιγμές της ανάπτυξής τους από την προ-οικιστική, αγροτική οικιστική, πρώτο-αστική ή και μια προηγούμενη αστική φάση στην παροντική αστική κατάσταση,–αναλύουν τις σχέσεις γεωμετρικής ρύθμισης στο εσωτερικό ενός οικοδομικού τετραγώνου, μεταξύ των ορίων των τεμαχίων γης και των ορίων του οικοδομικού τετραγώνου. Αναλύονται παραδείγματα οικοδομικών τετραγώνων των τριών επιλεγμένων πόλεων τα οποία ανήκουν στις κεντρικές και προαστιακές τους περιοχές, παρουσιάζουν συνεχόμενο ή ανοιχτό σύστημα κτιριακής δόμησης, είναι διαφορετικών μεγεθών και κατατμήσεων και τα περιγράμματά τους είναι διαφορετικών γεωμετρικών μορφών,–αναλύουν, τέλος, τις σχέσεις γεωμετρικής οργάνωσης, στο εσωτερικό των προηγούμενων οικοδομικών τετραγώνων, των κτιρίων τους κατά τεμάχιο γης/οικόπεδο. Στο κεφάλαιο αυτό θεμελιώνεται η ανάγκη τόσο της γεω-ιστορικής ανάγνωσης του αστικού χώρου όσο και της μορφολογικής προσέγγισης του (πολεο)δομημένου ιστού. Οι κύριες βιβλιογραφικές αναφορές εδώ αφορούν τους Rossi, Blanché, George, Greimas, Γαλλική ομάδα της Sémiotique, Massey, Jess, Vidler, Habraken, Lefebvre, Foucault, Mumford, Jarrosson, Ellul, Sennett, Patch, Chalfen, Avdelidi, Monod, Benevolo, Bökemann, Canguilhem, Christaller, Zeitoun, Stevens, Thom, Kempf, Boudon, Mandelbrot, Salingaros, D’Arcy Thompson, Coarelli, Braudel, Basham, Finke et al., Castex, Depaule, Panerai, Costa κ.ά., όπως και πολλές άλλες βιβλιογραφικές, αρχειακές και χαρτογραφικές ή φωτογραφικές πηγές. Το κεφάλαιο περιλαμβάνει εκτεταμένο εικονογραφικό υλικό ιδίας συλλογής και επεξεργασίας.Το Κεφάλαιο 3 έχει ως αντικείμενο το ειδικό πεδίο και τους όρους προσέγγισης βάσει της οποίας προτείνεται να διερευνηθεί η φυσική μορφολογία του πολεοδομημένου ιστού, ως εξής: –εστιάζοντας στην κριτική ανάλυση του πλησιέστερου προς τη θεματολογία της εργασίας πεδίου που είναι αυτό της λεγόμενης «αστικής μορφολογίας» (urban morphology), εξετάζοντας τις πηγές και το επιστημονικό πεδίο που το υποστηρίζουν, με έμφαση στη γεωγραφική και την ιστορική της οπτική, –επαναοριοθετόντας το ειδικό πεδίο της «φυσικής μορφολογίας του πολεοδομημένου ιστού». Το πεδίο αυτό προσβλέπει στην ανάγνωση του «πραγματικού» αντικειμένου της φυσικής ανάπτυξης. Τίθενται πιο συγκεκριμένα θεωρητικά ζητήματα σχετικά με τη διεπιστημονική διάσταση για την αρχιτεκτονική-πολεοδομική οπτική των όρων «μορφογένεση», «μορφή» και «δομή», –με την ανασκόπηση και συζήτηση της «κλίμακας» που, στην παρούσα εργασία, θεωρείται κεντρικό ζήτημα για την ανάγνωση του πολεοδομημένου ιστού, του φυσικού μετασχηματισμού και της μορφολογικής προσέγγισής του. Τα κριτήρια που επιλέγονται για την ανάγνωση φυσικών αντικειμένων δεν έχουν την ίδια ισχύ ανάλογα με την κλίμακα για την αναγνώριση χαρακτηριστικών της δομικής υπόστασής τους και σε συνάρτηση με την κλίμακα διαφοροποιείται όχι μόνον ο τύπος της προσέγγισης αλλά και τα αντικείμενα εξέτασης, –τέλος, με την εξέταση της δυαδικότητας «περιεχόμενο-μορφή» και το ζήτημα των ενδογενών ιδιοτήτων του αρχιτεκτονήματος, το τεχνητό κατασκευασμένο αντικείμενο που πραγματοποιεί τον πολεοδομημένο ιστό (όπως κτίριο, δρόμος κτλ). Η ανάγνωση της πραγματικότητας συναρτάται με την κλίμακα, υπό το φως της φυσικής και της γεωμετρικής άποψης όπου η ταυτόχρονη ανάγνωση με φυσική άποψη αναφέρεται στο πραγματικό αντικείμενο και η γεωμετρική άποψη στο μορφικό, και σε διαφορετικές κλίμακες αναμεταξύ τους. Στο κεφάλαιο αυτό οι κύριες βιβλιογραφικές αναφορές αφορούν τους Lefebvre, Racine-Wald-Topalov, D’Arcy Thompson, Goethe, Sorre, Durkheim, Halbwachs, International Seminar of Urban Form, Whitehand, Conzen, Leighly, Xenakis, Muratori, Emmerich, Rossi, Trappa, Petruccioli, Krier, Panerai, Vidler, Hillier, Monod, Thom, Secchi, Habraken, Aymonino, Boudon, Le Corbusier, Klein, Το Κεφάλαιο 4 περιλαμβάνει τη μέθοδο που εκπονήθηκε και η οποία εφαρμόζεται σε επιλεγμένες περιοχές. Πρόκειται για μια εμπειρική έρευνα στη βάση επεξεργασίας μιας σειράς ερμηνευτικών σχημάτων και την ανάλυση αστικών παραδειγμάτων. Η έρευνα επικεντρώνεται στον προσδιορισμό δευτερογενών στοιχείων που άπτονται μακροσκοπικής γεωμετρικής τυποποίησης της ανάλυσης. Διερευνώνται οι σχέσεις και οι ιδιότητες των δευτερογενών στοιχείων αυτών οι οποίες αντανακλούν τις σχέσεις και τις ιδιότητες των πρωτογενών στοιχείων του πολεοδομημένου ιστού, όπως και των συσσωρεύσεων και των συν-τάξεών τους κατά τις διαδικασίες εγκατάστασης, πύκνωσης και εξάπλωσης του πολεοδομημένου ιστού. Η έρευνα έγινε υπό το πρίσμα των τοπογραφικών αλληλοσυσχετισμών, με γεωμετρικές ρυθμίσεις και διαιρέσεις στις σχέσεις «δρόμων-οικοδομικών τετραγώνων-τεμαχίων αστικής γης-κτιρίων» που εντοπίστηκαν στην ενότητα 2.3.2. Νέες υποθέσεις διερευνώνται στον πραγματικό χώρο επιλεγμένων περιοχών και τα δεδομένα του πραγματικού χώρου λαμβάνονται υπόψη στην τοπογραφική δισδιάστατη οντότητά τους.Προσδιορίζονται γεωμετρικά στοιχεία, τα οποία αναπαρίστανται, γραφικά, πάνω στα τοπογραφικά δεδομένα της χαρτογραφικής αποτύπωσης. Συγκρίνονται δύο διαφορετικές καταστάσεις της ίδιας αστικής περιοχής, με χρονική απόσταση μερικών δεκαετιών μεταξύ τους. Η σύγκριση επιτρέπει την περιγραφή των κλιμακώμενων σχέσεων και των αλληλοσυσχετισμών των στοιχείων του πολεοδομημένου ιστού κατά την ανάπτυξή του.Χρησιμοποιούνται, ως υπόβαθρα, ιστορικοί και σύγχρονοι χάρτες γενικής χρήσης, ίδιας μεσαίας γεωγραφικής κλίμακας, οι οποίοι διατίθενται από τον επίσημο για κάθε αστική περιοχή γεωγραφικό οργανισμό. Η μορφολογική προσέγγιση, που προτείνεται για την καταγραφή και την ανάλυση των μετασχηματισμών του πολεοδομημένου ιστού μιας επιλεγμένης ως παράδειγμα αστικής περιοχής, περιλαμβάνει τα εξής:–από την ερμηνεία των αλληλοσυσχετισμών των «πρωτογενών», πολεοδομικών, στοιχείων (οι οριογραμμές και διαιρέσεις του χώρου της πόλης σε οικοδομικά τετράγωνα, τεμάχια γης και κτιριακή δομή και οι συσσωρεύσεις και συν-τάξεις αυτών), προσδιορίζονται «δευτερογενή» στοιχεία (άξονες και όρια διαμερισμών), τα οποία εμπεριέχουν και αναπαριστούν τα πρωτογενή ώστε να επιδέχονται μακροσκοπικής γεωμετρικής επεξεργασίας, –στο σύνολο των δευτερογενών στοιχείων, εφαρμόζονται πράξεις κατηγοριοποιήσεων και ομαδοποιήσεων, με τις οποίες τα δευτερογενή στοιχεία αποκτούν ιδιότητες οι οποίες αφορούν στις σταδιακές συσσωρεύσεις και συν-τάξεις των πρωτογενών στοιχείων του πολεοδομημένου ιστού, –από το διαδοχικό χαρακτηρισμό των δευτερογενών στοιχείων με τη σειρά των πράξεων, προκύπτει ένα διατεταγμένο σύνολο, το οποίο μαζί με το σύνολο των πράξεων, συνιστά μία δομή. Η δομή αυτή απορρέει από τον τρόπο ανάπτυξης του πολεοδομημένου ιστού και συναρτάται με τη μεγέθυνση και τους μετασχηματισμούς μιας δεδομένης αστικής περιοχής και για το ορισμένο χρονικό διάστημα το οποίο λαμβάνεται υπόψη, –ένα σημαντικό αποτέλεσμα του προσδιορισμού της δομής είναι η εύρεση «τριτογενών» στοιχείων, διαμορφωμένων από προσανατολισμένες καμπύλες οι οποίες χωρίζουν την υπό μελέτη αστική περιοχή σε δύο τοπολογικές περιοχές. Έτσι, τα σύνολα των προσανατολισμένων αυτών καμπυλών συνιστούν μία μορφή. Η σημασία μιας τέτοιας μορφής έγκειται στο ότι περιγράφει τη σειρά των συσσωρεύσεων και συν-τάξεων των πρωτογενών στοιχείων σύμφωνα με την πραγματική πορεία της ανάπτυξης (μεγέθυνσης και μετασχηματισμού) του πολεοδοδομημένου ιστού μέσα στο χρόνο. Επίσης, με την πραγματική αυτή πορεία ανάπτυξης, εδραιώνεται η αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία μεταξύ των δευτερογενών και τριτογενών στοιχείων, τα οποία επιδέχονται γεωμετρικής επεξεργασίας, και των πρωτογενών στοιχείων, τα οποία επιδέχονται αστικού και πολεοδομικού σχεδιασμού. Έτσι, η κάθε αλλαγή των πρωτογενών στοιχείων θα φέρει αλλαγή στα χαρακτηριστικά των δευτερογενών και τριτογενών και αντίστροφα. Με τη δομή η οποία αποδίδει τις ιδιότητες των δευτερογενών στοιχείων, καθίσταται δυνατή η διάκριση των σχέσεων μεταξύ τους σε ένα γεωμετρικό χώρο που, πέρα από τις μετρητικές ιδιότητες των πρωτογενών στοιχείων του πολεοδομημένου ιστού, συσχετίζεται με τη μορφογενετική διαδικασία στην κλίμακα των συσσωρεύσεων και των συν-τάξεων, της οποίας η μορφή δίνεται από τα τριτογενή στοιχεία. Πρόκειται για ένα εύρημα του εγχειρήματος, που εικάζω ότι με περαιτέρω επεξεργασία, ενδεχομένως με μαθηματική και πληροφορική ανάλυση και μοντελοποίηση, μπορεί να αποτελέσει εργαλείο και αντικείμενο μελέτης και χωρικού σχεδιασμού μακροσκοπικής κλίμακας. Η αναζήτηση, η εύρεση και η αναπαράσταση των στοιχείων, της δομής και της μορφής που προαναφέρθηκαν, βασίζονται σε χαρτογραφικές, γεωμετρικές και επιμέρους περιγραφικές στατιστικές και γραφικές αναλύσεις. Οι χωρικές ενότητες ανάλυσης είναι: (α) το σύνολο της αστικής περιοχής μιας πόλης, συγκεκριμένα το Παρίσι, η Βιέννη και η Αθήνα, και (β) υποσύνολα-τμήματα των πόλεων αυτών, συγκεκριμένα οι περιοχές της La-Boucle-de-la-Seine και του Hietzing, οι οποίες επιλέχθηκαν για την εφαρμογή της μεθόδου βάσει των κριτηρίων που παρουσιάζονται στην ενότητα 4.1.2. Στην περίπτωση της La-Boucle-de-la-Seine, η επεξεργασία περιλαμβάνει τις επεξηγήσεις και τις επιμέρους αναλύσεις των διεργασιών, ενώ, στην περίπτωση του Hietzing περιλαμβάνονται μόνον οι διεργασίες για την εξακρίβωση της μεθόδου. Το Κεφάλαιο 5 περιλαμβάνει τις τελευταίες ερευνητικές διεργασίες της εργασίας και εξετάζονται γενικές και ειδικότερες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της μεθόδου μορφολογικής προσέγγισης στην περίπτωση των αστικών περιοχών μεγάλων πόλεων. Τα παραδείγματα αναφοράς για την εν λόγω διερεύνηση είναι οι αστικές περιοχές των μεγάλων πόλεων Παρίσι, Βιέννη και Αθήνα. Οι πόλεις αυτές επιλέχθηκαν διότι, ενώ, διαφέρουν μεταξύ τους, έχουν ωστόσο μακραίωνη ιστορία και οι αστικές τους περιοχές χαρακτηρίζονται, ως εκ τούτου, από τη συνύπαρξη ευρείας γκάμας διαφορετικών μορφών πολεοδομημένου ιστού. Θεωρητικά, η επιλογή αυτή εξειδικεύει αλλά και περιορίζει το εύρος της έρευνας σε έναν ίδιο γεω-ιστορικό χώρο, τον ευρωπαϊκό. Εν τούτοις, το να συμπεριληφθούν οι μελέτες πόλεων διαφορετικών γεω-ιστορικών χώρων και ηπείρων αν και συνιστά ένα αναγκαίο ερευνητικό εγχείρημα, η εμβέλειά του είναι πολύ εκτενέστερη της παρούσας διατριβής και προϋποθέτει στοιχειοθέτηση και έρευνα που θεμελιώνονται, όπως προαναφέρθηκε, στις τεχνικές προδιαγραφές περαιτέρω μαθηματικής και πληροφορικής τυποποίησης και ψηφιοποίησης της μεθόδου. Για την εκτεταμένη και με ακρίβεια εφαρμογή της μεθόδου στην περίπτωση μιας μεγάλης αστικής περιοχής, σημαντική θα ήταν η διεξαγωγή αυτοτελούς ερευνητικού έργου διεπιστημονικής ομάδας και η πραγματοποίηση ποσοτικής έρευνας η οποία να αποσκοπεί στην περαιτέρω μαθηματική επεξεργασία και πληροφορική τυποποίηση όπως και στην ψηφιοποίηση των δεδομένων και των διαδικασιών ανάλυσης της μεθόδου. Η προοπτική ενός τέτοιου έργου το οποίο υπερβαίνει τις δυνατότητες της παρούσας διατριβής θα αποτελούσε τη φυσιολογική συνέχεια των ερευνητικών διεργασιών της. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής, κατέστη μεγαλύτερης σημασίας η ολοκλήρωση των ερευνητικών διεργασιών, με υποθετικό-απαγωγικό και συστηματικό τρόπο και σκοπό την τεκμηρίωση της πρότασης και την επεξήγηση της μεθόδου. Η μέθοδος αυτή δημιουργήθηκε πρωτότυπα εστιάζοντας, από τη μια πλευρά, στη θεωρητική και την εμπειρική έρευνα τόσο των αναγνώσεων διακριτών χωρικών φαινομένων με ειδικότερο αντικείμενο τη μεγέθυνση του ανθρωπογενούς χώρου όσο και του πεδίου φυσικής μορφολογίας τους. Από την άλλη, εστιάζει στη σύνθεση και την επεξεργασία της ως μεθόδου μορφολογικής προσέγγισης των τοπικών μετασχηματισμών και μεγεθύνσεων του πολεοδομημένου ιστού καθώς και στη διερεύνηση των προϋποθέσεων για την εφαρμογή της. Στο κεφάλαιο αυτό, λοιπόν, εξετάστηκαν οι όροι εκπλήρωσης της εφαρμογής της προτεινόμενης μεθόδου όπως και οι εκφάνσεις, οι δυνατότητες και τα προβλήματα που προκύπτουν στην περίπτωση μεγάλων αστικών περιοχών. Επιδίωξη τόσο της πιλοτικής φάσης έρευνας, που θεωρώ ότι έκανα στην εργασία, όσο και της επιθυμητής ευρύτερης και ποσοτικής έρευνας είναι η δημιουργία ενός σώματος εμπειρικών δεδομένων, ικανού για τη λεπτομερή αντιπαραβολή των μορφολογικών ευρημάτων με τα γεω-ιστορικά όσο και με τα μη χωρικά δεδομένα. Το ζητούμενο αφορά στα ευρήματα μελέτης περίπτωσης μιας αστικής περιοχής στο σύνολό της που δύναται να συγκριθούν με τα ευρήματα άλλης πόλης ή άλλου είδους πόλεων, με σκοπό τον εμπλουτισμό του σώματος των ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων για την περαιτέρω επεξεργασία της μεθόδου. Προσδοκάται η επιβεβαίωση των δυνατοτήτων μορφολογικού ελέγχου της μεγέθυνσης και σχεδιασμού της ανάπτυξης του πολεοδομημένου ιστού με σκοπό να εντοπιστούν οι δυνατότητες ελέγχου της ρευστής φυσικής ανάπτυξής του μέσω της μορφής και της μορφογενετικής διαδικασίας της ανάπτυξης. Αναφορές γίνονται στους Μαυρίδου, Lakatos, Kuhn, Costa, Benevolo, Foucault, Chadych et al, Couperie, Czeike, Schmidt, Mastrapas, Prevelakis, Travlos, Choay, Charre, Grimal, Pirenne, Moser, Vitruvius, Lavedan, Martin, Μπίρης, Sivignon et al., Hassinger, Αβδελίδη, κ.π.ά. Eurostat, Elstat, Statistik Austria, INSEE, IAURIF, ΓΥΣ, ΕΚΚΕ, ΟΡΣΑ, Bibliothèque Nationale, IGN, Magistrat der Stadt Wien, κ.τ.λ. Το τελευταίο Κεφάλαιο 6 περιλαμβάνει τα γενικά συμπεράσματα με ειδικότερες υποενότητες «περί αντικειμένου και ευρυμάτων», «περί ορολογίας», «εξέλιξη, ανάπτυξη, μορφογένεση» και «περί μεθοδολογίας» της εργασίας.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The specific subject of my doctoral dissertation, titled "Exploring the Evolution and Structure of the Urban Fabric: Paris, Vienna, Athens" is the exploration of and morphological approach to the physical development of the urban fabric, primarily focusing on the examples of these three major cities (in decreasing order of size, Paris, Athens, Vienna). From the 1980s to the 2020s, my research has focused on the development of the anthropogenic environment in relation to the planet's natural environment. My interest has been centred on the continuous, uncontrolled expansion of the built environment and the corresponding urban sprawl within the geographical space. At first I wondered how this expansion had occurred, while at the same time all the ideas I came into contact with as a student of architecture and urban and regional planning and design had to do with this particular subject. I was taught and I studied these ideas as central tenets, advocated with insight by many active resear ...
The specific subject of my doctoral dissertation, titled "Exploring the Evolution and Structure of the Urban Fabric: Paris, Vienna, Athens" is the exploration of and morphological approach to the physical development of the urban fabric, primarily focusing on the examples of these three major cities (in decreasing order of size, Paris, Athens, Vienna). From the 1980s to the 2020s, my research has focused on the development of the anthropogenic environment in relation to the planet's natural environment. My interest has been centred on the continuous, uncontrolled expansion of the built environment and the corresponding urban sprawl within the geographical space. At first I wondered how this expansion had occurred, while at the same time all the ideas I came into contact with as a student of architecture and urban and regional planning and design had to do with this particular subject. I was taught and I studied these ideas as central tenets, advocated with insight by many active researchers and thinkers, from the 19th century to the late 20th century, and continuing into the early 21st century and underlined the issue of defining the boundaries of human activity in its various dimensions. These were accompanied by a continuous and extensive engagement, expressed through architectural designs, urban planning projects, and artistic interventions, as well as through written and oral discourse, that is to say literary, historical, political, social, economic, ecological, and more broadly, scientific and technological analyses within the framework of collective organizations or individually, worldwide.My own work developed within the analytical framework of various academic and research organizations in several countries. I primarily engaged in research and focused on related topics, using various analytical methods and developing different analytical approaches. These research efforts followed two main lines of theoretical and empirical investigation: one, on the social perspective at the level of urban planning and design and the other concerning the physical morphology of urban fabric development. This doctoral dissertation is situated within the second approach, that is, within a framework of understanding and seeking solutions for controlling the enlargement of artificial space. The artificialization of geographical space is definitely linked to complex and multifaceted phenomena that touch upon all dimensions of human society and interact with both the abiotic as well as the living environment of the planet. The necessity for specialized scientific fields as well as a broader interdisciplinary approach to this artificialization, arises within these dimensions and opens up horizons for the analytical investigations of its various manifestations. The intent of the work is for the theoretical and empirical processes presented herein to integrate into this broader, open field, with a particular focus on a specific proposal of morphological approach to the physical development of urban space and the establishment of a method for describing and analysing its changes. In this study, changes in urban space are comprehended as the totality of local transformations and enlargements of the built fabric of an urban area that occur during its development over time. The term urban fabric as employed in this work implies the composition, from the total structured spaces of the city that possess stereometric properties (distinguishing them from bioclimatic, for example, where the field and methods of analysis are different) and are artificial objects - architectural elements, as they are designed before their implementation. It is nevertheless important to note that these architectural elements, spatially, result from multiple social, economic, cultural, political, and technological processes. An understanding of whether the urban fabric, which is the focus of this research, evolves or develops, was undertaken. This effort led to the following position: “Evolution” refers to a sequence of changes that highlights a phenomenon along with the various adaptation processes it brings about. On the other hand, the term “development" generally refers to the issue of identifying and representing natural and complex phenomena related to the form of objects. Although evolution and development are interrelated phenomena, the theoretical perspective and specific content of morphology was showcased, along with the concept of development of the complex physical object of urban fabric. I approached this development morphologically by identifying its specific structure through the method that was developed. I developed a method of morphological approach that establishes biunivocal correspondences between the primary, secondary, and tertiary elements of the urban fabric, as they were named within the framework of the work. The boundaries and divisions that arise from the real, designed, and implemented urban space are considered primary elements, including streets, buildings, city blocks, land parcels, and the topographical lines of the geomorphological elements that constitute the physical substrate of the urban fabric. Secondary and tertiary elements are geometrically characterized objects that are determined, within the framework of the method by a series of actions related to the accumulations and co-ordinations that occur over a period of time during the expansion of an urban area, with the local transformations and local enlargements of the urban fabric. The thesis argues that the sets of these primary, secondary, and tertiary elements, their relationships, and the actions that represent the relationships constitute a structure. This structure, both geometrically and analytically, links accumulations and syntaxes and reveals the morphogenesis during the physical development of the fabric. Within the findings of the analysis, specifically of the form revealed by the structure based on the correspondences between the elements, I consider the interpretation and acceptance of modifications in the framework of spatial planning, on a macroscopic scale, to be possible. I developed the method according to a hypothetico-deductive syllogism and analysis based on the introductory observations and initial proposals of Chapter 1. My subject was the 're-conceptions and analytical approaches of urban space' and the results from the specific theoretical and empirical investigations of Chapters 2, 3, 4, and 5. The individual research subjects of these chapters were: •Chapter 2, 'theoretical and methodological issues of reading urban space,' •Chapter 3, 'redefining the specific field of work regarding physical morphology,' •Chapter 4, 'developing the method of morphological approach to the physical development and enlargement of the urban fabric,' and •Chapter 5, 'investigating the prerequisites for the application of the method to the entire urban area of a city.' Specific findings and conclusions were gradually synthesized to support the thesis with regard to the necessity of further research for the control of the enlargement of artificial space with theoretically and empirically specialized data and analyses. Thus, I argue that the specific field of analytical specialization in the physical morphology of the urban fabric supported here is situated within a broader framework of investigating artificial space through poly-, inter-, and trans-disciplinary research. The contribution of this specific research field is the crucial issue brought into discussion, in the conclusion of the work, within the scope and in light of further extensive application of the method, through independent interdisciplinary team research and the implementation of quantitative analysis aimed at further processing and standardization, as well as the digitalization of data and analytical processes of the method. The thesis comprises two parts in six chapters: •The first part, is more general and aims to present the introductory observations, the initial proposals, and the theoretical and methodological issues through a review of re-conceptions and analytical approaches, as well as the specific description of urban space and its enlargement. •The second part progressively explores the positions of the thesis, redefines the specific field concerning morphology and the urban fabric, ultimately leading to the proposal of a morphological approach to the physical development of the urban fabric. The initial interrogation is presented in subsection 1.1, titled 'The subject, sources, and elements of the work'. A series of observations, questions, themes, and concepts form the core of the approach proposed later in the thesis, focusing on the structured fabric of the urban environment. The concepts of fabric, sequence, physical constitution, space-logic, and ‘morpho-logic’ are introduced. Questions are raised regarding the ongoing expansion in the geographic relief of the urban and artificial environment in general, with references to specific examples, such as the enlargement of suburban zones and the phenomenon of ruralopolis. The central hypothesis formulated in the work is that through the prism of “morpho-logic”-- complementarily to analogous or different approaches-- descriptive and analytical elements of the transformations of the city space can be showcased. Even though these transformations are determined by social and economic conditions, cultural origins, and local histories, etc., specialised analyses can determine their physical constitution. The field research is presented in the broader sense of the term 'field,' referring to the area of data collection. This includes the mapping and analysis of morphogenetic phenomena in the development of urban fabric, considering examples from three major cities, Paris, Athens, and Vienna, as well as a number of other historical and contemporary examples of cities or urban segments. Extensive use of urban maps at different scales from various time periods is made. Original graphical and cartographic representations were also generated and used as research data. The literature and previous personal research served as sources for many elements of this study. A systematic review of historical and recent research on morphology is also presented, along with the supplementary creation of a working glossary ('lexicon of urban fabric morphology’), which includes references collected within the scope of this study and aims to analyse definitions and scientific positions for 205 concepts. The totality of these concepts and selected references constitutes the interdisciplinary substrate of this work. In the following subsections, the following were discussed: The method of re-cognition, considered here as the logical connection of the initial propositions and denoting the final result, in a well-ordered system for the analysis of this space. The initial propositions act as pseudo-definitions at the level of investigation with the initial hypothesis. Although the role of the initial propositions is fundamentally rhetorical, in a hypothetical deductive system of assumptions, of demonstrative actions and their logical connections with the desired outcome, at the same time it is shown to be suitable for the introduction of the following processes. It was ascertained that researchers and scholars have been found consistently to agree on the unquestionable necessity of a theoretical, scientific foundation in the analysis of the complex space that is the anthropogenic structured environment. Through this perspective, the specializations that arise from various approaches can operate cumulatively or even synergistically--not necessarily antagonistically--either as individual theories or even as schools of thought. It was also noted that earlier definitions related to the anthropogenic environment generally remained open, deferring refinements and clarifications for a later time. Indeed, analyses of the decades that followed these initial definitions are in line with them, but they become specialized through the use of advanced technological, mainly digital, capabilities, aimed at knowing every human activity at any given moment and at any geographical point. With these capabilities, as ambiguity can be reduced and the specialization of the analysis of urban phenomena in general intensified, certain theoretical issues can also be revisited to some extent. An issue that has emerged as a perennial focus both for analytical and research-oriented paths is that of de-composition and re-composition of spatial objects. I believe that the de-composition and re-composition, involving the description, analysis, and/or design of spatial objects, brings to the forefront the question of stable theoretical reference points for scientific and technical specialization regarding the city, urban space, and urban development . From the perspective of contemporary perceptions, I think that the need for specialized description becomes more evident. Description, however, is interconnected with both analysis and the design of urban space as a theoretical process of de-composition and re-composition within the framework of each specific spatial intervention. Furthermore, it was observed that analysis in the preliminary phase of the design of urban intervention typically functions as a validation of the intervention and primarily aims at the technical documentation of the spatial intervention. However, the preliminary phase refers to an approach of reading the urban space that tends to become autonomous and detached from the very spatial intervention it seeks to document, as the data are drawn from a multidisciplinary field. With this autonomy, the levels of description, analysis, and design become distinct from each other. Consequently, a scientific, technical, and methodological challenge arises for articulating these levels with each other as well as with reality, according to the theoretical or empirical hypothetico-deductive scientific methods. From the observations of the introductory chapter, questions arose regarding the way one perceives urban space and its deconstruction-reconstruction: •The first question pertains to defining the boundaries of specialized analysis and research, depending on the viewing scale of the reality of the built environment, given that the various scales differentiate the object examined. As an example, at micro-scales (such as the materials used, their chemical and physical properties, or their functional aspects and forms), the objects of analysis are related to architecture. On the other hand, at macro-scales, objects like extensive residential areas are subject to urban and city planning; larger geographic regions are examined mainly as spatial structures of economic-social-political organization. •The second question relates to how the reality of the structured human-made environment correlates with endogenous micro-phenomena, their analytical elements, and the structures that simultaneously connect them across all scales. In accordance with the above, the goal of the investigations in the subsequent chapters was twofold: first, there was a description of urban development in its spatial manifestations in a way which relates form to the actual physical space of the city and articulates the formation of the urban fabric and its changes over time. Secondly, clarification was provided, through hypothetico-deductive and empirical reasoning, along with a specific method proposal for finding, representing, and analysing the morphogenesis at the macro-scale of the urban space, as previously mentioned. The main bibliographic references in Chapter 1 pertain to Lefebvre, Alexander, Habraken, Inam, Carmona, Dovey, Pafka, Marshal, Castex, Panerai, Tafuri, Massey, Castells, Pinol, Preteceille, Kropf, Rossi, Mumford, Lakatos, Canguilhem, Foucault, Blanché, Heisenberg, Monod, and others. Chapter 2 focuses on "theoretical and methodological issues in describing urban space and its enlargement." It explores the unclear boundary between the definition of "city" and the specific description of particular cities, as well as the quantity of information related to the measurement, visualization, and description of urban space. Problems in describing the enlargement of the city through theoretical analysis are identified, and a literature review is conducted regarding the spatial evaluation of the "position of the urban agent" and its mechanical perspective. The paradoxical functional relationship “activity-space” is also considered. Conceptualizations of "substance" and "change" in human space, artificial order, and natural deconstruction, culminating in an experimental exploration of representativeness outside of time and focusing on the irregular arrangement of the lattice and the form of the city, are analysed. The theoretical analyses in Chapter 2, along with further consideration and experimentation, strengthen the theoretical position of the work regarding the research process of developing a method for reading the urban fabric. The chapter examines interpretations of the city and supports the acceptance of the coexistence of multiple ways of viewing and expressing knowledge: •by analogy •by demonstrability •by experimental trials and their verifications •by the acceptance of thematic dispersion. These different approaches to understanding and expressing knowledge are explored and embraced within the research process. Finally, this chapter includes an extensive empirical analysis of urban morphology. It examines relationships between buildings, land parcels, city blocks, and streets with cartographic and illustrative analyses for characteristic cases of urban divisions during different historical phases of development, from pre-urban, rural settlements to early urban and previous urban phases in the current urban state. The illustrative analyses: •Demonstrate the persistence of the primary urban element, which is the city block. •Investigate various cases of urban fabric in both pre-urban and urban forms, focusing on the divisions within city blocks to land parcels. •Depict small clusters of city blocks in central or suburban areas of the selected major cities (Paris, Athens, Vienna) during different phases of their historical development, from a pre-urban, and rural state, even a primitive-urban state to their actual urban state. •Analyse the relationships of geometric regulation inside an individual city block arousing between land parcel boundaries and city block boundaries. In particular, examples of city blocks that belong to central and suburban areas of the three selected cities presenting continuous or open system of building construction are analysed. These blocks vary in size and in their partitions and their contours are of different geometrical forms. •Finally, analyse, the relationships of geometrical organization of buildings by land parcel/land lot inside the above city blocks. This chapter establishes the need for both the geo-historical reading of the urban space and the morphological approach to the built environment. The main references in this regard include Rossi, Blanché, George, Greimas, the French Sémiotique group, Massey, Jess, Vidler, Habraken, Lefebvre, Foucault, Mumford, Jarrosson, Ellul, Sennett, Patch, Chalfen, Avdelidi, Monod, Benevolo, Bökemann, Canguilhem, Christaller, Zeitoun, Stevens, Thom, Kempf, Boudon, Mandelbrot, Salingaros, D’Arcy Thompson, Coarelli, Braudel, Basham, Finke, et al., Castex, Depaule, Panerai, Costa, among many other bibliographical, archival, cartographic, or photographic sources. This chapter includes extensive visual and processed material from my own personal collection. Chapter 3 focuses on the specific field and the terms used to approach the physical morphology of the urban fabric as follows:•By emphasizing the critical analysis of the field closest to the theme of this work, which is called "urban morphology," examining its sources and the scientific field that supports it, with an emphasis on its geographical and historical perspective. •By resetting the boundaries of the field of the "physical morphology of the urban fabric." This field aims to read the "real" object of physical development. The chapter addresses more specific theoretical issues related to the interdisciplinary dimension of the architectural-urban perspective on the terms "morphogenesis," "form," and "structure." •By reviewing and discussing the "scale," which is considered a central issue in reading the urban fabric, physical transformation, and its morphological approach. The criteria chosen for reading physical objects do not have the same significance depending on the scale of the identification of their structural characteristics. Moreover, the type of approach as well as the objects under examination are scale dependent and vary accordingly. •Finally, by examining the duality of "content-form" and the issue of the inherent properties of the architecture, the artificial constructed object that constitutes the urban fabric (such as buildings, streets, etc.). The reading of reality is made a function of scale, in the light of the physical and geometric perspective, where simultaneous reading with a physical perspective refers to the real object and one with a geometric perspective refers to the form, on different scales between them.In this chapter, the main references include Lefebvre, Racine Wald-Topalov, D'Arcy Thompson, Goethe, Sorre, Durkheim, Halbwachs, International Seminar of Urban Form, Whitehand, Conzen, Leighly, Xenakis, Muratori, Emmerich, Rossi, Trappa, Petruccioli, Krier, Panerai, Vidler, Hillier, Monod, Thom, Secchi, Habraken, Aymonino, Boudon, Le Corbusier, Klein, and many others. Chapter 4 encompasses the method that was developed as applied to selected regions. It constitutes an empirical research process, involving the interpretation of a series of diagrams and the analysis of urban examples. The research primarily focuses on identifying secondary elements related to the macroscopic, geometric standardization of the analysis. The relationships and properties of these secondary elements are explored, as they reflect the relationships and properties of the primary elements of the urban fabric, as well as reflecting the accumulations and syntaxes during the processes of urban settlement, densification, and expansion. This research is conducted within the context of topographical correlations, with geometric regulations and divisions within the relationships of "streets-city blocks-parcels of urban land-buildings" identified in section 2.3.2. New hypotheses are investigated in the actual spaces of selected regions and the real-world data are taking into account as two-dimensional topographical entities. Geometric elements are determined and graphically represented on the topographic data of cartographic representation. Two different states of the same urban area are compared, with a time gap of several decades between them. This comparison allows for the description of scaled relationships and interdependencies of urban fabric elements during development. As background, use is made of historical and contemporary general-use maps of the same medium geographical scale provided by the official geographic organization for each urban area. The proposed morphological approach to capture and analyse the transformations of the urban fabric of a selected urban area includes the following steps:•The analysis begins by interpreting the interrelationships of the primary urban elements, such as urban boundaries, spatial divisions into building blocks, land parcels, building structures, accumulations, and syntaxes. These interpretations lead to the identification of "secondary" elements, such as axes and division boundaries, which encompass and represent the primary elements for macroscopic geometric processing. •The secondary elements are subjected to categorization and grouping operations. Through these operations, the secondary elements acquire properties related to the gradual accumulations and syntaxes of the primary elements of the urban fabric. •The successive characterization of secondary elements leads to an ordered set, which, along with the entire set of operations, constitutes a structure. This structure arises from the manner in which the urban fabric develops and is related to the expansion and transformations of a specific urban area over a certain period. •An important result of this process is the identification of "tertiary" elements, shaped by oriented curves that divide the study area into two topological regions. The sets of these oriented curves form a pattern (form). This pattern describes the sequence of accumulations and syntaxes of the primary elements of the urban fabric in accordance with the real development (expansion and transformation) of the urban fabric over time. The significance of such a form lies in the description of the sequence of accumulations and syntaxes of primary elements in accordance with the real development process (growth and transformation) of the urban fabric over time. Moreover, this real development process establishes a one-to-one correspondence between the secondary and tertiary elements subject to geometric processing and the primary elements subject to urban and spatial planning and design. Thus, any change in the primary elements leads to a change in the properties of the secondary and tertiary elements and vice versa. With the structure attributed to the properties of the secondary elements, it becomes possible to distinguish the relationships between them in a geometric space that, beyond the metric properties of the primary elements of the urban fabric, correlates with the morphogenetic process at the level of accumulations and syntaxes, the shape of which is determined by the tertiary elements. This finding is a valuable outcome of the project and could serve as a tool and object of study for large-scale spatial planning and design if further work is done, possibly involving mathematical and computational analysis and modelling. The search, discovery, and representation of the elements, structure, and form mentioned earlier are based on cartographic, geometric, and detailed descriptive statistics and graphical analyses. The spatial analysis units include 1) the totality of the urban area of specific cities: Paris, Vienna, and Athens; 2) subsets or sections of the aforementioned cities. Specifically, I selected the La-Boucle-de-la-Seine (Paris) and Hietzing (Vienna) areas for applying the method, based on the criteria presented in section 4.1.2. In the case of La-Boucle-de-la-Seine, the elaboration includes explanations and detailed analyses of the processes, while in the case of Hietzing, only the processes for verifying the method are included. Chapter 5 encompasses the final research processes of the thesis and examines both general and specific prerequisites for the application of the morphological approach method in the case of large cities urban areas. The reference examples for this investigation are the urban areas of the major cities Paris, Vienna, and Athens. These cities were selected because, although they differ from one another, they each have a long history, and their urban areas are characterized by the coexistence of a wide range of different forms of built environment. Theoretically, this choice both specializes and limits the scope of the research to a common geo-historical context, namely, the European one. Nevertheless, the inclusion of studies of cities in different geo-historicall areas and continents, although a necessary research endeavour, extends far beyond the scope of the present dissertation and requires the establishment of foundational research based, as previously mentioned, on the technical specifications of further mathematical elaboration, standardization and digitization of the method.For an extensive and precise application of the method in the case of a large urban area, it would be indispensable to carry out an independent interdisciplinary research project and conduct quantitative research aimed at further mathematical processing and standardization, as well as digitization of both the data and the analytical procedures of the developed method. The prospect of such a project, beyond the scope of the present dissertation, would represent the natural continuation of the research processes described here. Therefore, in this dissertation, more emphasis was placed on completing the research processes in a hypothetico-deductive and systematic way to support the proposal and explain the method. This method was originally developed by focusing, on the one hand, on the theoretical and empirical research of the interpretations of discrete spatial phenomena, with particular attention to the enlargement of anthropogenic space as well as the field of physical morphology. On the other hand, it focuses on their synthesis and processing as a method of morphological approach to local transformations and enlargement of the built environment, as well as on the study of the prerequisites for their application. In this chapter, the conditions for the implementation of the proposed method were examined, along with the manifestations, possibilities, and problems that arise in the case of large urban areas. The aim of both the pilot phase of research, which I consider to have conducted in this work, and the desired broader and quantitative research, is the creation of a corpus of empirical data capable of detailed comparison of the morphological findings with geo-historical and non-spatial data. The goal is to obtain findings from the case study of an entire urban area that can be compared with findings from another city or different types of cities, with the aim of enriching the body of quantitative and qualitative data for further elaboration of the method. It is expected that the potential of morphological control over the enlargement and planning and design of urban development will be confirmed to identify the possibilities of controlling its fluid physical development through form and the morphogenetic process of development. References are made to Mavridou, Lakatos, Kuhn, Costa, Benevolo, Foucault, Chadych et al, Couperie, Czeike, Schmidt, Mastrapas, Prevelakis, Travlos, Choay, Charre, Grimal, Pirenne, Moser, Vitruvius, Lavedan, Martin, Biris, Sivignon et al., Hassinger, Abdelidis, etc. Additionally, data sources include Eurostat, Elstat, Statistik Austria, INSEE, IAURIF, (Hellenic) Army Geographical Service, (Hellenic) National Social Research Center, Organisation of Planning and Environmental Protection of Athens, Bibliothèque Nationale, IGN, Magistrat der Stadt Wien, and more. The final Chapter 6 includes general conclusions with specific subsections on "Object and Findings," "On Terminology," "Evolution, Development, Morphogenesis," and "On Methodology" of the work.
περισσότερα
Κατεβάστε τη διατριβή σε μορφή PDF (485.28 MB)
(Η υπηρεσία είναι διαθέσιμη μετά από δωρεάν εγγραφή)
|
Όλα τα τεκμήρια στο ΕΑΔΔ προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα.
|
Στατιστικά χρήσης
ΠΡΟΒΟΛΕΣ
Αφορά στις μοναδικές επισκέψεις της διδακτορικής διατριβής για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.
ΞΕΦΥΛΛΙΣΜΑΤΑ
Αφορά στο άνοιγμα του online αναγνώστη για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.
ΜΕΤΑΦΟΡΤΩΣΕΙΣ
Αφορά στο σύνολο των μεταφορτώσων του αρχείου της διδακτορικής διατριβής.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
ΧΡΗΣΤΕΣ
Αφορά στους συνδεδεμένους στο σύστημα χρήστες οι οποίοι έχουν αλληλεπιδράσει με τη διδακτορική διατριβή. Ως επί το πλείστον, αφορά τις μεταφορτώσεις.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Σχετικές εγγραφές (με βάση τις επισκέψεις των χρηστών)
λιγότερα
περισσότερα