Επεξεργασία πόσιμου νερού με χρήση διεργασιών προσρόφησης
Περίληψη
Το νερό αποτελεί ένα απαραίτητο στοιχείο της ανθρώπινης ζωής, με την ασφαλή και επαρκή πρόσβαση σε καθαρό και πόσιμο νερό να είναι αναγνωρισμένη ως ένα αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα. Ωστόσο, το νερό ενδέχεται να μολυνθεί από πληθώρα ουσιών-μολυντών, και ως εκ τούτου καθίσταται μη ασφαλές για ανθρώπινη κατανάλωση. Προς τούτο έχουν αναπτυχθεί και εφαρμοστεί διάφορες μέθοδοι επεξεργασίας και εξευγενισμού του νερού με σκοπό την απομάκρυνση των μολυντών από αυτό.Στην παρούσα διδακτορική διατριβή μελετήθηκε η απομάκρυνση τριών διαφορετικών μολυντών του νερού με εφαρμογή μεθόδων προσρόφησης. Ειδικότερα, επιλέχθηκε η έρευνα να εστιαστεί στην απομάκρυνση της ινδικοκαρμίνης, του εξασθενούς χρωμίου και της παρακεταμόλης, καθώς εμπίπτουν σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες μολυντών (οργανικές ενώσεις, βαρέα μέταλλα και αναδυόμενοι μολυντές, αντίστοιχα) με σκοπό να μελετηθεί διεξοδικά η αποτελεσματικότητα των διεργασιών προσρόφησης σε ένα ευρύ και αντιπροσωπευτικό φάσμα μολυντών του νερού. Η προσρόφησ ...
Το νερό αποτελεί ένα απαραίτητο στοιχείο της ανθρώπινης ζωής, με την ασφαλή και επαρκή πρόσβαση σε καθαρό και πόσιμο νερό να είναι αναγνωρισμένη ως ένα αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα. Ωστόσο, το νερό ενδέχεται να μολυνθεί από πληθώρα ουσιών-μολυντών, και ως εκ τούτου καθίσταται μη ασφαλές για ανθρώπινη κατανάλωση. Προς τούτο έχουν αναπτυχθεί και εφαρμοστεί διάφορες μέθοδοι επεξεργασίας και εξευγενισμού του νερού με σκοπό την απομάκρυνση των μολυντών από αυτό.Στην παρούσα διδακτορική διατριβή μελετήθηκε η απομάκρυνση τριών διαφορετικών μολυντών του νερού με εφαρμογή μεθόδων προσρόφησης. Ειδικότερα, επιλέχθηκε η έρευνα να εστιαστεί στην απομάκρυνση της ινδικοκαρμίνης, του εξασθενούς χρωμίου και της παρακεταμόλης, καθώς εμπίπτουν σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες μολυντών (οργανικές ενώσεις, βαρέα μέταλλα και αναδυόμενοι μολυντές, αντίστοιχα) με σκοπό να μελετηθεί διεξοδικά η αποτελεσματικότητα των διεργασιών προσρόφησης σε ένα ευρύ και αντιπροσωπευτικό φάσμα μολυντών του νερού. Η προσρόφηση αποτελεί μία ιδιαίτερα ελκυστική μέθοδο εξευγενισμού του νερού, καθώς είναι φιλική προς το περιβάλλον και παρουσιάζει μεγάλη αποτελεσματικότητα σε ένα ευρύ φάσμα μολυντών αυτού. Επιπλέον, εμφανίζει και διάφορα άλλα πλεονεκτήματα, όπως το χαμηλό κόστος λειτουργίας που απαιτεί, η υψηλή αποτελεσματικότητά της ακόμα και σε ήπιες συνθήκες pH και θερμοκρασίας και η δυνατότητα αναγέννησης του χρησιμοποιούμενου προσροφητικού υλικού με σκοπό την επαναχρησιμοποίησή του. Ως εκ τούτου, οι διεργασίες προσρόφησης με τη διερεύνηση των δυνατοτήτων των ήδη χρησιμοποιούμενων προσροφητικών υλικών καθώς και την περαιτέρω έρευνα και ανάπτυξη καινοτόμων υλικών βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος όσον αφορά την επεξεργασία του νερού.Συγκεκριμένα στην παρούσα μελέτη πραγματοποιήθηκε η σύνθεση τεσσάρων καινοτόμων προσροφητικών υλικών με βάση τη χιτοζάνη και τη β-κυκλοδεξτρίνη (σφαιρίδια χιτοζάνης και χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης και κόκκοι χιτοζάνης/δημητρίου και χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης/δημητρίου) λόγω των υψηλών δυνατοτήτων που έχουν παρουσιάσει ως προσροφητικά υλικά. Για τη σύνθεση των υλικών χρησιμοποιήθηκαν ως συνδέτες (cross-linking agents) στα σφαιρίδια το τριφωσφορικό νάτριο και στους κόκκους η γλουταραλδεΰδη. Επιπλέον, εξετάστηκαν ως προσροφητικά υλικά το διοξείδιο του μαγγανίου, λόγω της ικανότητάς του να επιτυγχάνει ταυτόχρονη προσρόφηση και οξείδωση των μολυντών του νερού, όπως και ένα οργανομεταλλικό υβριδικό υλικό με βάση το ζιρκόνιο, λόγω του συνεχώς αυξανόμενου ενδιαφέροντος για τη χρήση τέτοιων υλικών.Αρχικά, το πορώδες των σφαιριδίων χιτοζάνης και χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης προσδιορίστηκε ίσο με 88.3 ± 0.1% και 94.7 ± 0.1%, αντίστοιχα, και το πορώδες των κόκκων χιτοζάνης/δημητρίου και χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης/δημητρίου ίσο με 91.1 ± 0.3% και 95.6 ± 0.3%, αντίστοιχα. Η ανάλυση Fourier-Transform Infrared Spectroscopy (FTIR) και για τα τέσσερα καινοτόμα προσροφητικά υλικά που συνετέθησαν στα πλαίσια της διδακτορικής διατριβής επιβεβαίωσε τη δημιουργία σταυροειδών δεσμών (δια-δεσμών) μεταξύ της χιτοζάνης και της β-κυκλοδεξτρίνης με τους χημικούς παράγοντες που χρησιμοποιήθηκαν ως συνδέτες. Επιπλέον, η ανάλυση Scanning Electron Microscope (SEM) υπέδειξε πως η επιφάνεια των σφαιριδίων χιτοζάνης και χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης αποτελείται από ένα τραχύ και ακανόνιστο πολυμερικό δίκτυο με πόρους διαφόρων μεγεθών, ενώ η επιφάνεια των κόκκων χιτοζάνης/δημητρίου και χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης/δημητρίου είναι επίσης τραχεία αλλά εμφανίζει διάφορες κοιλότητες, οι οποίες δύνανται να λειτουργήσουν ως ενεργές θέσεις προσρόφησης. Από την ανάλυση X-Ray Diffraction (XRD) των κόκκων χιτοζάνης/δημητρίου και χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης/δημητρίου επιβεβαιώθηκε η επιτυχής σύζευξη των επιμέρους υλικών.Όλα τα πειράματα προσρόφησης των διαφορετικών μολυντών πραγματοποιήθηκαν ακολουθώντας το μοντέλο διαλείποντος έργου και εξετάστηκαν διάφορες συνθήκες (συγκέντρωση μολυντή, συγκέντρωση προσροφητικού υλικού, pH και θερμοκρασία) προκειμένου να διερευνηθεί η επίδρασή τους στη διεργασία. Τα πειράματα της προσρόφησης της ινδικοκαρμίνης με χρήση σφαιριδίων χιτοζάνης και χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης (1η σειρά πειραμάτων) πραγματοποιήθηκαν με διαφορετικές συγκεντρώσεις ινδικοκαρμίνης (50-200 mg/L) και προσροφητικού υλικού (100-1000 mg/L), και σε διαφορετικές τιμές pH (3.0-6.0) και θερμοκρασίας (15-50oC). Από τη συγκεκριμένη πειραματική μελέτη προέκυψε ότι τα σφαιρίδια χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης εμφανίζουν υψηλότερη προσροφητική ικανότητα, παρουσιάζοντας κατά μέσον όρο σε όλες τις μελετώμενες πειραματικές συνθήκες μεγαλύτερη απόδοση προσρόφησης (94.5%) έναντι των σφαιριδίων χιτοζάνης (90.5%). Με βάση τα αποτελέσματα προέκυψε πως η βέλτιστη τιμή του pH ήταν το 4.0, ενώ μείωση της αποτελεσματικότητας της διεργασίας παρατηρήθηκε αυξανομένης της τιμής της θερμοκρασίας (από 25 σε 50oC). Επιπλέον, αύξηση της συγκέντρωσης του προσροφητικού υλικού (700 και 1000 mg/L) οδήγησε σε αύξηση της απόδοσης προσρόφησης. Με προσαρμογή των πειραματικών δεδομένων στις ισόθερμες προσρόφησης αποδείχθηκε πως το μοντέλο Langmuir εκφράζει καλύτερα την προσρόφηση της ινδικοκαρμίνης στα δύο σφαιρίδια και συνεπώς, η προσρόφηση πραγματοποιείται σε μία ομογενή επιφάνεια, οδηγώντας στο σχηματισμό μίας μονοστρωματικής στρώσης ινδικοκαρμίνης στην επιφάνεια των σφαιριδίων. Επιπροσθέτως, από τις σταθερές του μοντέλου Langmuir, προέκυψε ότι η προσρόφηση της ινδικοκαρμίνης είναι ευνοϊκή και με τα δύο υλικά, με τα σφαιρίδια χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης να εμφανίζουν διπλάσια τιμή μέγιστης θεωρητικής προσροφητικής ικανότητας (qm) σε σχέση με τα σφαιρίδια χιτοζάνης (1000.0 και 500.0 mg/g, αντίστοιχα). Επίσης, το ψευδο-δεύτερης τάξης κινητικό μοντέλο φάνηκε ότι περιγράφει καλύτερα την προσρόφηση της ινδικοκαρμίνης στα σφαιρίδια χιτοζάνης και χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης και ως εκ τούτου, μπορεί να θεωρηθεί πως η προσρόφηση ελέγχεται από μία χημική διαδικασία. Σύμφωνα με τη θερμοδυναμική ανάλυση, η προσρόφηση είναι αυθόρμητη διεργασία σε όλες τις μελετώμενες τιμές θερμοκρασίας, και χαρακτηρίζεται ως εξώθερμη (ΔΗ = -17.38 και -35.06 kJ/mol για τα σφαιρίδια χιτοζάνης και χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης, αντίστοιχα). Ακόμη, με βάση τις υπολογιζόμενες τιμές της εντροπίας προκύπτει μία μείωση στην αταξία στη διεπιφάνεια στερεού/υγρού λόγω πιθανού σχηματισμού ενός ενεργοποιημένου συμπλόκου μεταξύ της ινδικοκαρμίνης και των προσροφητικών υλικών κατά τη διάρκεια της προσρόφησης. Από τα πειράματα αναγέννησης των προσροφητικών υλικών προέκυψε πως η αποτελεσματικότητά τους ως προς την προσρόφηση της ινδικοκαρμίνης σημείωσε σημαντική μείωση κατά το δεύτερο κύκλο αναγέννησής τους, ενώ μετά το πέρας του τρίτου κύκλου αναγέννησης η αποτελεσματικότητα των σφαιριδίων χιτοζάνης εμφάνισε συνολικά μικρότερη μείωση (11.0 έναντι 15.7% των σφαιριδίων χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης). Τέλος, η προσρόφηση της ινδικοκαρμίνης στα σφαιρίδια χιτοζάνης και χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης επιβεβαιώθηκε από αναλύσεις FTIR και SEM.Τα πειράματα της προσρόφησης του εξασθενούς χρωμίου με χρήση σφαιριδίων χιτοζάνης και χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης (2η σειρά πειραμάτων) πραγματοποιήθηκαν με διαφορετικές συγκεντρώσεις εξασθενούς χρωμίου (5-100 mg/L) και προσροφητικού υλικού (1-20 g/L), και σε διαφορετικές τιμές pH (2.0-7.0) και θερμοκρασίας (15-50oC). Από τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μελέτης προέκυψε ότι τα σφαιρίδια χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης εμφανίζουν υψηλότερη προσροφητική ικανότητα, παρουσιάζοντας κατά μέσον όρο υψηλότερη απόδοση προσρόφησης (84.6%), έναντι των σφαιριδίων χιτοζάνης (82.0%). Με βάση τα αποτελέσματα, η βέλτιστη τιμή του pH ήταν ίση με 4.0, ενώ η αποτελεσματικότητα της διεργασίας αυξήθηκε σε χαμηλή θερμοκρασία (15oC) και με αυξημένη συγκέντρωση προσροφητικού υλικού (15–20 g/L). Σύμφωνα με τα πειραματικά δεδομένα, αποδείχθηκε ότι το μοντέλο Langmuir εκφράζει καλύτερα την προσρόφηση του εξασθενούς χρωμίου και στα δύο σφαιρίδια, και κατά συνέπεια η προσρόφηση πραγματοποιείται σε μία ομογενή επιφάνεια, οδηγώντας ουσιαστικά στο σχηματισμό μίας μονοστρωματικής στρώσης εξασθενούς χρωμίου στην επιφάνεια των σφαιριδίων. Επιπροσθέτως, από τις υπολογιζόμενες σταθερές του μοντέλου Langmuir συνάγεται ότι η προσρόφηση του εξασθενούς χρωμίου είναι ευνοϊκή και στα δύο σφαιρίδια, με τη μέγιστη θεωρητική τιμή προσρόφησης (qm) να είναι 400.0 και 555.6 mg/g για τα σφαιρίδια χιτοζάνης και χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης, αντίστοιχα. Επίσης, το ψευδο-δεύτερης τάξης κινητικό μοντέλο φάνηκε ότι περιγράφει καλύτερα την προσρόφηση του εξασθενούς χρωμίου στα σφαιρίδια χιτοζάνης και χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης και βάσει αυτού, μπορεί να θεωρηθεί πως η προσρόφηση ελέγχεται από μία χημική διαδικασία. Από τη θερμοδυναμική ανάλυση φάνηκε ότι η προσρόφηση καθίσταται ευνοϊκή σε χαμηλές θερμοκρασίες (15-25oC) και χαρακτηρίζεται ως εξώθερμη (ΔΗ = -2.99 και -3.80 kJ/mol για τα σφαιρίδια χιτοζάνης και χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης, αντίστοιχα), ενώ με βάση τις υπολογιζόμενες τιμές εντροπίας παρουσιάζεται μία μείωση στην αταξία στη διεπιφάνεια στερεού/υγρού λόγω του πιθανού σχηματισμού ενός ενεργοποιημένου συμπλόκου μεταξύ του εξασθενούς χρωμίου και των προσροφητικών υλικών κατά τη διάρκεια της προσρόφησης. Από τα πειράματα αναγέννησης των προσροφητικών υλικών προέκυψε πως τα σφαιρίδια χιτοζάνης παρουσίασαν μικρότερη μείωση στην απόδοσή τους συγκριτικά με τα σφαιρίδια χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης, με τη μείωση της απόδοσης προσρόφησης μετά το πέρας του τρίτου κύκλου αναγέννησης να ανέρχεται για αυτά σε 11.9 και 26.5%, αντίστοιχα. Τέλος, η προσρόφηση του εξασθενούς χρωμίου στα σφαιρίδια χιτοζάνης και χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης επιβεβαιώθηκε από αναλύσεις FTIR και SEM.Τα πειράματα της προσρόφησης της ινδικοκαρμίνης με χρήση κόκκων χιτοζάνης/δημητρίου και χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης/δημητρίου (3η σειρά πειραμάτων) πραγματοποιήθηκαν σε διαφορετικές συγκεντρώσεις ινδικοκαρμίνης (50-200 mg/L) και προσροφητικού υλικού (50-500 mg/L), και σε διαφορετικές τιμές pH (3.0-6.0) και θερμοκρασίας (15-50oC). Από τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μελέτης προέκυψε ότι οι κόκκοι χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης/δημητρίου είχαν υψηλότερη προσροφητική ικανότητα, παρουσιάζοντας σε όλες τις μελετώμενες πειραματικές συνθήκες μεγαλύτερη κατά μέσον όρο απόδοση προσρόφησης (92.3%) έναντι των κόκκων χιτοζάνης/δημητρίου (90.5%). Με βάση τα αποτελέσματα προέκυψε πως η βέλτιστη τιμή pH ήταν το 3.0, ενώ αύξηση της αποτελεσματικότητας της διεργασίας παρατηρήθηκε σε υψηλές τιμές θερμοκρασίας (50oC) και με αυξημένη συγκέντρωση προσροφητικού υλικού (500 mg/L). Στην περίπτωση αυτή (χρήση κόκκων), η προσαρμογή των πειραματικών δεδομένων στις ισόθερμες προσρόφησης υπέδειξε πως το μοντέλο Freundlich, σε αντίθεση με τα σφαιρίδια, εκφράζει καλύτερα την προσρόφηση της ινδικοκαρμίνης στα δύο προσροφητικά υλικά, και σύμφωνα με αυτό η προσρόφηση πραγματοποιείται σε μία ετερογενή επιφάνεια, οδηγώντας στο σχηματισμό μίας πολυστρωματικής στρώσης ινδικοκαρμίνης στην επιφάνεια των προσροφητικών υλικών. Επιπροσθέτως, με βάση τις υπολογιζόμενες σταθερές του μοντέλου Freundlich, συνάγεται ότι η προσρόφηση της ινδικοκαρμίνης είναι ευνοϊκή, με τους κόκκους χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης/δημητρίου να εμφανίζουν υψηλότερη τιμή της σταθεράς KF (228.9 έναντι 196.5 (mg/g)*(L/mg)1/n των κόκκων χιτοζάνης/δημητρίου), υποδεικνύοντας έτσι ότι είναι αποτελεσματικότεροι σε σχέση με τους κόκκους χιτοζάνης/δημητρίου. Επίσης, το ψευδο-δεύτερης τάξης κινητικό μοντέλο φάνηκε ότι περιγράφει καλύτερα την προσρόφηση της ινδικοκαρμίνης και βάσει αυτού, μπορεί να θεωρηθεί πως η προσρόφηση ελέγχεται από μία χημική διαδικασία. Σύμφωνα με τη θερμοδυναμική ανάλυση προέκυψε ότι η προσρόφηση είναι αυθόρμητη διεργασία σε όλες τις μελετώμενες τιμές θερμοκρασίας και χαρακτηρίζεται ως εξώθερμη (ΔΗ = -30.70 και -51.33 kJ/mol για τους κόκκους χιτοζάνης/δημητρίου και χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης/δημητρίου, αντίστοιχα), ενώ από τις υπολογιζόμενες τιμές της εντροπίας παρατηρείται μία αύξηση στην αταξία του συστήματος. Από τα πειράματα αναγέννησης των προσροφητικών υλικών προέκυψε πως η αποτελεσματικότητά τους ως προς την προσρόφηση της ινδικοκαρμίνης σημείωσε σημαντική μείωση κατά το δεύτερο κύκλο αναγέννησης, με την αποτελεσματικότητα των κόκκων χιτοζάνης/δημητρίου να εμφανίζει μικρότερη μείωση μετά το πέρας του τρίτου κύκλου αναγέννησης (6.8 έναντι 8.0% των κόκκων χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης/δημητρίου). Τέλος, η προσρόφηση της ινδικοκαρμίνης στους κόκκους χιτοζάνης/δημητρίου και χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης/δημητρίου επιβεβαιώθηκε από αναλύσεις FTIR και SEM.Τα πειράματα της προσρόφησης του εξασθενούς χρωμίου με χρήση κόκκων χιτοζάνης/δημητρίου και χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης/δημητρίου (4η πειραματική σειρά) με διαφορετικές συγκεντρώσεις εξασθενούς χρωμίου (5-100 mg/L) και προσροφητικού υλικού (0.10-2.00g/L), και σε διαφορετικές τιμές pH (2.0-11.0) και θερμοκρασίας (15-50oC). Από τα αποτελέσματα της πειραματικής διαδικασίας προέκυψε ότι οι κόκκοι χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης/δημητρίου εμφανίζουν υψηλότερη προσροφητική ικανότητα, παρουσιάζοντας κατά μέσον όρο υψηλότερη απόδοση προσρόφησης (82.1%), έναντι των κόκκων χιτοζάνης/δημητρίου (77.1%). Με βάση τα αποτελέσματα προέκυψε πως η βέλτιστη τιμή του pH ήταν ίση με 3.0, ενώ η αποτελεσματικότητα της διεργασίας αυξήθηκε σε υψηλές τιμές θερμοκρασίας (50oC) και με αυξημένη συγκέντρωση προσροφητικού υλικού (1.50-2.00 g/L). Από την προσαρμογή των πειραματικών δεδομένων στις ισόθερμες προσρόφησης υποδείχθηκε ότι η προσρόφηση του εξασθενούς χρωμίου και στα δύο προσροφητικά υλικά εκφράζεται καλύτερα από το μοντέλο Freundlich, και βάσει αυτού η προσρόφηση πραγματοποιείται σε μία ετερογενή επιφάνεια, οδηγώντας στο σχηματισμό μίας πολυστρωματικής στρώσης εξασθενούς χρωμίου στην επιφάνεια των προσροφητικών υλικών. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τις υπολογιζόμενες τιμές των σταθερών του μοντέλου Freundlich, η προσρόφηση του εξασθενούς χρωμίου φάνηκε ότι είναι ευνοϊκή, με τους κόκκους χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης/δημητρίου να εμφανίζουν υψηλότερη τιμή της σταθεράς KF (20.8 έναντι 9.3 (mg/g)*(L/mg)1/n των κόκκων χιτοζάνης/δημητρίου), υποδεικνύοντας ότι είναι αποτελεσματικότερο προσροφητικό υλικό σε σχέση με τους κόκκους χιτοζάνης/δημητρίου. Επίσης, το ψευδο-δεύτερης τάξης κινητικό μοντέλο περιγράφει καλύτερα τη διεργασία προσρόφησης και βάσει αυτού, μπορεί να θεωρηθεί πως η προσρόφηση ελέγχεται από μία χημική διαδικασία. Από τη θερμοδυναμική ανάλυση προέκυψε ότι η προσρόφηση είναι αυθόρμητη σε όλες τις μελετώμενες τιμές θερμοκρασίας και χαρακτηρίζεται ως εξώθερμη (ΔΗ = -17.91 και -41.19 kJ/mol για τους κόκκους χιτοζάνης/δημητρίου και χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης/δημητρίου, αντίστοιχα), ενώ σύμφωνα με τις υπολογιζόμενες τιμές της εντροπίας παρουσιάζεται μία αύξηση στην αταξία του συστήματος. Από τα πειράματα αναγέννησης των προσροφητικών υλικών προέκυψε πως η αποτελεσματικότητα των κόκκων χιτοζάνης/δημητρίου εμφανίζει μικρότερη μείωση σε σχέση με τους κόκκους χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης/δημητρίου, με τη μείωση της απόδοσης προσρόφησης μετά το πέρας του τρίτου κύκλου αναγέννησης να ανέρχεται σε 4.9 και 13.5% για τους κόκκους χιτοζάνης/δημητρίου και χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης/δημητρίου, αντίστοιχα. Τέλος, η προσρόφηση του εξασθενούς χρωμίου στους κόκκους χιτοζάνης/δημητρίου και χιτοζάνης/β-κυκλοδεξτρίνης/δημητρίου επιβεβαιώθηκε από αναλύσεις FTIR και SEM.Τα πειράματα της οξείδωσης-προσρόφησης της παρακεταμόλης (C8H9NO2) με χρήση διοξειδίου του μαγγανίου (5η σειρά πειραμάτων) πραγματοποιήθηκαν με διαφορετικές συγκεντρώσεις παρακεταμόλης (25-100 mg/L) και διοξειδίου του μαγγανίου (100–800 mg/L), και σε τιμές pH (3.0-6.0) και θερμοκρασίας (15-50oC). Από τα αποτελέσματα προέκυψε πως η απομάκρυνση της παρακεταμόλης από το νερό πραγματοποιείται ταχύτερα με υψηλές συγκεντρώσεις διοξειδίου του μαγγανίου (400-800 mg/L), και σε υψηλές θερμοκρασίες (35-50oC) και χαμηλές τιμές pH (3.0-3.5). Σύμφωνα με την κινητική ανάλυση της διεργασίας, η αντίδραση μεταξύ παρακεταμόλης και διοξειδίου του μαγγανίου έχει ως ελέγχον στάδιο τη μεταφορά ηλεκτρονίου σε ισχυρά όξινες συνθήκες (pH < 4.0), ενώ το σχηματισμό συμπλόκου σε pH ≥ 4.0, αντίστοιχα. Επομένως, σε ισχυρά όξινες συνθήκες η προσρόφηση της παρακεταμόλης στην επιφάνεια του διοξειδίου του μαγγανίου κυριαρχεί έναντι της οξείδωσής της από αυτό. Η θερμοδυναμική ανάλυση της αντίδρασης, χρησιμοποιώντας το μοντέλο Arrhenius, έδειξε ότι η αντίδραση μεταξύ παρακεταμόλης και διοξειδίου του μαγγανίου είναι ενδόθερμη (Ea = 37.35 kJ/mol), και συνεπώς αύξηση της θερμοκρασίας έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του ρυθμού της αντίδρασης. Από την ανάλυση των παραπροϊόντων της παρακεταμόλης που σχηματίστηκαν από την αντίδρασή της με το διοξείδιο του μαγγανίου, αποκαλύφθηκε ότι σχηματίζονται διμερείς (C16H16N2O4) και τριμερείς (C24H23N3O6) μορφές της ουσίας στα αρχικά στάδια της αντίδρασης λόγω της οξείδωσής της από το διοξείδιο του μαγγανίου και την επακόλουθη σύζευξη των μορίων της. Επιπλέον, μετά την πλήρη απομάκρυνση της παρακεταμόλης συμβαίνει η πλήρης απομάκρυνση τόσο της διμερούς όσο και της τριμερούς μορφής της ως συνέπεια της αντίδρασής τους με το διοξείδιο του μαγγανίου. Τέλος, ανιχνεύθηκαν τέσσερα επιπλέον παραπροϊόντα, στα οποία αποδόθηκαν οι χημικοί τύποι C14H11NO4 (τρεις ισομερείς ενώσεις) και C17H8N3O5, που οφείλονται σε συσσωματώματα 1,4-βενζοκινόνης και Ν-ακετυλ-π-βενζοκινόνης ιμίνης, τα οποία δημιουργούνται από την αντίδραση παρακεταμόλης και διοξειδίου του μαγγανίου. Τα πειράματα της οξείδωσης-προσρόφησης της ινδικοκαρμίνης με χρήση διοξειδίου του μαγγανίου (6η σειρά πειραμάτων) πραγματοποιήθηκαν με διαφορετικές συγκεντρώσεις ινδικοκαρμίνης (50-200 mg/L) και διοξειδίου του μαγγανίου (100-800 mg/L), και σε διαφορετικές τιμές pH (3.0-6.0) και θερμοκρασίας (15-50oC). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα προέκυψε ότι η απομάκρυνση της ινδικοκαρμίνης από το νερό πραγματοποιείται ταχύτερα με υψηλές συγκεντρώσεις διοξειδίου του μαγγανίου (400-800 mg/L), σε υψηλή τιμή θερμοκρασίας (50 oC) και χαμηλές τιμές pH (3.0-3.5). Σύμφωνα με την κινητική ανάλυση της διεργασίας η αντίδραση μεταξύ ινδικοκαρμίνης και διοξειδίου του μαγγανίου έχει ως ελέγχον στάδιο τη μεταφορά ηλεκτρονίου σε ισχυρά όξινες συνθήκες (pH < 3.5), ενώ το σχηματισμό συμπλόκου σε pH ≥ 3.5, αντίστοιχα. Επομένως, σε ισχυρά όξινες συνθήκες η προσρόφηση της ινδικοκαρμίνης στην επιφάνεια του διοξειδίου του μαγγανίου κυριαρχεί έναντι της οξείδωσή της από αυτό. Η θερμοδυναμική ανάλυση της αντίδρασης χρησιμοποιώντας το μοντέλο Arrhenius έδειξε ότι η αντίδραση μεταξύ ινδικοκαρμίνης και διοξειδίου του μαγγανίου είναι ενδόθερμη (Ea = 52.77 kJ/mol), και αύξηση της θερμοκρασίας έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του ρυθμού της αντίδρασης.Τα πειράματα της προσρόφησης της ινδικοκαρμίνης με χρήση οργανομεταλλικού υβριδικού υλικού με βάση το ζιρκόνιο (7η σειρά πειραμάτων) πραγματοποιήθηκαν με διαφορετικές συγκεντρώσεις ινδικοκαρμίνης (10-50mg/L) και προσροφητικού υλικού (40-160 mg/L), και σε διαφορετικές τιμές pH (2.0-10.0) και θερμοκρασίας (15-50oC). Με βάση τα αποτελέσματα προέκυψε ότι η βέλτιστη τιμή του pH ήταν ίση με 2.0, ενώ η αποτελεσματικότητα της διεργασίας αυξήθηκε σε μειωμένη θερμοκρασία (15oC) και με αυξημένη συγκέντρωση του προσροφητικού υλικού (120-160 mg/L). Η προσαρμογή των πειραματικών δεδομένων στις ισόθερμες προσρόφησης υπέδειξε πως το μοντέλο Langmuir εκφράζει καλύτερα την προσρόφηση της ινδικοκαρμίνης στο προσροφητικό υλικό, και βάσει αυτού η προσρόφηση πραγματοποιείται σε μία ομογενή επιφάνεια, οδηγώντας στο σχηματισμό μίας μονοστρωματικής στρώσης ινδικοκαρμίνης στην επιφάνεια του οργανομεταλλικού υβριδικού υλικού. Επιπροσθέτως, σύμφωνα τις υπολογιζόμενες τιμές των σταθερών του μοντέλου Langmuir, φάνηκε ότι η προσρόφηση της ινδικοκαρμίνης είναι ευνοϊκή, και η μέγιστη θεωρητική προσροφητική ικανότητα (qm) του προσροφητικού υλικού ήταν ίση με 333.3 mg/g. Επίσης, το ψευδο-δεύτερης τάξης κινητικό μοντέλο περιγράφει καλύτερα τη διεργασία προσρόφησης και βάσει αυτού μπορεί να θεωρηθεί πως η προσρόφηση ελέγχεται από μία χημική διαδικασία. Τέλος, σύμφωνα με τη θερμοδυναμική ανάλυση συνάγεται ότι η προσρόφηση είναι αυθόρμητη διεργασία σε όλες τις μελετώμενες τιμές θερμοκρασίας και χαρακτηρίζεται ως εξώθερμη (ΔΗ = -52.77 kJ/mol), ενώ από την υπολογιζόμενη τιμή της εντροπίας παρατηρείται μία αύξηση στην αταξία του συστήματος.Επιπλέον, με βάση τη βιβλιογραφία πραγματοποιήθηκε μελέτη για την εισαγωγή των διεργασιών προσρόφησης, όπως αυτές διερευνήθηκαν στην παρούσα διατριβή, κατά την εφαρμογή του HACCP (Hazard Analysis Critical Control Points) με ταυτόχρονη ενσωμάτωση των FSOs (Food Safety Objectives) στις μονάδες επεξεργασίας του πόσιμου νερού. Αναλύοντας και αξιολογώντας τους μικροβιολογικούς, χημικούς και φυσικούς κινδύνους του νερού σε όλα τα στάδια της επεξεργασίας του από ακατέργαστο σε πόσιμο προκύπτει ότι κρίσιμα σημεία ελέγχου της διαδικασίας εξευγενισμού του νερού αποτελούν η πηγή του νερού (αρχικό επίπεδο μικροβιολογικών, χημικών και φυσικών κινδύνων) και το στάδιο της απολύμανσης (έλεγχος για εξάλειψη μικροβιολογικών κινδύνων και μη ανάπτυξη χημικών κινδύνων όπως υπολειμμάτων απολυμαντικού ή παραπροϊόντων απολύμανσης), ενώ οι διεργασίες προσρόφησης αποτελούν επίσης κρίσιμο σημείο ελέγχου της διαδικασίας ως ειδικά σχεδιασμένες διεργασίες για απομάκρυνση χημικών μολυντών (όπως οι εξετασθείσες κατηγορίες: οργανικές ενώσεις, βαρέα μέταλλα, αναδυόμενοι μολυντές). Εν κατακλείδι, η εισαγωγή των διεργασιών προσρόφησης ως ένα επιπλέον στάδιο της συμβατικής παραγωγής πόσιμου νερού καθώς και η ενσωμάτωση των FSOs στο HACCP θα έχουν ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της παραγωγικής διαδικασίας εξευγενισμού του νερού και τη διασφάλιση τόσο της ποιότητας όσο και ασφάλειας του τελικού πόσιμου νερού.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Water is an essential element of human life, with safe and adequate access to clean and potable water being recognized as an inalienable human right. However, water can be contaminated by a variety of contaminants rendering it unsafe for human consumption. Therefore, various methods of water purification have been developed and applied in order to remove contaminants from it.In the present dissertation, three different water contaminants were selected and their removal from water was investigated by means of adsorption techniques. In particular, indigo carmine, hexavalent chromium and paracetamol were selected as target contaminants, as they represent three different categories of contaminants (organic compounds, heavy metals and emerging contaminants, respectively) in order to study in detail the efficacy of adsorption towards the removal of water contaminants. Adsorption is a very attractive method of water purification, as it is environmentally friendly and shows great efficiency in ...
Water is an essential element of human life, with safe and adequate access to clean and potable water being recognized as an inalienable human right. However, water can be contaminated by a variety of contaminants rendering it unsafe for human consumption. Therefore, various methods of water purification have been developed and applied in order to remove contaminants from it.In the present dissertation, three different water contaminants were selected and their removal from water was investigated by means of adsorption techniques. In particular, indigo carmine, hexavalent chromium and paracetamol were selected as target contaminants, as they represent three different categories of contaminants (organic compounds, heavy metals and emerging contaminants, respectively) in order to study in detail the efficacy of adsorption towards the removal of water contaminants. Adsorption is a very attractive method of water purification, as it is environmentally friendly and shows great efficiency in a wide range of contaminants. In addition, it exhibits various other advantages, such as the low operating costs required, its high efficiency even in mild pH and temperature conditions and the ability to regenerate the adsorbing agents in order to reuse them. Therefore, the adsorption processes and the investigation of the possibilities of the adsorbents already used along with the further research and development of innovative adsorbing agents are in the center of interest regarding water purification.Specifically in the present dissertation, four innovative adsorbents based on chitosan and β-cyclodextrin were synthesized (chitosan and chitosan/β-cyclodextrin beads and chitosan/cerium and chitosan/β-cyclodextrin/cerium granules) due to their high efficacy as potential adsorbents. For the synthesis of the adsorbing agents, sodium tripolyphosphate was used as cross-linking agent in the beads and glutaraldehyde in the granules. In addition, manganese dioxide was studied as adsorbent due to its ability to simultaneously adsorb and oxidize water contaminants, as well as a zirconium-based metal organic framework due to the ever-increasing interest in the use of such materials.Initially, the porosity of the chitosan and chitosan/β-cyclodextrin beads was measured equal to 88.3 ± 0.1% and 94.7 ± 0.2%, respectively, while the porosity of the chitosan/cerium and chitosan/β-cyclodextrin/cerium granules was 91.1 ± 0.3% and 95.6 ± 0.3%, respectively. Fourier-Transform Infrared Spectroscopy (FTIR) analyses for all four innovative adsorbents synthesized in the present dissertation confirmed the successful crosslinking of chitosan and β-cyclodextrin with the chemical agents used as ligands. In addition, Scanning Electron Microscope (SEM) analyses indicated that the surface of the chitosan and chitosan/β-cyclodextrin beads consists of a rough and irregular polymer network with irregular pores, while the surface of the chitosan/cerium and chitosan/β-cyclodextrin/cerium granules is also rough and displays various cavities, in which adsorption can occur. Also, X-Ray Diffraction (XRD) analysis of chitosan/cerium and chitosan/β-cyclodextrin/cerium granules confirmed the successful coupling of the materials. All adsorption experiments of the different contaminants were performed by conducting batch experiments and various conditions (initial concentration of contaminant, adsorbent concentration, pH and temperature) were examined to investigate their effect on the process.The experimental study of the adsorption of Indigo Carmine using chitosan and chitosan/β-cyclodextrin beads (1st experimental series) was performed at different Indigo Carmine concentrations (50-200 mg/L), adsorbent concentrations (100-1000 mg/L), pH (3.0-6.0) and temperature values (15-50oC). According to the specific experimental study, chitosan/β-cyclodextrin beads displayed higher adsorption capacity, exhibiting on average in all studied experimental conditions a higher adsorption efficiency (94.5%) than the chitosan beads (90.5%). Based on the results, it emerged that the optimum pH value was 4.0, while a decrease in the efficiency of the process was observed with an increase in the temperature values (from 25 to 50oC). Additionally, an increase in the concentration of the used adsorbent (700 and 1000 mg/L) led to an increase in adsorption efficiency. Adaptation of the experimental data to the adsorption isotherms showed that the Langmuir model better expresses the adsorption of Indigo Carmine onto both beads, therefore the adsorption takes place on a homogeneous surface, leading to the formation of a monolayer of Indigo Carmine on the surface of the beads. In addition, the Langmuir model constants indicated that the adsorption of Indigo Carmine was favorable onto both adsorbing agents, with the maximum theoretical adsorption capacity (qm) of chitosan/β-cyclodextrin beads being twice as much as the one of the chitosan beads (1000.0 and 500.0 mg/g, respectively). Also, the pseudo-second order kinetic model better describes the adsorption of Indigo Carmine on the chitosan and chitosan/β-cyclodextrin beads and therefore, the adsorption can be considered to be controlled by a chemical process. According to the thermodynamic analysis, the adsorption is spontaneous at all studied temperatures, and is characterized as exothermic (ΔΗ = -17.38 and -35.06 kJ/mol for chitosan and chitosan/β-cyclodextrin beads, respectively). Furthermore, based on the calculated values in the change of entropy, a reduction in the randomness at the solid/liquid interface is occurring due to the possible formation of an activated complex between Indigo Carmine and the adsorbents. The experiments regarding the regeneration of the adsorbents indicated that their efficiency in the adsorption of Indigo Carmine decreased significantly during the second regeneration cycle, while after the end of the third regeneration cycle the efficiency of the chitosan beads presented a smaller decrease (11.0 versus 15.7% of chitosan/β-cyclodextrin beads). Finally, the adsorption of Indigo Carmine onto the chitosan and chitosan/β-cyclodextrin beads was confirmed by FTIR and SEM analyses. The experimental study of the adsorption of hexavalent chromium using chitosan and chitosan/β-cyclodextrin beads (2nd experimental series) was performed at different hexavalent chromium concentrations (5-100 mg/L), adsorbent concentrations (1-20 g/L), pH (2.0-7.0) and temperature values (15-50oC). The results of this study displayed that chitosan/β-cyclodextrin beads possess a higher adsorption capacity, exhibiting on average a higher adsorption efficiency (84.6%), compared to chitosan beads (82.0%). Based on the results, the optimum pH value was equal to 4.0, while the efficiency of the process increased at a reduced temperature value (15oC) and at increased concentrations of the adsorbent (15-20 g/L). According to the experimental data, the Langmuir model best expresses the adsorption of hexavalent chromium onto both beads, and therefore the adsorption takes place on a homogeneous surface, effectively leading to the formation of a monolayer of hexavalent chromium on the surface of the beads. Moreover, from the calculated constants of the Langmuir model it is concluded that the adsorption of hexavalent chromium onto both beads is favorable , with the maximum theoretical adsorption capacity (qm) equal to 400.0 and 555.6 mg/g for chitosan and chitosan/β-cyclodextrin beads, respectively). Furthermore, the pseudo-second order kinetic model better describes the adsorption of hexavalent chromium onto the chitosan and chitosan/β-cyclodextrin beads and based on this, the adsorption can be considered to be controlled by a chemical process. Thermodynamic analysis of the process indicated that the adsorption becomes favorable at low temperatures (15-25oC) and is characterized as exothermic (ΔH = -2.99 and -3.80 kJ/mol for the chitosan and chitosan/β-cyclodextrin beads, respectively), while based on the calculated values in the change of entropy, there is a decrease in the randomness at the solid/liquid interface due to the possible formation of an activated complex between the hexavalent chromium and the adsorbents. Adsorption regeneration experiments indicated that chitosan beads exhibited a smaller reduction in adsorption efficiency compared to the chitosan/β-cyclodextrin beads, with the decrease in efficiency of the process after the end of the third regeneration cycle being 11.9 and 26.5%, respectively. Finally, the adsorption of hexavalent chromium to the chitosan and chitosan/β-cyclodextrin beads was verified by FTIR and SEM analyses.The experimental study of the adsorption of Indigo Carmine using chitosan/cerium and chitosan/β-cyclodextrin/cerium (3rd experimental series) was performed at different Indigo Carmine concentrations (50-200 mg/L), adsorbent concentrations (50-500 mg/L), pH (3.0-6.0) and temperature values (15-50oC). According to the specific experimental study, chitosan/β-cyclodextrin/cerium granules displayed higher adsorption capacity, exhibiting on average in all studied experimental conditions a higher adsorption efficiency (92.3%) than the chitosan/cerium granules (90.5%). Based on the results, the optimum pH value was 3.0, while an increase in the efficiency of the process was observed at high values of temperature (50oC) and concentration of the adsorbent (500 mg/L). In this case (use of granules), the adaptation of the experimental data to the adsorption isotherms indicated that the Freundlich model, in contrast to the beads, better expressed the adsorption of Indigo Carmine onto the two adsorbents, thus adsorption occurs on a heterogeneous surface, leading to the formation of multiple layers of Indigo Carmine onto the surface of the adsorbents. Additionally, based on the calculated constants of the Freundlich model, adsorption of Indigo Carmine onto both adsorbing agents is favorable, with the chitosan/β-cyclodextrin/cerium granules having a higher value of the KF constant (228.9 versus 196.5 (mg/g)*(l/mg)1/n of chitosan/cerium granules), thus indicating that they are more effective than the chitosan/cerium granules. Also, the pseudo-second order kinetic model better describes the adsorption of Indigo Carmine, therefore adsorption can be considered to be controlled by a chemical process. According to the thermodynamic analysis, the adsorption is spontaneous at all studied temperature values and is characterized as exothermic (ΔΗ = -30.70 and -51.33 kJ/mol for the chitosan/cerium and chitosan/β-cyclodextrin/cerium granules, respectively), while the calculated values in the change of entropy indicate an increase in the randomness of the system. Adsorbent regeneration experiments indicated that their efficacy towards the adsorption of Indigo Carmine decreased significantly during the second regeneration cycle, with the efficiency of chitosan/cerium granules presenting a smaller decrease after the end of the third regeneration cycle (6.8 versus 8.0% of chitosan/β-cyclodextrin/cerium granules). Finally, the adsorption of Indigo Carmine on chitosan/cerium and chitosan/β-cyclodextrin/cerium granules was confirmed by FTIR and SEM analyses. The experimental study of the adsorption of hexavalent chromium using chitosan/cerium and chitosan/β-cyclodextrin/cerium (4th experimental series) was performed at different hexavalent chromium concentrations (5-100 mg/L), adsorbent concentrations (0.10-2 g/L), pH (2.0-11.0) and temperature values (15-50oC). According to the specific experimental study, chitosan/β-cyclodextrin/cerium granules displayed higher adsorption capacity, exhibiting on average in all the studied experimental conditions a higher adsorption efficiency (82.1%) than the chitosan/cerium granules (77.1%). Based on the results it emerged that the optimum pH value was equal to 3.0, while the efficiency of the process increased at high temperature (50oC) and adsorbent concentration (1.50-2.00 g/L). Adaptation of the experimental data to the adsorption isotherms indicated that the adsorption of hexavalent chromium onto both adsorbents is better expressed by the Freundlich model, thus adsorption takes place on a heterogeneous surface, leading to the formation of multiple layers of hexavalent chromium onto the surface of the adsorbents. In addition, according to the calculated values of the Freundlich model constants, the adsorption of hexavalent chromium is favorable, with the chitosan/β-cyclodextrin/cerium granules exhibiting a higher value of the KF constant (20.8 versus 9.3 (mg/g)*(l/mg)1/n of chitosan/cerium granules), thus indicating that they are more effective than chitosan/cerium granules. Moreover, the pseudo-second order kinetic model better describes the adsorption process and based on this, it can be noted that adsorption is controlled by a chemical process. The thermodynamic analysis indicated that adsorption is spontaneous at all studied temperatures and is characterized as exothermic (ΔΗ = -17.91 and -41.19 kJ/mol for the chitosan/cerium and chitosan/β-cyclodextrin/cerium granules, respectively), while the calculated values in the change of entropy indicate an increase in the randomness of the system. According to the regeneration experiments of the adsorbents, the efficiency of chitosan/cerium granules presented a smaller decrease than that of chitosan/β-cyclodextrin/cerium granules, with a decrease in adsorption efficiency at the end of the third regeneration cycle equal to 4.9 and 13.5% for chitosan/cerium and chitosan/β-cyclodextrin/cerium granules, respectively.. Finally, the adsorption of hexavalent chromium on chitosan/cerium and chitosan/β-cyclodextrin/cerium granules was confirmed by FTIR and SEM analyses.The experimental study of the oxidation-adsorption of paracetamol (C8H9NO2) (5th experimental series) using manganese dioxide was performed at different paracetamol concentrations (25-100 mg/L), manganese dioxide concentrations (100-800 mg/L), pH (3.0-6.0) and temperature values (15-50oC). The results indicated that the removal of paracetamol from water occurs more rapidly at high concentrations of manganese dioxide (400-800 mg/L), high temperatures (35-50oC) and low pH values (3.0-3.5). According to the kinetic analysis of the process, the reaction between paracetamol and manganese dioxide has as rate-limiting step the electron transfer in strong acidic conditions (pH < 4.0), while at pH ≥ 4.0 the rate-limiting step of the process is the complex formation. Therefore, under strong acidic conditions the adsorption of paracetamol to the surface of manganese dioxide occurs at a much greater extent compared to its oxidation by it. Thermodynamic analysis of the reaction by utilizing the Arrhenius model indicated that the reaction between acetaminophen and manganese dioxide is endothermic (Ea = 37.35 kJ/mol) and an increase in temperature will result in an increase of the rate of the reaction. The analysis of acetaminophen’s transformation products formed by its reaction with manganese dioxide revealed the formation of acetaminophen’s dimer (C16H16N2O4) and trimer (C24H23N3O6) in the early stages of the reaction due to the oxidation of acetaminophen by manganese dioxide, followed by the coupling of acetaminophen’s molecules. Furthermore, following the complete removal of acetaminophen both acetaminophen’s dimer and trimer were also totally removed due to their subsequent reaction with δ-manganese dioxide. Moreover, four additional transformation products were detected, with their molecular formulas being C14H11NO4 (three isomeric compounds), attributed to aggregates of 1,4-benzoquinone and N-Acetyl-p-benzoquinone Imine, generated by the reaction of acetaminophen and δ-manganese dioxide, and C17H8N3O5, respectively.The experimental study of the oxidation-adsorption of Indigo Carmine (6th experimental series) using manganese dioxide was performed at different Indigo Carmine concentrations (50-200 mg/L), manganese dioxide concentrations (100-800 mg/L), pH (3.0-6.0) and temperature values (15-50oC). The results indicated that the removal of Indigo Carmine from water occurs more rapidly at high concentrations of manganese dioxide (400-800 mg/L), high temperature (50oC) and low pH values (3.0-3.5). According to the kinetic analysis of the process, the reaction between Indigo Carmine and manganese dioxide has as rate-limiting step the electron transfer in strong acidic conditions (pH < 3.5), while at pH ≥ 3.5 the rate-limiting step of the process is the complex formation. Thermodynamic analysis of the reaction by utilizing the Arrhenius model indicated that the reaction between indigo carmine and manganese dioxide is endothermic (Ea = 52.77 kJ/mol) and an increase in temperature will result in an increase of the rate of the reaction.The experimental study of the adsorption of Indigo Carmine using a zirconium-based metal organic framework (7th experimental series) was performed at different Indigo Carmine concentrations (10-50 mg/L), adsorbent concentrations (40-160 mg/L), pH (2.0-10.0) and temperature values (15-50oC). Based on the results, the optimum pH value was equal to 2.0, while the efficiency of the process increased at a reduced temperature value (15oC) and at an increased concentration of the adsorbent (120-160 mg/L). Adaptation of the experimental data to the adsorption isotherms indicated that the Langmuir model better expresses the adsorption process, thus adsorption takes place on a homogeneous surface, leading to the formation of a monolayer of Indigo Carmine onto the surface of the metal organic framework. Additionally, according to the calculated constants of the Langmuir model, the adsorption of Indigo Carmine is favorable and the maximum theoretical adsorption capacity (qm) of the adsorbent was 333.3 mg/g. Moreover, the pseudo-second order kinetic model better describes the adsorption process, thus it can be considered that adsorption is controlled by a chemical process. Finally, according to the thermodynamic analysis, the adsorption is spontaneous at all studied temperatures, is characterized as exothermic (ΔΗ = -52.77 kJ/mol), and based on the calculated value in the change of entropy an increase in the randomness of the system is occurring.Additionally, a study was performed based on literature review for the introduction of adsorption processes, as they were investigated in the present dissertation, during the application of HACCP (Hazard Analysis Critical Control Points) with the simultaneous adaptation of FSOs (Food Safety Objectives) in drinking water treatment plants. The analysis and evaluation of the microbiological, chemical and physical hazards of water at all stages of its treatment from raw to drinking water indicated that critical control points of the water purification process are the water source (initial level of microbiological, chemical and physical hazards) and the disinfection process (microbiological hazards elimination and non-development of chemical hazards such as disinfectant residues or disinfectant by-products), while adsorption processes are also a critical control point of the process as they are specially designed processes to remove chemical contaminants (such as: heavy metals, emerging contaminants). To conclude with, the introduction of adsorption processes as an additional step of conventional drinking water production as well as the adaptation of FSOs in the HACCP will enhance the efficiency of the water purification process and ensure the quality and safety of the final drinking water.
περισσότερα
Κατεβάστε τη διατριβή σε μορφή PDF (8.04 MB)
(Η υπηρεσία είναι διαθέσιμη μετά από δωρεάν εγγραφή)
|
Όλα τα τεκμήρια στο ΕΑΔΔ προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα.
|
Στατιστικά χρήσης
ΠΡΟΒΟΛΕΣ
Αφορά στις μοναδικές επισκέψεις της διδακτορικής διατριβής για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.
ΞΕΦΥΛΛΙΣΜΑΤΑ
Αφορά στο άνοιγμα του online αναγνώστη για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.
ΜΕΤΑΦΟΡΤΩΣΕΙΣ
Αφορά στο σύνολο των μεταφορτώσων του αρχείου της διδακτορικής διατριβής.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
ΧΡΗΣΤΕΣ
Αφορά στους συνδεδεμένους στο σύστημα χρήστες οι οποίοι έχουν αλληλεπιδράσει με τη διδακτορική διατριβή. Ως επί το πλείστον, αφορά τις μεταφορτώσεις.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Σχετικές εγγραφές (με βάση τις επισκέψεις των χρηστών)
λιγότερα
περισσότερα