Περίληψη
Σκοποί και Στόχοι: Μελέτες που εστιάζουν στη συσχέτιση των επιπέδων λιπιδίων και στεροειδών ορμονών και καταθλιπτικών συνδρόμων διαπιστώνουν αντιφατικά ευρήματα. Ελάχιστες έρευνες έχουν λάβει χώρα όσον αφορά την εξεύρεση ενός ιδιαίτερου λιπιδικού και ορμονικού προφίλ σε σχέση με την παρουσία συγκεκριμένων συμπτωμάτων κλινικής κατάθλιψης, την βαρύτητα της καταθλιπτικής συμπτωματολογίας, καθώς και σε σχέση με την λειτουργικότητα των νέων ασθενών. Η συγχρονική αυτή εργασία στοχεύει στην παροχή περαιτέρω πληροφοριών σχετικά με τη σύνδεση της κατάθλιψης, με τα λιπίδια και τις στεροειδείς ορμόνες σε δείγμα κατά τα άλλα υγιών καταθλιπτικών εφήβων. Μέθοδος: Ενενήντα οκτώ έφηβοι με ευρύ φάσμα διαγνωστικών υποτύπων κατάθλιψης και υγιείς μάρτυρες εξομοιώθηκαν σε αναλογία 1:1 με βάση την ηλικία και το φύλο. Οι συμμετέχοντες των δύο ομάδων δεν διέφεραν σημαντικά όσον αφορά το βαθμό z του Δείκτη Μάζας Σώματος. Υποβλήθηκαν σε πρωινή αιμοληψία για την μέτρηση των παρακάτω μεταβλητών: Τριγλυκερίδια (TG ...
Σκοποί και Στόχοι: Μελέτες που εστιάζουν στη συσχέτιση των επιπέδων λιπιδίων και στεροειδών ορμονών και καταθλιπτικών συνδρόμων διαπιστώνουν αντιφατικά ευρήματα. Ελάχιστες έρευνες έχουν λάβει χώρα όσον αφορά την εξεύρεση ενός ιδιαίτερου λιπιδικού και ορμονικού προφίλ σε σχέση με την παρουσία συγκεκριμένων συμπτωμάτων κλινικής κατάθλιψης, την βαρύτητα της καταθλιπτικής συμπτωματολογίας, καθώς και σε σχέση με την λειτουργικότητα των νέων ασθενών. Η συγχρονική αυτή εργασία στοχεύει στην παροχή περαιτέρω πληροφοριών σχετικά με τη σύνδεση της κατάθλιψης, με τα λιπίδια και τις στεροειδείς ορμόνες σε δείγμα κατά τα άλλα υγιών καταθλιπτικών εφήβων. Μέθοδος: Ενενήντα οκτώ έφηβοι με ευρύ φάσμα διαγνωστικών υποτύπων κατάθλιψης και υγιείς μάρτυρες εξομοιώθηκαν σε αναλογία 1:1 με βάση την ηλικία και το φύλο. Οι συμμετέχοντες των δύο ομάδων δεν διέφεραν σημαντικά όσον αφορά το βαθμό z του Δείκτη Μάζας Σώματος. Υποβλήθηκαν σε πρωινή αιμοληψία για την μέτρηση των παρακάτω μεταβλητών: Τριγλυκερίδια (TG), Ολική χοληστερόλη, Λιποπρωτεΐνες LDL και HDL, Απολιποπρωτεΐνη Α1 και Β, Λιποπρωτεΐνη Α, Ολική Τεστοστερόνη (ΤΤ), Oιστραδιόλη (Ε2) και Θειική Δευνδροεπίανδροστερόνη (DHEAS). Όλοι οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν την κλίμακα παιδικής κατάθλιψης της Κovacs, και εν συνεχεία, την ημιδομημένη ψυχιατρική συνέντευξη K-SADS-PL. Επίσης, τους ζητήθηκε η ημερήσια συλλογή σιέλου σε έξι συγκεκριμένα χρονικά σημεία, την επερχόμενη Κυριακή στην οικία τους, προκειμένου να καταγραφεί η κορτιζόλη στα δείγματα ασθενών και μαρτύρων. Αποτελέσματα: Τα 49 άτομα με Κατάθλιψη εμφάνισαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα TG (p = 0,006), χαμηλότερα επίπεδα Apo Α1 (p = 0,043), υψηλότερες τιμές πρωινής κορτιζόλης ορού (p = 0,011) και ΤΤ (p = 0,001), καθώς και χαμηλότερα επίπεδα Ε2 (p = 0,032) σε σύγκριση με τους μάρτυρες. Σημαντικές θετικές συσχετίσεις, για το συνολικό δείγμα μελέτης, βρέθηκαν μεταξύ της TG (r= 0,24, p = 0,018), της TT (r= 0,35, p <0,001) και της πρωινής κορτιζόλης (r=0,29, p = 0,005) με την βαθμολογία CDI, αντίστοιχα. Όσον αφορά την ημερήσια διακύμανση της κορτιζόλης σιέλου, παρατηρήθηκε πως η ομάδα κατάθλιψης παρουσίαζε αυξημένα τα επίπεδα κορτιζόλης σε διάφορες χρονικές στιγμές μέτρησης στη διάρκεια του 24ώρου, ενώ οι μεταβλητές CAR και AUC g επίσης παρουσίαζαν αύξηση (p= 0,030, και p=0,007,αντίστοιχα). Τα πιο συχνά συμπτώματα που εντοπίστηκαν στο καταθλιπτικό δείγμα ήταν η καταθλιπτική διάθεση και η κόπωση (43,5% και 43,2%, αντίστοιχα). Η μέση τρέχουσα βαθμολογία στην κλίμακα CGAS ήταν 50,6± 8,7 μονάδες. Στα παιδιά εκείνα στα οποία διαπιστώθηκε χειρότερη διάθεση το απόγευμα-βράδυ, είχαν σημαντικά μειωμένα επίπεδα αθηρωματογόνων λιποπρωτεινικών παραγόντων (LDL χοληστερόλη και Apo B) σε σύγκριση με τα παιδιά εκείνα που δεν διέθεταν αυτό το χαρακτηριστικό.Συμπεράσματα: Στο πλάσμα των καταθλιπτικών παιδιών και εφήβων διαπιστώθηκαν υψηλότερα επίπεδα TG, πρωινής κορτιζόλης και ΤΤ, καθώς και χαμηλότερα επίπεδα Αpo A1 και E2. Οι αξιολογήσεις της διακύμανσης της κορτιζόλης σιέλου επέδειξαν την αυξημένη ημερήσια κορτιζολική έκκριση στην ομάδα αυτή. Σε αυτή τη βάση, προτείνονται περαιτέρω μελέτες για να υποστηρίξουν την εφαρμογή των συνήθων μετρήσεων λιπιδίων και κορτιζόλης ως πιθανών βιολογικών δεικτών, σχετιζόμενων με τις διαταραχές κατάθλιψης, καθώς και με τη σοβαρότητα της συμπτωματολογίας. Επιπλέον, τα υψηλότερα επίπεδα κορτιζόλης και TG σε παιδιά με κατάθλιψη υποδηλώνουν αυξημένο μεταβολικό κίνδυνο σε αυτή την ομάδα, με έναρξη νωρίς στην ανάπτυξη.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Aims and Scope: Studies on possible association of lipid and steroid hormone levels and depressive disorders are contradictory. In addition, little research has been done to find a particular lipid and hormonal profile in relation to the presence of specific symptoms of clinical depression, the severity of depressive symptomatology, and the functionality of young patients. This cross sectional study aims to provide further information about the association between depression, lipids and steroid hormones in a sample of otherwise healthy depressed children and adolescents. In addition, care was taken to record the daily variation of cortisol in relation to the presence or not of depression in the study youngsters.Methods: Ninety-eight adolescents with wide diagnosis of depression and healthy controls were individually matched at a 1:1 ratio on the basis of age and gender. Participants of two groups did not differ significantly with respect to the body mass index z-score. They underwent b ...
Aims and Scope: Studies on possible association of lipid and steroid hormone levels and depressive disorders are contradictory. In addition, little research has been done to find a particular lipid and hormonal profile in relation to the presence of specific symptoms of clinical depression, the severity of depressive symptomatology, and the functionality of young patients. This cross sectional study aims to provide further information about the association between depression, lipids and steroid hormones in a sample of otherwise healthy depressed children and adolescents. In addition, care was taken to record the daily variation of cortisol in relation to the presence or not of depression in the study youngsters.Methods: Ninety-eight adolescents with wide diagnosis of depression and healthy controls were individually matched at a 1:1 ratio on the basis of age and gender. Participants of two groups did not differ significantly with respect to the body mass index z-score. They underwent blood sampling for triglycerides (TG), total cholesterol, low-density lipoprotein, high-density lipoprotein (HDL)-cholesterol, apolipoprotein A1 (apo A1) and B, lipoprotein A, morning Cortisol, total testosterone (TT), Estradiol (E2), and DHEAS measurements. All participants filled out the self-rating CDI scale and were evaluated with a semi-structured psychiatric interview K-SADS-PL. Salivary cortisol was also determined serially five times a day on a regular Sunday.Results: The 49 individuals with depression showed significantly higher plasma TG levels (p=0.006), lower apolipoprotein A1 levels (p=0.043), higher morning cortisol (p=0.011) and TT levels (p=0.001), as well as lower E2 levels (p=0.032) compared to controls. Significant positive correlations for the total sample was found between TG (r=0,24, p = 0.018), TT (r=0,35, p <0.001) and morning cortisol (r=0,29, p=0.005) with the CDI score. Regarding the daily fluctuation of salivary cortisol, depression group showed elevated cortisol levels at various time points of measurement over 24 hours, while the CAR and AUC g variables also showed an increase (p = 0.030, and p = 0.007, respectively). Most common symptoms detected in the depressive sample were depressed mood and fatigue (43.5% and 43.2%, respectively). Average current score on the CGAS scale was 50.6 ± 8.7 units. Those children who had a worse mood in the afternoon-evening had significantly reduced levels of atherogenic lipidemic factors (LDL cholesterol and apo B) compared to those who did not have this characteristic.Discussion: Higher cortisol and TG levels in children with depression imply an increased metabolic risk in this group, starting early in development. Further research is proposed in order to justify the implementation of routine lipid and cortisol measurements as possible biological indicators for depressive disorders, as well as for the severity of symptomatology. Also, it would be interesting to study in the future, in larger and controlled samples, whether the presence of specific depressive symptoms could be related to particular patterns of biochemical variability and functionality.
περισσότερα