Περίληψη
Η εργασία αυτή δεν συντελέστηκε απλώς στα καθορισμένα χρονικά πλαίσια εκπόνησης διδακτορικών εργασιών. Στήν πραγματικότητα, αποτελεί προϊόν μίας μακρόχρονης ενασχόλησης περί τήν Κυπριακή Αγιολογία καί Βυζαντινή Ιστορία, καί συγκεκριμένα από τής δεκαετίας τού 1990. Στό πλαίσιο λοιπόν τής πολυετούς αυτής πολυετούς επίπονης και επιμελούς έρευνας στις ανέκδοτες πηγές και στη βιβλιογραφία γιά μία αναθεώρηση τού Αγιολογίου τής Εκκλησίας Κύπρου, προέκυψαν αρκετά νέα δεδομένα καί εκπονήσαμε ικανές αγιολογικές κ.ά. μονογραφίες, σχετικές πρός τήν Κυπριακή Αγιολογία, ειδικώτερα, καί τή Εκκλησιαστική Ιστορία τής Κύπρου, ευρύτερα.Αφού μελετήσαμε επισταμένως τις πηγές και τα ιστορικά δεδομένα της εξεταζόμενης ιστορικής περιόδου προέκυψε η ανάγκη αναθεώρησης και αναβάθμισης των δεδομένων για τους αρχιεπισκόπους της νήσου Κύπρου το χρονικό διάστημα από τον 4ο έως και τον 10ο αιώνα, καθώς ουδέποτε μέχρι σήμερα επιχειρήθηκε παρόμοιο έργο. Με βάση συγκεκριμένα κριτήρια που ορίσθηκαν από την συγγραφή, το ...
Η εργασία αυτή δεν συντελέστηκε απλώς στα καθορισμένα χρονικά πλαίσια εκπόνησης διδακτορικών εργασιών. Στήν πραγματικότητα, αποτελεί προϊόν μίας μακρόχρονης ενασχόλησης περί τήν Κυπριακή Αγιολογία καί Βυζαντινή Ιστορία, καί συγκεκριμένα από τής δεκαετίας τού 1990. Στό πλαίσιο λοιπόν τής πολυετούς αυτής πολυετούς επίπονης και επιμελούς έρευνας στις ανέκδοτες πηγές και στη βιβλιογραφία γιά μία αναθεώρηση τού Αγιολογίου τής Εκκλησίας Κύπρου, προέκυψαν αρκετά νέα δεδομένα καί εκπονήσαμε ικανές αγιολογικές κ.ά. μονογραφίες, σχετικές πρός τήν Κυπριακή Αγιολογία, ειδικώτερα, καί τή Εκκλησιαστική Ιστορία τής Κύπρου, ευρύτερα.Αφού μελετήσαμε επισταμένως τις πηγές και τα ιστορικά δεδομένα της εξεταζόμενης ιστορικής περιόδου προέκυψε η ανάγκη αναθεώρησης και αναβάθμισης των δεδομένων για τους αρχιεπισκόπους της νήσου Κύπρου το χρονικό διάστημα από τον 4ο έως και τον 10ο αιώνα, καθώς ουδέποτε μέχρι σήμερα επιχειρήθηκε παρόμοιο έργο. Με βάση συγκεκριμένα κριτήρια που ορίσθηκαν από την συγγραφή, το χρονικό πλαίσιο, η έδρα και όχι η κυπριακή καταγωγή πραγματοποιείται η σύνταξη του καταλόγου των αρχιεπισκόπων.Στον Πρόλογο περιγράφεται η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για την προσέγγιση των κειμένων. Η μελέτη εντάσσεται στο πλαίσιο απόπειρας μιας αναθεώρησης του Αγιολογίου της Εκκλησίας της Κύπρου. Περιλαμβάνει την ανάδειξη του βίου, της διδασκαλίας και της αγιότητας αρχιεπισκόπων της νήσου Κύπρου. Πρόκειται για την καταγραφή μιας ιστορικής-γραμματολογικής και αγιολογικής επιστημονικής προσέγγισης μέσα από την παράθεση των γνωστών πηγών. Αναφέρονται τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια των χρόνων της μελέτης. Ακολουθεί η έκθεση της βιβλιογραφίας, ανέκδοτης και μη, στην οποία περιλαμβάνονται ικανά χγφ που μελετήθηκαν προς τούτο. Στην Εισαγωγή περιλαμβάνονται έξι ενότητες, όπου γίνεται σύντομη αναδρομή στην ιστορία της νήσου κατά την περίοδο της διαμόρφωσης της εκκλησιαστικής οργάνωσης, που κρίθηκε αναγκαία, μια και η πορεία της Εκκλησίας της Κύπρου, της οποίας προίσταντο οι υπό μελέτη αρχιεπίσκοποι, υπήρξε αλληλένδετη με την ευρύτερη ιστορική πορεία της νήσου. Στην πρώτη ενότητα περιγράφεται ιστορικά η χριστιανική Κύπρος κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Η εισαγωγή του χριστιανισμού στην Κύπρο αφορά άμεσα στη θεματική της έρευνας γιατί αποδεικνύει την ίδρυση και την θεμελίωση των πρώτων επισκόπων με τα σχετικά γεγονότα να μαρτυρούνται στις κυπριακές αγιολογικές πηγές, όπως τα Ύπομνήματα του αγίου Μνάσωνος, οι Περίοδοι καi Μαρτύριον του αποστόλου Βαρνάβα, ο Βίος του αγίου Ηρακλειδίου. Ιδιαίτερης ιστορικής σπουδαιότητας αγιολογικά έργα, όπως το Εγκώμιον εις τόν άγιον Βαρνάβαν, ο Βίος καi πολιτεία τοϋ άγίου καi ένδόξου πατρός ήμών και θαυματουργού Αυξιβίου και, τέλος, τα Συναξάρια της Μεσοβυζαντινής περιόδου συνδέουν τη θεμελίωση της τοπικής Εκκλησίας με τον 1ο αιώνα. Ακολουθεί η περίοδος των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού στην Κύπρο και η ολοκλήρωση της εκεί εσωτερικής εκκλησιαστικής οργάνωσης. Όπως προκύπτει από τις σωζόμενες αγιολογικές πηγές, κατά τον Μεγάλο Διωγμό στο νησί εντοπίζονται ήδη επίσκοποι και κληρικοί σε όλες αρχαίες πόλεις-βασίλεια της νήσου. Η δεύτερη ενότητα της Εισαγωγής τιτλοφορείται «Η Εκκλησία Κύπρου και οι αρχιεπίσκοποι της κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο», με ιδιαίτερες αναφορές στην Εκκλησία της Κύπρου κατά τον 4° αιώνα, στη λήξη του Μεγάλου Διωγμού, στην εκπνοή της ειδωλολατρίας, στις επισκοπές της Εκκλησίας Κύπρου, στην αρχαία πόλη της Σαλαμίνος και στον καθορισμό της Σαλαμίνος-Κωνσταντίας ως μητροπόλεως της νήσου, δηλονότι έδρας τόσου του πολιτικού άρχοντος, όσο και του αρχιεπισκόπου Κύπρου. Περιγράφεται η σταδιακή διαμόρφωση του τίτλου του επισκόπου Σαλαμίνος, ως πρώτου τη τάξει στην Εκκλησία της Κύπρου κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο και το κανονικό έθος εκλογής και ενθρόνισης του αρχιεπισκόπου. Στη συνέχεια παρουσιάζεται ο ρόλος της Εκκλησίας κατά τον 5ο αιώνα με τα θρυλούμενα δοθέντα προνόμια από τον αυτοκράτορα Ζήνωνα στον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Ανθέμιο και τους εφεξής διαδόχους του. Παρατηρείται η αναβάθμιση της ισχύος του αρχιεπισκοπικού ρόλου και των εκπροσώπων του επί Ιουστινιανού Α' και κατά την περίοδο των χριστολογικών ερίδων (5ος-7ος αι.). Ιδιαίτερη μνεία αφιερώνεται στην ανέγερση του υδραγωγείου Χύτρων-Κωνσταντίας το πρώτο μισό του 7ου αιώνα, εξαιτίας της σημασίας του στην εκκλησιαστική και πολιτική ιστορία της Κύπρου. Από τον 7ο αιώνα αναφέρεται η προσωπικότητα του οσίου Αναστασίου του Σιναΐτου και του πνευματικού περι-γύρου της Εκκλησίας, όπως προβάλλεται μέσα από τα έργα του. Στην τρίτη ενότητα περιλαμβάνεται η περιγραφή της Εκκλησίας της Κύπρου και του ρόλου των αρχιεπισκόπων της κατά τους μέσους βυζαντινούς χρόνους, αρχικά με την περίοδο των αραβικών επιδρομών στο νησί, αρχικά με τις δύο πρώτες επιδρομές μέσα από την αναθηματική επιγραφή του Ιωάννου επισκόπου Σόλων και από ιστορικές, φιλολογικές και αρχαιολογικές μαρτυρίες. Ακολουθούν οι βυζαντινο-αραβικές συνθήκες του 7oυ αιώνα και οι πρόνοιες των συνθηκών αυτών για την Κύπρο καθώς και η μεταφορά των Κυπρίων στην Αρτάκη του Ελλησπόντου (περ. 690-699). Στον απολογισμό συμπεριλαμβάνονται οι άγιοι νέοι μάρτυρες και ομολογητές της Κυπριακής Εκκλησίας κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών. Περαιτέρω, καταχωρούνται γενικά στοιχεία και δεδομένα για την α' και β' Εικονομαχική περίοδο στην Κύπρο και εξετάζεται το γεγονός της εξορίας των εικονόφιλων ομολογητών μοναχών και μοναζουσών στην Κύπρο επί Κωνσταντίνου του Κοπρώνυμου (769-770 μ.Χ.). Το ενδιαφέρον της ιστορικής καταγραφής προκαλεί η χρονική περίοδος της πλήρους επανένταξης της Κύπρου στη βυζαντινή αυτοκρατορία, η μεταφορά της μητρόπολης Κύπρου από την Κωνσταντία στους Λήδρους (σημ. Λευκωσία) στις αρχές του 11ου αιώνα. Στην τέταρτη ενότητα της Εισαγωγής παρουσιάζονται οι εκφάνσεις της εκκλησιαστικής ζωής της Κύπρου από τον 4ο έως τον 10ο αιώνα. Συγκεκριμένα η συμβολή της Κυπριακής Εκκλησίας και των αρχιεπισκόπων της στις Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους και η μοναχική πολιτεία στη νήσο. Στην πέμπτη ενότητα αναδεικνύεται η σπουδαιότητα του Συνοδικού της Κυριακής της Ορθοδοξίας της Εκκλησίας της Κύπρου ως πηγή για τους αρχιεπισκόπους της Κύπρου κατά τη βυζαντινή περίοδο. Στην έκτη, τέλος, ενότητα, εξετάζεται το σημαίνον ζήτημα της αγιότητας των αρχιεπισκόπων Κύπρου που περιλαμβάνονται στο ως άνω Συνοδικό της Ορθοδοξίας της Εκκλησίας της Κύπρου.Το κυρίως σώμα της διατριβής αποτελείται από τρία μέρη με τα δύο πρώτα να είναι δομημένα κατά χρονολογική σειρά. Στο Α' μέρος περιλαμβάνονται λήμματα αρχιεπισκόπων Σαλαμίνος-Κωνσταντίας με χρονολογικά δεδομένα, τόσο για την Πρωτοβυζαντινή, όσο και για την Μεσοβυζαντινή περίοδο. Επισημαίνονται τα μεθοδολογικά στοιχεία του Α´ μέρους με την υποδιαίρεση των λημμάτων σε τέσσερις ενότητες. Στην πρώτη επισημαίνονται και εξετάζονται οι σχετικές με τον εκάστοτε αρχιεπίσκοπο πηγές αναφορικά προς τον Βίο του. Προτάσσονται οι άμεσες πηγές μέσα από ιστορικό-φιλολογικές πηγές, Πρακτικά Οικουμενικών Συνόδων, μαρτυρίες επιγραφών και Μολυβδόβουλλα και μαρτυρίες Εγκυκλίων. Στη β´ υποενότητα εντάσσονται οι έμμεσες αναφορές, το Κυπριακού Συvοδικού της Ορθοδοξίας και οι Κύπριοι ιστοριογράφοι και χρονογράφοι, καθώς αυτοί στα σχετικά τμήματα των έργων τους αρύονται από κάποιο χειρόγραφο του εν λόγω Συνοδικού, όπως και του Αγιολογίου της κατά Κύπρον Εκκλησίας, που συντάχθηκαν τον 12ο αἰώνα. Παρατίθενται οι αγιολογικές πηγές, σnς περιπτώσεις αρχιεπισκόπων Κύπρου των οποίων η αγιότητα έχει ήδη επίσημα ανακηρυχθεί και έχουν ενταχθεί στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο βίος, η ημέρα μνήμης στα Συναξάρια, Μηνολόγια Ευαγγελισταρίων καταγράφονται. Η υμνογραφία, τα άγια λείψανα, οι ναοί και τα αγιωνύμια εξετάζονται, καθώς και οι τυχόν ύπαρξη τοιχογραφιών και οι φορητών εικόνων. Τα χρονολογικά δεδομένα του Βίου, η ανασύνθεσή του και το συγγραφικό έργο του εκάστοτε αρχιεπισκόπου με τη συμβολή του στη θεολογία αποτελούν τις τελευταίες ενότητες, καταγράφοντας αγιολογικά έργα, επιστολές, ομιλίες. Στην Πρωτοβυζαντινή περίοδο αναδύονται διαδοχικά οι προσωπικότητες αρχιεπισκόπων Κωνσταντίας και συγκεκριμένα του αγίου Γελασίου του Ομολογητή, ενός αταύτιστου αρχιεπισκόπου, του αγίου Επιφανίου Α' του Μεγάλου, του Σαβίνου Α´, του Τρωίλου, του αγίου Ρηγίνου, του αγίου Ολυμπίου, του Σαβίνου Β', του Ανθεμίου ή Άνθιμου, του αγίου Γρηγορίου Κωνσταντίας, του Φιλοξένου του Νεωτέρου, έτερου αγνώστου αρχιεπισκόπου, του Στεφάνου, του Ιωάννου επισκόπου Κύπρου και προφανέστατα αρχιεπισκόπου Κωνσταντίας, του Αναστασίου, του Πλουτάρχου, του Αρκαδίου και του Σεργίου. Στη Μεσοβυζαντινή περίοδο καταγράφονται οι αρχιεπίσκοποι Επιφάνιος Β´, ο Μάρκος ή Μακάριος ή Κοσμάς, ο Ιωάννης Α , αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίας και Νέας Ιουστινιανουπόλεως, ο Θεόδωρος Α, ο Ιωάννης Β, ο Δαμιανός, ο άγιος Σωφρόνιος Α, ο Θεόδωρος Β, ο άγιος Κωνσταντίνος αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίας της Κύπρου, ακολουθεί μια περίοδος αρχιεπισκοπίας άγνωστου ή αγνώστων επί του παρόντος αρχιεπισκόπου Κύπρου (813-850 μ. Χ.), ο Θεόδωρος Γ', ο Επιφάνιος Γ, ο Ευστάθιος, ο από Χύτρων και τέλος ένας ακόμα ανώνυμος αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Στο Β' μέρος καταγράφονται οι αρχιεπίσκοποι Κύπρου ολόκληρης της Βυζαντινής περιόδου χωρίς χρονολογικά δεδομένα. Συγκεκριμένα πρόκειται για 11 περιπτώσεις που προκαλούν την αναθεώρηση και την αποκατάσταση κατά το ορθό του καταλόγου των αρχιεπισκόπων της Κύπρου. Η μοναδική αναφορά σ' αυτούς, εκτός από δύο περιπτώσεις, προέρχεται από τους διάφορους τύπους του Συνοδικού της Ορθοδοξίας της κατά Κύπρον Εκκλησίας. Παρατίθενται στοιχεία του συνόλου των αρχιεπισκόπων στο Συνοδικόν της Ορθοδοξίας της Εκκλησίας της Κύπρου, εντοπίζονται βάσει τεκμηρίωσης όσοι ανήκουν στην υπό εξέταση χρονική περίοδο ( 4ος -10ος αι.) και όσοι χρημάτισαν αρχιεπίσκοποι Λήδρων (11ος-13ος αι.). Στο Γ' μέρος παρατίθενται κατά αλφαβητική σειρά τα 19 ονόματα όλων όσων εσφαλμένα καταχωρήθηκαν ως αρχιεπίσκοποι Κύπρου την περίοδο από τον 4ο έως και τον 10ο αιώνα, με τη σχετική τεκμηρίωση. Παρατηρείται η απόπειρα αποκατάστασης της ιστορικής αλήθειας βάσει των πηγών ευρύτερα και ειδικότερα βάσει των πορισμάτων του Α´ μέρους της διατριβής. Ανιχνεύονται περιπτώσεις εσφαλμένως θεωρηθέντων ως αρχιεπισκόπων Κύπρου και σε μεμονωμένα έργα, σημαντικά για την ιστορία της Κύπρου, στα οποία γίνονται παραπομπές. Η εργασία ολοκληρώνεται με την καταγραφή των συμπερασμάτων. Απορρέουν περιφερειακά συμπεράσματα της έρευνας όπως η σταδιακή εξέλιξη του τίτλου του πρώτου τη τάξει επισκόπου της Κύπρου με έδρα τη Σαλαμίνα-Κωνσταντία από επισκόπου σε μητροπολίτη, για να καθιερωθεί μέχρι και σήμερα ο τίτλος αρχιεπίσκοπος. Επίσης έχουν περιληφθεί 35 λήμματα αρχιεπισκόπων επωνύμων και ανωνύμων με γνωστά χρονολογικά δεδομένα και για πρώτη φορά εντάσσονται 6 αρχιεπίσκοποι άγνωστοι προηγουμένως ή λανθάνοντες. Συγκεκριμένα καταγράφονται οι: Στέφανος (αρ. 13), Ιωάννης (13α), Αναστάσιος (αρ.14) Μάρκος (η Μακάριος ή Κοσμάς) (αρ. 19), Έπιφάνιος Γ´· (αρ. 22α) και Θεόδωρος Β' (αρ. 25). Περαιτέρω για ορισμένες περιπτώσεις ήδη γνωστών αρχιεπισκόπων επισημαίνονται νεότερα ή λανθάνοντα βιογραφικά δεδομένα. Διαπιστώνεται ότι η σειρά κατάταξης των προκαθημένων του νησιού στα Συνοδικά δεν είναι ορθή χρονολογικά. Προσεγγίζεται επίσης το θέμα της αγιότητας κάποιων από τους αρχιεπισκόπους.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The effort made to compile the present dissertation has proven really difficult, both because of the large chronical span it covers (i.e. seven consequent centuries), and of the several inner problems of the period under examination, laid before every single researcher of it. As for the result, we consider that, depending on the available in every case sources, there has been achieved a reconsideration and upgrade of the general data concerning many of the archbishops of Cyprus, for each one separately and as a whole, as well as for the historical period under discussion (4th-10th cent.) in general. And it's to underline that, by the completion of the examination of the so important for Church History and Hagiology of Cyprus of the first christian millenium chapter, relevant to the archbishops of the island, through historical, hagiographical, hymnographical, epigraphical and archaeological sources in general, we can assume that the aforementioned sources in spite of their fewness or b ...
The effort made to compile the present dissertation has proven really difficult, both because of the large chronical span it covers (i.e. seven consequent centuries), and of the several inner problems of the period under examination, laid before every single researcher of it. As for the result, we consider that, depending on the available in every case sources, there has been achieved a reconsideration and upgrade of the general data concerning many of the archbishops of Cyprus, for each one separately and as a whole, as well as for the historical period under discussion (4th-10th cent.) in general. And it's to underline that, by the completion of the examination of the so important for Church History and Hagiology of Cyprus of the first christian millenium chapter, relevant to the archbishops of the island, through historical, hagiographical, hymnographical, epigraphical and archaeological sources in general, we can assume that the aforementioned sources in spite of their fewness or brevity, carry a lot of corresponding information.As we refer in the general Introduction, we did not include in our work all of the known archbishops of the byzantine period for Cyprus (4th-12th cent.), as this would extend too much the length of it and together the time required for its completion. As criteria for the insertion of archbishops in this thesis we've defined, both the chronological, i.e. their life span in the period 4th-10th cent., and the interconnected to it criterion of their seat, that is the metropolis of Salamis-Constantia. And we've documented in our Introduction that since early 4th cent. A.C. the ancient town of Salamis (renamed by the emperor Constantius II as Constantia, following his contribution for its re-erection on 340's after its great disaster due to earthquakes) becomes the metropolis of Cyprus and the cathedral of both secular and church leaders of the island. And it remained such till the end of the 10th cent., as by the early 11th cent. Nicosia was defined as the new metropolis of the island. So our work has been confined to the bishops of Salamis-Constantia. And, as we can deduct from the sources of this period, the title of the bishop of this metropolis had evoluted from "episcopos" to "metropolitan", and finally established as "archiepiscopos" during 6th cent., to remain as such during the consequent centuries until nowadays.On the basis of the aforementioned criteria, we have inserted in Part A thirty-five entries of Cyprus archbishops, either known or unknown to the moment, with given chronological data, although in approximation in many cases. In our final catalogue there have been inserted for the first time six archbishops: Stephanos (no. 13), Ioannes bishop in Cyprus and most probably archbishop (No. 13a), Anastasios (?) (No. 14), Marcos (or Makarios or Kosmas) (No. 19), Epiphanios III (No. 22a) and Theodoros II (No. 25). Furthermore, for some cases of the already known archbishops, new or latent data have been detected. In the following Part B we've examined in short the cases of the known archbishops (4th-12th cent.) missing chronological data. Nine such cases have been detected, having as source the Synodicum of Cyprus Church, as well as another two —those of archbishops Clemens and of Stephanos— on the basis of other testimonies. Some of these archbishops could well belong to the under examination period (4th-10th cent.) and could cover the existing lacunae in our catalogue, in the case that new data result. The order of entries insertion in Parts A and B is to the possible extend chronological. In part C we've gathered in alphabetical order all the cases detected of at times wrongly considered as archbishops of Cyprus, namely nineteen cases. Thus, we consider that by our thesis, according to new data and/or in combination with already available data, there has been achieved an upgrade of the catalogue of Cyprus archbishops to the level possible.We have to stress that, concerning the several sources detected and manipulated in the present work, every possible effort has been made in this direction and the result has proved rich and crucial for the compilation of this thesis. Of course it's obvious that the sources hereby quoted are unequal both in direction and in each single entry. The historical and epigraphical sources are much more abundant, as existing for the majority of the entries, while the hagiographical and hymnographical ones are much lesser. An unequity is also present in the sources existing for the several entries in Part A. There are entries with a highly rich dossier —as par excellence that of saint Epiphanios the Great, following those of Arcadios, Sergios, Epiphanios II and John I—, while other with quite a poor in sources dossier —as Anastasios (?), Marc (or Makarios or Kosmas), John II and Theodoros II.Epigraphical testimonies, wherever detected, both mural and sigillographic, have proved of the highest importance for the construction of the entries in Part A. Concerning especially the lead seals of the archbishops of Cyprus dated to 7th-8th cent., their contribution was crucial, usually in combination to other historical testimonies, for the arrangement of their chronological order, which even in recent catalogues was confused and mainly fixed hypothetically... It's to underline that in some entries one sole lead seal —sometimes more than one— consists the only available testimony so far concerning their existence, their office and the period of their archiepiscopacy. Furthermore, by the quotation of the places where their seals have been found, we can detect their correspondence activity both inland and in neighbouring countries.The relevant references to the respective archbishops of Cyprus of Part A in the Synodicum of the Orthodox Church of Cyprus are included in the indirect sources, as well as the corresponding testimonies of the Cypriot chronographers, each of whom is based on a manuscript of the Cypriot Synodicum. The utilization of the various types and manuscripts of this has been vital for the composition of our work.Regarding now the wide issue of the sanctity of the archbishops of Cyprus under concideration, which is examined in the second section of each entry of Part A, the following can be concluded. There are cases of archbishops of Cyprus, whose holiness has already been officially proclaimed and have been included in the Hagiologion of the Orthodox Church (Gelasios, Epiphanius I the Great, Gregory and Sophronios I), who we characterize as saints in the title of their entry. Furthermore, in our work we characterize as saints the archbishops of Cyprus who participated in Ecumenical Councils, as the memory of the Holy Fathers of the seven Ecumenical Councils has been established for centuries in the liturgical practice of the Orthodox Church. However, according to the available sources and in addition to the registration in the Cypriot Synodicum, there are testimonies of the sanctity also of other archbishops of the island, such as Savinos I, Troilos, Anthemios, Arcadios and Sergios. Of course, if there will be any actions for their inclusion in the Hagiologion of the Orthodox Church and the official declaration of their holiness, the Holy Synod of the Church of Cyprus has the final word. What should be emphasized here, however, is the expansion of the honor of some of the archbishops of Cyprus under consideration far beyond the borders of the mainland, as is presumed by their inclusion in the festive cycles of Synaxaria, Menologia and Calendars, which survive, not only in the Greek language, but also in Latin etc. languages. The honor of these saints became oecumenical, with the main centers of honour being Rome first and then Constantinople. This is not accidental, but obviously reflects the strong ties of the Church of Cyprus with that of ancient Rome from the 4th century, having as original inspiring and cohesive link the renowned archbishop of Cyprus Epiphanius (367-403). Regarding Constantinople, from the 7th cent. onwards, when there had been a strengthening of its relations with Cyprus (emperor Heraklius [610-642], for example, used Cyprus as a springboard in his struggle for supremacy against the tyrant emperor Phocas [602-610]), with the parallel transfer there of the holy relics of prominent Cypriot saints, for their preservation from the danger of the Arab invasions. A further notable contribution of our dissertation is both the identification of works of the saint Epiphanius I the Great, which have escaped the attention of experts so far and have not been registered in the Clavis Patrum Graecorum, as well as the rendering of patristic works for the first time introduced here (allegedly considered as spuria, in the name of the Epiphanius I) to the archbishop of Cyprus saint Epiphanius II.A broader final conclusion of our entire work is that through the quotations of the sources and their treatise emerges the prominent leading role of the archbishops of Cyprus for the mainland of the period, not only as ecclesiastical leaders of its autocephalous Church but, within their broader capacity, as ethnarchs, specially during the critical period of the Arab raids against it.
περισσότερα