Περίληψη
Η παραγωγή γραπτού λόγου (ΠΓΛ) αποτελεί μία από τις βασικές δεξιότητες κατά την εκμάθηση και την κατάκτηση της δεύτερης/ξένης γλώσσας. Θεωρείται μαζί με την προφορική παραγωγή το βασικό εξαγόμενο του μαθητή στη γλώσσα-στόχο και αποτελεί κατ’ εξοχήν αντικείμενο ανάλυσης της έρευνας για την Κατάκτηση της Δεύτερης Γλώσσας (ΚΓ2). Έρευνες μελετούν την ΠΓΛ ανάλογα με το επίπεδο γλωσσομάθειας (Bardovi-Harling, 1992˙ Barrot & Agdeppa, 2021˙ X. Lu, 2011˙ Norris & Ortega, 2009˙ Ortega, 2003˙ Wolf-Quintero κ.ά., 1998), το περιβάλλον εκμάθησης (Barrot & Gabinete, 2019˙ Ortega, 2003) και την ανάπτυξή της σε βάθος χρόνου (μακροχρόνιες έρευνες) (Ishikawa, 1995˙ Kyle κ.ά., 2020˙ Ortega, 2003˙ Rosmawati, 2014˙ Spoelman & Verspoor, 2010˙ Vyatikina, 2012). Η επίδραση ενός ατομικού παράγοντα, όπως αυτού της εργαζόμενης μνήμης, αποτελεί εξίσου αντικείμενο μελέτης των ερευνών (Baoshu & Chunanbi, 2015˙ Bergsleithner, 2010˙ Kormos & Sáfár, 2008˙ Michel, κ.ά., 2019˙ Vasylets & Marín, 2021˙ Y. Lu, 2015˙ Zabihi ...
Η παραγωγή γραπτού λόγου (ΠΓΛ) αποτελεί μία από τις βασικές δεξιότητες κατά την εκμάθηση και την κατάκτηση της δεύτερης/ξένης γλώσσας. Θεωρείται μαζί με την προφορική παραγωγή το βασικό εξαγόμενο του μαθητή στη γλώσσα-στόχο και αποτελεί κατ’ εξοχήν αντικείμενο ανάλυσης της έρευνας για την Κατάκτηση της Δεύτερης Γλώσσας (ΚΓ2). Έρευνες μελετούν την ΠΓΛ ανάλογα με το επίπεδο γλωσσομάθειας (Bardovi-Harling, 1992˙ Barrot & Agdeppa, 2021˙ X. Lu, 2011˙ Norris & Ortega, 2009˙ Ortega, 2003˙ Wolf-Quintero κ.ά., 1998), το περιβάλλον εκμάθησης (Barrot & Gabinete, 2019˙ Ortega, 2003) και την ανάπτυξή της σε βάθος χρόνου (μακροχρόνιες έρευνες) (Ishikawa, 1995˙ Kyle κ.ά., 2020˙ Ortega, 2003˙ Rosmawati, 2014˙ Spoelman & Verspoor, 2010˙ Vyatikina, 2012). Η επίδραση ενός ατομικού παράγοντα, όπως αυτού της εργαζόμενης μνήμης, αποτελεί εξίσου αντικείμενο μελέτης των ερευνών (Baoshu & Chunanbi, 2015˙ Bergsleithner, 2010˙ Kormos & Sáfár, 2008˙ Michel, κ.ά., 2019˙ Vasylets & Marín, 2021˙ Y. Lu, 2015˙ Zabihi, 2018˙ Zalbidea, 2017).Παρά το γεγονός ότι υπάρχει ένας αξιόλογος αριθμός ερευνών που μελετά ξεχωριστά όλες αυτές τις μεταβλητές, φαίνεται ότι εκλείπουν αντίστοιχες έρευνες που εξετάζουν ταυτόχρονα όλες τις παραπάνω μεταβλητές. Η παρούσα έρευνα έρχεται να καλύψει αυτό το ερευνητικό κενό και να προσθέσει στη βιβλιογραφία της ΚΓ2 δεδομένα που προκύπτουν κατά τη διερεύνηση ενός ευρέος φάσματος μεταβλητών που πιθανόν να επιδρούν στην ΠΓΛ. Το επίπεδο γλωσσομάθειας, το περιβάλλον εκμάθησης, ο χρόνος και η εργαζόμενη μνήμη αποτελούν κατεξοχήν μεταβλητές ανάλυσης της παρούσας διατριβής. Συγκεκριμένα, μέσω της χρήσης δύο διαφορετικών δραστηριοτήτων (Έκφραση προσωπικής γνώμης και Αφήγηση μέσω εικόνων) συλλέχθηκαν και αναλύθηκαν 1024 γραπτές παραγωγές 332 μαθητών που διδάσκονταν την Ελληνική είτε σε περιβάλλον δεύτερης είτε σε περιβάλλον ξένης γλώσσας. Η έρευνα σε περιβάλλον δεύτερης γλώσσας διεξήχθη στο Διδασκαλείο της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (Ελλάδα), ενώ η έρευνα σε περιβάλλον ξένης γλώσσας πραγματοποιήθηκε στην Κρατική Σχολή Γλωσσών της Βαρκελώνης και στο Τμήμα Νέων Ελληνικών για Ενήλικες της Ελληνικής Κοινότητας Καταλονίας (Ισπανία). Ως αποτέλεσμα, δημιουργήθηκε ένα σώμα κειμένων που περιλαμβάνει δεδομένα από διαφορετικά περιβάλλοντα εκμάθησης της Ελληνικής ως Γ2 και μπορεί να αξιοποιηθεί από τη μελλοντική έρευνα. Οι γραπτές παραγωγές αναλύθηκαν βάσει του τρίπτυχου της Πολυπλοκότητας της Ακρίβειας και της Ευχέρειας (ΠΑΕ), που θεωρείται ως μία βασική μέθοδος ανάλυσης της γραπτής παραγωγής, αλλά και ταυτόχρονα ένα εργαλείο ένδειξης του γλωσσικού επιπέδου (Bulté & Housen, 2012). Η πολυπλοκότητα αναφέρεται στην ικανότητα του μαθητή να παράγει σύνθετες συντακτικές δομές (συντακτική πολυπλοκότητα) και πλούσιο και πολύπλοκο λεξιλόγιο (λεξική πολυπλοκότητα). Η ακρίβεια στην ικανότητα παραγωγής γραπτού κειμένου χωρίς γλωσσικά λάθη και η ευχέρεια στη δυνατότητα παραγωγής γραπτών κειμένων μεγάλης έκτασης (Bulté & Housen, 2012). Το συγκεκριμένο τρίπτυχο ανάλυσης εφαρμόζεται για πρώτη φορά στην Ελληνική ως Γ2 κάτι που αποτελεί άλλη μία καινοτομία της παρούσας διατριβής. Η συντακτική πολυπλοκότητα μετρήθηκε από το μέσο μήκος περιόδων, προτάσεων και Ελάχιστων Δυνατών Ενοτήτων (στο εξής: ΕΔΕ, από τον αγγλικό όρο T- Unit: Hunt, 1966) και τον βαθμό χρήσης παρατακτικής και υποτακτικής σύνδεσης (κύριες και δευτερεύουσες προτάσεις). Η λεξική πολυπλοκότητα μετρήθηκε από τον δείκτη Guiraud (Guiraud, 1959), που βασίζεται στη χρήση μοναδικών λεξικών τύπων. Για την ακρίβεια λήφθηκε υπόψη ο αριθμός λαθών (μορφοσυντακτικά, ορθογραφικά, γραφηματικά, λεξιλογικά). Η έκταση του κειμένου χρησιμοποιήθηκε για τη μέτρηση της γλωσσικής ευχέρειας.Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, αρχικά, παρατηρήθηκε μια γραμμική ανάπτυξη των περισσότερων μεταβλητών όσο το επίπεδο γλωσσομάθειας αυξανόταν (μέσο μήκους προτασιακής δομής, υποτακτική σύνδεση, ακρίβεια, ευχέρεια). Σε ένα δεύτερο επίπεδο αναλύθηκε η γραπτή παραγωγή ως προς το περιβάλλον εκμάθησης. Παρατηρήθηκαν ορισμένες διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο περιβαλλόντων εκμάθησης (Ελλάδα: καλύτερες επιδόσεις στη λεξική πολυπλοκότητα, παράταξη, μέσο μήκος πρότασης, ευχέρεια˙ Ισπανία: καλύτερες επιδόσεις στην υπόταξη, μέσο μήκος περιόδου και ΕΔΕ), χωρίς να εντοπίζεται ωστόσο ένα σημαντικό προβάδισμα κάποιου έναντι άλλου.Στη συνέχεια, εξετάστηκε η ανάπτυξη των μεταβλητών της ΠΑΕ σε βάθος χρόνου. Παρατηρήθηκε ότι η πλειοψηφία των μεταβλητών (λεξική πολυπλοκότητα, υπόταξη, ακρίβεια, ευχέρεια) παρουσιάζουν βελτίωση, αλλά αυτή η βελτίωση φαίνεται να μην εξαρτάται από το περιβάλλον εκμάθησης. Τέλος, αντικείμενο διερεύνησης αποτέλεσε μία πιθανή επίδραση ενός ατομικού παράγοντα, όπως αυτού της εργαζόμενης μνήμης, στη γραπτή παραγωγή. Παρατηρήθηκε ότι οι μαθητές με υψηλότερη εργαζόμενη μνήμη τείνουν να χρησιμοποιούν μικρότερο βαθμό παρατακτικής και υποτακτικής σύνδεσης, αλλά να παράγουν κείμενα με λιγότερα λάθη (ακρίβεια) και μεγαλύτερης έκτασης (γλωσσική ευχέρεια). Συμπληρωματικά, κατά την ανάλυση συσχέτισης των μεταβλητών παρατηρήθηκε ότι η γλωσσική ακρίβεια και η συντακτική πολυπλοκότητα δεν αναπτύσσονται ταυτόχρονα, στα πρότυπα της Υπόθεσης Υποχώρησης (Skehan, 1996). Τα αποτελέσματα της έρευνας αναλύθηκαν από την οπτική της ΚΓ2. Διατυπώθηκαν κάποιες παιδαγωγικές εφαρμογές και διάφορες ερευνητικές προεκτάσεις με στόχο την ενίσχυση της έρευνας και τη βελτίωση της διδασκαλίας της Ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Written production is one of the basic skills in second/foreign language learning. In combination with oral production, it is considered the main students’ output in the target language and it has been the focus of Second Language Acquisition (SLA) research. Previous studies have explored written production in relation to second language (L2) proficiency (Bardovi-Harling, 1992; Barrot & Agdeppa, 2021; X. Lu, 2011; Norris & Ortega, 2009; Ortega, 2003; Wolf-Quintero et al., 1998), learning context (Barrot & Gabinete, 2019; Ortega, 2003) and L2 development (longitudinal studies) (Ishikawa, 1995; Kyle et al., 2020; Ortega, 2003; Rosmawati, 2014; Spoelman & Verspoor, 2010 ; Vyatikina, 2012). Similarly, recent studies have also examined the role of working memory as an individual factor that might affect L2 written production (Baoshu & Chunanbi, 2015; Bergsleithner, 2010; Kormos & Sáfár, 2008; Michel et al., 2019; Vasylets & Marín, 2021; Y. Lu, 2015; Zabihi, 2018; Zalbidea, 2017). Even thoug ...
Written production is one of the basic skills in second/foreign language learning. In combination with oral production, it is considered the main students’ output in the target language and it has been the focus of Second Language Acquisition (SLA) research. Previous studies have explored written production in relation to second language (L2) proficiency (Bardovi-Harling, 1992; Barrot & Agdeppa, 2021; X. Lu, 2011; Norris & Ortega, 2009; Ortega, 2003; Wolf-Quintero et al., 1998), learning context (Barrot & Gabinete, 2019; Ortega, 2003) and L2 development (longitudinal studies) (Ishikawa, 1995; Kyle et al., 2020; Ortega, 2003; Rosmawati, 2014; Spoelman & Verspoor, 2010 ; Vyatikina, 2012). Similarly, recent studies have also examined the role of working memory as an individual factor that might affect L2 written production (Baoshu & Chunanbi, 2015; Bergsleithner, 2010; Kormos & Sáfár, 2008; Michel et al., 2019; Vasylets & Marín, 2021; Y. Lu, 2015; Zabihi, 2018; Zalbidea, 2017). Even though there is a considerable number of studies examining these variables separately, there is a lack of research exploring them in combination. The present doctoral dissertation aims to fill this gap in the literature by exploring the role of L2 proficiency, learning context, time (longitudinal study) and working memory. The present dissertation was carried out in the framework of the LETEGR2 (Learning, Teaching and Learning to Teach in Greek as Second/Foreign language: Evidence from different learning contexts) research project which investigated the acquisition and teaching of Greek in different learning settings.Data were collected by using two different written tasks, an opinion essay, and a picture narration task. The total corpus consisted of 1024 written productions. Participants were 332 (n=332) students, who learned Greek either as second language (in Greece) or as a foreign language (in Spain). Data collection in the second language context was carried out at the School of Modern Greek Language Teaching Centre of the National and Kapodistrian University of Athens (Greece), whereas the data collection in the foreign language context was carried out in the Department of Modern Greek for Adult learners of the Greek Community of Catalonia and at the state-run Language School of Barcelona-Drassanes (Escola Oficial d’Idiomes de Barcelona-Drassanes) in Barcelona, Spain. Written productions were analyzed in terms of Complexity, Accuracy and Fluency (CAF), which are considered not only as basic measures of written production analysis, but also as an indicator of L2 proficiency (Bulté & Housen, 2012). Complexity refers to student's ability to produce complex syntactic structures (syntactic complexity) and rich and complex vocabulary (lexical complexity); accuracy refers to the ability to produce a written text without linguistic errors; and fluency to the ability to produce long written texts (Bulté & Housen, 2012). These three measures are applied for the first time in the analysis of written production in L2 Greek, an innovative aspect which constitutes a contribution of the current dissertation. Syntactic complexity was measured by the mean length of periods, sentences, and T-Units (Hunt, 1966) and the degree of use of coordination and subordination (main and subordinate clauses). Lexical complexity was measured by using the Guiraud index (Guiraud, 1959), which is based on the use of unique lexical types. Accuracy was measured in terms of the number of identified errors (grammatical, spelling, graphic, lexical) . The length of the text was used in order to measure the text fluency. Results indicated that most CAF measures have a linear development across L2 proficiency (mean length of sentence, subordination, accuracy, fluency). It was also explored whether the learning context (second versus foreign) had an impact on participants’ written production. Differences were observed between the two learning settings (in Greece better performance was identified in lexical complexity, coordination, mean length of clause, fluency; in Spain better performance was observed in subordination, mean length of sentence and T-Unit). However, no superiority of one context over the other has been found. Moreover, CAF variables were examined longitudinally. It has been observed that most variables (lexical complexity, subordination, accuracy, fluency) showed improvement over time, but this improvement does not seem to be context-dependent. Finally, regarding the role of working memory as an individual factor, it was observed that students with higher working memory tended to use less degree of coordination and subordination, but they produced texts with less error (accuracy) and greater length (fluency). Additionally, based on a correlation analysis of the variables, it was found that accuracy and syntactic complexity do not develop simultaneously, a finding which is in line with the Trade-off Hypothesis (Skehan, 1996). Results are discussed in light of previous SLA studies. Finally, some pedagogical implications for the acquisition and teaching of Greek as a Foreign Language are offered.
περισσότερα