Περίληψη
Η διατριβή πραγματεύεται τις διαφορετικές όψεις οικειοποίησης και τροποποίησης των χρωματομουσικών θεωριών από τους συμβολιστές και θεοσοφιστές συγγραφείς και διανοουμένους κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, διαδικασία μέσα από την οποία διαμορφώθηκε και αναδείχθηκε ένα ποικιλόμορφο μωσαϊκό αισθητικών τάσεων και καλλιτεχνικών πρακτικών. Με τον όρο «χρωματομουσικές θεωρίες» αναφέρομαι στις θεωρίες εκείνες, οι οποίες εμφανίστηκαν από τα μέσα του 19ου αιώνα και επιχειρούσαν να «μεταφράσουν» αριθμητικά, συνήθως με τη συνοδεία ειδικά κατασκευασμένων πληκτροφόρων οργάνων, τον καθορισμένο αριθμό ταλαντώσεων ενός μουσικού τόνου στον αντίστοιχό χρωματικό του. Τα ερωτήματα που έθεσα αφορούν στους όρους διαμόρφωσης και επεξεργασίας των χρωματομουσικών θεωριών από διακεκριμένους διαμεσολαβητές και εκλαϊκευτές των επιστημονικών θεωριών και τις συνθήκες διάχυσης και διασποράς αυτών στα θεοσοφικά και συμβολιστικά δίκτυα. Στο επίκεντρο της έρευνάς μου βρέθηκαν οι διαδικασίες θρησκευτι ...
Η διατριβή πραγματεύεται τις διαφορετικές όψεις οικειοποίησης και τροποποίησης των χρωματομουσικών θεωριών από τους συμβολιστές και θεοσοφιστές συγγραφείς και διανοουμένους κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, διαδικασία μέσα από την οποία διαμορφώθηκε και αναδείχθηκε ένα ποικιλόμορφο μωσαϊκό αισθητικών τάσεων και καλλιτεχνικών πρακτικών. Με τον όρο «χρωματομουσικές θεωρίες» αναφέρομαι στις θεωρίες εκείνες, οι οποίες εμφανίστηκαν από τα μέσα του 19ου αιώνα και επιχειρούσαν να «μεταφράσουν» αριθμητικά, συνήθως με τη συνοδεία ειδικά κατασκευασμένων πληκτροφόρων οργάνων, τον καθορισμένο αριθμό ταλαντώσεων ενός μουσικού τόνου στον αντίστοιχό χρωματικό του. Τα ερωτήματα που έθεσα αφορούν στους όρους διαμόρφωσης και επεξεργασίας των χρωματομουσικών θεωριών από διακεκριμένους διαμεσολαβητές και εκλαϊκευτές των επιστημονικών θεωριών και τις συνθήκες διάχυσης και διασποράς αυτών στα θεοσοφικά και συμβολιστικά δίκτυα. Στο επίκεντρο της έρευνάς μου βρέθηκαν οι διαδικασίες θρησκευτικού πλουραλισμού κατά τις δεκαετίες γύρω στο 1900, μέσα από τις οποίες η θεοσοφία αναδείχτηκε σε κύριο ρυθμιστή της πολύμορφης αυτής κινητικότητας. Με ποιον τρόπο η παραγωγή των χρωματομουσικών θεωριών εγγράφεται στις διασταυρώσεις διαφορετικών κοσμοθεωρητικών μυστικιστικών τάσεων και πώς αποτυπώνεται αυτή η διαδικασία στην υποδοχή των καλλιτεχνικών έργων; Λαμβάνοντας υπόψη ολόκληρο το φάσμα των ιδεολογικών θέσεων και δυνατοτήτων προσπαθώ να διερευνήσω το κατά πόσον το αμάλγαμα αυτό του εσωτερισμού όχι μόνο πυροδότησε και υπαγόρευσε συγκεκριμένες εικονογραφικές επιλογές και θεματικές, τόσο στο πεδίο μουσικής σύνθεσης όσο και σε αυτό της πρακτικής των εικαστικών τεχνών, αλλά πολύ περισσότερο αν μέσα από την εμπειρία και επαφή των υποκειμένων με τις εσωτεριστικές θεωρίες και πρακτικές διαφαίνεται, με ορίζοντα τη νεωτερική αισθητική, ένας γενικότερος αναστοχασμός στη σχέση με το αντικείμενό τους, δηλαδή μια υπονόμευση των παραδοσιακών, αισθητικών ιδεών που έως τότε το καθόριζαν και το επικύρωναν. Μεθοδολογικά η εργασία αναπτύσσεται υιοθετώντας ερμηνευτικά εργαλεία από την ιστορία της τέχνης και την κοινωνιολογία. Πυξίδα προσανατολισμού αποτέλεσαν οι θεωρητικές μελέτες του Max Weber, του Pierre Bourdieu, του Edward Tiryakian και του Peter Vergo. Το πρώτο εισαγωγικό κεφάλαιο επικεντρώνεται στα ιστοριογραφικά, επιστημολογικά και μεθοδολογικά ζητήματα που πλαισιώνουν την ερμηνεία των πηγών. Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζεται το πώς η πυθαγόρεια μουσική θεωρία οικειοποιείται, χρησιμοποιείται, μεταβάλλεται, απωθείται και μεταμορφώνεται μέσα σε διαφορετικά ιστορικά συμφραζόμενα. Στο τρίτο κεφάλαιο διερευνάται το αίτημα της χειραφέτησης της ζωγραφικής από το θέμα, στη βάση της συζήτησης γύρω από τη στοιχειοθέτηση της μουσικής ως γόνιμο παράδειγμα για τις εικαστικές τέχνες. Στο τέταρτο κεφάλαιο προβαίνω σε μια χαρτογράφηση των συμβολιστικών και θεοσοφικών δικτύων, ενώ εστιάζω στη μεταφορά και χρήση των χρωματομουσικών θεωριών από τους πρωταγωνιστές των δικτύων αυτών. Στο πέμπτο κεφάλαιο εξετάζω το φαινόμενο του «εικαστικού πυθαγορισμού» και αναζητώ τις ιδεολογικές και ευρύτερα φιλοσοφικές του προϋποθέσεις. Στο έκτο κεφάλαιο διερευνάται το πλέγμα λόγων και πρακτικής στο έργο του Frederick Watts και του Νικολάου Γύζη αναφορικά με τη χρήση των θεωριών οπτικοποίησης των ηχητικών κυμάτων. Λαμβάνοντας υπόψη το πλέγμα αυτό της πολιτισμικής κινητικότητας ανθρώπων και ιδεών, στο έβδομο κεφάλαιο υπεισέρχομαι στο θέμα της δικτύωσης του Σκριάμπιν με συμβολιστές καλλιτέχνες ή διανοούμενους και διερευνώ το κατά πόσον ο Προμηθέας, με το ριζοσπαστικό του πρόγραμμα συγκερασμού θρησκευτικών, φιλοσοφικών και επιστημονικών πρακτικών, τροφοδότησε μια δημιουργική ανασύνθεση εικόνων και παραστάσεων για την κοινωνία και τον κόσμο. Τέλος, στο όγδοο κεφάλαιο πραγματεύομαι το πώς ο συγκερασμός νεοπλατωνικών, βαγκνερικών, μεσσιανικών και εσωτεριστικών δοξασιών σχηματοποιήθηκε στην έννοια της Συνοδικότητας του Β. Ιβάνοφ, και διερευνώ τους τρόπους με τους οποίους ο Ρώσος φιλόσοφος πρόβαλε τις κοσμοθεωρητικές πεποιθήσεις και αισθητικές προσδοκίες του στο ζωγραφικό έργο του Κ. Τσουρλιόνις, καθώς και στο μουσικό έργο του Σκριάμπιν.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The present dissertation explores and evaluates the different aspects of appropriation and modification of colour-music theories by symbolist and theosophical writers and intellectuals during the late 19th and early 20th century, a process through which a diverse mosaic of aesthetic trends and artistic practices was formed and emerged. By the term ‘colour-music theories’ I refer to those theories which emerged from the mid-19th century and which attempted to ‘translate’, usually by means of specially constructed keyboard instruments, the fixed number of oscillations of a musical tone into its corresponding chromatic one. The questions I have raised concern the conditions of the formation and processing of colour-music theories by prominent mediators and popularizers of scientific ideas and the conditions of their diffusion and dispersion in theosophical and symbolic networks. My research focused on the processes of religious pluralism in the decades around 1900, through which theosophy ...
The present dissertation explores and evaluates the different aspects of appropriation and modification of colour-music theories by symbolist and theosophical writers and intellectuals during the late 19th and early 20th century, a process through which a diverse mosaic of aesthetic trends and artistic practices was formed and emerged. By the term ‘colour-music theories’ I refer to those theories which emerged from the mid-19th century and which attempted to ‘translate’, usually by means of specially constructed keyboard instruments, the fixed number of oscillations of a musical tone into its corresponding chromatic one. The questions I have raised concern the conditions of the formation and processing of colour-music theories by prominent mediators and popularizers of scientific ideas and the conditions of their diffusion and dispersion in theosophical and symbolic networks. My research focused on the processes of religious pluralism in the decades around 1900, through which theosophy emerged as the main regulator of this multifaceted mobility. In what way is the production of colour-music theories inscribed in the intersections of different worldviews and how is this process reflected in the reception of artistic works? Taking into account the full range of ideological positions and possibilities, I seek to explore whether this amalgam of esoteric ideas triggered and dictated specific iconographic choices and themes, both in the field of musical composition and in that of visual arts practice. Furthermore, I address the question of whether the subjects’ experience and contact with esoteric theories and practices fueled a more general rethinking of their relationship to their work, or subverted the traditional, aesthetic ideas that had hitherto defined and validated it. Methodologically, the thesis is structured by adopting interpretive tools from art history and sociology. The theoretical studies of Max Weber, Pierre Bourdieu, Edward Tiryakian and Peter Vergo have provided a compass of orientation. The first introductory chapter focuses on the historiographical, epistemological and methodological issues that frame the interpretation of the sources. The second chapter examines how Pythagorean music theory is appropriated, used, altered, displaced and transformed within different historical contexts. With regard to the postulation that visual arts should aspire towards a musical condition, the third chapter explores the claims of emancipation of painting from the subject matter. In chapter four I proceed to a mapping of artistic and theosophical networks, and focus on the transfer and use of colour-music theories by the protagonists of these networks. In chapter five I examine the phenomenon of ‘visual pythagoreanism’ and seek its ideological and broader philosophical presuppositions. Chapter six explores the work of Frederick Watts and Nicholas Gyzis with regard to the multifarious appropriations of sound-wave theories. Considering this matrix of cultural mobility of people and ideas, in chapter seven I delve into the issue of Scriabin's networking with symbolist artists or intellectuals and explore whether Prometheus, with his radical program of fusing religious, philosophical and scientific practices, fueled a creative reconfiguration of images and representations of society and the world. Finally, in chapter eight I discuss how the conflation of Neoplatonic, Wagnerian, messianic, and esoteric beliefs took shape in V. Ivanov’s notion of ‘Sobornost’, and explore the ways in which the Russian philosopher projected his worldview beliefs and aesthetic aspirations onto the paintings of Κ. Čiurlionis, as well as the musical work of Scriabin.
περισσότερα