Περίληψη
Η κόπωση κατά την οδήγηση, η οποία μεταξύ άλλων, προκαλεί υπνηλία, αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα πρόκλησης ατυχημάτων σε διεθνές επίπεδο: το 20% στο σύνολο των ατυχημάτων σχετίζονται με την κόπωση (MacLean et al., 2003), ενώ το 16-23% των συνολικών ατυχημάτων οφείλονται στην υπνηλία (Horne & Reyner, 1995). Η παρούσα διδακτορική διατριβή στοχεύει στην ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου πλαισίου, το οποίο διευκολύνει τον σχεδιασμό επεμβάσεων οδικής ασφάλειας, όπως είναι οι εκστρατείες και τα εκπαιδευτικά προγράμματα, την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς τους, την εκτίμηση της διείσδυσής τους στην οδηγική συμπεριφορά και την ανάπτυξη μοντέλων για την πρόβλεψη των προθέσεων και της συμπεριφοράς των οδηγών σε θέματα οδικής ασφάλειας. Το πλαίσιο επικυρώνεται σε πανελλήνια εκστρατεία οδικής ασφάλειας με θέμα την οδηγική κόπωση και σε εκπαιδευτικό πρόγραμμα για την κόπωση, το οποίο επιμόρφωσε επαγγελματίες οδηγούς μεγάλης εταιρείας δομικών υλικών στην Ελλάδα. Εφαρμόζοντας ένα πλήρες πλάνο αξιολ ...
Η κόπωση κατά την οδήγηση, η οποία μεταξύ άλλων, προκαλεί υπνηλία, αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα πρόκλησης ατυχημάτων σε διεθνές επίπεδο: το 20% στο σύνολο των ατυχημάτων σχετίζονται με την κόπωση (MacLean et al., 2003), ενώ το 16-23% των συνολικών ατυχημάτων οφείλονται στην υπνηλία (Horne & Reyner, 1995). Η παρούσα διδακτορική διατριβή στοχεύει στην ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου πλαισίου, το οποίο διευκολύνει τον σχεδιασμό επεμβάσεων οδικής ασφάλειας, όπως είναι οι εκστρατείες και τα εκπαιδευτικά προγράμματα, την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς τους, την εκτίμηση της διείσδυσής τους στην οδηγική συμπεριφορά και την ανάπτυξη μοντέλων για την πρόβλεψη των προθέσεων και της συμπεριφοράς των οδηγών σε θέματα οδικής ασφάλειας. Το πλαίσιο επικυρώνεται σε πανελλήνια εκστρατεία οδικής ασφάλειας με θέμα την οδηγική κόπωση και σε εκπαιδευτικό πρόγραμμα για την κόπωση, το οποίο επιμόρφωσε επαγγελματίες οδηγούς μεγάλης εταιρείας δομικών υλικών στην Ελλάδα. Εφαρμόζοντας ένα πλήρες πλάνο αξιολόγησης, έγιναν έρευνες δηλωμένων προτιμήσεων, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την υλοποίηση της εκστρατείας και πριν και μετά το εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Στη δεύτερη περίπτωση, επιπρόσθετα αντικειμενικά στοιχεία συλλέχθηκαν από τα Γεωγραφικά Συστήματα Προσδιορισμού Θέσης (GPS) των φορτηγών οχημάτων των επαγγελματιών οδηγών. Τα αποτελέσματα αξιολόγησης των δύο επεμβάσεων κατέδειξαν στατιστικά σημαντική αύξηση του ποσοστού των οδηγών, οι οποίοι γνώριζαν τα αίτια και τις επιπτώσεις της κόπωσης στην οδήγηση μετά την υλοποίηση της εκστρατείας και του εκπαιδευτικού προγράμματος και παρόμοια αποτελέσματα καταγράφηκαν στις υπόλοιπες μεταβλητές, όπως για παράδειγμα, στις πεποιθήσεις συμπεριφοράς, την κατανόηση κινδύνων, τις προθέσεις, κτλ. Η εκτίμηση των δεδομένων από τα GPS έδειξε μια μικρή βελτίωση της συμπεριφοράς των οδηγών μετά την υλοποίηση του εκπαιδευτικού προγράμματος. Επίσης, ο έλεγχος του βαθμού σύγκλισης μεταξύ της δηλωμένης συμπεριφοράς και της συμπεριφοράς που καταγράφηκε από την πραγματική οδήγηση (GPS), κατέδειξε μια σαφή θετική επίδραση του εκπαιδευτικού προγράμματος με βάση τα στοιχεία δηλωμένης συμπεριφοράς, ενώ με βάση τα στοιχεία από τα GPS, η σχετική επίδραση ήταν ουδέτερη. Όσον αφορά στα μοντέλα συμπεριφοράς, στην περίπτωση της εκστρατείας, διαπιστώθηκε ότι, όσο περισσότερες είναι οι ανεξάρτητες μεταβλητές, τόσο περισσότερο αυξάνεται η προβλεψιμότητα του μοντέλου. Πιο συγκεκριμένα, η μεταβλητή η οποία επηρέασε περισσότερο τη συμπεριφορά ήταν η πρόθεση, ενώ οι υπόλοιπες μεταβλητές είχαν μικρότερο αντίκτυπο. Στην περίπτωση του εκπαιδευτικού προγράμματος, οι μεταβλητές οι οποίες φαίνεται ότι επηρεάζουν περισσότερο τη συμπεριφορά είναι οι πεποιθήσεις συμπεριφοράς και η αντίληψη για το πώς συμπεριφέρονται οι υπόλοιποι. Συμπερασματικά, διαπιστώθηκε πως οι αλλαγές στη συμπεριφορά των οδηγών δεν αντικατοπτρίζουν απευθείας την πραγματική συμμόρφωσή τους με τους κανονισμούς οδικής ασφάλειας. Για την ακριβέστερη εκτίμηση της αποτελεσματικότητας αντικειμενικών μετρήσεων (π.χ. GPS), απαιτείται συνοχή, μακροπρόθεσμος σχεδιασμός και επαναληψιμότητα. Από την άλλη πλευρά, οι μετρήσεις δηλωμένης συμπεριφοράς αποδεικνύεται ότι είναι πιο ευαίσθητες στις αλλαγές της συμπεριφοράς. Προτείνεται σφαιρική αξιολόγηση των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων των δυο μεθόδων, πριν την εφαρμογή τους σε επεμβάσεις οδικής ασφάλειας.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Driving under fatigue, which, among others, may cause falling asleep at the wheel, is a highly contributing factor in traffic accidents worldwide, quantified by an average proportion of 20% of total accidents that are fatigue related (MacLean et al., 2003) and a range of 16-23% of total accidents that are due to sleepiness (Horne & Reyner, 1995). The present dissertation aims at developing an integrated framework, which facilitates the design of road safety interventions, i.e. communication campaigns and training programs, the evaluation of their efficiency, the assessment of their impact on driving behavior and the development of behavioral models for predicting drivers’ intentions and behavior towards safety. The framework is validated to a Greek road safety communication campaign targeting all drivers and a training program focusing on professional drivers of a leading company in building materials in Greece, both addressing an important safety issue thus, driver fatigue. Implementi ...
Driving under fatigue, which, among others, may cause falling asleep at the wheel, is a highly contributing factor in traffic accidents worldwide, quantified by an average proportion of 20% of total accidents that are fatigue related (MacLean et al., 2003) and a range of 16-23% of total accidents that are due to sleepiness (Horne & Reyner, 1995). The present dissertation aims at developing an integrated framework, which facilitates the design of road safety interventions, i.e. communication campaigns and training programs, the evaluation of their efficiency, the assessment of their impact on driving behavior and the development of behavioral models for predicting drivers’ intentions and behavior towards safety. The framework is validated to a Greek road safety communication campaign targeting all drivers and a training program focusing on professional drivers of a leading company in building materials in Greece, both addressing an important safety issue thus, driver fatigue. Implementing a coherent evaluation plan, self-reported data were collected through a face-to-face questionnaire survey, before, during and after the campaign realization and before and after the training program. In addition, in the latter case, a naturalistic study took place, including data collected by trip recorders (Geographical Positioning System – GPS devices). Evaluation results of both interventions showed a statistically significant increase in the proportion of drivers, who were aware of the causes and effects of fatigue while driving (knowledge) and similar results were indicated when testing the rest measurement variables, such as behavioral beliefs, risk comprehension, behavioral intentions, etc. The main messages of the interventions reached the target audience, validated by the increase of the percentage of drivers self-reporting that they stop and rest for 15-20 minutes in the “after” period, compared to the period before the campaign and training program implementation. When assessing GPS data, results showed a slight improvement of drivers’ behavior after the training program realization. The comparison between self-reported and observed behavior pointed out a clear positive impact of the training program on drivers’ behavior according to the self-reported measurements and a moderate impact, based on the GPS records. Focusing on the development of behavioral models, in the case of the campaign, it was observed that the more constructs were added to the independent variables, the higher the values of the models’ predictability were. Specifically, the construct that mostly affected behavior was behavioral intentions. In the case of the training program, when predicting behavior towards stopping and resting when tired, it was observed that the strongest statistically significant predictor was descriptive norms, while when testing behavior towards following other solutions to fatigue than stopping and resting, findings revealed that the strongest predictor was behavioral beliefs. It can be concluded that drivers’ objective behavioral changes do not directly reflect to actual driving compliance with safety standards. In order to define whether changes can actually be observed through objective measurements, i.e. by using GPS devices, consistency and repetitions are required, as well as long-term measurements. On the other hand, self-reported measurements seem to be more sensitive to behavioral changes. The advantages and disadvantages of the two methods are significant and should be spherically assessed by researchers before implementing them to evaluate road safety interventions.
περισσότερα