Η προστασία της ιδιωτικής σφαίρας των κρατουμένων και ο έλεγχος παραβίασής της από τα Διοικητικά Δικαστήρια κατά το γαλλικό πρότυπο
Περίληψη
Η φυλακή συνιστά την πλέον οργανωμένη μορφή συλλογικής διαβίωσης αποκομμένη από τον υπόλοιπο κοινωνικό ιστό, ενώ εντός αυτής αναπτύσσονται έντονα εξουσιαστικές σχέσεις. Ως αντίβαρο της ανωτέρω αδιαμφισβήτητης διαπίστωσης προτάσσεται η αναγνώριση και η προστασία των δικαιωμάτων των κρατουμένων, τόσο μέσω της αποτύπωσής τους σε θεσμικά κείμενα όσο και η πρόβλεψη θεσμών προστασίας. Ο μηχανισμός όμως προστασίας των δικαιωμάτων των εγκλείστων, τόσο των ουσιαστικών όσο και των δικονομικών, αποτελεί ακόμα έναν πεδίο υπό εξερεύνηση. Η φυλακή είναι μια πραγματική συνθήκη άσκησης των δικαιωμάτων των υπό εγκλεισμό πολιτών – διοικουμένων, οπότε τυχόν περιορισμοί η συγκρούσεις δικαιωμάτων αυτών θα πρέπει να υπαχθούν στα ίδια κριτήρια και στις ίδιες τεχνικές στάθμισης. Ο κρατούμενος είναι μεν φορέας των δικαιωμάτων που του αναγνωρίζονται, τα ασκεί όμως εντός του λειτουργικού πλαισίου στο οποίο ευρίσκεται με αποτέλεσμα να επιδέχονται συχνά υπέρμετρους περιορισμούς που οδηγούν ακόμα και στην κατάλυσ ...
Η φυλακή συνιστά την πλέον οργανωμένη μορφή συλλογικής διαβίωσης αποκομμένη από τον υπόλοιπο κοινωνικό ιστό, ενώ εντός αυτής αναπτύσσονται έντονα εξουσιαστικές σχέσεις. Ως αντίβαρο της ανωτέρω αδιαμφισβήτητης διαπίστωσης προτάσσεται η αναγνώριση και η προστασία των δικαιωμάτων των κρατουμένων, τόσο μέσω της αποτύπωσής τους σε θεσμικά κείμενα όσο και η πρόβλεψη θεσμών προστασίας. Ο μηχανισμός όμως προστασίας των δικαιωμάτων των εγκλείστων, τόσο των ουσιαστικών όσο και των δικονομικών, αποτελεί ακόμα έναν πεδίο υπό εξερεύνηση. Η φυλακή είναι μια πραγματική συνθήκη άσκησης των δικαιωμάτων των υπό εγκλεισμό πολιτών – διοικουμένων, οπότε τυχόν περιορισμοί η συγκρούσεις δικαιωμάτων αυτών θα πρέπει να υπαχθούν στα ίδια κριτήρια και στις ίδιες τεχνικές στάθμισης. Ο κρατούμενος είναι μεν φορέας των δικαιωμάτων που του αναγνωρίζονται, τα ασκεί όμως εντός του λειτουργικού πλαισίου στο οποίο ευρίσκεται με αποτέλεσμα να επιδέχονται συχνά υπέρμετρους περιορισμούς που οδηγούν ακόμα και στην κατάλυση του πυρήνα τους. Η εξουσιαστικές σχέσεις που αναπτύσσονται στα σωφρονιστικά ιδρύματα αποτελούν πρόσφορο έδαφος για την δημιουργία μιας πρακτικής καταχρήσεων και αυθαιρεσίας. Όπως υπογραμμίζεται από την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου η «πολιτική επιλογή περιχαράκωσης της φυλακής, … δημιούργησε συνθήκες άνθησης της αυθαιρεσίας, της διαφθοράς και βέβαια παραβίασης των δικαιωμάτων του ανθρώπου». Η επιδίωξη, λοιπόν, που καλείται ένα κράτος δικαίου να επιτύχει είναι η ύπαρξη σωφρονιστικών ιδρυμάτων δεκτικών στον έλεγχο.Υπογραμμίζοντας ότι το λίκνο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, συναφθείσα την 4η Νοεμβρίου 1950, βρίσκεται συμβολικά, όχι στη Ρώμη, αλλά σε κάθε τόπο που οι γυναίκες, οι άνδρες και τα παιδιά στερούνται της ελευθερίας τους, βασανιζόμενοι και δολοφονούμενοι, κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, ο Α. Spielmann, παλαιός δικαστής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εξέφρασε τη λύπη του, διότι οι εμπνευστές της Σύμβασης παρέλειψαν να προβλέψουν σε αυτό το εργαλείο μια ειδική διάταξη που να αφορά την μεταχείριση των κρατουμένων. Ενόψει του ότι κανένα πρόσθετο Πρωτόκολλο της Σύμβασης δεν ήλθε να συμπληρώσει αυτό το σημαντικό νομικό κενό, καθίσταται απαραίτητο να δοθεί έμφαση στην τεράστια εξέλιξη της προστασίας των δικαιωμάτων, οφειλόμενη στο Δικαστήριο του Στρασβούργου. Η εν λόγω μελέτη επιδιώκει να καταδείξει πως τα πρωτογενή κενά του κειμένου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης – όπου εκτός από το άρθρο 5 σχετικά με το δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη ειδικά αφιερωμένη στα δικαιώματα των κρατουμένων – συμπληρώνονται από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ανιχνεύει την κανονιστική εξουσία του ευρωπαίου δικαστή, καθώς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποτελεί την πηγή της δημιουργίας ευρωπαϊκών κανόνων προστασίας των δικαιωμάτων των κρατουμένων. Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, το οποίο έχει αφιερώσει το ένα τρίτο των υποθέσεων του στις διαφορές σχετικά με τους κρατουμένους, αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες της αναγνώρισης αλλά και του εναρμονισμού των δικαιωμάτων των κρατουμένων στις χώρες της Ευρώπης. Μέσω μιας ίσως πολλές φορές τολμηρής ερμηνείας των δικαιωμάτων που εμπεριέχονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση, ο Ευρωπαίος Δικαστής των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατάφερε, πράγματι, να διαπλάσει μια ευρωπαϊκή φόρμα για την προστασία των δικαιωμάτων των κρατουμένων. Όμως, αν και υπάρχουν ακόμα κάποια μειονεκτήματα, που πηγάζουν από την απουσία της κατάλληλης νομικής βάσης εντός του συμβατικού κειμένου, η σημασία της ερμηνείας που δόθηκε από τον Ευρωπαίο Δικαστή είναι αδιαμφισβήτητη, ιδίως λόγω των ιδιαιτεροτήτων στην λειτουργία της των σωφρονιστικών ιδρυμάτων. Η προστασία των κοινωνικών σχέσεων του ατόμου εμπίπτουν κυρίως στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, όπου κατοχυρώνεται το δικαίωμα του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και της αλληλογραφίας του. Το άρθρο 8 της συμβάσης αποτελεί μια από τις πλέον πολύμορφες εγγυήσεις που περιλαμβάνονται σε αυτήν, καθώς προστατεύει, όπως προελέχθη τέσσερα έννομα συμφέροντα: την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, την κατοικία και την αλληλογραφία. Τα συμφέροντα αυτά απαριθμούνται διακριτά όμως στην πράξη συχνά αλληλοκαλύπτονται καθώς άπαντα έχουν ως στόχο την προστασία της ιδιωτικής σφαίρας εν γένει. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν έχει καταλήξει έως σήμερα σε έναν αυστηρό και άκαμπτο κατάλογο συμφερόντων που δύναται να προστατευτούν υπό την σκέπη του άρθρου 8, ούτε δε έχει σχηματίσει έναν εξαντλητικό ορισμό τους. Ο Ευρωπαίος Δικαστής έχει επιλέξει συνειδητά να υιοθετήσει μια δυναμική ερμηνεία της διάταξης, με αποτέλεσμα την συνεχή διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της. Τα πρόσωπα που έχουν φυλακιστεί βρίσκονται σε ευάλωτη θέση και οι αρχές έχουν καθήκον να τα προστατεύουν, το κράτος δε είναι υπεύθυνο για κάθε πρόσωπο που τελεί υπό κράτηση, διότι το τελευταίο βρίσκεται απόλυτα στα χέρια των αρχών. Το πρόσωπο που στερείται της φυσικής του ελευθερίας, εκτίοντας την ποινή του στο σωφρονιστικό ίδρυμα (ανεξάρτητα εάν αυτή η ποινή έχει καταστεί αμετάκλητη ή όχι), δεν πρέπει εξαιτίας αυτής της κατάστασης να στερείται των στοιχειωδών διαδικαστικών εγγυήσεων, ιδίως δε του δικαιώματος πρόσβασης στην δικαιοσύνη. Επομένως, προκειμένου να προστατευθεί κατά τρόπο απτό το σύνολο των θεμελιωδών δικαιωμάτων ουσιαστικής φύσης (ιδίως το δικαίωμα σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και το δικαίωμα να διατηρεί προσωπικές σχέσεις με τον εξωτερικό κόσμο), ο κρατούμενος πρέπει να μπορεί να έχει πρόσβαση και να κινητοποιήσει τους μηχανισμούς των οποίων ο σκοπός είναι η καταδίκη των προσβολών των εν λόγω δικαιωμάτων. Ο Ευρωπαίος Δικαστής, υπό αυτήν την λογική, εκδήλωσε ρητώς την θέλησή του να διεισδύσει η διαδικαστική νομιμότητα του κοινού δικαίου εντός της φυλακής και ν’ αναγνωρίσει την δυνατότητα εφαρμογής των δικαιωμάτων διαδικαστικής φύσης που εμπεριέχονται στο συμβατικό κείμενο σε τομείς που είχαν a priori αποκλεισθεί από το πεδίο εφαρμογής του εσωτερικού δικαίου διότι θεωρούνταν ως σύμφυτοι με την εσωτερική τάξη των φυλακών. Συνακόλουθα, σταδιακά και υπό την ευρωπαϊκή πίεση, οι φυλακές επηρεάστηκαν από τις διαδικαστικές εγγυήσεις από τις οποίες επωφελούνται τα ελεύθερα άτομα.Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και το δικαίωμα σε μια αποτελεσματική προσφυγή του άρθρου 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης συνθέτουν την διαδικαστική νομιμότητα του συμβατικού κειμένου. Ο Ευρωπαίος Δικαστής συνέβαλε στο να επωφεληθεί ο κρατούμενος από αυτές τις διατάξεις και διεύρυνε το πεδίο εφαρμογής τους. Η νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου ενέπνευσε την εξέλιξη του ευρωπαϊκού δικαίου. Τα ευρωπαϊκά κράτη, ιδίως δε η Γαλλία, η Αγγλία, η Γερμανία, το Βέλγιο και η Ισπανία, έθεσαν σταδιακά μηχανισμούς ελέγχου των αποφάσεων που αφορούσαν στους κρατούμενους. Το πρόσωπο που στερείται της ελευθερίας του, ως διάδικος, διαθέτει την ικανότητα απόλαυσης των δικαιωμάτων διαδικαστικής φύσης που εμπεριέχονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Μπορεί, λοιπόν, στην περίπτωση που θα προκύψει κάποια διαφορά σχετικά με τον εγκλεισμό του, να απαιτήσει τον σεβασμό του συνόλου αυτών των δικαιωμάτων. Αν και ο κρατούμενος επωφελείται όπως και ένας ελεύθερος διάδικος της απόλαυσης των συμβατικών διαδικαστικών εγγυήσεων, η στέρηση της φυσικής ελευθερίας επιφέρει αδιαμφισβήτητα συνέπειες στην ικανότητα άσκησης των διαδικαστικών του δικαιωμάτων. Η υποταγή του κρατουμένου στις σωφρονιστικές αρχές, η επιτήρηση στην οποία υπόκειται, καθώς και ο εγκλεισμός του συνιστούν εμπόδια στην αποτελεσματική άσκηση κατά τον εγκλεισμό αυτών των διαδικαστικών δικαιωμάτων. Αναφορικά με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Barbier κατά Γαλλίας της 17ης Ιανουαρίου 2006 , όπου ο προσφεύγων είχε παραπονεθεί για δυσλειτουργία των σωφρονιστικών υπηρεσιών του σωφρονιστικού ιδρύματος όπου κρατείτο, η οποία οδήγησε στην απόρριψη της έφεσής του ως απαραδέκτως ασκηθείσα, καθίσταται αδιαμφισβήτητα σαφές ότι αφενός μεν δεν είναι πάντα απλό να ασκεί κανείς ένα δικαίωμα εντός ενός ιδρύματος που στερεί την φυσική ελευθερία, αφετέρου δε, πως εναπόκειται στην σωφρονιστική διοίκηση να εξασφαλίσει ότι αυτό το δικαίωμα θα καταστεί λειτουργικό στο χρόνο. Δύο είναι τα κεντρικά σημεία που έχουν καθορίσει την ενίσχυση της διαδικαστικής νομιμότητας εντός των σωφρονιστικών ιδρυμάτων και συγκεκριμένα αφενός μεν η μεταβολή της νομολογίας του Conseil d’Etat σχετικά με τα μέτρα εσωτερικής τάξης, αφετέρου δε η εισαγωγή των διαδικαστικών εγγυήσεων του κοινού δικαίου εντός των καταστημάτων κράτησης. Η μελέτη των παρεχόμενων ένδικων βοηθημάτων και της δυνατότητας πρόσβασης των κρατουμένων ενώπιον του Γάλλου διοικητικού Δικαστή, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπάρχει μια πολύ αργή εξέλιξη, καθώς οι θεωρητικές σκέψεις για την βελτίωση των δυνατοτήτων πρόσβασης έρχονται αντιμέτωπες με τις δυσχέρειες της πρακτικής εφαρμογής τους από τους εγκλείστους. Ωστόσο, δεν πρέπει να υποτιμηθεί η συμβολή του Γάλλου διοικητικού Δικαστή στην προσπάθεια προστασίας τόσο των ουσιαστικών όσο και των δικονομικών δικαιωμάτων των προσώπων που στερούνται τις ελευθερίας τους. Ο Δικαστής, με μια πραγματιστική ματιά, διέπλασσε το σωφρονιστικό δίκαιο και κατέστρωσε νέες εγγυήσεις προς όφελος των κρατουμένων. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του λειτουργικού πλαισίου στο οποίο βρίσκονται οι κρατούμενοι δικαιολογεί πολλές φορές τις δικαστικές λύσεις που υιοθετούνται. Ειδικότερα, ο Δικαστής έχει επιδοθεί σε ένα αέναο κυνήγι της εξεύρεσης της δίκαιης ισορροπίας ανάμεσα στην πραγματική προστασία των δικαιωμάτων των κρατουμένων και τις επιταγές της ασφάλειας και της ευταξίας εντός των σωφρονιστικών ιδρυμάτων. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτή η ισορροπία, η προστασία των δικαιωμάτων των κρατουμένων πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα της στέρησης της ελευθερίας και του εγκλεισμού, το οποίο συνεπάγεται την ευαλωτότητα, την απουσία αυτονομίας, τον περιορισμό εκ φύσεως της άσκησης των δικαιωμάτων. Ακόμα, όμως, και αν είναι αποδεκτός ο περιορισμός της άσκησης των ουσιαστικών δικαιωμάτων λόγω των εγγενών απαιτήσεων του εγκλεισμού, δεν θα πρέπει να είναι δεκτός ο περιορισμός των διαδικαστικών δικαιωμάτων καθώς αυτά αποτελούν το αναγκαίο μέσο της προστασίας των ουσιαστικών δικαιωμάτων των κρατουμένων. Η διαδικασία της εκτέλεσης της ποινής συνιστά αλληλένδετο στάδιο του ενιαίου συστήματος της ποινικής καταδίκης, η οποία περιλαμβάνει την προδικασία, την κύρια διαδικασία και την εκτέλεση των ποινών. Η έκτιση της ποινής, που αφορά στον τρόπο εκτέλεσής της δεν αποτελεί τμήμα του ελληνικού ποινικού δικονομικού δικαίου, αλλά έναν διακριτό κλάδο της νομικής επιστήμης, τον κλάδο του σωφρονιστικού δικαίου, έτσι όπως έχει αποτυπωθεί κυρίως στον Σωφρονιστικό Κώδικα (ν. 2776/1999). Τα τελευταία περίπου είκοσι έτη, η χώρα βρίσκεται σε μια διαρκή σωφρονιστική μεταρρύθμιση. Ως σημείο αφετηρίας ορίζεται η θέσπιση ενός νέου θεσμικού πλαισίου εγκλεισμού δυνάμει του Κώδικα Βασικών Κανόνων για την Μεταχείριση των Κρατουμένων (ν. 1851/1989), ο οποίος και αντικατέστησε τον προγενέστερο σωφρονιστικό Κώδικα του 1967. Το 1999 θεσπίστηκε ο νέος Σωφρονιστικός Κώδικας (ν. 2776/1999), όπου σύμφωνα με την σχετική αιτιολογική έκθεση αυτό που προέχει είναι η έκτιση της ποινής κατά της ελευθερίας μέσα στο πλαίσιο των επιταγών του Συντάγματος, των Διεθνών Συμβάσεων που επέχουν θέση νόμου αυξημένης τυπικής ισχύος, των νόμων του Ελληνικού Κράτους, καθώς και άλλων διεθνών ή διακρατικών κειμένων γενικής αναγνώρισης, όπως προπάντων οι ευρωπαϊκοί σωφρονιστικοί κανόνες 1973 και 1987. Η σύνδεση του κρατουμένου με το κοινωνικό περιβάλλον αλλά και το αντίστροφο αναγνωρίζονται στον Σωφρονιστικό Κώδικα, ως ουσιώδεις όροι της καλής λειτουργίας του συστήματος έκτισης των ποινών, γι' αυτό και ρυθμίζονται ιδιαίτερα στο έβδομο κεφάλαιο αυτού. Η επικοινωνία πραγματοποιείται με τις επισκέψεις, την ανταλλαγή επιστολών, την τηλεφωνική επικοινωνία, τις άδειες εξόδου από το κατάστημα και τους καθιερωμένους θεσμούς ημι-ελεύθερης διαβίωσης. Ακριβώς, επειδή οι εν λόγω θεσμοί αντιμετωπίζονται όχι ως προνόμια ή χαρίσματα προς τους κρατουμένους αλλ' ως εκφάνσεις ατομικών δικαιωμάτων τους ή ως δικλείδες ομαλής λειτουργίας αυτού τούτου του συστήματος έκτισης των ποινών, γι' αυτό τον λόγο καταβλήθηκε προσπάθεια άρτιας ρύθμισής τους χωρίς να διαστρέφεται το περιεχόμενό τους από τον φόβο ότι θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια του καταστήματος. Το Σύνταγμα δεν περιέχει ειδική διάταξη σχετικά με το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του κρατουμένου, πέραν του δικαιώματος αποζημίωσης σε όσους καταδικάστηκαν, προφυλακίστηκαν ή με άλλο τρόπο στερήθηκαν άδικα ή παράνομα την προσωπική τους ελευθερία, που προβλέπεται στην παρ. 4 του άρθρου 7. Το δικαίωμα όμως δικαστικής προστασία των κρατουμένων δύναται να συναχθεί από την παρ. 1 του άρθρου 20 του Συντάγματος σύμφωνα με την οποία «καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει». Το σωφρονιστικό δίκαιο έχει απασχολήσει ελάχιστα τον Έλληνα διοικητικό Δικαστή, καθώς αυτός έχει έρθει σε μια επιδερμική επαφή με αυτό κυρίως στα πλαίσια εκδίκασης των αγωγών αποζημίωσης για βλάβη που έχουν υποστεί οι κρατούμενοι ή τα συγγενικά τους πρόσωπα εξαιτίας της τέλεσης παράνομων πράξεων ή παραλείψεων των σωφρονιστικών οργάνων. Ο δικαστικός έλεγχος των σωφρονιστικών αποφάσεων και μέτρων που λαμβάνονται από τα σωφρονιστικά όργανα, παρά το γεγονός ότι επιδρούν στην προσωπική κατάσταση των κρατουμένων και ενδεχομένως θίγουν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, επαφίεται αποκλειστικά στον ποινικό Δικαστή, ο οποίος είναι ο κατεξοχήν σωφρονιστικός Δικαστής. Όμως, αν γίνει δεκτή η θέση ότι τα σωφρονιστικά ιδρύματα δεν παύουν να αποτελούν δημόσιες υπηρεσίες και οι κρατούμενοι ιδιότυποι χρήστες τους, τότε τίθεται ο προβληματισμός ποιος θα μπορούσε να γνωρίζει καλύτερα τον ορθό τρόπο λειτουργίας μιας δημόσιας υπηρεσίας και, κατ’επέκταση, να διαφυλάξει την νομιμότητα σε αυτήν εκτός από τον Διοικητικό Δικαστή. Η φυλάκιση έγκειται ουσιαστικά στην στέρηση της ελευθερίας και στις συνέπειες που απορρέουν για λόγους ασφαλείας, ενώ ο καταδικασθείς εξακολουθεί να διατηρεί το δικαίωμα του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των δεσμών με την οικογένειά του και τους φίλους του. Η ευρωπαϊκή νομολογία σχετικά με τα θεμελιώδη δικαιώματα των προσώπων που στερούνται της ελευθερίας τους επιβεβαιώνει αυτή τη διαπίστωση. Ο κρατούμενος, όπως, άλλωστε, όλοι οι άνθρωποι, απολαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων που αφορούν τις προσωπικές του σχέσεις εν γένει. Είναι, πράγματι, σύμφυτη με την ανθρώπινη υπόσταση του, η δυνατότητα να συνάπτει ένα πρόσωπο σχέσεις με άλλα πρόσωπα. Η αναγνώριση από τον Ευρωπαίο Δικαστή της εφαρμογής κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του δικαιώματος σεβασμού της αλληλογραφίας, της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της συνάψεως γάμου, δημιουργεί την αίσθηση μιας ανθρωπιστικής αντίληψης αυτού. Το άτομο, αν και στερούμενο της ελευθερίας του και περιορισμένο σε έναν περίκλειστο χώρο, με την επιφύλαξη τήρησης των απαιτήσεων ασφαλείας, πρέπει να έχει την δυνατότητα να έλθει σε επαφή με τον εξωτερικό κόσμο. Αντιλαμβανόμενος της ανισότητας που υπάρχει μεταξύ των ελεύθερων ατόμων και των κρατουμένων κατά την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, ο Ευρωπαίος Δικαστής δεν σταμάτησε στην απλή αναγνώριση της εφαρμογής των δικαιωμάτων αυτών κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού αλλά μέσω μιας δυναμικής ερμηνείας, διευκόλυνε και ενθάρρυνε την ανάπτυξη των προσωπικών σχέσεων κατά τον εγκλεισμό. Καταφανώς εμπνευσμένος από το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας όλων των προσώπων, ο Δικαστής χορήγησε στους κρατουμένους, χάριν της θεωρίας των θετικών υποχρεώσεων, μια ειδική προστασία των προσωπικών τους σχέσεων, με σκοπό ν’ αντισταθμίσει αυτήν την ανισότητα στην εφαρμογή των συμβατικών δικαιωμάτων. Η διείσδυση στην φυλακή των δικαιωμάτων του ανθρώπου είναι σήμερα αδιαμφισβήτητη. Ο Ευρωπαίος Δικαστής, μέσω μιας δυναμικής ερμηνείας, διεύρυνε το πεδίο εφαρμογής των συμβατικών δικαιωμάτων, καθώς και τις συνθήκες άσκησής τους, όλα αυτά δε προς όφελος των κρατουμένων. Η εισαγωγή αυτής της νέας «προβληματικής των δικαιωμάτων του ανθρώπου» στο περιβάλλον της φυλακής οδηγεί στο να εξεταστεί ο ενδεχόμενος ρόλος της από την άποψη της νομιμοποίησης της στερητικής της ελευθερίας ποινής. Τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, ιδίως αυτά που ευνοούν την επαφή του κρατούμενου με τους άλλους, οδηγούν στην επανεξέταση του θεσμού της στέρησης της ελευθερίας, τους στόχους και τα μέσα που χρησιμοποιούνται για να επιτευχθούν αυτοί. Εξάλλου, ο ευστόχως επισημαίνεται ότι πρέπει να αναλογιστούμε την νομική ερμηνεία με τα χαρακτηριστικά της γλώσσας στην οποία τα γραπτά νομικά κείμενα διατυπώνονται, διότι, αυτή η γλώσσα είναι μια σημασιολογικά ασαφής γλώσσα, της οποίας οι εκφράσεις έχουν μια έννοια η οποία εξαρτάται από το περιεχόμενο στο οποίο χρησιμοποιούνται.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Prison is the most organized form of collective living, cut off from the rest of the society, while within it strong authoritarian relations develop. As a counterweight to the above indisputable finding, the recognition and protection of the rights of prisoners is raised, both through their imprinting in institutional texts and the provision of protection institutions. The mechanism for protecting the rights of inmates though, both substantive and procedural, is another area to be explored. Prison is a real condition for exercising the rights of incarcerated citizens – governed, so any restrictions or conflicts of these rights should be subject to the same criteria and the same weighting techniques. The detainee is a bearer of the rights granted to him, but he exercises them within the functional framework in which he is located, as a result of which they are often subject to excessive restrictions that even lead to the abolition of their core. The power relations that develop in pen ...
Prison is the most organized form of collective living, cut off from the rest of the society, while within it strong authoritarian relations develop. As a counterweight to the above indisputable finding, the recognition and protection of the rights of prisoners is raised, both through their imprinting in institutional texts and the provision of protection institutions. The mechanism for protecting the rights of inmates though, both substantive and procedural, is another area to be explored. Prison is a real condition for exercising the rights of incarcerated citizens – governed, so any restrictions or conflicts of these rights should be subject to the same criteria and the same weighting techniques. The detainee is a bearer of the rights granted to him, but he exercises them within the functional framework in which he is located, as a result of which they are often subject to excessive restrictions that even lead to the abolition of their core. The power relations that develop in penitentiaries are fertile ground for the creation of a practice of abuse and arbitrariness. As underlined by the Hellenic Union for Human Rights the "political choice of encirclement of the prison, … created conditions for the flourishing of arbitrariness, corruption and of course the violation of human rights". The aim, then, that a rule of law is called to achieve is the existence of penitentiary institutions receptive to control.Emphasizing that the cradle of the European Convention on Human Rights, concluded on 4 November 1950, is symbolically located, not in Rome, but in every place where women, men and children are deprived of their liberty, tortured and murdered, during World War II, A. Spielmann, a former judge at the European Court of Human Rights, regretted that the Convention's proponents had failed to provide in this instrument a special provision concerning the treatment of prisoners. In view of the fact that no additional Protocol to the Convention came to fill this important legal gap, it becomes necessary to emphasize the enormous evolution of the protection of rights, due to the Strasbourg Court. This study seeks to show that the primary gaps in the text of the European Convention - which, apart from Article 5 on the right to liberty and security, do not include any provision specifically devoted to the rights of prisoners - are supplemented by the case law of the European Court of Justice of Human Rightsand traces the regulatory power of the European judge, as the European Court of Justice is the source of the creation of European rules for the protection of the rights of prisoners. The case law of the European Court of Justice, which has devoted a third of its cases to disputes concerning prisoners, is one of the main factors in the recognition and harmonization of the rights of prisoners in European countries. Through a perhaps many times bold interpretation of the rights enshrined in the European Convention, the European Court of Human Rights has, in fact, managed to shape a European form for the protection of the rights of prisoners. However, although there are still some disadvantages, stemming from the lack of a proper legal basis within the contractual text, the importance of the interpretation given by the European Judge is unquestionable, especially due to the peculiarities in the operation of the penitentiary institutions.The protection of the individual's social relations falls mainly within the scope of application of Article 8 of the ECHR, which guarantees the right to respect for private and family life, residence and correspondence. Article 8 of the contract is one of the most diverse guarantees contained in it, as it protects, as stated above, four legitimate interests: private and family life, residence and correspondence. These interests are listed separately but in practice they often overlap as they are always aimed at protecting the private sphere in general. The European Court of Justice has not yet come up with a strict and rigid list of interests that can be protected under the roof of Article 8, nor has it formed an exhaustive definition of them. The European Judge has consciously chosen to adopt a dynamic interpretation of the provision, resulting in a continuous extension of its scope. Prisoners are in a vulnerable position and the authorities have a duty to protect them, and the state is responsible for every detainee, because the latter is entirely in the hands of the authorities. A person deprived of his natural liberty, serving his sentence in a penitentiary institution (whether or not this sentence has become irrevocable or not), should not be deprived of the basic procedural guarantees because of this situation, in particular the right of access to justice. Therefore, in order to protect in a tangible way all the fundamental rights of a substantive nature (in particular the right to respect for human dignity and the right to maintain personal relations with the outside world), the detainee must be able to access and mobilize the mechanisms, the purpose of which is to condemn infringements of those rights. By this logic, the European Judge has expressly expressed his willingness to infiltrate the procedural legality of common law within the prison and to recognize the applicability of the procedural rights contained in the contractual text in areas which were a priori excluded from the scope of domestic law because they were considered to be inherent in the internal order of prisons. Consequently, gradually and under European pressure, prisons were affected by the procedural guarantees from which free persons benefit.The right to a fair trial under Article 6 of the European Convention and the right to an effective remedy under Article 13 of the European Convention constitute the procedural legality of the contractual text. The European Court of Justice has helped the detainee to benefit from these provisions and has extended their scope. The case law of the Strasbourg Court has inspired the development of European law. European countries, in particular France, England, Germany, Belgium and Spain, have gradually put in place mechanisms to control decisions concerning detainees. A person deprived of his liberty, as a party, has the ability to enjoy the procedural rights contained in the European Convention. It may, therefore, in the event of a dispute arising out of its inclusion, demand that all of these rights be respected. Although the detainee benefits like a free party from the enjoyment of contractual procedural guarantees, the deprivation of natural liberty undoubtedly has consequences for the ability to exercise his procedural rights. The detainee's submission to the penitentiary authorities, the surveillance to which he is subject, as well as his incarceration constitute obstacles to the effective exercise in the inclusion of these procedural rights. The judgment of the European Court of Justice Barbier v. France of 17 January 2006, in which the applicant complained of a malfunction in the penitentiary services of the detention facility, which led to the dismissal of his appeal as inadmissible, shows that, on the one hand, is not always simple to exercise a right within an institution that deprives one of physical liberty, and on the other hand, it is up to the penitentiary administration to ensure that this right becomes operational in time. There are two key points that have determined the strengthening of procedural legality within penitentiaries, namely, on the one hand, the change in the case law of the Conseil d'Etat on measures of internal order, and, on the other hand, the introduction of procedural guarantees of common law within prison.The study of the legal remedies provided and the accessibility of the detainees before the French Administrative Judge, leads to the conclusion that there is a very slow development, as the theoretical ideas for improving the accessibility are faced with the difficulties of their practical application. However, the French Administrative Judge's contribution to the protection of both the substantive and the procedural rights of persons deprived of their liberty should not be underestimated. The Judge, with a pragmatic look, shaped the penitentiary law and made new guarantees for the benefit of the prisoners. The particular characteristics of the operational framework in which detainees find themselves often justify the judicial solutions adopted. In particular, the Judge has been engaged in a perpetual hunt to find a fair balance between the actual protection of the rights of prisoners and the requirements of security and order within penitentiaries. In order to achieve this balance, the protection of prisoners' rights must be viewed in the light of deprivation of liberty and confinement, which implies vulnerability, lack of autonomy, and restriction of the exercise of rights by nature. However, even if the restriction of the exercise of substantive rights due to the inherent requirements of incarceration is acceptable, the restriction of procedural rights should not be accepted as they are the necessary means of protecting the substantive rights of detainees.The process of serving the sentence is an interrelated stage of the unified system of criminal conviction, which includes the pre-trial, main proceedings and the execution of sentences. The assessment of the sentence, which concerns the manner of its execution, is not part of the Greek criminal procedural law, but a distinct branch of legal science, the branch of penal law, as it is mainly reflected in the Penitentiary Code (Law 2776/1999). For the last twenty years or so, the country has been undergoing constant penitentiary reform. The starting point is the establishment of a new institutional framework of incarceration under the Code of Basic Rules for the Treatment of Prisoners (Law 1851/1989), which replaced the previous Penitentiary Code of 1967. In 1999, the new Penitentiary Code was adopted (Law 2776/1999), where according to the relevant explanatory memorandum, the most important thing is the imposition of the penalty against freedom within the framework of the requirements of the Constitution, the International Conventions that have the status of a law of increased formal force, the laws of the Greek State, as well as other international or transnational texts of general recognition, such as above all the European penal rules 1973 and 1987. The connection of the prisoner with the social environment and vice versa are recognized in the Penitentiary Code, as essential conditions for the proper functioning of the penitentiary system, which is why they are regulated in its seventh chapter. The communication takes place through visits, exchange of letters, telephone communication, exit permits from the prison and the established institutions of semi-free living. Precisely because these institutions are treated not as privileges or gifts to detainees but as manifestations of their individual rights or as valves for the smooth functioning of this system of sentencing, an effort has been made to regulate them perfectly without distorting the their content for fear of endangering the security of the prison. The Constitution does not contain a special provision on the right to judicial protection of the detainee, apart from the right to compensation to those who have been convicted, imprisoned or otherwise unjustly or illegally deprived of their personal liberty, provided for in paragraph 4 of Article 7. However, the right to judicial protection of detainees can be deduced from paragraph 1 of Article 20 of the Constitution, according to which "everyone has the right to legal protection from the courts and can develop in them his views on the rights or his interests, as defined by law ". Penal law has little concern for the Greek Administrative Judge, as he has come into superficial contact with it mainly in the context of litigation for damages suffered by detainees or their relatives due to the commission of illegal acts or omissions of penitentiaries. Judicial review of penitentiary decisions and measures taken by penitentiaries, despite affecting the personal situation of detainees and possibly affecting fundamental human rights, is left solely to the criminal Judge, who is primarily the Penitentiary Judge. However, if the position is accepted that penitentiaries institutions continue to be public services and their detained idiosyncratic users, then the question arises as to who could better know the proper functioning of a public service and, consequently, preserve its legality in it other than the Administrative Judge.Imprisonment is essentially a deprivation of liberty and its consequences for security reasons, while the convicted person still retains the right to respect for human dignity and ties to his family and friends. European case law on the fundamental rights of persons deprived of their liberty confirms this finding. The prisoner, like all human beings, enjoys all the rights of his personal relationship in general. It is, in fact, inherent in his human condition, the ability of a person to enter into relationships with other persons. The recognition by the European Court of Justice of the application during the closure of the right of respect for correspondence, of private and family life, of marriage, creates the sense of a humanitarian perception of it. The individual, although deprived of his liberty and confined to an enclosed space, subject to the observance of security requirements, must be able to come into contact with the outside world. Realizing the inequality that exists between free persons and prisoners in the exercise of their fundamental rights, the European Judge did not stop at the simple recognition of the exercise of these rights during the incarceration but through a dynamic interpretation, facilitated and encouraged the development of personal relationships during inclusion. Apparently inspired by respect for the human dignity of all persons, the Judge granted detainees, for the sake of the theory of positive obligations, a special protection of their personal relations, in order to compensate for this inequality in the application of contractual rights.Penetration into the prison of human rights is now unquestionable. The European Judge, through a dynamic interpretation, extended the scope of the contractual rights, as well as the conditions of their exercise, all for the benefit of the detainees. The introduction of this new "human rights issue" into the prison environment leads to the consideration of its possible role in terms of the legitimacy of the deprivation of liberty. Fundamental human rights, in particular those that favor the detainee's contact with others, lead to a re-examination of the institution of deprivation of liberty, the aims and means used to achieve them. Furthermore, it is aptly pointed out that we must consider the legal interpretation with the characteristics of the language in which the written legal texts are formulated, because this language is a semantically vague language, the expressions of which have a meaning which depends on the content in which are used.
περισσότερα
![]() | |
![]() | Κατεβάστε τη διατριβή σε μορφή PDF (3.3 MB)
(Η υπηρεσία είναι διαθέσιμη μετά από δωρεάν εγγραφή)
|
Όλα τα τεκμήρια στο ΕΑΔΔ προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα.
|
Στατιστικά χρήσης


ΠΡΟΒΟΛΕΣ
Αφορά στις μοναδικές επισκέψεις της διδακτορικής διατριβής για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.


ΞΕΦΥΛΛΙΣΜΑΤΑ
Αφορά στο άνοιγμα του online αναγνώστη για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.


ΜΕΤΑΦΟΡΤΩΣΕΙΣ
Αφορά στο σύνολο των μεταφορτώσων του αρχείου της διδακτορικής διατριβής.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.


ΧΡΗΣΤΕΣ
Αφορά στους συνδεδεμένους στο σύστημα χρήστες οι οποίοι έχουν αλληλεπιδράσει με τη διδακτορική διατριβή. Ως επί το πλείστον, αφορά τις μεταφορτώσεις.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Σχετικές εγγραφές (με βάση τις επισκέψεις των χρηστών)
λιγότερα
περισσότερα