Περίληψη
Το αντικείμενο της παρούσας διατριβής είναι η μελέτη της αρχιτεκτονικής και της μνημειακή ζωγραφικής των βυζαντινών και μεταβυζαντινών ναών του σημερινού Δήμου Αχαρνών. Στον ίδιο χώρο που ήκμασε ο αρχαίος δήμος, στο βόρειο τμήμα του αθηναϊκού πεδίου, η δραστηριότητα βυζαντινού και μεταβυζαντινού οικισμού με το όνομα Μενίδι αποτυπώνεται με την ίδρυση ικανού αριθμού εκκλησιαστικών μνημείων. Στην εισαγωγή δίνονται τα στοιχεία που συνθέτουν τη γεωγραφική διαμόρφωση και το φυσικό περιβάλλον της περιοχής. Ακολουθεί η αναλυτική παράθεση της προγενέστερης έρευνας για τα μνημεία από τον 19ο αιώνα ως και σήμερα. Το κύριο τμήμα του κειμένου οργανώνεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος, στο αρχικό κεφάλαιο πραγματοποιείται η ιστορική επισκόπηση της Αττικής και του οικισμού Μενίδι στις εξεταζόμενες περιόδους. Σε δεύτερο κεφάλαιο παρέχονται στοιχεία, όπως είναι η θέση του οικισμού, το οδικό δίκτυο, οι γειτονικοί οικισμοί στις ΝΑ υπώρειες της Πάρνηθας, η δημογραφική σύνθεση, η οικονομία και οι ασχολίες τ ...
Το αντικείμενο της παρούσας διατριβής είναι η μελέτη της αρχιτεκτονικής και της μνημειακή ζωγραφικής των βυζαντινών και μεταβυζαντινών ναών του σημερινού Δήμου Αχαρνών. Στον ίδιο χώρο που ήκμασε ο αρχαίος δήμος, στο βόρειο τμήμα του αθηναϊκού πεδίου, η δραστηριότητα βυζαντινού και μεταβυζαντινού οικισμού με το όνομα Μενίδι αποτυπώνεται με την ίδρυση ικανού αριθμού εκκλησιαστικών μνημείων. Στην εισαγωγή δίνονται τα στοιχεία που συνθέτουν τη γεωγραφική διαμόρφωση και το φυσικό περιβάλλον της περιοχής. Ακολουθεί η αναλυτική παράθεση της προγενέστερης έρευνας για τα μνημεία από τον 19ο αιώνα ως και σήμερα. Το κύριο τμήμα του κειμένου οργανώνεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος, στο αρχικό κεφάλαιο πραγματοποιείται η ιστορική επισκόπηση της Αττικής και του οικισμού Μενίδι στις εξεταζόμενες περιόδους. Σε δεύτερο κεφάλαιο παρέχονται στοιχεία, όπως είναι η θέση του οικισμού, το οδικό δίκτυο, οι γειτονικοί οικισμοί στις ΝΑ υπώρειες της Πάρνηθας, η δημογραφική σύνθεση, η οικονομία και οι ασχολίες των κατοίκων. Με τις πληροφορίες αυτές σκιαγραφείται το περιβάλλον και οι συνθήκες μέσα στις οποίες ιδρύθηκαν και διακοσμήθηκαν οι εξεταζόμενοι ναοί. Το Μενίδι, που αναφέρεται το 1209 στη βούλα του πάπα Ιννοκέντιου Γ΄, στους μεταβυζαντινούς χρόνους και πιθανόν στους υστεροβυζαντινούς ήταν κεφαλοχώρι και αποτελούσε το μεγαλύτερο οικονομικό και οικιστικό κέντρο της Αττικής, μετά την Αθήνα. Η στρατηγική γεωγραφική θέση του στις υπώρειες τη Πάρνηθας, η διαχρονική εκμετάλλευση του βουνού, οι εύφορες καλλιεργήσιμες εκτάσεις γύρω από τον ποταμό Κηφισό και τα ειδικά προνόμια που απολάμβανε το χωριό στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, είναι μερικοί από τους λόγους που συνέβαλλαν στην ανάπτυξή του, παρά τους 6 αιώνες που τελούσε υπό ξένη κυριαρχία. Το δεύτερο μέρος αποτελεί το κύριο και μεγαλύτερο σε έκταση τμήμα της διατριβής. Παρατίθεται κατάλογος των μνημείων, που έχουν οργανωθεί με βάση τον αρχιτεκτονικό τους τύπο. Σε κάθε λήμμα δίνονται τα στοιχεία που έχουν προκύψει από την προγενέστερη έρευνα και σημειώνεται η θέση του ναού στον σύγχρονο αστικό ιστό. Οι ιστορικές και λαογραφικές πληροφορίες που ακολουθούν καταδεικνύουν την ιδιαίτερη σημασία που είχε ο κάθε ναός για την τοπική κοινωνία. Η καταγραφή των επεμβάσεων στα μνημεία, αναγκαστικών και αυθαίρετων, σε συνδυασμό με την απαρίθμηση των εργασιών από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, συνθέτουν το ιστορικό κάθε μνημείου και βοηθούν στην καλύτερη ανάγνωση της σημερινής του μορφής. Η εξέταση της αρχιτεκτονικής και του γραπτού διακόσμου κάθε ναού πραγματοποιείται με τρόπο αναλυτικό και σε σύγκριση με τα συγγενή μνημεία της Αττικής και των κοντινών περιοχών. Τα πορίσματα της εξέτασης αξιοποιούνται σε συνθετικά κεφάλαια, όπου εντοπίζονται τα χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής και της ζωγραφικής των μνημείων του Μενιδίου και προσδιορίζεται η θέση τους στο καλλιτεχνικό περιβάλλον της Αττικής. Ο χώρος δράσης των κατοίκων του Μενιδίου ήταν εκτεταμένος. Από τα τέλη του 12ου ως και τις αρχές του 19ου αιώνα, ιδρύθηκαν ναοί στο κέντρο του οικισμού, στην περιφέρειά του, αλλά και στο βουνό της Πάρνηθας. Αυτοί χρησιμοποιήθηκαν ως καθολικά μοναστηριών, ως κοιμητηριακοί και ως ιδιωτικοί ναοί. Εφαρμόστηκαν γνωστές αρχιτεκτονικές λύσεις χωρίς ουσιώδεις ιδιαιτερότητες. Το μικρό μέγεθος των περισσότερων μνημείων αντανακλά τις περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες των κτητόρων, που θα πρέπει να αναζητηθούν σε τοπικές ισχυρές οικογένειες ή στον τοπικό κλήρο. Στις υστεροβυζαντινές τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου στη Βαρυμπόμπη και του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου εντοπίστηκαν τεχνοτροπικά και εικονογραφικά στοιχεία, που τις συνδέουν με γνωστό επαρχιακό ζωγραφικό εργαστήριο της 4ης δεκαετίας του 13ου αιώνα. Ο ποιοτικός διάκοσμος των εν λόγω μνημείων ίσως υποδεικνύει και τις υψηλές προθέσεις των κτητόρων του, που δυστυχώς παραμένουν αταύτιστοι. Στα τέλη του 16ου αιώνα ή τις αρχές του 17ου τοποθετείται η ίδρυση του Αγίου Νικολάου στο Λουτρό, που ήταν καθολικό μοναστηριού. Οι εμφανείς αντιστοιχίες με τα καθολικά μονών του Υμηττού και ειδικά της μονής Αστερίου, τον εντάσσει στην κατηγορία των ομότυπων ναών της Αττικής, που συνειδητά επαναλαμβάνουν βυζαντινούς αρχιτεκτονικούς τύπους και μορφές. Ο συντηρητικός, αλλά συνάμα ποιοτικός στην εκτέλεση του, γραπτός διάκοσμος δείχνει και την αντίστοιχη φροντίδα των κτητόρων. Ο μεγαλύτερος αριθμός των μεταβυζαντινών ναών του Μενιδίου ιδρύθηκαν και διακοσμήθηκαν τον 18ο αιώνα. Είναι χτισμένοι στον απλούστερο μονόχωρο καμαροσκέπαστο ή ξυλόστεγο τύπο και αποτελούν κτίσματα ταπεινών προθέσεων. Σε αρκετούς εντοπίζουμε τοιχογραφίες, που συνδέονται στενά με τη σχολή του Γεωργίου Μάρκου, όπως άλλωστε συμβαίνει και σε πολλούς ακόμα ναούς της Αττικής. Επιγραφικές ενδείξεις συνηγορούν υπέρ της δράσης του Αργείου ζωγράφου στο κέντρο του οικισμού, στα μέσα του 18ου αιώνα. Οι Μενιδιάτες, από τα τέλη του 12ου αιώνα και ως την Απελευθέρωση, εκμεταλλεύονταν μια αρκετά εκτεταμένη περιοχή με πολλά πλεονεκτήματα. Παρά τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες στους αιώνες που τελούσαν υπό ξένη κυριαρχία, κατάφεραν να διαδραματίσουν ηγετικό ρόλο στον χώρο της βόρειας και βορειοανατολικής Αττικής. Η μελέτη των ναών, που ίδρυσαν στην περιοχή, θεωρούμε πως συμπληρώνει σημαντικά τις γνώσεις μας για την αρχιτεκτονική και τη ζωγραφική των αντίστοιχων περιόδων.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The present thesis is a study of both the architecture and monumental painting of Byzantine and post-Byzantine churches, located in the present-day Municipality of Acharnes. In the northern section of the Athenian basin, where the ancient demos flourished, the activity of a Byzantine and post-Byzantine settlement named Menidi is reflected in the establishment of a significant number of ecclesiastical monuments. The introduction provides an overview of the features that comprise the geographical morphology and the natural environment of the area, followed by a detailed citation of existing research on these monuments, dating from the 19th century until today. The main body of the text is organized into two sections, beginning with a historical overview of Attica and the settlement of Menidi in the periods under review, and continuing with an analysis of the location of this settlement, the road network, neighboring settlements in the SE foothills of Parnitha, its demographic composition ...
The present thesis is a study of both the architecture and monumental painting of Byzantine and post-Byzantine churches, located in the present-day Municipality of Acharnes. In the northern section of the Athenian basin, where the ancient demos flourished, the activity of a Byzantine and post-Byzantine settlement named Menidi is reflected in the establishment of a significant number of ecclesiastical monuments. The introduction provides an overview of the features that comprise the geographical morphology and the natural environment of the area, followed by a detailed citation of existing research on these monuments, dating from the 19th century until today. The main body of the text is organized into two sections, beginning with a historical overview of Attica and the settlement of Menidi in the periods under review, and continuing with an analysis of the location of this settlement, the road network, neighboring settlements in the SE foothills of Parnitha, its demographic composition, economy and the livelihood of its inhabitants. The above information outlines the environment and the conditions in which the examined churches were built and decorated with frescoes. Menidi, as mentioned in 1209 in the bull of Pope Innocent III, was a central village (kefalochori), in post-Byzantine and most likely late Byzantine times. It was also the largest economic and residential center of Attica, after Athens. Its strategic geographical position at the foothills of Mount Parnitha, the continuous cultivation of the mountain over time, the fertile arable lands around the river Kifissos and the special privileges enjoyed by the village during the Ottoman occupation, are some of the reasons that contributed to its development, despite the 6 centuries it was under foreign domination. The second section of this study is the primary focus and thus the most extensive part of the thesis. It includes a list of monuments, organized on the basis of architectural type. Each entry is accompanied with data derived from previous research. Moreover, the position of each church in the modern urban fabric is noted. The information that follows, both historical and originating from folklore, demonstrates the special importance that each church had for the local community. The documentation of restoration works performed on the monuments, either essential or arbitrary, in combination with the additional works performed by the Archaeological Service, comprise the history of each monument and help us better understand its current form. The examination of the architecture and the mural decoration of each church is carried out in a detailed manner, including respective comparisons with related monuments of Attica and nearby areas. The research findings are used in synthetic chapters, where the characteristics of the architecture and painting of the Menidi monuments are identified, and their place in the artistic environment of Attica is determined. It would appear that Menidi’s inhabitants were active over an extensive area. From the end of the 12th to the beginning of the 19th century, churches were established in the center of the settlement, in its periphery, but also on the mountain of Parnitha. They were used as main monastery churches (katholika), as cemetery and private chapels. Well-known architectural solutions were applied without any substantial particularities. The small size of most monuments reflects the limited financial capabilities of the owners, who likely belong to powerful local families or local clergy. In the late Byzantine frescoes of St. Nikolaos in Varympompi and St. Ioannis the Forerunner, stylistic and iconographic elements were found, connecting them with a well-known provincial painting workshop of the 4th decade of the 13th century. The high aesthetic decoration of these monuments likely indicates the ambitious intentions of its owners, who unfortunately remain unknown. At the end of the 16th century or the beginning of the 17th century, St. Nikolaos at Loutro was built, which was a monastery’s katholikon. There are obvious correlations to be noted with the katholika of Hymettus’ monasteries and especially that of Asterios, which firmly place it in the same category of Attica churches. These churches consciously apply Byzantine architectural types and forms. The mural decoration, although conservative in its approach, is nevertheless rendered with precision, evidence of the owner’s utmost care. The majority of Menidi’s post-Byzantine churches were established and decorated in the 18th century. They are built as single-aisled structures, either vaulted or with a wooden roof, generally perceived as buildings of humble intentions. Several of these churches are decorated with frescoes, which are reminiscent of the techniques particular to the school of Georgios Markou, as is the case with many other churches of Attica. Epigraphic evidence supports the theory that the painter from Argos worked in the center of the settlement, in the middle of the 18th century. From the end of the 12th century until Independence, Menidi’s inhabitants utilized a fairly extensive area with many advantages. Despite the difficulties and adversities faced during centuries of foreign occupation, they were able to play a leading role in the area of northern and northeastern Attica. The study of Menidi’s churches, significantly enriches our knowledge of the respective period, in terms of its architecture and painting.
περισσότερα