Περίληψη
Η παρούσα διατριβή προτείνει μιαν ανασυγκρότηση των θεωρητικών εγχειρημάτων των Γκέοργκ Λούκατς, Έρνστ Μπλοχ και Τέοντορ Αντόρνο, τριών στοχαστών αντιπροσωπευτικών του ρεύματος του «δυτικού μαρξισμού», βάσει της οποίας και οι τρεις, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, αναπτύσσουν, όσον αφορά στις πολιτικές προεκτάσεις του εγχειρήματός τους, ένα επιχείρημα υπέρ της δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, αποπειράται να αντλήσει από αυτή την ερμηνεία διδάγματα σχετικά με την ανάδειξη ενός παρόμοιου εγχειρήματος σήμερα, όσον αφορά την θέση που θα αποδώσει στην δημοκρατία σε κανονιστικό επίπεδο. Η διατριβή αποτελείται από δύο μέρη: Το πρώτο είναι αφιερωμένο στους Λούκατς και Μπλοχ, στοχαστές επηρεασμένους από τις επιτυχίες και τις αποτυχίες του ρωσικού επαναστατικού πειράματος, και το δεύτερο, στο οποίο αναπτύσσεται εκτενώς η προβληματική του Αντόρνο, η οποία λαμβάνει χώρα μετά την αποτυχία του απελευθερωτικού προτάγματος με την επικράτηση του ναζισμού. Στο έργο του Λούκατς της δεκαετίας του 1920 ερευνάται ...
Η παρούσα διατριβή προτείνει μιαν ανασυγκρότηση των θεωρητικών εγχειρημάτων των Γκέοργκ Λούκατς, Έρνστ Μπλοχ και Τέοντορ Αντόρνο, τριών στοχαστών αντιπροσωπευτικών του ρεύματος του «δυτικού μαρξισμού», βάσει της οποίας και οι τρεις, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, αναπτύσσουν, όσον αφορά στις πολιτικές προεκτάσεις του εγχειρήματός τους, ένα επιχείρημα υπέρ της δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, αποπειράται να αντλήσει από αυτή την ερμηνεία διδάγματα σχετικά με την ανάδειξη ενός παρόμοιου εγχειρήματος σήμερα, όσον αφορά την θέση που θα αποδώσει στην δημοκρατία σε κανονιστικό επίπεδο. Η διατριβή αποτελείται από δύο μέρη: Το πρώτο είναι αφιερωμένο στους Λούκατς και Μπλοχ, στοχαστές επηρεασμένους από τις επιτυχίες και τις αποτυχίες του ρωσικού επαναστατικού πειράματος, και το δεύτερο, στο οποίο αναπτύσσεται εκτενώς η προβληματική του Αντόρνο, η οποία λαμβάνει χώρα μετά την αποτυχία του απελευθερωτικού προτάγματος με την επικράτηση του ναζισμού. Στο έργο του Λούκατς της δεκαετίας του 1920 ερευνάται η τοποθέτηση του γνωσιολογικού ερωτήματος στο επίκεντρο της ανάλυσής του, καθώς αναμετριέται με το ερώτημα του καντιανού «πράγματος αυτού τούτου» (Ding an sich), δια της θεωρίας της πραγμοποίησης, και της απόδοσης στο προλεταριάτο του γνωσιακού εκείνου πλεονεκτήματος που θα του επέτρεπε την διανοητική προσπέλαση του κόσμου. Αυτή η προσπέλαση, διαπιστώνει η παρούσα διατριβή, αποτελεί προϋπόθεση για την θεμελίωση ενός προτάγματος κοινωνικής δημοκρατίας από τον Λούκατς, εισαγάγοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την διασύνδεση γνωσιολογίας και πολιτικής θεωρίας εντός της μαρξιστικής προβληματικής. Αντιστοίχως για τον Μπλοχ, η ιδιότυπη επιστημολογία του στην Αρχή της Ελπίδας, η οποία θέτει στο επίκεντρό της το Μη-εισέτι-είναι, τον οδηγεί στην παραγωγή μια θεωρίας που επανεισάγει τον ουτοπικό στοχασμό εντός της μαρξιστικής παράδοσης. Αυτή η προβληματική έχει ως τελική συνέπειά της τις ισχυρά κανονιστικές παραδοχές τις οποίες θέτει η αναγόρευση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στην ανώτατη κατηγορική προσταγή, στο μετέπειτα έργο του.Όσον αφορά τον Αντόρνο, η διατριβή επιχειρεί να αναιρέσει τις κατηγορίες που του έχουν απευθυνθεί για ανορθολογισμό και εγκατάλειψη της κανονιστικότητας, προσεγγίζοντας το έργο του ως μια απόπειρα ανασύστασης εμμενούς αυτοκριτικής του λόγου. Έτσι ερμηνεύει την αντορνική αρνητική διαλεκτική ως ένα πρόταγμα κριτικής σκιαγράφησης της δυνατότητας ύπαρξης ενός λόγου, ο οποίος δεν θα είναι υποχρεωμένος να καθυποτάσσει το επιμέρους και το καθέκαστο στο «κακό καθολικό» της κοινωνίας της εκμετάλλευσης. Εντοπίζει εντός της ένα υπόρρητο, αλλά ισχυρό όραμα, την παραγωγή ενός νέου καθολικού, όπου αυτή η κατάσταση θα έχει αρθεί, αίροντας κατ´ αυτόν τον τρόπο τον ανθρώπινο πόνο, εστιάζοντας στις γνωσιολογικές θέσεις που εμπεριέχει η Αισθητική θεωρία και ανακατασκευάζοντας δια μέσου αυτών, ένα δυνητικό αντορνικό δημοκρατικό πρόταγμα.Στον επίλογο επιχειρεί να εξαγάγει συμπεράσματα από την διαπιστωμένη συσχέτιση γνωσιολογίας και πολιτικής φιλοσοφίας στους τρεις στοχαστές, τονίζοντας τις συγκλίσεις, τις αποκλίσεις και τις εντάσεις στο έργο τους, και να προτείνει αυτή την οπτική με μια αντίστοιχη σημερινή απόπειρα.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
In this thesis we suggest a reconstruction of the theoretical arguments of Lukács, Bloch and Adorno, three representative thinkers of “Western Marxism”, in which their work is viewed as an argument for democracy, as far as its political aspect is concerned. Moreover, we attempt to extract – through this reconstruction – lessons pertaining to a possible resurface of such an argument today, especially concerning its normative approach to democracy.This thesis is constituted by two parts: The first is on Lukács and Bloch, two thinkers influenced by the successes and failures of the Russian revolutionary experiment, and the second one on Adorno, who writes after Nazism’s coming to power. Concerning Lukács’ work in the 1920s we examine his placement of the epistemological question at the epicentre of this analysis, in the form of the Kantian “thing-in-itself”, in his theory of reification, and through his recognition of an inherent epistemological advantage for the proletariat, which all ...
In this thesis we suggest a reconstruction of the theoretical arguments of Lukács, Bloch and Adorno, three representative thinkers of “Western Marxism”, in which their work is viewed as an argument for democracy, as far as its political aspect is concerned. Moreover, we attempt to extract – through this reconstruction – lessons pertaining to a possible resurface of such an argument today, especially concerning its normative approach to democracy.This thesis is constituted by two parts: The first is on Lukács and Bloch, two thinkers influenced by the successes and failures of the Russian revolutionary experiment, and the second one on Adorno, who writes after Nazism’s coming to power. Concerning Lukács’ work in the 1920s we examine his placement of the epistemological question at the epicentre of this analysis, in the form of the Kantian “thing-in-itself”, in his theory of reification, and through his recognition of an inherent epistemological advantage for the proletariat, which allows for its penetration of reality. This penetration, we suggest, is itself necessary for the foundation of a democratic imperative by Lukács, thus initiating the correlation between epistemology and political philosophy in the Marxist discourse. On the other hand, Bloch’s epistemology in The Principle of Hope which sets the Not-yet-being at its core, leads him to the formulation of a theory which re-introduces utopian thought in the Marxist tradition. This problematic leads itself to the strong normative presuppositions which are dictated from the elevation of human dignity to the new categorical imperative in his later work. On Adono, this thesis attempts to refute the accusations of irrationalism and abandonment of normativity which are often made against him, and considers his work an attempt to reconstitute an immanent self-critique of Reason. Thus, we interpret Adorno’s negative dialectics as an imperative for a new and critical mapping of the possibilities for existence of a Reason which will not be obliged to suppress the singular under the yoke of the “bad totality”. This, we suggest, is entailing a latent vision of a “new totality”, in which the above situation will have been sublated, negating thus human suffering, by examining the epistemological positions in Adorno’s Aesthetic Theory, and reconstructing, through them, an Adornian democratic imperative.In the Epilogue, we attempt to draw conclusions from the correlation between epistemology and political philosophy in the work of these three thinkers, focusing on the similarities and the differences in their approaches, and to explore the possible link of these approaches to a similar contemporary theoretical endeavour.
περισσότερα