Περίληψη
Η παρούσα διδακτορική διατριβή εστιάζει στην περιβαλλοντική διάσταση της εταιρικήςκοινωνικής υπευθυνότητας. Δεν είναι λίγες οι έρευνες που έχουν πραγματευτείζητήματα περιβαλλοντικής στρατηγικής των επιχειρήσεων. Ωστόσο, οι περισσότερεςαπό αυτές έχουν επικεντρωθεί στα αποτελέσματα που επιφέρει στην επιχείρηση και όχιτόσο στους προσδιοριστικούς της παράγοντες. Ακριβώς όμως λόγω της πληθώραςερευνών, τόσο σε ακαδημαϊκό όσο και επιχειρηματικό επίπεδο, των ευεργετικών για τηνεπιχείρηση αποτελεσμάτων που επιφέρει η εφαρμογή περιβαλλοντικών πρακτικών,όπως βελτίωση εταιρικής εικόνας, νομιμοποίηση στο επιχειρηματικό περιβάλλον,εξοικονόμηση ενέργειας και πρώτων υλών και συνεπώς αύξηση της κερδοφορίας της, ηεξέταση των παραγόντων που προσδιορίζουν και οδηγούν μια επιχείρηση στο ναδιαμορφώσουν την περιβαλλοντική της απόδοση κρίνεται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.Τα επιχειρήματα που έχουν ήδη διαμορφωθεί στη βιβλιογραφία σχετικά με τους λόγουςπου οι επιχειρήσεις προβαίνουν σε περιβαλλοντικές πρακτικές είν ...
Η παρούσα διδακτορική διατριβή εστιάζει στην περιβαλλοντική διάσταση της εταιρικήςκοινωνικής υπευθυνότητας. Δεν είναι λίγες οι έρευνες που έχουν πραγματευτείζητήματα περιβαλλοντικής στρατηγικής των επιχειρήσεων. Ωστόσο, οι περισσότερεςαπό αυτές έχουν επικεντρωθεί στα αποτελέσματα που επιφέρει στην επιχείρηση και όχιτόσο στους προσδιοριστικούς της παράγοντες. Ακριβώς όμως λόγω της πληθώραςερευνών, τόσο σε ακαδημαϊκό όσο και επιχειρηματικό επίπεδο, των ευεργετικών για τηνεπιχείρηση αποτελεσμάτων που επιφέρει η εφαρμογή περιβαλλοντικών πρακτικών,όπως βελτίωση εταιρικής εικόνας, νομιμοποίηση στο επιχειρηματικό περιβάλλον,εξοικονόμηση ενέργειας και πρώτων υλών και συνεπώς αύξηση της κερδοφορίας της, ηεξέταση των παραγόντων που προσδιορίζουν και οδηγούν μια επιχείρηση στο ναδιαμορφώσουν την περιβαλλοντική της απόδοση κρίνεται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.Τα επιχειρήματα που έχουν ήδη διαμορφωθεί στη βιβλιογραφία σχετικά με τους λόγουςπου οι επιχειρήσεις προβαίνουν σε περιβαλλοντικές πρακτικές είναι ποικίλα και συχνάαντικρουόμενα. Αφενός, υπάρχει η πιο «ευαισθητοποιημένη» επιχειρηματολογία, στηνοποία τίθεται ζήτημα αξιών που χαρακτηρίζουν τους ηγέτες ή και ακόμα τουςυπαλλήλους των επιχειρήσεων και τους οδηγούν σε σχεδιασμό στρατηγικής με γνώμονατην προστασία του περιβάλλοντος. Αφετέρου η επιχειρηματολογία κλιμακώνεται σελιγότερο «ευαισθητοποιημένη», με τις επιχειρήσεις να καλούνται να συμμορφωθούντόσο με τους ισχύοντες νόμους που προστάζουν συγκεκριμένες περιβαλλοντικέςσταθερές στη λειτουργία τους, όσο και με το γενικότερο ανταγωνιστικό επιχειρηματικόπεριβάλλον που ολοένα και αυξάνει την περιβαλλοντικές του πρακτικές, αλλά και με τηνεπιταγή της ικανοποίησης των ενδιαφερόμενων ομάδων και κυρίως τωνκαταναλωτών/πελατών οι οποίοι δείχνουν συχνά να στρέφονται στις ευαισθητοποιημένες περιβαλλοντικά επιχειρήσεις ή/και στα πράσινα προϊόντα. Στοτέλος της κλιμάκωσης της επιχειρηματολογίας για τους παράγοντες της εταιρικήςπεριβαλλοντικής στρατηγικής, έρχεται η πιο «κυνική» ή ορθολογιστική προσέγγιση πουαναφέρει ότι οι επιχειρήσεις δεν παρακινούνται από καμία υποχρέωση για την εφαρμογή της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης παρά μόνο εάν εξυπηρετεί την κερδοφορίατους, δεδομένου όμως ότι δρουν μέσα σε ένα νόμιμο και ηθικό πλαίσιο.Με την ανασκόπηση τέτοιων αντικρουόμενων επιχειρημάτων σχετικά με τηνπεριβαλλοντική στρατηγική των επιχειρήσεων που εκθέτουν τόσο κίνητρα αξιών όσο καιοφέλους, αντιλαμβάνεται κανείς την περιπλοκότητα της αλλά και τη σημαντικότητα τωναποτελεσμάτων της. Για το λόγο αυτό, η παρούσα διδακτορική έρευνα ασχολήθηκε μετους προσδιοριστικούς παράγοντες δύο πτυχών της περιβαλλοντικής στρατηγικής τωνεπιχειρήσεων. Πρώτον, αυτή της εταιρικής δημοσιοποίησης περιβαλλοντικών στοιχείων(environmental disclosure), που αντιπροσωπεύει τις περιβαλλοντικές πρακτικές πουκοινοποιούν ότι ασκούν και δεύτερον αυτή της εταιρικής περιβαλλοντικής επίδοσης πουαντιπροσωπεύει τις περιβαλλοντικές πρακτικές (environmental performance) πουασκούν.Το πρώτο κεφάλαιο της παρούσας διδακτορικής διατριβής εξετάζει τουςπροσδιοριστικούς παράγοντες της περιβαλλοντικής δημοσιοποίησης (environmentaldisclosure). Η δημοσιοποίηση περιβαλλοντικών πρακτικών είναι ένα ζήτημα πουαπασχόλησε πιο πρόσφατα την έρευνα και πιθανώς ήταν επακόλουθο της κοινήςτακτικής των επιχειρήσεων να κοινοποιούν στις ενδιαφερόμενες ομάδες οικονομικάστοιχεία τους, ειδικότερα έπειτα από σκάνδαλα που απασχόλησαν την κοινή γνώμη,όπως οι περιπτώσεις WorldCom, Enron, και Parmalat. Παρομοίως, οι κλιματικές καιενεργειακές νομοθετικές διατάξεις που έχει επιβάλλει η συντριπτική πλειοψηφία τωνχωρών (64 από τις 66 χώρες που ευθύνονται για το 88% της παγκόσμιας μόλυνσης τουπεριβάλλοντος σύμφωνα με το Globe International (2014)), αλλά και η πρόσφατη Οδηγίατου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη δημοσιοποίηση μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών (EU Directive, 2014), καταδεικνύουν την επιτακτικήανάγκη για διαφάνεια σε ζητήματα περιβαλλοντικών πρακτικών.Η επιστημονική έρευνα σχετικά με την περιβαλλοντική δημοσιοποίηση, έχειεπικεντρωθεί κυρίως στη σημαντικότητά της και στην επίδρασή της στην εταιρική εικόνατης, στη νομιμοποίησή της απέναντι στις ενδιαφερόμενες ομάδες και κυρίως στους πελάτες και κατά συνέπεια στην κερδοφορία της. Η εμπειρική έρευνα, περιορίζεται σεποσοτική ανάλυση πρωτογενών δεδομένων από ερωτηματολόγια ή σε ποιοτικήανάλυση των εταιρικών ιστοσελίδων και ετήσιων εκθέσεων, ελέγχοντας τηνπεριβαλλοντική δημοσιοποίηση των επιχειρήσεων σε εύρος ενός ή περιορισμένων ετών.Επίσης, δεν ελέγχεται η επίδραση της χώρας στην οποία λειτουργεί η επιχείρηση,δεδομένου του ότι η νομοθεσία, οι αξίες και η κουλτούρα της κάθε χώρας ενδέχεται ναεπηρεάζουν τα αποτελέσματα.Δεδομένης της μελέτης της σχετικής βιβλιογραφίας, καθώς και της σημαντικότητας τηςπεριβαλλοντικής δημοσιοποίησης ως καθοριστική πρακτική στη στρατηγική ατζέντα, ηπαρούσα διδακτορική διατριβή έρχεται στο πρώτο της κεφάλαιο να καλύψει ορισμένααναπάντητα ερωτήματα σε σχέση με τους προσδιοριστικούς της παράγοντες. Η πρώτηυπόθεση που γίνεται αφορά στην επίδραση της κοινωνικής φήμης της επιχείρησης στηδημοσιοποίηση περιβαλλοντικών πρακτικών. Το πρώτο κεφάλαιο έρχεται να αναδείξειτο μηχανισμό κατά τον οποίο η κοινωνική φήμη που έχει αναπτύξει η επιχείρηση επιδράθετικά στη μελλοντική δημοσιοποίηση περισσότερων στοιχείων σχετικά με τιςπεριβαλλοντικές της πρακτικές.Το θεωρητικό υπόβαθρο του πρώτου κεφαλαίου αναφέρεται αρχικώς στη θεωρίασηματοδότησης (signaling theory), σύμφωνα με την οποία μία επιχείρηση προβάλλειπληροφορίες στα ενδιαφερόμενα μέρη που αφορούν στον εταιρικό «χαρακτήρα» της, τιικανότητες και τις πρακτικές της δημιουργώντας απέναντί της θετικά προσκείμενησυμπεριφορά. Η θεωρία του σήματος συνδυάζεται με τη θεωρία των ενδιαφερόμενων μερών (stakeholder theory) και πιο συγκεκριμένα με την instrumental stakeholdertheory. Σύμφωνα με την τελευταία, οι επιχειρήσεις, οφείλουν να αποφεύγουν πολιτικέςκαι σχέσεις με τις ενδιαφερόμενες ομάδες που χαρακτηρίζονται από την καιροσκοπία.Μια τέτοια νοοτροπία, ενδέχεται σε πρώτη ανάγνωση να δίνει την εντύπωση αμιγώςαλτρουιστικών κινήτρων των επιχειρήσεων που αναστέλλουν τη βέλτιστη οικονομικήαπόδοση. Ωστόσο, η έννοια της θεωρίας αυτής έρχεται να εξηγήσει ότι οι συμπεριφορές μίας επιχείρησης που είναι απαλλαγμένες από καιροσκοπία και οι συνεπείς σχέσεις μετα ενδιαφερόμενα μέρη συμβαδίζουν με την κερδοφορία της.Συνεπώς, το πρώτο κεφάλαιο, έρχεται να εξηγήσει το μηχανισμό λειτουργίας των δύο εκτων τριών πυλώνων της εταιρικής βιωσιμότητας, του κοινωνικού «αποθέματος», έτσιόπως «αντανακλάται» από την κοινωνική φήμη και της περιβαλλοντικής επίδοσης τωνεπιχειρήσεων, όπως εκδηλώνεται μέσω της δημοσιοποίησης περιβαλλοντικών δράσεων:Η επιχείρηση, αντιλαμβάνεται την υψηλή κοινωνική της φήμη ως προνόμιο τουκοινωνικού της χαρακτήρα που την παροτρύνει, λόγω των άτυπων «κοινωνικώνσυμβολαίων» που έχει συνάψει με τις ενδιαφερόμενες ομάδες και της συνέπειας με τηνοποία οφείλει να συνεχίσει να δρα (instrumental stakeholder theory), να επεκτείνεται σεπεριβαλλοντικές δράσεις και να αναπαράγει σήματα και πληροφορίες για τηνπεριβαλλοντική της συμπεριφορά μέσω της δημοσιοποίησης (signaling theory).Συνεπώς, τα αποτελέσματα του πρώτου κεφαλαίου επιβεβαιώνουν ότι ο κοινωνικόςπυλώνας επεκτείνεται στην ανάπτυξη του περιβαλλοντικού, εξηγώντας δηλαδή τονμηχανισμό με τον οποίο οι επιχειρήσεις οδηγούνται στον οικονομικό πυλώνα,βαδίζοντας στο δρόμο της εταιρικής βιωσιμότητας.Το δεύτερο και τρίτο κεφάλαιο ερευνά τη λειτουργία και επίδραση μηχανισμών με τουςοποίους οι επιχειρήσεις επιλέγουν στο πλαίσιο της ευρύτερης στρατηγικής τους ναδιαμορφώσουν την περιβαλλοντική τους επίδοση. Το ερευνητικό πεδίο σχετικά με τουςπροσδιοριστικούς παράγοντες των περιβαλλοντικών επιδόσεων των επιχειρήσεων είναιεξαιρετικά ευρύ αλλά κυρίως εξετάζει την περιβαλλοντική επίδοση των επιχειρήσεων ωςμεμονωμένη πρακτική που λαμβάνει χώρα για λόγους αξιών, ανάγκης συμμόρφωσηςστις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις και σε νομιμοποιημένες πρακτικές και φυσικά γιαλόγους ανταγωνιστικότητας και κερδοφορίας της επιχείρησης. Ωστόσο, δεν είναι ξεκάθαρο το πώς λαμβάνονται οι επιχειρηματικές αποφάσεις σχετικά με την ανάληψηπεριβαλλοντικών πρακτικών, που γίνονται αντιληπτές ως μια διάσταση άρρηκταενταγμένη στο γενικό πλαίσιο της επιχειρησιακής στρατηγικής. Συγκεκριμένα, τοδεύτερο και τρίτο κεφάλαιο αναδεικνύει ότι οι επιχειρήσεις δεν προσδιορίζουν τις περιβαλλοντικές τους πρακτικές σε αυτόνομο επίπεδο, αλλά τις διαμορφώνουν καιαναδιαμορφώνουν βάσει της γενικής στρατηγικής που ακολουθούν έχοντας ως σημείοαναφοράς τη στρατηγική των ανταγωνιστών τους.Όσον αφορά στο θεωρητικό πλαίσιο, σύμφωνα με τη θεσμική θεώρηση (institutionaltheory) οι επιχειρήσεις οφείλουν να υιοθετούν τις πρακτικές των ανταγωνιστών τους είτεγιατί θεωρούνται νομιμοποιημένες ή υποχρεωτικές στον κλάδο τους (κανονιστική ήκαταναγκαστική μίμηση) είτε γιατί προσπαθούν να μιμηθούν τους πιο επιτυχημένουςτους ανταγωνιστές (μιμητική ή ανταγωνιστική ισομορφία).Αντίστοιχα, σύμφωνα με τις γενικές αρχές ανταγωνιστικής στρατηγικής η αναζήτησηκαλών πρακτικών πρέπει να γίνεται από τις επιχειρήσεις ανάμεσα στις επιχειρήσειςηγέτεςτης ίδιας στρατηγικής ομάδας (στρατηγική κόστους ή στρατηγικήδιαφοροποίησης). Συνεπώς, οι ηγέτες μίας στρατηγικής είναι το σημείο αναφοράς πουοι επιχειρήσεις παρακολουθούν και αναλύουν, σε αναζήτηση καλών πρακτικών.Το δεύτερο κεφάλαιο της παρούσας διδακτορικής διατριβής αναδεικνύει τον μηχανισμόμίμησης που ασκεί η επιχείρηση βάσει των γενικών αρχών ανταγωνιστικής στρατηγικήςκατά τον οποίο όσο μεγαλύτερη είναι η απόσταση των περιβαλλοντικών της πρακτικώναπό την επιχείρηση-ηγέτη στην αντίστοιχη με αυτή στρατηγική ομάδα, τόσο μεγαλύτερηθα είναι η μελλοντική της περιβαλλοντική επίδοση. Με άλλα λόγια, όταν η επιχείρηση,στο πλαίσιο της ανάλυσης των διαστάσεων της στρατηγικής τους, ανακαλύπτει ότιυπολείπεται της περιβαλλοντικής επίδοσης των επιχειρήσεων-ηγετών προσπαθούν νατη μιμηθούν. Συνεπώς η επιχείρηση δεν αναζητά τις βέλτιστες περιβαλλοντικέςπρακτικές στην επιχείρηση με τις καλύτερες περιβαλλοντικές επιδόσεις αλλά στην επιχείρηση με την καλύτερη γενική στρατηγική που αντιστοιχεί στη στρατηγική τηςομάδα, προκειμένου να ανταπεξέλθουν του ανταγωνισμού. Η μίμηση αυτή τωνπεριβαλλοντικών πρακτικών μπορεί να γίνει είτε σε όρους γενικών περιβαλλοντικώνπρακτικών είτε με την εφαρμογή περιβαλλοντικών πρακτικών σχετικών με τη στρατηγικήπου ακολουθούν. Στην περίπτωση των επιχειρήσεων που ακολουθούν τη στρατηγική κόστους οιεπιχειρήσεις που υπολείπονται σε περιβαλλοντικές πρακτικές έναντι της επιχείρησηςηγέτηστρατηγικής κόστους προβαίνουν σε αύξηση των περιβαλλοντικών τουςπρακτικών, οι οποίες μπορεί να είναι γενικές ή να αφορούν σε πρακτικές πουαντιπροσωπεύουν τη στρατηγική που ακολουθούν όπως μείωση πόρων, ρύπων,εξοικονόμηση ενέργειας ή πρώτων υλών. Αντίστοιχα, στην περίπτωση των επιχειρήσεωνπου ακολουθούν την ηγεσία στρατηγικής διαφοροποίησης οι επιχειρήσεις στηδιαπίστωση ότι η επιχείρηση-ηγέτης στρατηγικής διαφοροποίησης έχει καλύτερηπεριβαλλοντική επίδοση, αντιδρά με την αύξηση των περιβαλλοντικών πρακτικών πουενδεχομένως να αφορούν σε πρακτικές όπως παραγωγή πράσινων προϊόντων,εφαρμογή περιβαλλοντικών καινοτομιών, έρευνας και ανάπτυξης σε περιβαλλοντικάζητήματα κ.α. Στην περίπτωση των επιχειρήσεων που ακολουθούν τη στρατηγικήκόστους, αυτές διακρίθηκαν από το συνολικό δείγμα των επιχειρήσεων, βάσει του δείκτητου κόστους πωληθέντων/πωλήσεις και για τις επιχειρήσεις που ανήκουν στηστρατηγική διαφοροποίησης, χρησιμοποιήθηκαν δύο δείκτες, ο δείκτης για τηνκαινοτομία όπως αντανακλάται από το δείκτη του κόστους για έρευνα καιανάπτυξη/πωλήσεις καθώς και ο δείκτης του κόστους για μάρκετινγκ/πωλήσεις.Πράγματι, τα αποτελέσματα των υποθέσεων επιβεβαίωσαν ότι στην περίπτωση τηςστρατηγικής κόστους αλλά και της στρατηγικής διαφοροποίησης σε πρακτικέςμάρκετινγκ, ο μηχανισμός μίμησης των περιβαλλοντικών πρακτικών της επιχείρησηςστρατηγικούηγέτη ισχύει, αναδεικνύοντας ότι η περιβαλλοντική επίδοση επηρεάζεταιάμεσα από τη μιμητική διαδικασία όχι καθαυτής της περιβαλλοντικής πολιτικής αλλά της γενικής στρατηγικής που ακολουθούν οι επιχειρήσεις. Ωστόσο, στην περίπτωση τηςστρατηγικής διαφοροποίησης σε καινοτομία όπως αντανακλάται από την έρευνα καιανάπτυξη, τα αποτελέσματα δεν υπέδειξαν ότι λειτουργεί ο μηχανισμός κατά τον οποίοοι επιχειρήσεις μιμούνται τον εν λόγω στρατηγικό ηγέτη.Ωστόσο, το αποτέλεσμα αυτό δεν είναι παράδοξο. Οι πρακτικές για έρευνα και ανάπτυξηέχουν ορισμένα χαρακτηριστικά που αποτρέπουν τη μίμηση τους από τουςανταγωνιστές, όπως το ότι συνήθως προστατεύεται η πνευματική τους ιδιοκτησία (π.χ. πατέντες), αλλά και η εκτέλεσή τους σε διάφορα στάδια που καθιστούν πιο περίπλοκητη δυνατότητα από τους ανταγωνιστές να τα αποκωδικοποιήσουν. Η δυσκολία αυτήείναι αναμενόμενο να προκύπτει καθώς πρακτικές που ενέχουν πολυπλοκότητας ή/ καιεμπλέκουν τεχνολογικές πατέντες, αποτελούν από τις επιχειρήσεις - πρωτοπόρους μίαεξαιρετική ευκαιρία να διατηρήσουν το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα υψώνονταςνομικούς φραγμούς και διαδικαστικά εμπόδια. Συνεπώς, η διαδικασία μίμησηςπρακτικών έρευνας και ανάπτυξης λαμβάνει χώρα κάτω από περίπλοκες συνθήκες πουκαθιστούν δύσκολο να εκτελεστεί αποτελεσματικά και δύνανται να αποθαρρύνουν τουςανταγωνιστές να την επιχειρήσουν, λόγω της αβεβαιότητας των αποτελεσμάτων και τωναποδόσεων της. Η μίμηση των πρακτικών έρευνας και ανάπτυξης εμποδίζεται απόσυνδυαστικούς μηχανισμούς που περιλαμβάνουν τη δυσκολία αυτών καθαυτών τωνπρακτικών έρευνας και ανάπτυξης να αναπαραχθούν καθώς και το κόστος και τουςπόρους που απαιτούνται για την αναπαραγωγή τους. Ακόμα, το συνεχές «κυνήγι» τηςταχείας εξέλιξης της τεχνολογίας δίνει το πλεονέκτημα στους πρωτοπόρους ναεπικαιροποιούν τις πρακτικές τους σε έρευνα και ανάπτυξη πριν καν προλάβουν οιανταγωνιστές τους να αποκωδικοποιήσουν τις προηγούμενες. Τέλος, στα παραπάνωέρχεται να προστεθεί η αβεβαιότητα των αποδόσεων των επενδύσεων σε έρευνα καιανάπτυξη που οφείλεται σε ορισμένα προνόμια που απολαμβάνουν οι πρωτοπόροι,όπως η αφοσίωση των ενδιαφερόμενων ομάδων σε ήδη καθιερωμένα εμπορικά σήματα.Tο τρίτο κεφάλαιο κινείται σε παρόμοια προσέγγιση. Δεδομένου του ότι ο ηγέτης μίαςστρατηγικής δεν ηγείται πάντα και σε επίπεδο περιβαλλοντικής επίδοσης, σε αυτό τοκεφάλαιο εξετάζεται η επίδραση στην περιβαλλοντική επίδοση μίας επιχείρησης ότανδιαπιστώνει μέσω της παρακολούθησης και ανάλυσης των ανταγωνιστών ότι εκείνησημειώνει καλύτερη περιβαλλοντική επίδοση από την επιχείρηση-στρατηγικό ηγέτη. Ποια είναι η αντίδρασή της; Επαναπαύεται στη διατήρηση των τρεχουσώνπεριβαλλοντικών της πρακτικών; Συμβιβάζεται ως έχει, ανατρέχοντας σε άλλεςδιαστάσεις της στρατηγικής των ανταγωνιστών της σε αναζήτηση πρακτικών πουυπολείπεται ώστε να τις μιμηθεί; Ή ανακαλύπτει το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα στοοποίο θα πρέπει να επενδύσει και να ενισχύσει περαιτέρω; Το τρίτο κεφάλαιο εξετάζει την επίδραση των προδραστικών (proactive)περιβαλλοντικών στρατηγικών των επιχειρήσεων έναντι των δυνάμεων μίμησης καιισομορφίας. Υποστηρίζει ότι στην περίπτωση που μία επιχείρηση διαπιστώνει, στοπλαίσιο παρακολούθησης της επιχείρησης-στρατηγικού ηγέτη, ότι υπερτερεί αυτού σεεπίπεδο περιβαλλοντικής επίδοσης, όχι μόνο αυτή η διαπίστωση δεν λειτουργείκαθησυχαστικά αλλά ενεργοποιεί την επιχείρηση να βελτιώσει ακόμα περισσότερο τιςπεριβαλλοντικές της πρακτικές, ενισχύοντας το περιβαλλοντικό της προβάδισμα και ναλαμβάνει νέες περιβαλλοντικές πρωτοβουλίες, επενδύοντας στο ανταγωνιστικόπλεονέκτημα που έχει εντοπίσει και που ενδεχομένως είναι μέρος των αξιών της. Μεάλλα λόγια, εξετάζονται επιχειρήσεις που αντιλαμβανόμενες ότι έχουν ένα ουσιαστικόανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην περιβαλλοντική επίδοση, μέσω της παρακολούθησηςκαι ανάλυσης του στρατηγικού ηγέτη, υπεισέρχονται πιο βαθιά στο θέμα τηςπεριβαλλοντικής βιωσιμότητας, αναζητώντας καινοτομίες και οφέλη από τοπροβάδισμα σε περιβαλλοντικές πρακτικές. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι για τιςεπιχειρήσεις αυτές υπερισχύει η προδραστική τάση και αυτοτροφοδοτείται. Οι τάσειςγια μίμηση και ισομορφία φαίνεται ότι δεν επικρατούν. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα,αυτός ο μηχανισμός λειτουργεί τόσο στην περίπτωση που οι επιχειρήσεις ακολουθούνστρατηγική κόστους όσο και στις επιχειρήσεις που ακολουθούν στρατηγικήδιαφοροποίησης.Ως προς το εμπειρικό μέρος της διδακτορικής αυτής διατριβής για τα τρία μοντέλα πουαναπτύχθηκαν, χρησιμοποιούνται δευτερογενή δεδομένα από τη βάση ASSET4, με έναδείγμα 3.215 επιχειρήσεων, από 21 χώρες και για ένα εύρος 11 ετών (2002-2012) για τοπρώτο κεφάλαιο και 3.221 επιχειρήσεων, από 46 χώρες και για ένα εύρος 12 ετών (2002-2013) για το δεύτερο και τρίτο κεφάλαιο (το δείγμα των επιχειρήσεων δεν αυξήθηκε σεαναμενόμενο βαθμό λόγω πολλών μη περασμένων τιμών-missing values). Τα δεδομένατης εν λόγω βάσης συλλέγονται ετησίως για κάθε επιχείρηση από εκπαιδευμένουςαναλυτές χρησιμοποιώντας στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεση του κοινού μέσωπηγών όπως ετήσιες εκθέσεις, ιστοσελίδες και δελτία τύπου και συνεπώςχαρακτηρίζονται από αντικειμενικότητα και διαφάνεια. Δεδομένου του ότι τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται στις αναλύσεις της παρούσαςδιδακτορικής διατριβής αφορούν σε επιχειρήσεις από μεγάλο εύρος χωρών και τα τρίακεφάλαια λαμβάνουν υπόψη κάποια χαρακτηριστικά σε επίπεδο χωρών όπως ο δείκτηςπεριβαλλοντικής επίδοσης, η εξωστρέφεια της οικονομίας, το επίπεδο διαφθοράς καινομοθεσίας, δείχνοντας έτσι την επίδραση τους στις επιχειρήσεις που λειτουργούν μέσασε αυτές τις χώρες τόσο ως προς τη δημοσιοποίηση περιβαλλοντικών πρακτικών πουπραγματεύεται το πρώτο κεφάλαιο όσο και ως προς την περιβαλλοντική επίδοση τωνεπιχειρήσεων που μελετούν το δεύτερο και τρίτο κεφάλαιο.Κατά συνέπεια, η παρούσα αυτή διδακτορική διατριβή έρχεται να αποσαφηνίσει κάποιααναπάντητα ζητήματα σχετικά με τους προσδιοριστικούς παράγοντες τηςπεριβαλλοντικής στρατηγικής των επιχειρήσεων. Είναι εξαιρετικά χρήσιμο οι ρουτίνεςκαι λειτουργίες των επιχειρήσεων να εξηγούνται όχι μεμονωμένα αλλά όπως οιλειτουργίες των ζωντανών οργανισμών που δεν γίνονται αυτόνομα αλλά στο πλαίσιοαλληλένδετων και αντανακλαστικών μηχανισμών. Τέτοιους μηχανισμούς, που ενκατακλείδι επηρεάζουν την περιβαλλοντική στρατηγική των επιχειρήσεων τόσο σεεπίπεδο περιβαλλοντικής δημοσιοποίησης όσο και σε επίπεδο περιβαλλοντικήςεπίδοσης, έρχεται να προσδιορίσουν τα τρία επόμενα κεφάλαια.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This thesis examines the environmental dimension of corporate social responsibility inrelation to aspects of corporate strategy. It deals with the determinants of two aspects ofcorporate environmental strategy. First, corporate environmental disclosure,representing the environmental practices that firms communicate to stakeholders.Second corporate environmental performance representing the environmental practicesthey actually perform.The first chapter examines the effects of the firm’s social orientation and of nationalfactors on corporate environmental disclosure. Environmental disclosure is an issuewhich has attracted intense interest lately, probably as a sequence of the high profilescandals occupied public opinion, such as the cases of WorldCom, Enron, and Parmalat.International organizations are leading the drive for environmental responsibility, forinstance the United Nations initiatives to meet the climate change challenge and theSustainable Development Goals. The European Commi ...
This thesis examines the environmental dimension of corporate social responsibility inrelation to aspects of corporate strategy. It deals with the determinants of two aspects ofcorporate environmental strategy. First, corporate environmental disclosure,representing the environmental practices that firms communicate to stakeholders.Second corporate environmental performance representing the environmental practicesthey actually perform.The first chapter examines the effects of the firm’s social orientation and of nationalfactors on corporate environmental disclosure. Environmental disclosure is an issuewhich has attracted intense interest lately, probably as a sequence of the high profilescandals occupied public opinion, such as the cases of WorldCom, Enron, and Parmalat.International organizations are leading the drive for environmental responsibility, forinstance the United Nations initiatives to meet the climate change challenge and theSustainable Development Goals. The European Commission’s directive on non-financialreporting obliges large enterprises to disclosure their practices on social andenvironmental matters (EC Directive, 2013). Many enterprises undertake disclosureinitiatives beyond regulations, providing signals to stakeholders and society at large aboutthe extent to which they are responsible, in an attempt to increase social acceptance andlegitimacy.The theoretical background of this chapter draws upon signaling theory, according towhich firms transmit signals and information to stakeholders, aiming at creating positiveimpressions for the firm. The signaling theory is combined with the stakeholder theoryand more specifically with the instrumental stakeholder theory. According to the latter, This thesis examines the environmental dimension of corporate social responsibility inrelation to aspects of corporate strategy. It deals with the determinants of two aspects ofcorporate environmental strategy. First, corporate environmental disclosure,representing the environmental practices that firms communicate to stakeholders.Second corporate environmental performance representing the environmental practicesthey actually perform.The first chapter examines the effects of the firm’s social orientation and of nationalfactors on corporate environmental disclosure. Environmental disclosure is an issuewhich has attracted intense interest lately, probably as a sequence of the high profilescandals occupied public opinion, such as the cases of WorldCom, Enron, and Parmalat.International organizations are leading the drive for environmental responsibility, forinstance the United Nations initiatives to meet the climate change challenge and theSustainable Development Goals. The European Commission’s directive on non-financialreporting obliges large enterprises to disclosure their practices on social andenvironmental matters (EC Directive, 2013). Many enterprises undertake disclosureinitiatives beyond regulations, providing signals to stakeholders and society at large aboutthe extent to which they are responsible, in an attempt to increase social acceptance andlegitimacy.The theoretical background of this chapter draws upon signaling theory, according towhich firms transmit signals and information to stakeholders, aiming at creating positiveimpressions for the firm. The signaling theory is combined with the stakeholder theoryand more specifically with the instrumental stakeholder theory. According to the latter, firms create formal and informal relations with stakeholders which shape corporatebehavior along time and are in turn mirrored in their social reputation. In this way socialreputation emerges as a unique corporate characteristic which reflects the contractualrelationships with stakeholders and hence disclosure of practices. Social reputation isextended to the relational contracts added along environmental issues (instrumental stakeholder theory), reproducing signals and information about environmental behaviorthrough disclosure (signaling theory). Along this line of reasoning, social reputation isrelated to corporate environmental performance, and hence environmental disclosure.In the same chapter, certain national context factors are also examined as possibledeterminants of environmental disclosure of firms. These factors account forenvironmental policies of the country, the openness of the economy to internationaltrade, regulatory quality and corruption levels. Firms operating in an open environmentare expected to be more sensitive to international and national environmental demands,hence showing higher levels of environmental disclosure. The effects of national factorsare enhanced by creating more informed and demanding stakeholders. This in turnincreases a firm’s environmental responses and the associated level of disclosure.The second and third chapters investigate the existence of imitative mechanisms underwhich firms monitor their competitors and imitate the practices of the most successfulcompetitors. This links environmental performance to the competitive strategyframework. Specifically, the second and third chapters highlight the fact that firms do notdetermine their environmental practices in isolation, but they shape and reshape themthrough a process of comparison and learning, having as a reference point the strategy oftheir competitors. According to institutional theory, firms adopt the practices of theircompetitors either because they are mandatory in their industry (regulatory or forcedimitation) or because they are trying to imitate and resemble the most successfulcompetitors (mimetic or competitive isomorphism). In the context of the generic strategies framework, the search of best practices is directedtowards the best performing competitors or the leaders within the strategic group inwhich a firm belongs. Therefore, strategy leaders (for cost or differentiation strategy)constitute a legitimate benchmark that companies monitor and analyze, in search of bestpractices. When a firm discovers that is lagging in environmental performance incomparison to the leader in its specific strategic group, it tries to imitate the leader. The second chapter investigates the existence of imitative mechanism at work, for firmslagging in environmental performance. According to the general competitive strategyframework, the greater the distance of the environmental practices of a firm from theleader in its specific generic strategy group, the greater its future environmentalperformance. More specifically, in the low cost strategy group, firms that are exceeded inenvironmental practices by the cost strategy leader increase their environmentalpractices. For instance they are undertaking actions such as reduction of resources,pollution, energy or materials, following similar actions or the respective cost leader.Similarly, differentiation strategy firms that are exceeded in environmental performanceby the differentiation strategy leader, react by increasing environmental practices thatmay relate to innovation practices such as production of green products, implementingenvironmental innovations, research and development on environmental issues etc. Thegoods sold/ sales ratio is used to identify firms that follow a low cost strategy. For firmsfollowing a differentiation strategy two indices were used to identify them. The R&Dexpenses/ sales ratio for innovative differentiation, and the marketing expenses/ salesratio for marketing differentiation.The third chapter follows a similar approach. Given that a strategic leader does not alwayslead in terms of environmental performance (e.g. luxury firms are not environmentalleaders), this chapter examines the impact on the environmental performance of a firmwhen it finds through competitor monitoring that it exceeds the strategic leader inenvironmental performance. The chapter considers how the firm would react in this case,i.e. whether it reduces its environmental practices to the standards of the strategy leader,or maintain its environmental lead, or enhance the lead with further environmentalinitiatives generating an endogenous competitive advantage. This chapter argues thatwhen a firm finds that it exceeds the strategic leader, it initiates proactive environmental strategies to further improve its competitive stance. According to the results, this mechanism works across strategies, i.e. both whether firms follow cost strategy or differentiation strategy. Country-specific characteristics of a firm’s host country, such as the environmentalperformance index, openness to international trade, and regulatory quality andcorruption, are also considered in chapters two and three. These provide indications ofsignificant effects in some of the cases.Regarding the empirical part of this doctoral dissertation, secondary data is used takenfrom the ASSET4 database. The sample includes 3,215 firms from 21 countries and arange of 11 years (2002-2012) for the first chapter, and 3,221 firms from 46 countriesand a range of 12 years (2002-2013) for the second and third chapters. Data of the Asset4database is collected annually for each company and are characterized by objectivity andtransparency. Data for national factors, notably the environmental performance index ofa country, the openness of the economy, the level of corruption and legislation are takenfrom other sources, notably the Yale University, Thomson Reuters Eikon , and the World.
περισσότερα