Περίληψη
Στη σύγχρονη κοινωνία ο ρόλος που καλείται να διαδραµατίσει η ύπαιθρος σταδιακά µεταβάλλεται. Για αρκετό καιρό η διατήρηση της βιοποικιλότητας και η αγροτική ανάπτυξη είχαν καθιερωθεί και διατηρούσαν την αυτόνοµη επιστηµονική τους οντότητα ως αντίθετοι πόλοι. Παρόλα αυτά, η εµπειρία των τελευταίων ετών έδειξε ότι στην αντιµετώπιση πραγµατικών καταστάσεων, τέτοιες αντιλήψεις απέτυχαν να εκπληρώσουν τις προσδοκίες των υποστηρικτών τους, αν και κατάφεραν να ενσωµατωθούν στις συνήθεις πρακτικές λήψης αποφάσεων που υιοθετούν οι φορείς διαχείρισης. Όµως στην εποχή µας, η επικοινωνία και ο συντονισµός κοινών δράσεων ανάµεσα στο σχεδιασµό της διατήρησης και τις αγροτικές πολιτικές θεωρούνται πλέον προϋπόθεση της βιώσιµης ανάπτυξης, στις διάφορες εκφάνσεις της. Για την υλοποίηση τους, η συγκεκριµένη τάση προσπαθεί να αξιοποιήσει µεθοδολογίες, εργαλεία, µηχανισµούς αλλά και πρακτικές από διάφορα επιστηµονικά πεδία σχεδιάζοντας ενοποιηµένα και ολοκληρωµένα πλαίσια και µεθόδους. Τη συνήθη προσέγγι ...
Στη σύγχρονη κοινωνία ο ρόλος που καλείται να διαδραµατίσει η ύπαιθρος σταδιακά µεταβάλλεται. Για αρκετό καιρό η διατήρηση της βιοποικιλότητας και η αγροτική ανάπτυξη είχαν καθιερωθεί και διατηρούσαν την αυτόνοµη επιστηµονική τους οντότητα ως αντίθετοι πόλοι. Παρόλα αυτά, η εµπειρία των τελευταίων ετών έδειξε ότι στην αντιµετώπιση πραγµατικών καταστάσεων, τέτοιες αντιλήψεις απέτυχαν να εκπληρώσουν τις προσδοκίες των υποστηρικτών τους, αν και κατάφεραν να ενσωµατωθούν στις συνήθεις πρακτικές λήψης αποφάσεων που υιοθετούν οι φορείς διαχείρισης. Όµως στην εποχή µας, η επικοινωνία και ο συντονισµός κοινών δράσεων ανάµεσα στο σχεδιασµό της διατήρησης και τις αγροτικές πολιτικές θεωρούνται πλέον προϋπόθεση της βιώσιµης ανάπτυξης, στις διάφορες εκφάνσεις της. Για την υλοποίηση τους, η συγκεκριµένη τάση προσπαθεί να αξιοποιήσει µεθοδολογίες, εργαλεία, µηχανισµούς αλλά και πρακτικές από διάφορα επιστηµονικά πεδία σχεδιάζοντας ενοποιηµένα και ολοκληρωµένα πλαίσια και µεθόδους. Τη συνήθη προσέγγιση στη βιβλιογραφία της περιβαλλοντικής διαχείρισης αποτελούν πλέον τα µοντέλα σύνθεσης οικολογικών, κοινωνικών και οικονοµικών παραµέτρων, η διαχρονική ανάλυση του χώρου και οι διαδικασίες συµµετοχής των τοπικών κοινωνιών στη διαχείριση. Όµως παράλληλα πληθαίνει ο προβληµατισµός της αποτελεσµατικότητάς τους, αφού εµφανίζονται δυσκολίες στην υλοποίηση τους, είτε λόγω της πολυπλοκότητας των εφαρµογών και την ασυµβατότητα των δεδοµένων, είτε λόγω της µη ουσιαστικής συµµετοχής των εµπλεκόµενων οµάδων σ’ αυτές. Η έρευνα στρέφεται όλο και περισσότερο στην υιοθέτηση συµπληρωµατικών εργαλείων και µηχανισµών διευκόλυνσης και διαµεσολάβησης για την υλοποίηση των πολιτικών περιβαλλοντικής διαχείρισης σε ένα όλο και πιο σύνθετο κόσµο. Η ανίχνευση και µελέτη αυτών των συµπληρωµατικών και µερικές φορές δυσδιάκριτων µεθόδων επιχειρήθηκε στην παρούσα διατριβή µέσα από την ανάλυση κυρίως πραγµατικών αλλά και θεωρητικών προβληµάτων στον αγροτικό και φυσικό χώρο της υπαίθρου. Αγροτικά τοπία στη νότια Χίο και τη Λέσβο και κατανοµή ειδών (κυρίως της χλωρίδας) στο Βόρειο και Νότιο Αιγαίο (εστιάζοντας στη Ρόδο και την Κρήτη) χρησιµοποιήθηκαν ως περιοχές / υποδείγµατα µελέτης. Τα συγκεκριµένα παραδείγµατα οργανώθηκαν σε τρεις άξονες και αφορούν αντίστοιχα την υλοποίηση τριών αλληλένδετων στόχων: (α) τη σχεδίαση συστήµατος διαχείρισης βιοτικών πόρων, (β) την επιλογή περιοχών διατήρησης της φύσης και (γ) την υποστήριξη συµµετοχικών διαδικασιών για την αλλαγή χρήσεων γης. Παρόλο που οι µεθοδολογίες ανάλυσης των επιµέρους αξόνων πηγάζουν από διαφορετικές επιστήµες (φυσικές και κοινωνικές επιστήµες αλλά και τις επιστήµες της διοίκησης), οι µέθοδοι διευκόλυνσης που χρησιµοποιήθηκαν σε όλα τα παραδείγµατα µελέτης ήταν κοινές και αφορούν: α) ανάπτυξη εφαρµογών που παράγουν νέα γνώση µέσα από την ανασύνθεση της υπάρχουσας πληροφορίας (π.χ. ανίχνευση των βιοτικών πόρων και της χρησιµότητάς τους, καταγραφή διαχρονικών χωρικών δεδοµένων και δηµιουργία δεικτών για τη µέτρηση της αξίας της βιοποικιλότητας), β) σχεδίαση µεθόδων ανάλυσης ευαισθησίας και οπτικοποίησης των αποτελεσµάτων που βελτιώνουν την κατανόηση των αλληλεπιδράσεων µεταξύ των πολύπλοκων περιβαλλοντικών παραγόντων και κοινωνικό-οικονοµικών παραµέτρων (π.χ. δηµιουργία εναλλακτικών περιοχών ισότιµης οικολογικής αξίας και εναλλακτικών σεναρίων χωροθέτησης δραστηριοτήτων) και γ) διευκόλυνση συµµετοχικών διαδικασιών στην εκπαίδευση των τοπικών φορέων λήψης αποφάσεων ή διαµεσολάβηση για την επίλυση κοινωνικών συγκρούσεων µεταξύ τους (π.χ. καταγραφή καλύψεων και αλλαγών χρήσεων γης και χωροθέτηση οχλουσών δραστηριοτήτων). Ο συνδυασµός των συγκεκριµένων µεθόδων διευκόλυνσης µε τις διακριτές µεθοδολογίες ανάλυσης των επιµέρους παραδειγµάτων έρευνας οδήγησε στη σχεδίαση και την εφαρµογή διαφορετικών, απλών στη λειτουργία, εργαλείων για τη διευκόλυνση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων στα πλαίσια εφαρµογής πολιτικών διαχείρισης της υπαίθρου. Το σύνολο των ετερόκλητων εργαλείων που σχεδιάσθηκαν στη συγκεκριµένη έρευνα παρέχει τα δοµικά συστατικά µιας ‘εργαλειοθήκης’ που διευκολύνει τη διαχείριση των βιοτικών πόρων, συνδυάζοντας την µε τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Τα συγκεκριµένα εργαλεία µαζί µε τους σχετικούς µηχανισµούς διευκόλυνσης που χρησιµοποιήθηκαν βοηθούν στην κατανόηση της πολυπλοκότητας, της συνοχής αλλά και των διαφορών των οικολογικών, κοινωνικών και οικονοµικών συστηµάτων που διαµορφώνουν τον χώρο της µεσογείου γενικότερα και συνδυάζουν µέρος των χαρακτηριστικών τους προς όφελος της διαδικασίας διευκόλυνσης της λήψης αποφάσεων στο επίπεδο των τοπικών κοινωνιών της. Το σύνολο των µεθοδολογιών που µελετήθηκαν οριοθετεί τους βασικούς άξονες ενός ενιαίου πλαισίου διαχείρισης της υπαίθρου, αλλά η εφαρµογή του σε περιφερειακό επίπεδο διαφαίνεται ότι απαιτεί τη συνύπαρξη τριών κυρίαρχων ‘παικτών’ που θα συνδυάζουν: (α) τις ηγετικές ικανότητες ενός τοπικού φορέα ανάπτυξης (π.χ. αγροτικού συνεταιρισµού), (β) την υποστήριξη ενός επιστηµονικού εταίρου (π.χ. πανεπιστηµίου) και (γ) την ενεργή συµµετοχή των πολιτών µέσω των οµάδων συµφερόντων τους στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Η έρευνα στις συγκεκριµένες περιοχές µελέτης ανίχνευσε µια αντίστοιχη δυναµική, η οποία όµως απαιτεί µακροχρόνια επιµονή και υποµονή για τη µετατροπή της από θεωρία σε πράξη.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The role of the rural environment is changing gradually in contemporary society. For a long time, biodiversity conservation and agriculture development were able to establish and maintain their own scientific identity mainly as opposite strongholds. However, experience over the years showed that such notions failed to fulfil the expectations of their advocates in real life situations even though they succeeded to be incorporated in the common practices of the decision makers. In the present day, communication and coordination of common activities between conservation planning and agriculture policies have become a prerequisite of sustainable development on its various aspects. This trend, for its implementation, attempts to exploit methodologies, tools, mechanisms and practices from various scientific fields by developing unified and integrated frameworks and methods. The common approach in environmental management references nowadays consists of models that combine ecological, social ...
The role of the rural environment is changing gradually in contemporary society. For a long time, biodiversity conservation and agriculture development were able to establish and maintain their own scientific identity mainly as opposite strongholds. However, experience over the years showed that such notions failed to fulfil the expectations of their advocates in real life situations even though they succeeded to be incorporated in the common practices of the decision makers. In the present day, communication and coordination of common activities between conservation planning and agriculture policies have become a prerequisite of sustainable development on its various aspects. This trend, for its implementation, attempts to exploit methodologies, tools, mechanisms and practices from various scientific fields by developing unified and integrated frameworks and methods. The common approach in environmental management references nowadays consists of models that combine ecological, social and economic parameters, spatio-temporal analysis and community based management processes. But in parallel, there is a growing questioning of their effectiveness since difficulties occur during their implementation, either due to the complexity of the applications and the data heterogeneity, or due to the conventional participation of the groups involved in such processes. Research focuses more and more in the adaptation of complementary tools and mechanisms of facilitation and mediation for the implementation of environmental management policies to a continuously more complex world. The detection and research of these complementary and some times indistinguishable methods were attempted in this dissertation through the analysis mainly of real problems but also theoretical ones, on the agricultural and natural part of the rural environment. Agricultural landscapes in South Chios and Lesvos and species distribution (mainly flora) in the North and South Aegean (focusing on Rhodes and Crete) served as case studies or models. The specific paradigms were organized in three categories concerning three interdependent goals respectively: (a) the design of a biotic resources management system; (b) the selection of biodiversity conservation areas and (c) the support of participation processes in land use change. Even though the methodologies of the distinct categories originate from different scientific fields (natural, social and management sciences), the facilitation methods that had been applied in all the paradigms were similar and refer to the: a) development of knowledge based applications through the recomposition of existing information (e.g. detection of biotic resources and their utility, monitoring spatio-temporal data and creation of biodiversity indices), b) design of sensitivity analysis and visualization methods that improve understanding of the interactions between the complex set of environmental factors and social parameters (e.g. create alternative areas of equal conservation value and alternative solutions for facility siting) and c) facilitation of community participation for the education of local decision makers or mediation for conflict resolutions between them (e.g. monitoring land-cover and land-use changes and hazardous facility siting). The combination of these specific facilitation methods with the distinct methodologies that analyze the various paradigms led to the design and the development of different, simple-to-use tools for facilitating the decision making process in the context of the implementation of rural management policies. The set of the diverse tools developed in this research provides the structural components of a ‘toolbox’ that facilitates the biotic resources’ management, combined with biodiversity conservation. The specific tools together with the relative facilitation mechanisms used, aid in the understanding of the complexity, the coherence but even the variances of ecological, social and economic systems that form the Mediterranean region in general, and combine part of their characteristics to the benefit of the community based decision making facilitation process. The set of the methodologies that had been studied delimits the basic characteristics of an integrated framework for the management of the rural environment, but its implementation on a regional scale, reveals the demand for the coexistence of three major ‘actors’ that will integrate: (a) the leading ability of a local development association (e.g. agricultural cooperative); (b) the support of a scientific partner (e.g. university) and (c) active citizen participation through their local stakeholders in the decision making processes. The research in these specific case studies detects such a dynamic but requires long lasting persistence and endurance for putting theory into practice.
περισσότερα