Μελέτη συννόσησης μετατραυματικής και καταθλιπτικής διαταραχής
Περίληψη
Στόχος: Η ΜΔΣ είναι μία ψυχική διαταραχή που εκδηλώνεται έπειτα από ένα σοβαρό τραυματικό γεγονός και περιλαμβάνει συμπτώματα αναβίωσης, αποφυγής, υπερεγρήγορσης και διαταραχές των πεποιθήσεων και των συναισθημάτων. Σύμφωνα με επιδημιολογικές μελέτες, ένα 50% περίπου του γενικού πληθυσμού θα εκτεθεί τουλάχιστον μία φορά σε ένα σοβαρό, δυνητικά τραυματικό γεγονός, όπως μια απειλητική κατάσταση για την ζωή ή ένας σοβαρός σωματικός τραυματισμός, ενώ ένα 20% αυτών των ατόμων θα εκδηλώσουν ΜΔΣ. Η ΜΔΣ υποχωρεί συνήθως κατά τους πρώτους μήνες ή τον πρώτο χρόνο μετά από ένα τραυματικό γεγονός, χωρίς οποιαδήποτε θεραπευτική παρέμβαση. Ωστόσο, τουλάχιστον ένας στους τρεις ασθενείς με ΜΔΣ παραμένουν συμπτωματικοί για πάνω από 3 χρόνια, με προδιάθεση για εκδήλωση περισσότερων ψυχιατρικών διαταραχών. Επιδημιολογικές μελέτες σε ασθενείς με ΜΔΣ αναφέρουν ότι το ποσοστό δια βίου συννόσησης με άλλες ψυχικές διαταραχές ανέρχεται στο 90% και αφορά ένα ευρύ φάσμα ψυχιατρικών διαταραχών, στις οποίες περιλ ...
Στόχος: Η ΜΔΣ είναι μία ψυχική διαταραχή που εκδηλώνεται έπειτα από ένα σοβαρό τραυματικό γεγονός και περιλαμβάνει συμπτώματα αναβίωσης, αποφυγής, υπερεγρήγορσης και διαταραχές των πεποιθήσεων και των συναισθημάτων. Σύμφωνα με επιδημιολογικές μελέτες, ένα 50% περίπου του γενικού πληθυσμού θα εκτεθεί τουλάχιστον μία φορά σε ένα σοβαρό, δυνητικά τραυματικό γεγονός, όπως μια απειλητική κατάσταση για την ζωή ή ένας σοβαρός σωματικός τραυματισμός, ενώ ένα 20% αυτών των ατόμων θα εκδηλώσουν ΜΔΣ. Η ΜΔΣ υποχωρεί συνήθως κατά τους πρώτους μήνες ή τον πρώτο χρόνο μετά από ένα τραυματικό γεγονός, χωρίς οποιαδήποτε θεραπευτική παρέμβαση. Ωστόσο, τουλάχιστον ένας στους τρεις ασθενείς με ΜΔΣ παραμένουν συμπτωματικοί για πάνω από 3 χρόνια, με προδιάθεση για εκδήλωση περισσότερων ψυχιατρικών διαταραχών. Επιδημιολογικές μελέτες σε ασθενείς με ΜΔΣ αναφέρουν ότι το ποσοστό δια βίου συννόσησης με άλλες ψυχικές διαταραχές ανέρχεται στο 90% και αφορά ένα ευρύ φάσμα ψυχιατρικών διαταραχών, στις οποίες περιλαμβάνονται η κατάθλιψη, οι διαταραχές άγχους και πανικού, οι διαταραχές προσωπικότητας και οι εξαρτήσεις από ουσίες. Ειδικά για την κατάθλιψη το ποσοστό συννόσησης στον γενικό πληθυσμό έχει βρεθεί να κυμαίνεται μεταξύ 37% έως 48%, ενώ σε κλινικά δείγματα το ποσοστό ασθενών με ΜΔΣ που εμφάνιζε ταυτόχρονα και ΜΚΔ άγγιζε το 68%. Η συνύπαρξη των δύο αυτών διαταραχών σχετίζεται με χειρότερη πρόγνωση, περισσότερες νοσηλείες και αυξημένα ποσοστά αυτοκτονικότητας. Κατά την διερεύνηση του φαινομένου της συννόσησης μεταξύ ΜΔΣ και ΜΚΔ και των πιθανών αιτίων που οδηγούν στην ταυτόχρονη εκδήλωσή τους, πρόσφατες επιστημονικές μελέτες επικεντρώνονται κυρίως στα εξής ενδεχόμενα: α) να υπάρχει αλληλοεπικάλυψη των συμπτωμάτων των δύο διαταραχών σε συνδυασμό με αδυναμία των διαγνωστικών κριτηρίων να τις διαχωρίσουν επαρκώς, β) οι δύο διαταραχές να μοιράζονται κοινούς προδιαθεσικούς παράγοντες, γ) η μία διαταραχή να συνιστά αιτιολογικό παράγοντα για την άλλη. Ως προς το πρώτο ενδεχόμενο, φάνηκε ότι η αλληλοεπικάλυψη των συμπτωμάτων των δύο αυτών διαταραχών ήταν τόσο μεγάλη, που ο μόνος ουσιαστικά αξιόπιστος παράγοντας διαχωρισμού τους ήταν η ύπαρξη ή όχι ψυχοτραυματισμού, όπως αυτός ορίζεται από το κριτήριο Α κατά το DSM IV. Σχετικά με το ενδεχόμενο οι δύο αυτές διαταραχές να μοιράζονται κοινούς προδιαθεσικούς παράγοντες, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις πως το ψυχικό τραύμα είναι ένας ισχυρός τέτοιος παράγοντας. Νευροενδοκρινολογικές μελέτες έχουν δείξει πως επίμονα και επαναλαμβανόμενα στρεσογόνα γεγονότα νωρίς στην ζωή ενός θηλαστικού, επιφέρουν μόνιμες αλλοιώσεις στην αρνητική ανάδραση των ορμονών του στρες στον υποθάλαμο, με αποτέλεσμα την υπερέκκριση του CRF, παράταση της αντίδρασης στο στρες και προδιάθεση για κατάθλιψη, ουσιοεξάρτηση, διαταραχές που σχετίζονται με το στρες, ακόμη και διάφορα σωματικά νοσήματα, όπως καρδιαγγειακά νοσήματα, αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, σακχαρώδη διαβήτη, φλεγμονώδεις παθήσεις, αυτοάνοσα νοσήματα κ.α. Σχετικά με το εάν η μία διαταραχή συνιστά αιτιολογικό παράγοντα για την άλλη, τα ευρήματα είναι αντιφατικά, καθώς μία πρόσφατη μετα-ανάλυση υποστηρίζει ότι η ΜΔΣ είναι ένας πιθανός αιτιολογικός παράγοντας για την κατάθλιψη και πως δεν ισχύει το αντίθετο, ενώ άλλες, παλαιότερες μελέτες μεγάλης κλίμακας ισχυρίζονται πως προϋπάρχουσα κατάθλιψη προδιαθέτει στην εκδήλωση ΜΔΣ. Άλλες μελέτες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι δύο αυτές διαταραχές αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου συνδρόμου αντίδρασης στο στρες, ενώ άλλες προτείνουν πως οι δύο διαταραχές είναι μεν ανεξάρτητες η μία από την άλλη, αλλά ο βαθμός συσχέτισής τους διαφέρει στα δύο φύλα. Υπάρχουν επίσης μελέτες που θεωρούν πως, τόσο η ΜΔΣ ως μοναδική διάγνωση όσο και η συννόσηση της ΜΔΣ με ΜΚΔ στον απόηχο ενός τραύματος συνιστούν μια και μοναδική οντότητα, σε αντίθεση με την κατάθλιψη που εκδηλώνεται έπειτα από ένα τραυματικό γεγονός, η οποία φαίνεται να διαθέτει ξεχωριστούς προδιαθετικούς παράγοντες. Από τα παραπάνω προκύπτει πως υπάρχει μια σχετική ασάφεια για το αν η μία διαταραχή συνιστά προδιαθεσικό παράγοντα για την άλλη ή αν οι δύο διαταραχές έχουν κοινούς προδιαθεσικούς παράγοντες. Λαμβάνοντας, ωστόσο, υπ’ όψιν τις πιο σύγχρονες νευροφυσιολογικές μελέτες σε συνδυασμό και με τις πιο πρόσφατες επιδημιολογικές μελέτες συννόσησης ΜΚΔ-ΜΔΣ θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως το ψυχικό τραύμα, και ειδικά αυτό που συμβαίνει νωρίς στην ζωή, αποτελεί σημαντικό προδιαθεσικό παράγοντα τόσο για την ΜΔΣ όσο και για την ΜΚΔ, εξηγώντας, εν μέρει, τα αυξημένα ποσοστά συννόσησης μεταξύ των δύο διαταραχών. Κι ενώ η συννόσηση ΜΚΔ-ΜΔΣ φαίνεται να έχει μελετηθεί εκτενώς σε πληθυσμούς που είτε είχαν αυξημένες πιθανότητες να εκτεθούν σε τραυματικά γεγονότα είτε είχαν πραγματικά εκτεθεί σε τέτοια γεγονότα (πχ απόστρατοι βετεράνοι πολέμου), ελάχιστα έχει ερευνηθεί η συννόσηση ΜΚΔ και ΜΔΣ σε εξωτερικούς ασθενείς με ΜΚΔ. Σε μια μελέτη που ερεύνησε την συννόσηση ΜΚΔ και αγχωδών διαταραχών συμπεριλαμβανομένης της ΜΔΣ, το ποσοστό συννόσησης ΜΚΔ-ΜΔΣ ήταν 24,1% με το 14,4% να έχει ενεργό ΜΚΕ. Σε μία αντίστοιχη μελέτη, η επίπτωση ΜΔΣ σε ασθενείς με ψυχωτική ΜΚΔ ήταν 57% και συσχετίστηκε με πρωιμότερη έναρξη της ΜΚΔ και φτωχότερη πρόγνωση. Μια άλλη ενδιαφέρουσα μελέτη διενεργήθηκε σε 275 νοσηλευόμενους ασθενείς που έπασχαν από σοβαρές ψυχιατρικές διαταραχές. Στο δείγμα αυτό 119 ασθενείς (43%) είχαν συννόσηση με ΜΔΣ. Ωστόσο μόνο οι τρεις εξ αυτών είχαν καταχωρημένη την δεύτερη αυτή διάγνωση στον φάκελό τους. Η συννόσηση με ΜΔΣ ήταν μεγαλύτερη σε ασθενείς με κατάθλιψη (58%). Από την μελέτη αυτή προέκυψε πως η συννόσηση με PTSD σχετιζόταν πολύ ισχυρά και στα δύο φύλα με τον αριθμό των ψυχοτραυματικών γεγονότων που είχαν υποστεί, και ειδικότερα με την σεξουαλική κακοποίηση κατά την παιδική ηλικία. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να διερευνηθεί σε ένα δείγμα εξωτερικών ασθενών με ΜΚΔ κατά πόσο υφίσταται ιστορικό ψυχικού τραύματος ή συννόσησης με ΜΔΣ και συγκεκριμένα: α) Να διερευνηθεί το ποσοστό συννόσησης ΜΚΔ-ΜΔΣ καθώς και η σειρά εμφάνισης των συννοσούντων διαταραχών και, επιπλέον, να αποτυπωθούν τα χαρακτηριστικά των ασθενών με συννόσηση, όπως δημογραφικές και κοινωνικο-οικονομικές παράμετροι, παράμετροι που σχετίζονται με το είδος και την ηλικία επίδρασης ενός τραυματικού βιώματος, παράμετροι από το ψυχιατρικό ιστορικό, όπως ηλικία έναρξης συμπτωμάτων, χρονιότητα συμπτωμάτων, ύπαρξη ψυχωσικών συμπτωμάτων, απόπειρες αυτοκαταστροφής, αριθμός νοσηλειών κλπ. και παράμετροι από το ιατρικό ιστορικό, όπως αριθμός συνυπαρχόντων σωματικών νοσημάτων. β) Να συγκριθούν τα χαρακτηριστικά των ασθενών με συννόσηση ΜΚΔ-ΜΔΣ με εκείνα των ασθενών με μονοπολική κατάθλιψη προκειμένου να αναλυθούν τόσο οι συνέπειες της συννόσησης και της πιθανής παράβλεψής της στην κλινική πράξη, όσο και πιθανοί παράγοντες που δυνητικά υπεισέρχονται στην ανάπτυξη της συννόσησης αυτής. γ) Να διερευνηθούν τα χαρακτηριστικά των ασθενών με ιστορικό ψυχικού τραύματος ανεξαρτήτως συννόσησης και να συγκριθούν με εκείνα των ασθενών χωρίς ιστορικό ψυχοτραυματισμού, προκειμένου να αποτυπωθούν οι κοινωνικο-οικονομικές και κλινικές συνέπειές του. δ) Να διερευνηθούν τα χαρακτηριστικά των ασθενών που αναφέρουν μεν ιστορικό ψυχικού τραύματος, αλλά δεν εκδήλωσαν ποτέ ΜΔΣ παρά μόνο κατάθλιψη, προκειμένου να εξετασθούν τυχόν παράγοντες που υπεισέρχονται στην εκδήλωση μετατραυματικής κατάθλιψης. Μέθοδος: Το δείγμα μας αποτελείται από 101 ενήλικες ασθενείς με καταχωρημένη κύρια διάγνωση στον φάκελό τους την μονοπολική κατάθλιψη που παρακολουθούνταν σε δύο τακτικά εξωτερικά ιατρεία της Α΄ Ψυχιατρικής Κλινικής του ΕΚΠΑ, στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο. Από την μελέτη αποκλείσθηκαν άτομα με διπολική διαταραχή, σχιζοσυναισθηματική διαταραχή και ψυχικές διαταραχές οφειλόμενες σε οργανικά αίτια. Οι ασθενείς που εντάσσονταν στην μελέτη υποβάλλονταν σε μια ημι-δομημένη κλινική συνέντευξη, κατά την οποία γινόταν καταγραφή στοιχείων από το κοινωνικό, το ιατρικό και το ψυχιατρικό τους ιστορικό και συλλέγονταν στοιχεία που αφορούσαν στην ύπαρξη τραυματικών βιωμάτων. Για την διερεύνηση της ύπαρξης τραυματικών γεγονότων, χρησιμοποιήθηκε το Life Events Checklist. Για κάθε τραυματικό βίωμα που αναφερόταν, ελέγχετο η πιθανότητα εμφάνισης μετατραυματικού τύπου συμπτωματολογίας και αν πληρούνταν τα διαγνωστικά κριτήρια σύμφωνα με το DSM - IV για την διάγνωση της ΜΔΣ μετά το συγκεκριμένο γεγονός. Τραυματικά γεγονότα θεωρήθηκαν μόνο εκείνα που πληρούσαν το κριτήριο Α του DSM - IV. Η ύπαρξη καταθλιπτικής και μετατραυματικής ψυχοπαθολογίας διερευνήθηκε με την μεταφρασμένη στα ελληνικά MINI. Η γενική λειτουργικότητα εκτιμήθηκε με την κλίμακα «Σφαιρικής Λειτουργικότητας», GAF, η οποία αφορά στον άξονα V του DSM-IV. Η βαθμολογία κυμαίνεται από το 1 έως το 100, με την υψηλότερη βαθμολογία να υποδηλώνει καλύτερη λειτουργικότητα. Μετά την ολοκλήρωση της ημιδομημένης κλινικής συνέντευξης οι ασθενείς κατατάσσονταν σε τρεις κατηγορίες: Α. Ασθενείς με ΜΚΔ χωρίς ιστορικό τραύματος, Β. Ασθενείς με ΜΚΔ και ιστορικό τραύματος χωρίς συννόσηση με ΜΔΣ, Γ. Ασθενείς με ΜΚΔ και συννόσηση με ΜΔΣ. Η στατιστική ανάλυση περιελάμβανε μοντέλα πολλαπλής λογιστικής παλινδρόμησης στους ασθενείς με ή χωρίς συννόσηση ΜΚΔ-ΜΔΣ με στόχο να ερευνηθούν οι παράγοντες εκείνοι που επιδρούν στην συννόσηση. Το ίδιο έγινε και στους ασθενείς με και χωρίς ιστορικό ψυχικού τραύματος (ομάδα Α), για την διερεύνηση επιπτώσεων του ψυχικού τραύματος, καθώς και στους ασθενείς της ομάδας Β για την διερεύνηση των παραγόντων που υπεισέρχονται στην εκδήλωση μετατραυματικής κατάθλιψης, χωρίς συννόσηση με ΜΔΣ. Οι μεταβλητές που συνέθεσαν αυτά τα μοντέλα επιλέχθηκαν από την αρχική λίστα μεταβλητών, όταν οι αδρές συσχετίσεις τους παρουσίαζαν τιμή p<0.200. Το στατιστικό πακέτο IBM SPSS Statistics 21.0 χρησιμοποιήθηκε για την ανάλυση των δεδομένων και το όριο αποδοχής (απόρριψης) της μηδενικής υπόθεσης τέθηκε στο α=0,05. Αποτελέσματα: Η πλειοψηφία ήταν γυναίκες (n= 78, 77.2%), ενώ η μέση ηλικία του δείγματος ήταν 50,0 ± 12,6 έτη. Η μέση διάρκεια σπουδών, συμπεριλαμβανομένων των σχολικών χρόνων, ήταν 12,1 ± 4,4 έτη. Η μέση ηλικία έναρξης των ψυχιατρικών συμπτωμάτων με βάση τις αναφορές των ασθενών ήταν 33,5 ±15,5 έτη. Η μέση ηλικία εκδήλωσης του πρώτου καταθλιπτικού επεισοδίου ήταν 37,9 ±13,6 έτη. Η μέση ηλικία εμφάνισης κάποιου ψυχοτραυματικού γεγονότος ήταν 21,8 έτη ±15,8. Εξήντα ασθενείς (59,4%) έχουν ενεργά συμπτώματα κατάθλιψης, σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια για ΜΚΕ. Η μέση συνολική διάρκεια των καταθλιπτικών επεισοδίων ήταν 3,7 ±5,1 έτη. Εξήντα πέντε ασθενείς (64,4%) ανέφεραν τουλάχιστον ένα μείζον τραυματικό γεγονός στην ζωή τους. Η επίπτωση ΜΔΣ έπειτα από ένα τραυματικό γεγονός ήταν 46,0% (n=64). Το τραύμα που βρέθηκε να σχετίζεται με μεγαλύτερα ποσοστά ΜΔΣ ήταν η μαρτυρία ενός αιφνίδιου ή βίαιου θανάτου ακολουθούμενη από την σωματική βία. Η δια βίου επίπτωση της συννόσησης ΜΚΔ-ΜΔΣ στο δείγμα της μελέτης μας ήταν 39 άτομα (38,6%), ενώ σχεδόν ένας στους τέσσερις παρουσίαζε ενεργό συννόσηση με ΜΔΣ. Από τους ασθενείς με συννόσηση, μόνο 11 (28,2%) είχαν καταχωρημένη διάγνωση ΜΔΣ στον φάκελό τους. Στις περιπτώσεις συννόσησης η διάγνωση της ΜΔΣ προηγείτο κατά 6,2 ±14.6 έτη της διάγνωσης ΜΚΔ. Τα αποτελέσματα του μοντέλου πολλαπλής λογιστικής παλινδρόμησης έδειξαν ότι η συννόσηση ΜΚΔ-ΜΔΣ είχε αυξημένη αναλογία πιθανοτήτων με την χρόνια κατάθλιψη, το παρατεταμένο ή επαναλαμβανόμενο τραύμα και το άρρεν φύλο. Τα έτη σπουδών, η ηλικία έναρξης συμπτωμάτων και η GAF είχαν μικρότερη αναλογία πιθανοτήτων με την συννόσηση ΜΚΔ-ΜΔΣ. Παρατηρήθηκε επίσης ότι η συννόσηση ΜΚΔ-ΜΔΣ έχει αυξημένη αναλογία πιθανοτήτων, οριακής ωστόσο, στατιστικής σημασίας με τον αριθμό σωματικών νοσημάτων. Σε σχέση με το ιστορικό ψυχοτραυματισμού 36 άτομα (35,6%) είχαν ΜΚΔ χωρίς ιστορικό ψυχοτραυματισμού (ομάδα Α). Τα αποτελέσματα του μοντέλου πολλαπλής λογιστικής παλινδρόμησης έδειξαν ότι το ιστορικό ψυχοτραυματισμού είχε αυξημένη αναλογία πιθανοτήτων με το κάπνισμα και τον αριθμό συνυπαρχόντων σωματικών νοσημάτων. Τα λιγότερα έτη σπουδών είχαν χαμηλότερη αναλογία πιθανοτήτων με το ιστορικό ψυχοτραυματισμού. Η ομάδα ασθενών με ιστορικό ψυχοτραυματισμού χωρίς συννόσηση με ΜΔΣ (ομάδα Β) αποτελούνταν από 26 (25,7%) άτομα. Τα αποτελέσματα του μοντέλου πολλαπλής λογιστικής παλινδρόμησης έδειξαν ότι το ιστορικό ψυχοτραυματισμού χωρίς συννόσηση με ΜΔΣ είχε αυξημένη αναλογία πιθανοτήτων με το μονήρες τραύμα και την οικονομική ανεξαρτησία. Η έγγαμη οικογενειακή κατάσταση και η χρόνια κατάθλιψη είχαν χαμηλότερη αναλογία πιθανοτήτων με το ιστορικό ψυχοτραυματισμού χωρίς συννόσηση με ΜΔΣ. Συζήτηση: Το ποσοστό ασθενών του δείγματός μας με ιστορικό συννόσησης ΜΚΔ-ΜΔΣ ήταν 38,6%. Το ποσοστό ασθενών με τρέχουσα συννόσηση ΜΚΔ-ΜΔΣ, δηλαδή με ενεργά συμπτώματα και των δύο διαταραχών, ήταν 26,7%. Τα παραπάνω ποσοστά είναι περίπου διπλάσια από εκείνα που έχουν αναφερθεί σε εξωτερικούς ασθενείς με αγχώδεις διαταραχές και παρόμοια με αυτά νοσηλευόμενων ασθενών με κατάθλιψη, καθώς και ασθενών -νοσηλευόμενων και μη- με άλλες σοβαρές ψυχιατρικές διαταραχές. Στην μελέτη μας μόνο το 28,2% των ασθενών με συννόσηση είχαν καταγεγραμμένη την διάγνωση της ΜΔΣ στον φάκελό τους. Αν και το ποσοστό αυτό μοιάζει μικρό θα πρέπει να αναφερθεί ότι στις περισσότερες μελέτες το ποσοστό αυτό είναι πολύ χαμηλότερο. Αν μαζί με την παράβλεψη της διάγνωσης της ΜΔΣ προσθέσουμε και το γεγονός ότι η μέση διάρκεια της ΜΔΣ ήταν περίπου 16 χρόνια, αυτό σημαίνει ότι ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών με ΜΚΔ αντιμετωπίζουν μία μακρόχρονη κατάσταση εμμένουσας ψυχοπαθολογίας, με αρνητικές επιπτώσεις στις συνθήκες διαβίωσης, την ψυχική όσο και σωματική τους υγεία. Φάνηκε, για παράδειγμα, ότι οι ασθενείς με συννόσηση είχαν συχνότερα καταθλιπτικά επεισόδια, εκδήλωναν σε νεότερη ηλικία ΜΚΔ και εμφάνιζαν μεγαλύτερη συνολική χρονική διάρκεια ΜΚΕ, καθώς και σημαντικά πιο επιβαρυμένη λειτουργικότητα. Επίσης είχαν χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο από τους ασθενείς χωρίς ιστορικό συννόσησης, δεδομένου ότι περίπου οι μισοί λάμβαναν οικονομική βοήθεια, ενώ το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο αναδείχθηκε σε ισχυρό προγνωστικό δείκτη συννόσησης. Τα παραπάνω συμφωνούν με τα ευρήματα διαφόρων άλλων μελετών. Προέκυψε, επίσης, σημαντική συσχέτιση του αριθμού αποπειρών αυτοκτονίας με το ιστορικό συννόσησης με ΜΔΣ, γεγονός που συμφωνεί με πρόσφατη βιβλιογραφία. Το παραπάνω εύρημά μας όμως εξαντλήθηκε στο τελικό μοντέλο της πολλαπλής παλινδρόμησης, με κύριο παράγοντα εξάλειψής της την ηλικία εμφάνισης των ψυχιατρικών συμπτωμάτων. Η μελέτη μας έδειξε, επίσης, οριακή συσχέτιση της συννόσησης ΜΚΔ-ΜΔΣ με τον αριθμό συνυπαρχόντων σωματικών νοσημάτων, μια συσχέτιση η οποία αποδίδεται μάλλον στην επίδραση ψυχοτραυματισμού, παρά στην ίδια την ΜΔΣ. Σύμφωνα με αρκετές μελέτες, υπάρχει αναλογία μεταξύ του αριθμού των τραυματικών γεγονότων και της πιθανότητας εκδήλωσης κάποιου σωματικού νοσήματος. Από την μελέτη μας προέκυψε ότι ο αριθμός των συνυπαρχόντων σωματικών νοσημάτων αποτελούσε ισχυρό προγνωστικό δείκτη ύπαρξης ψυχικού τραύματος στο ιστορικό των ασθενών που εξετάσαμε, γεγονός που ενισχύει την παραπάνω υπόθεση. Αναζητώντας πιθανά αίτια που οδηγούν σε αυτό το αποτέλεσμα, θα μπορούσαμε να παραθέσουμε τις μακροπρόθεσμες οργανικές και ψυχικές συνέπειες του ψυχικού τραύματος, με κοινό παθοφυσιολογικό παράγοντα την υπερευαισθησία του άξονα ΥΥΕ. Κατά την διερεύνηση των πιθανών αιτιών που οδηγούν στην παράβλεψη της συννόσησης ΜΚΔ και ΜΔΣ, τόσο η κλινική εμπειρία όσο και βιβλιογραφικά δεδομένα δείχνουν ότι οι ψυχίατροι είναι διστακτικοί στην αναζήτηση τραυματικών εμπειριών στο ιστορικό των ασθενών τους. Επιπλέον, όταν στο ιστορικό ενός ασθενούς με κατάθλιψη αναφέρεται η απώλεια ενός κοντινού ανθρώπου, ο ψυχίατρος συνήθως αρκείται στην διάγνωση της ΜΚΔ. Από την μελέτη μας, όμως, όπως και από την λοιπή βιβλιογραφία, προκύπτει ότι ο αιφνίδιος και βίαιος θάνατος ενός κοντινού προσώπου, αποτελεί τραυματικό γεγονός που σχετίζεται σε μεγάλο ποσοστό με την εκδήλωση ΜΔΣ. Συνεπώς, όταν ένας ασθενής αναφέρει στο ιστορικό του αιφνίδια απώλεια ενός προσφιλούς προσώπου, θα πρέπει να διερευνάται το ενδεχόμενο της ύπαρξης ΜΔΣ, ειδικά αν αυτή η απώλεια συνέβη με βίαιο τρόπο. Ισχυρότεροι προγνωστικοί δείκτες για την συννόσηση ΜΚΔ-ΜΔΣ ήταν η χρόνια κατάθλιψη, το παρατεταμένο ή επαναλαμβανόμενο τραύμα και το άρρεν φύλο, το χαμηλό επίπεδο σπουδών, η μειωμένη λειτουργικότητα και η μικρότερη ηλικία έναρξης συμπτωμάτων. Η συσχέτιση χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και ψυχοπαθολογίας είναι καλά τεκμηριωμένη, με το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο να θεωρείται τόσο συνέπεια, όσο και προδιαθεσικός παράγων της ψυχοπαθολογίας. Το ίδιο ισχύει και για την μειωμένη λειτουργικότητα στους ασθενείς με συννόσηση. Οι ασθενείς του δείγματος με χρόνια κατάθλιψη διαπιστώθηκε ότι είχαν 8 φορές περισσότερες πιθανότητες συννόσησης με ΜΔΣ. Παρόμοια συμπεράσματα προέκυψαν στο παρελθόν και σε ασθενείς με αγχώδεις διαταραχές, υπογραμμίζοντας έτσι τον ρόλο του ψυχικού τραύματος στην εμφάνιση χρόνιας κατάθλιψης. Το εύρημα αυτό έχει ιδιαίτερη κλινική χρησιμότητα καθώς μπορεί να καθοδηγήσει τον ειδικό ψυχικής υγείας στην υποψία αδιάγνωστης ΜΔΣ σε ασθενείς με κατάθλιψη, της οποίας τα συμπτώματα διαρκούν για χρονικό διάστημα ανώτερο των δύο ετών. Η ισχυρή αυτή συσχέτιση μεταξύ χρόνιας κατάθλιψης και ΜΔΣ πιθανώς να οφείλεται και στο ότι η ΜΔΣ διαλάθει συνήθως της προσοχής των κλινικών και έτσι λειτουργεί ως διαρκής μηχανισμός πυροδότησης ψυχοπαθολογίας. Η στατιστικά ισχυρή συσχέτιση μεταξύ τραύματος κατά την παιδική ηλικία και συννόσησης ΜΚΔ και ΜΔΣ που διαπιστώθηκε αρχικά, υποχώρησε στη συνέχεια κατά τον έλεγχο για την ύπαρξη παρατεταμένου τραύματος, το οποίο φάνηκε να είναι ισχυρότερος προγνωστικός δείκτης για την συννόσηση ΜΚΔ και ΜΔΣ. Καθώς τα περισσότερα πρώιμα τραύματα που έχουν μελετηθεί νευροφυσιολογικά ήταν παρατεταμένης ή επαναλαμβανόμενης φύσης, μπορούμε να υποθέσουμε ότι πιθανότατα η επανάληψη ενός στρεσογόνου ερεθίσματος και λιγότερο η ηλικία επίδρασής του να είναι εκείνη που επιφέρει την παρατηρούμενη ευαισθητοποίηση του άξονα ΥΥΕ και στην προδιάθεση για ΜΔΣ και ΜΚΔ, μία υπόθεση που θα πρέπει, ασφαλώς, να διερευνηθεί περαιτέρω. Το ότι οι άνδρες είχαν περίπου επτά φορές περισσότερες πιθανότητες συννόσησης ΜΚΔ με ΜΔΣ είναι ένα εύρημα που προκαλεί έκπληξη, καθώς είναι γνωστό ότι οι γυναίκες είναι πιο ευάλωτες στην εκδήλωση ΜΔΣ. Θα πρέπει, ωστόσο, να λάβουμε υπ' όψιν ότι το δείγμα μας αποτελείται αποκλειστικά από ασθενείς που κάνουν χρήση υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, οπότε τα αποτελέσματα αυτά δεν βρίσκουν απαραίτητα εφαρμογή στον γενικό πληθυσμό. Μια πιθανή εξήγηση για το εύρημά μας αυτό, είναι ότι οι άνδρες πιθανώς θα αναζητήσουν βοήθεια όταν μπορούν να συνδέσουν την κατάθλιψή τους με ένα εξωτερικό τραυματικό γεγονός, παρά σε μία εσωτερική ευαλωτότητα και αυτό είναι περισσότερο έκδηλο σε άτομα προερχόμενα από χαμηλότερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα, στα οποία ανήκαν οι ασθενείς μας με συννόσηση ΜΚΔ-ΜΔΣ. Η συννόσηση άλλωστε λειτουργεί ως κίνητρο για την αναζήτηση ειδικής βοήθειας. Στη μελέτη μας διαπιστώθηκε ότι η αύξηση της ηλικίας έναρξης ψυχιατρικών συμπτωμάτων κατά ένα έτος μειώνει τις πιθανότητες συννόσησης με ΜΔΣ κατά 9% περίπου. Δεδομένου ότι τα περισσότερα τραυματικά γεγονότα συμβαίνουν σε σχετικά νεαρές ηλικίες, η μικρότερη ηλικία εκδήλωσης ψυχοπαθολογίας υποδηλώνει ψυχοπαθολογία που συνδέεται με το ψυχικό τραύμα, ενώ ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις με μεταγενέστερη έναρξη, ίσως να συνδέονται περισσότερο με ενδογενή αίτια, παρά με τραυματικά γεγονότα. Αναζητώντας τα πιθανά αίτια της συννόσησης ΜΚΔ-ΜΔΣ θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η ΜΔΣ προηγήθηκε ή είχε ταυτόχρονη έναρξη με την ΜΚΔ. Επίσης, στην πλειοψηφία τους οι ασθενείς με ΜΔΣ παρέμεναν αδιάγνωστοι για μεγάλο χρονικό διάστημα. Με βάση τα όσα έχουμε ήδη εκθέσει για τις επιπτώσεις της χρόνιας ΜΔΣ στην κοινωνικο-επαγγελματική λειτουργικότητα και την ψυχική υγεία των ασθενών, συνάγεται το συμπέρασμα ότι είναι πιο πιθανό η ΜΔΣ να λειτουργεί ως προδιαθεσικός παράγων για την εμφάνιση της ΜΚΔ. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, λοιπόν, ότι η συννόσηση ΜΚΔ-ΜΔΣ αφενός μπορεί να έχει ως αφετηρία το επαναλαμβανόμενο τραύμα, που προκαλεί την εκδήλωση της ΜΔΣ, η οποία εν μέρει, λόγω και της μη έγκαιρης διάγνωσής της, γίνεται στη συνέχεια χρόνια, και οδηγεί σε σημαντική έκπτωση της λειτουργικότητας του ατόμου προδιαθέτοντας στην μετέπειτα εκδήλωση της ΜΚΔ. Στη μελέτη μας διαπιστώθηκε ότι οι ασθενείς με ΜΚΔ χωρίς ιστορικό ψυχοτραυματισμού (Ομάδα Γ) είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία και είναι κατά το μεγαλύτερο ποσοστό έγγαμοι. Το εύρημα αυτό μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι η μέση ηλικία του πρώτου ψυχοτραυματικού γεγονότος σε ασθενείς με κατάθλιψη και ιστορικό ψυχοτραυματισμού είναι γύρω στα 22 έτη, αρκετά νωρίς στην ζωή ενός ατόμου, σε ηλικία κατά την οποία το είδος των διαπροσωπικών σχέσεων βρίσκεται υπό διαμόρφωση. Προγνωστικοί δείκτες για την ύπαρξη ψυχοτραυματισμού στο ιστορικό του ασθενούς βρέθηκαν να είναι τα λιγότερα έτη σπουδών, το κάπνισμα και η σωματική συννόσηση, παράμετροι που θεωρούνται συνέπειες μάλλον παρά προδιαθεσικοί παράγοντες του ψυχικού τραύματος. Για κάθε σωματικό νόσημα που προστίθεται στο ιστορικό του ασθενή, οι πιθανότητες για την ύπαρξη μείζονος ψυχοτραυματικού γεγονότος αυξάνουν κατά 2,5 φορές, υποστηρίζοντας έτσι τον ρόλο του ψυχικού τραύματος στην εκδήλωση σωματικής συννόσησης. Από τα αποτελέσματά μας διαπιστώθηκε, επίσης, ότι ένα σοβαρό μονήρες τραύμα ενδέχεται να προδιαθέσει στην ανάπτυξη συμπτωμάτων ή και της ίδιας της ΜΚΔ χρόνια αργότερα και συνιστά τον ισχυρότερο προγνωστικό δείκτη της ομάδας Β (ασθενείς με κατάθλιψη και ιστορικό ψυχοτραυματισμού χωρίς ιστορικό συννόσησης με ΜΔΣ). Τα παραπάνω αποτελέσματα επαληθεύουν την υπόθεση και άλλων συγγραφέων για την ύπαρξη ενός ξεχωριστού είδους κατάθλιψης, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ως μετατραυματική και η οποία, ωστόσο, έχει διαφοροποιημένα χαρακτηριστικά τόσο από την συννόσηση ΜΔΣ-ΜΚΔ όσο και από την κατάθλιψη χωρίς ιστορικό ψυχικού τραύματος. Περισσότερες μελέτες χρειάζονται προκειμένου να επαληθευθούν οι παράγοντες που πιθανώς συμβάλλουν σε αυτήν την διαφοροποίηση, και ειδικότερα οι παράμετροι της μετατραυματικής κατάθλιψης, σε σχέση με την κατάθλιψη χωρίς ιστορικό ψυχικού τραύματος.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Objective: Post-Traumatic Stress Disorder (PTSD) is a mental disorder that develops in some people after a serious traumatic event and is characterized by symptoms of re-experiencing, avoidance, arousal and distorted beliefs and emotions. According to epidemiological studies, about 50% of the general population will experience such a traumatic event, like a life threatening situation or serious injury and 20% of will eventually suffer from PTSD. Most people usually recover after a few months and within the first year after one traumatic event, without the need of any therapeutic intervention. However, one out of three patients with PTSD continue to suffer from PTSD-symptoms for over 3 years and show comorbidity with a series of mental disorders. Epidemiological studies in patients with PTSD suggest that lifetime comorbidity with other mental disorders can be as high as 90%, regarding a bright spectrum of mental disorders like major depressive disorder (MDD), anxiety and panic disorders ...
Objective: Post-Traumatic Stress Disorder (PTSD) is a mental disorder that develops in some people after a serious traumatic event and is characterized by symptoms of re-experiencing, avoidance, arousal and distorted beliefs and emotions. According to epidemiological studies, about 50% of the general population will experience such a traumatic event, like a life threatening situation or serious injury and 20% of will eventually suffer from PTSD. Most people usually recover after a few months and within the first year after one traumatic event, without the need of any therapeutic intervention. However, one out of three patients with PTSD continue to suffer from PTSD-symptoms for over 3 years and show comorbidity with a series of mental disorders. Epidemiological studies in patients with PTSD suggest that lifetime comorbidity with other mental disorders can be as high as 90%, regarding a bright spectrum of mental disorders like major depressive disorder (MDD), anxiety and panic disorders, personality disorders and substance abuse. PTSD-MDD comorbidity rates vary between 37% and 48% in community samples, while in clinical samples these rates are even higher, reaching 68%. PTSD-MDD comorbidity is related with poor prognosis, more frequent hospitalizations and higher rates of suicide. Recent comorbidity studies focus on three possible explanations about the frequently observed PTSD-MDD comorbidity: 1. Symptom overlap between PTSD and MDD in combination with a difficulty of modern classification systems to distinguish efficiently between these two disorders, 2. Shared risk factors and 3. The possibility that one disorder is predisposing factor for the other. Concerning the first hypothesis, it has been shown that, in traumatized patients, symptom overlap between MDD and PTSD was very frequent and that the only reliable factor to distinguish effectively between PTSD and MDD was the criterion A of the Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders IV (DSM-IV), that defines trauma. As for the possibility that both disorders share common risk factors, there is strong evidence that trauma is such an important etiological factor. Neuroendocrionological research suggest that persistent and repeated stressful life events early in life, can cause permanent dysfunctions of the stress response system in the hypothalamus, impairing the negative feedback of stress hormones, resulting in hyper-secretion of CRF, prolonged stress reactions and predisposition to depressive-like behavior, stress-related disorders, substance abuse and even physical diseases such as cardiovascular disease, stroke, diabetes mellitus, inflammatory diseases, autoimmune disorders etc. Regarding the possibility that the one disorder may be a causal factor for the other, findings are rather inconclusive. One recent meta-analysis suggests that PTSD is a possible risk factor for MDD and that the opposite is less possible. Large-scale community studies suggested earlier that pre-existing MDD predisposes an individual to PTSD. Other studies conclude that both disorders are manifestations of a broader syndrom that is related to stress, while others suggest that both disorders are independent sequelae of trauma and their relation differs among genders. There are also a few studies who show that both PTSD as a single diagnosis and PTSD-MDD comorbidity are a common psychopathological entity, different from MDD as a single diagnosis after a traumatic event, which has unique risk factors. It thus seems that there is a certain ambiguity about the causes of the frequently observed of PTSD-MDD comorbidity and, more specifically, whether one disorder displays a risk factor for the other or whether both disorders share common risk factors. Taking however the most recent neurophysiological research into account as well as epidemiological studies regarding PTSD-MDD comorbidity, it seems that stressful life events and especially those that happen early in life, display a significant risk factor for both PTSD and MDD, explaining, in part, the high rates of PTSD-MDD comorbidity. And while PTSD-MDD comorbidity is extensively studied among individuals who were exposed to a traumatic event or with higher possibilities of being exposed to one (i.e. war veterans), there are only few studies who were conducted on outpatients with MDD. A large study which evaluated comorbidity between MDD and anxiety disorders including PTSD, found that MDD-PTSD comorbidity was 24.1%, with 14.4% suffering from a major depressive episode (MDE) at the time of the evaluation. In another study, the prevalence of PTSD among patients with psychotic MDD was 57% and was related with earlier onset of MDD and poor prognosis. In another study, who was carried out on 275 inpatients with severe mental disorders found that 119 individuals (43%) had also PTSD, while only three of them had a documented PTSD diagnosis on their records. PTSD comorbidity rates were higher among patients with MDD (58%) and were related to the number of traumatic events reported by each individual, especially those involving sexual violence during childhood. The main objective of our study was the evaluation of depressive outpatients with regard to PTSD comorbidity and trauma history. More specifically we aimed: a. to illustrate the characteristics of individuals with MDD-PTSD comorbidity, like the prevalence of MDD-PTSD comorbidity and the disorder that usually precedes the other, demographic and socio-ecomomic parameters, traumatic history like the age of exposure to trauma and its nature, psychiatric history like the age of symptom onset, chronicity of symptoms, presence of psychotic symptoms, suicide attempts, hospitalizations etc., medical history like physical comorbidity, b. to compare those characteristics with patients with monopolar MDD, in order to illustrate the consequences of MDD-PTSD comorbidity, the possibility of her neglection in clinical practice, and parameters that may play part in MDD-PTSD comorbidity, c. to study the characteristics with trauma history regardless of MDD-PTSD comorbidity and to compare with those without trauma history in order to illustrate its socio-economic and clinical consequences and d. to access the characteristics of individuals with trauma history who never suffered from comorbid PTSD in order to evaluate parameters involved in the manifestation of a so-called post-traumatic depression. Methods: Our sample consisted of 101 adult outpatients diagnosed with MDD, as documented in their medical files. Those were retrieved from two distinct outpatient units of the University of Athens Medical School, 1st Department of Psychiatry, Aiginiteion Hospital. Patients with bipolar disorder, schizoaffective disorders and organic mental disorders were excluded. Each of them underwent a semi-structured clinical interview, in which data from the socio-economic, medical and psychiatric background were retrieved, as well as data regarding trauma history. For the evaluation of traumatic life events the Life Events Checklist was used. For each traumatic experience, individuals were accessed about possible PTSD in the aftermath of that experience. For the presence of depressive and post-traumatic psychopathology we relied on the Greek version of the MINI. Global functionality was accessed by the GAF. After completion of the semi-structured interview patients were categorized in three groups: A. patients with MDD without trauma history, B. patients with MDD and trauma history without PTSD comorbidity and C. patients with MDD-PTSD comorbidity. Multiple logistic rergression models were applied for exploring the discrimination between MDD-PTSD and MDD-nonPTSD patients in order to explore possible factors that are involved in MDD-PTSD comorbidity. Similarly, we compared patients with and without trauma history (group A), in order to evaluate possible consequences of trauma in our sample. We also compared patients in group B with the rest of our sample to access parameters involved in a so called post-traumatic depression. The list of the independent variables considered in that models were variables that showed an p-value <0.200 from the simple regression models. IBM SPSS Statistics 21.0 was used for analysis and a level of acceptance of null hypothesis was set at 0.05. Results: The majority of our sample were women (n= 78, 77.2%) and the mean age was 50.0 ± 12.6 years. On average, the duration of studies, including years of basic education, was 12.1 ± 4.4 years. The mean age of psychiatric symptom onset, as reported from our subjects, were 33.5 ±15.5 years. The mean age of the first MDE onset was 37.9 ±13.6 years. The mean age of exposure to a traumatic event was 21.8 ±15.8 years. Sixty patients (59.4%) had actual ongoing depressive symptoms, according to the MINI. The mean total duration of MDE was 3.7 ±5.1 years. Sixty five patients (64.4%) reported at least one traumatic event in their past, which fulfilled the criterion A of the DSM IV- TR diagnostic criteria for PTSD. The prevalence of PTSD after a traumatic experience was 46.0% (n=64). The trauma most frequently related to PTSD was the experience of the sudden or violent death, followed by physical violence. Lifetime prevalence of MDD-PTSD comorbidity in our sample (group C) was 39 subjects (38.6%), while almost one out of four patients suffered from ongoing MDD-PTSD comorbidity. Only 11 patients (28.2%) with MDD-PTSD comorbidity had a documented PTSD diagnosis in their records. In most cases of MDD-PTSD comorbidity PTSD preceded MDD by 6.2 ±14.6 years. Multiple logistic regression analysis showed increased odds ratio (OR) of MDD-PTSD comorbidity with chronic depression, prolonged or repeated trauma and male gender. Years of education, age of symptom onset and GAF had in increased OR with MDD-PTSD comorbidity. There was also an increased OR of borderline significance between MDD-PTSD comorbidity and number of comorbid physical diseases. Group A consisted of 36 subjects (35.6%). Multiple logistic regression analysis showed that trauma history has a higher OR with smoking and the number of comorbid physical diseases. Fewer years of education had a lower OR with trauma history. Finally, group B, i.e. patients with MDD with trauma history who never suffered from PTSD, consisted of 26 (25.7%) subjects. Multiple logistic regression analysis showed that post traumatic depression had a higher OR with single trauma and financial independency and a lower OR with married status and chronic depression. Discussion: The prevalence of current MDD-PTSD comorbidity was 26.7%, while the percentage of lifetime MDD-PTSD comorbidity was 38.6%. These rates are almost twice as those reported in outpatients with anxiety disorders and similar to those reported in inpatients with depression and other severe mental disorders. In our study, only 28.2% of patients with MDD-PTSD comorbidity had a documented PTSD diagnosis on their records, a rate that is nevertheless much higher than that reported by others. This means that PTSD diagnosis is usually missed. Taking into account the average PTSD duration which was about 16 years, we may conclude that many patients with MDD suffer from a lasting condition of continuous psychopathology without receiving proper treatment, leading to worse living conditions, mental and physical health. Patients with MDD-PTSD comorbidity for example had an earlier onset of MDD, longer lasting depressive episodes and a worse functionality. They also had unfavorable living standards, given that almost half of them were in need of financial support, while the lower level of education was found to be a significant predictive factor for the group of patients with MDD-PTSD comorbidity. Initially, there was a strong relation between suicide attempts and MDD-PTSD comorbidity, as other recent studies have shown, which vanished, however, after controlling for the age of psychiatric symptom onset. MDD-PTSD comorbidity patients tend to show more physical comorbidity, a finding that most probably is related to trauma per se than to PTSD comorbidity. Some studies suggest that there is a linear relationship between trauma exposure and physical comorbidity. We found that the number of additional physical diseases predicted significantly the presence of psychological trauma in our patients, which supports the above hypothesis. Seeking for possible explanations for this finding, we could take the hypersensitivity of the Hypothalamus-Pituitary-Adrenal axis into account, as a long term consequence of early trauma. By searching for possible causes for the fact that MDD-PTSD comorbidity is frequently overlooked, clinical practice and published literature show that psychiatrists are reluctant to ask about past traumatic experiences and that routine psychopathological examination does not involve questions about flashbacks, dissociation, hyperarousal and other symptoms that are indicative of PTSD. Patients may also avoid talking about traumatic experiences, while mental health professionals may find it difficult to assess and treat the sequelae of a trauma, especially if they lack sufficient knowledge in the field psychotraumatology. Further, if a patient reports the death of a close relationship, the clinician may start examining the possibility of MDD without thinking about PTSD as well. Our study, as well as recent literature suggests however that the experience of a sudden or violent death of another person is a trauma that frequently leads to PTSD. It therefore seems important to look after probable PTSD in individuals who report the loss of a significant person, especially if this incident occurred in a sudden or violent manner. The most significant predictive factors for PTSD were chronic depression, prolonged or repeated trauma, male gender, lower level of education, lower level of global functioning and younger age of psychiatric symptom onset. The relation between lower education and psychopathology is well established and is regarded rather as consequence of psychopathology rather than cause. The same is true for lower functionality in patients with comorbid psychopathology. Patients with chronic depression were 8 times more likely to suffer from MDD-PTSD comorbidity. Other researches on PTSD comorbidity in patients with anxiety disorders came to similar conclusions, underlying thus the crucial role of psychological trauma in chronic depression. This finding may prove useful in clinical praxis, guiding a clinician to probable PTSD comorbidity in a patient with persistent depressive symptoms for over 2 years. The strong relation between chronic depression and PTSD may be explained by the fact that PTSD is frequently overlooked, functioning thus as a trigger for further psychopathology. The initially strong relation between childhood trauma and MDD-PTSD comorbidity vanished after controlling for repeated and/or prolonged trauma. The latter proved to be a significant predictor of MDD-PTSD comorbidity. One possible explanation would be that most cases of childhood trauma in our study were of a repetitive and prolonged nature. Moreover, in animal experiments concerning neurobiological effects of early trauma, the applied stressful stimuli were almost always of a repetitive nature, whether it was achieved with the application of painful stimuli or the deprivation of maternal care. Thus, the repetition of a certain stressful experience early in life may contribute to the sensitization of the HPA axis, predisposing the subject to PTSD and MDD later in life. Repetitive stress is also linked to alterations in brain plasticity in animal models, leading for example to a volume reduction of the hippocampus and the medial prefrontal cortex, commonly observed in PTSD and MDD. Of course, the link between prolonged or repeated trauma and MDD-PTSD comorbidity needs to be investigated further. Male gender predicting PTSD-MDD co-morbidity was unexpected, since it is generally accepted that females are twice as likely to develop PTSD after trauma than males. Due to the fact, however, that our sample consisted of treatment-seeking subjects only, we could hypothesize that depressed males are more likely to seek psychiatric treatment, if their symptoms are attributable to an external event rather to an internal vulnerability, thus complying to traditional sociocultural demands of masculinity, which are more prominent in individuals with poor socio-economic status, as in our group of MDD-PTSD patients. Yet another known factor facilitating treatment-seeking behavior in response to mental illness is co-morbidity. We also found that the risk for MDD-PTSD comorbidity is reduced by 9% as the age at psychiatric symptom onset increases by one year. Younger age at psychiatric symptoms onset in patients with comorbid PTSD was also recently reported in patients with bipolar disorder. These findings may indicate that trauma-related psychopathology usually precedes and is casually related to comorbid affective disorders, since traumatic events tend to occur early in life. We may assume that psychopathology with late onset, may be linked to endogenous factors rather than traumatic experiences. When looking for a probable cause regarding MDD-PTSD co-morbidity, we have to consider that in most cases PTSD preceded or began simultaneously with MDD, but remained mainly undiagnosed and hence untreated, predisposing the patient to serious socio-economic decline, a diminished level of functioning and, consequently, to other mental disorders. It thus seems that PTSD is rather a risk factor for MDD; not the opposite. Some authors propose a model in which PTSD mediates the effects of trauma in serious mental disorders both directly by the continuous presence of underlying symptoms of hyperarousal, avoiding and re-experiencing the trauma, symptoms that are frequently overlooked, and indirectly by the devastating effects of PTSD in social and occupational functioning. Our study showed that patients with MDD without history of trauma (group C) were older and in a much higher proportion married. This finding can be explained by the fact that, in our study, most traumatic events took place at a mean age of 22 years, where sexual and interpersonal relations are beginning to shape and possibly hindered in their development to mature relationships, due to trauma. Predictive factors for a trauma-history in our patients were fewer years of education, smoking and physical comorbidity, all of whom are considered as consequences rather risk factors for trauma exposure. Regarding physical comorbidity, our study showed that for each additional physical disease, the probability of being exposed to a serious traumatic event increased about 2,5 times. This finding underlines the importance of psychological trauma and its pathophysiological consequences that may lead to physical comorbidity. Our study also showed that a single traumatic event may predispose a subject to MDD, which may occur years after its first impact; single trauma proved to be the most significant predictive factor for patients in group B (patients with MDD and trauma-history without history of PTSD). These results support the hypothesis of a distinct, trauma-related depressive disorder which has different characteristics than MDD-PTSD comorbidity or MDD without trauma-history, as other authors suggested. More studies are needed in order to validate this hypothesis and to evaluate the differences between a post-traumatic depression and MDD without trauma-history in more detail.
περισσότερα
Κατεβάστε τη διατριβή σε μορφή PDF (17.28 MB)
(Η υπηρεσία είναι διαθέσιμη μετά από δωρεάν εγγραφή)
|
Όλα τα τεκμήρια στο ΕΑΔΔ προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα.
|
Στατιστικά χρήσης
ΠΡΟΒΟΛΕΣ
Αφορά στις μοναδικές επισκέψεις της διδακτορικής διατριβής για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.
ΞΕΦΥΛΛΙΣΜΑΤΑ
Αφορά στο άνοιγμα του online αναγνώστη για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.
ΜΕΤΑΦΟΡΤΩΣΕΙΣ
Αφορά στο σύνολο των μεταφορτώσων του αρχείου της διδακτορικής διατριβής.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
ΧΡΗΣΤΕΣ
Αφορά στους συνδεδεμένους στο σύστημα χρήστες οι οποίοι έχουν αλληλεπιδράσει με τη διδακτορική διατριβή. Ως επί το πλείστον, αφορά τις μεταφορτώσεις.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Σχετικές εγγραφές (με βάση τις επισκέψεις των χρηστών)
λιγότερα
περισσότερα