Περίληψη
Κάποιες από τις ανθρώπινες δραστηριότητες στο αστικό περιβάλλον αποτελούν πηγή εκπομπής ρύπων μεταξύ των οποίων και ο περιβαλλοντικός θόρυβος. Η αυξανόμενη μετακίνηση του πληθυσμού προς τα αστικά κέντρα έχει επιφέρει σειρά περιβαλλοντικών πιέσεων με επιπτώσεις στην ποιότητα της ζωής και στην ποιότητα του συνολικού περιβάλλοντος. Μια απόκριση στα προβλήματα που προκαλεί ο θόρυβος, είναι η δημιουργία ήσυχων περιοχών πολεοδομικού συγκροτήματος. Οι ήσυχες περιοχές πολεοδομικού συγκροτήματος, όπως ορίζονται στην οδηγία 2002/49/ΕΚ, αποτελούν απόκριση της κοινωνίας με σκοπό την αντιμετώπιση του περιβαλλοντικού θορύβου. Παρόλα αυτά, οι έννοιες του θορύβου και της ησυχίας είναι πολυδιάστατες και ασαφείς. Μέχρι τώρα έχουν εφαρμοστεί δυο τακτικές εύρεσης ήσυχων περιοχών. Η πρώτη αναγνωρίζει τον θόρυβο ως έναν ήχο αυξημένης έντασης και με το σκεπτικό ότι το “λιγότερο” είναι καλύτερο από το “περισσότερο”, προτρέπει στη δημιουργία χαρτών θορύβου προκειμένου να αναδειχθούν οι περιοχές με χαμηλότερα ε ...
Κάποιες από τις ανθρώπινες δραστηριότητες στο αστικό περιβάλλον αποτελούν πηγή εκπομπής ρύπων μεταξύ των οποίων και ο περιβαλλοντικός θόρυβος. Η αυξανόμενη μετακίνηση του πληθυσμού προς τα αστικά κέντρα έχει επιφέρει σειρά περιβαλλοντικών πιέσεων με επιπτώσεις στην ποιότητα της ζωής και στην ποιότητα του συνολικού περιβάλλοντος. Μια απόκριση στα προβλήματα που προκαλεί ο θόρυβος, είναι η δημιουργία ήσυχων περιοχών πολεοδομικού συγκροτήματος. Οι ήσυχες περιοχές πολεοδομικού συγκροτήματος, όπως ορίζονται στην οδηγία 2002/49/ΕΚ, αποτελούν απόκριση της κοινωνίας με σκοπό την αντιμετώπιση του περιβαλλοντικού θορύβου. Παρόλα αυτά, οι έννοιες του θορύβου και της ησυχίας είναι πολυδιάστατες και ασαφείς. Μέχρι τώρα έχουν εφαρμοστεί δυο τακτικές εύρεσης ήσυχων περιοχών. Η πρώτη αναγνωρίζει τον θόρυβο ως έναν ήχο αυξημένης έντασης και με το σκεπτικό ότι το “λιγότερο” είναι καλύτερο από το “περισσότερο”, προτρέπει στη δημιουργία χαρτών θορύβου προκειμένου να αναδειχθούν οι περιοχές με χαμηλότερα επίπεδα έντασης. Μια σημαντική παρατήρηση σχετικά με την συγκεκριμένη τακτική αντιμετώπισης του θορύβου και προώθησης των ήσυχων περιοχών είναι η ομογενοποίηση όλων των ήχων υπό το πρίσμα της έντασης τους. Η ανάδειξη όμως του θορύβου ως αστική ασθένεια και η προώθηση της ησυχίας ως πανάκεια, προσφέρει βραχυπρόθεσμα και μονοδιάστατα οφέλη. Ο δεύτερος τρόπος αφορά το γενικό συμπέρασμα πως η ποιότητα του ακουστικού περιβάλλοντος είναι υπεύθυνη για την ανακήρυξη μιας περιοχής ως ήσυχη και όχι η ένταση των ήχων που περιλαμβάνει. Η προσέγγιση αυτή του ηχοτοπίου, οδηγεί αναπόφευκτα στην αναζήτηση της έννοιας της προαναφερθείσας “ποιότητας” και της σύνδεσης της με την έννοια της ησυχίας. Ο ενδεχόμενος κίνδυνος χρήσης της συγκεκριμένης τακτικής που πλέον έχει εφαρμοστεί σε αρκετές Ευρωπαϊκές χώρες, επαφίεται στην εργαλειακή σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον, την ομαδοποίηση απόψεων με σκοπό την ανάδειξη του προτιμητέου και την πρακτική εφαρμογή της κυριαρχούσας άποψης σε έναν δημόσιο χώρο μη επενδύοντας σε οικολογικά συν-οφέλη. Σκοπός της συγκεκριμένης διδακτορικής διατριβής ήταν η δημιουργία ενός εύκαμπτου πρωτοκόλλου εύρεσης αστικών ήσυχων περιοχών, οι προσπάθειες οικολογικής σύνδεσης των ήσυχων περιοχών, ο επαναπροσδιορισμός της έννοιας της αστικής ησυχίας και η δημιουργία του νέου Σύνθετου Δείκτη Αστικής Ησυχίας (Composite Urban Quietness Index – CUQI) που συνοψίζει και ποσοτικοποιεί την κατάσταση των αστικών ήσυχων περιοχών, ώστε να παρατηρούνται έγκαιρα πιθανές αλλαγές στην ποιότητα του αστικού περιβάλλοντος. Τα βασικά εργαλεία της έρευνας ήταν οι δειγματοληψίες επιπέδων θορύβου και οι ηχογραφήσεις. Τα δεδομένα που συγκεντρώθηκαν χρησιμοποιήθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να εξαχθούν χάρτες θορύβου και χάρτες ήχου που ενίσχυσαν την προσπάθεια εύρεσης ήσυχων περιοχών, με περιοχή μελέτης την πόλη της Μυτιλήνης. Παράλληλα, χρησιμοποιήθηκαν παραλλαγμένες πάγιες τακτικές αξιολόγησης ηχοτοπίων όπως ο ηχοπερίπατος προκειμένου να αναδειχθεί η υποκειμενική διάσταση αντίληψης του ακουστικού περιβάλλοντος. Στη συνέχεια, με χρήση ειδικού πρωτοκόλλου, πραγματοποιήθηκαν δειγματοληψίες σε περιοχές της πόλης και σχηματίστηκε ο Σύνθετος Δείκτης Αστικής Ησυχίας. Συμπερασματικά, αναδείχθηκε η ιδιότητα του θορύβου ως ένα μη φυσικό εμπόδιο στην οικολογική συνδεσιμότητα σε ένα αστικό περιβάλλον. Τέλος, αναδείχθηκε η δυσλειτουργικότητα των μέχρι τώρα μετρικών αξιολόγησης, που αφορούν αποκλειστικά την ηχηρότητα ή την προτίμηση. Η εισαγωγή επιπλέων πτυχών του ήχου στις αναλύσεις αστικών ακουστικών περιβαλλόντων που αφορούν τη συχνότητα και την ακουστική πολυπλοκότητα κρίνεται απαραίτητη.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Several human activities in the urban environment pose as a source of pollution including environmental noise. The increasing human population movement towards urban areas has brought a series of environmental pressures that affect the quality of life and the quality of the overall environment. A response towards the problems caused by noise is the creation of quiet areas in agglomerations. The quiet areas of an urban complex, as defined in the Directive 2002/49 / EC, are a societal response in order to deal with environmental noise. However, the concepts of noise and quietness are multidimensional and vague. So far, two approaches have been applied in order to find quiet areas. The first recognizes noise as a sound of increased intensity and the rational that "less" is better than "more", urges the creation of noise maps in order to highlight areas with lower levels of intensity. An important remark about this particular tactic is the homogenization of all sounds in the light of their ...
Several human activities in the urban environment pose as a source of pollution including environmental noise. The increasing human population movement towards urban areas has brought a series of environmental pressures that affect the quality of life and the quality of the overall environment. A response towards the problems caused by noise is the creation of quiet areas in agglomerations. The quiet areas of an urban complex, as defined in the Directive 2002/49 / EC, are a societal response in order to deal with environmental noise. However, the concepts of noise and quietness are multidimensional and vague. So far, two approaches have been applied in order to find quiet areas. The first recognizes noise as a sound of increased intensity and the rational that "less" is better than "more", urges the creation of noise maps in order to highlight areas with lower levels of intensity. An important remark about this particular tactic is the homogenization of all sounds in the light of their intensity. However, the emergence of noise as an urban disease and the promotion of quietness as a panacea, offers short-term and one-dimensional benefits. The second way concerns the general conclusion that the quality of the acoustic environment is responsible for declaring an area as quiet and not the intensity of the sounds it contains. This soundscape approach inevitably leads to the search for the concept of the aforementioned quality and its connection with the concept of quietness. The potential risk of using this tactic, which has now been applied in several European countries, is left to the human instrumental rationality towards the environment, the grouping of opinions in order to highlight the preferred one and the practical application of the dominant opinion in a public space without investing in ecological co-benefits. The goals of this dissertation was to create a flexible protocol for urban quiet areas identification, the efforts of ecological connection of quiet areas, the redefining of the concept of urban quietness and the creation of the new Composite Urban Quietness Index (CUQI) that quantifies the state of urban quiet areas, so that possible changes in the quality of the urban environment are observed in a timely manner. The main research tools were noise level measurements and sound recordings. The collected data were used in such a way as to extract noise maps and sound maps that strengthened the efforts of quiet area identification, with the study area being the city of Mytilene. At the same time, altered fixed tactics of evaluating soundscapes such as the soundwalk were used in order to highlight the perception of the acoustic environment. Then, using a special sampling protocol, the Composite Urban Quietness Index was formed. In conclusion, noise emerged as an immaterial barrier to ecological connectivity in an urban environment. Finally, the dysfunctionality of the so far evaluation metrics which concern exclusively to intensity or preference emerged. The introduction of additional aspects of sound in the analysis of urban acoustic environments regarding frequency and acoustic complexity is considered necessary.
περισσότερα