Περίληψη
Η μελέτη της φωνοπροσωδιακής δομής της αυθόρμητης ομιλίας νηπίων με κοχλιακά εμφυτεύματα αποτελεί μια νέα προσπάθεια για την καταγραφή και ανάλυση του ανώριμου λόγου με στόχο διαγνωστικό και παρεμβατικό. Η μελέτη αυτή της προγλωσσικής ομιλίας των νηπίων, τόσο τυπικής ανάπτυξης, όσο και νηπίων με κοχλιακά εμφυτεύματα δεν είναι μια εύκολη υπόθεση μιας και τα παραδοσιακά γλωσσολογικά εργαλεία ανάλυσης που βασίζονται στον ενήλικο λόγο δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν με ευκολία για την αξιόπιστη περιγραφή του νηπιακού λόγου. Συνεπώς, η παρούσα διατριβή προχώρησε στην ανάλυση του νηπιακού λόγου μέσω των εργαλείων της ακουστικής και ακροατικής ανάλυσης, καθώς και την υιοθέτηση αρχών του υποφωνολογικού μοντέλου του Oller (2000) για την αξιόπιστη περιγραφή του νηπιακού λόγου. Η καινοτομία της διατριβής έγκειται στο γεγονός της ανάλυσης του νηπιακού λόγου μέσω των πρωτοεκφωνημάτων τυπικής ανάπτυξης αλλά και νηπίων με κοχλιακά εμφυτεύματα συμβάλλοντας τόσο στην διεθνή βιβλιογραφία όσο και στην σημ ...
Η μελέτη της φωνοπροσωδιακής δομής της αυθόρμητης ομιλίας νηπίων με κοχλιακά εμφυτεύματα αποτελεί μια νέα προσπάθεια για την καταγραφή και ανάλυση του ανώριμου λόγου με στόχο διαγνωστικό και παρεμβατικό. Η μελέτη αυτή της προγλωσσικής ομιλίας των νηπίων, τόσο τυπικής ανάπτυξης, όσο και νηπίων με κοχλιακά εμφυτεύματα δεν είναι μια εύκολη υπόθεση μιας και τα παραδοσιακά γλωσσολογικά εργαλεία ανάλυσης που βασίζονται στον ενήλικο λόγο δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν με ευκολία για την αξιόπιστη περιγραφή του νηπιακού λόγου. Συνεπώς, η παρούσα διατριβή προχώρησε στην ανάλυση του νηπιακού λόγου μέσω των εργαλείων της ακουστικής και ακροατικής ανάλυσης, καθώς και την υιοθέτηση αρχών του υποφωνολογικού μοντέλου του Oller (2000) για την αξιόπιστη περιγραφή του νηπιακού λόγου. Η καινοτομία της διατριβής έγκειται στο γεγονός της ανάλυσης του νηπιακού λόγου μέσω των πρωτοεκφωνημάτων τυπικής ανάπτυξης αλλά και νηπίων με κοχλιακά εμφυτεύματα συμβάλλοντας τόσο στην διεθνή βιβλιογραφία όσο και στην σημαντικά υπολειπόμενη ελληνική.Μέσα από την διεθνή έρευνα έχει γίνει πλέον γνωστό πως οι προσωδιακές διακυμάνσεις αποτελούν το βασικό χαρακτηριστικό της επικοινωνίας του νηπίου είτε κατά την αντίληψη είτε κατά την παραγωγή του λόγου. Συνεπώς θεωρήθηκε σκόπιμο στην παρούσα διατριβή να πραγματοποιηθεί ανάλυση της προσωδίας των πρωτοεκφωνημάτων, τα οποία κυριαρχούν κατά την νηπιακή ομιλία. Η ανάλυση αυτή πραγματοποιήθηκε μέσω των προσωδιακών χαρακτηριστικών της διάρκειας και του τονικού ύψους των πρωτοεκφωνημάτων. Ειδικότερα, οι επιμέρους στόχοι της διατριβής ήταν α) να καταγραφούν οι δομές του κανονιστικού βαβίσματος σε βρέφη και παιδιά πρώτης νηπιακής ηλικίας με κοχλιακό εμφύτευμα ως προς τη συλλαβική ακολουθία συμφώνων και φωνηέντων, β) να γίνει ανάλυση του εύρους της προσωδιακής διακύμανσης των πρωτοεκφωνημάτων του κανονιστικού κυρίως βαβίσματος, γ) να γίνει ανάλυση της παραγόμενης διάρκειάς τους, δ) να γίνει σύγκριση όλων των παραπάνω με ομάδα ελέγχου βρεφών τυπικής ανάπτυξης προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο η τυπολογία της ανάπτυξης των πρωτοεκφωνημάτων σε παιδιά με κοχλιακό εμφύτευμα ακολουθεί μία αναπτυξιακή ή αποκλίνουσα, ιδιόμορφη πορεία και τέλος, ε) να γίνει σύγκριση των παιδιών με κοχλιακή εμφύτευση πριν από τα 2 έτη με αυτά που δέχτηκαν το εμφύτευμα μετά τα 2 έτη, καθώς η βιβλιογραφία ανέφερε ότι προέκυπταν περισσότερα οφέλη από την κοχλιακή εμφύτευση στην πρώτη ομάδα παρά στη δεύτερη.Συνολικά έλαβαν μέρος τρία νήπια φυσιολογικής ακοής (ΦΑ) ηλικίας 0:8-1:1 ετών και επτά νήπια με κοχλιακά εμφυτεύματα, με χρονολογική ηλικία κατά την έναρξη των καταγραφών 1:10-4:0 έτη και μετεγχειρητική ηλικία από την έναρξη έως και το πέρας της μελέτης 0:0-1:3 έτη. Τα παιδιά επιλέχθηκαν ως υποψήφια για λήψη κοχλιακού εμφυτεύματος με βάση τα κριτήρια του πρωτοκόλλου της ΩΡΛ Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Θεσ/νίκης ΑΧΕΠΑ. Δεν είχαν διαγνωστεί με άλλες αναπτυξιακές διαταραχές πλην της κώφωσης, προεγχειρητικά, τα παιδιά είχαν PTA 95-110 dB ΗL και δεν ωφελήθηκαν από την χρήση απλών ακουστικών βοηθημάτων.Η δε μετεγχειρητική PTA κυμαίνονταν από 10-38 dBHL. Οι καταγραφές της αυθόρμητης ομιλίας πραγματοποιήθηκαν μέσω κατάλληλου εξοπλισμού σε οικείο περιβάλλον (σπίτι), σε τακτά χρονικά διαστήματα μέσα από αλληλεπίδραση με τους γονείς. Η ακουστική μετεγχειρητική ηλικία των καταγραφών των νηπίων με τα κοχλιακά εμφυτεύματα κάλυπτε και εκείνη των νηπίων τυπικής ανάπτυξης, καλύπτοντας τελικά το πρώτο έτος. Μετά την συλλογή των ηχητικών καταγραφών, ακολούθησε ακουστική ανάλυση του δείγματος μέσω κατάλληλου λογισμικού ανάλυσης της ομιλίας (Praat). Έτσι, μετρήθηκαν τόσο η διάρκεια των πρωτοεκφωνημάτων όσο και οι αντιθέσεις του τονικού ύψους. Ακολούθησε και η ταξινόμηση του πλήθους των πρωτοεκφωνημάτων βασιζόμενη στον αριθμό των συλλαβών κάθε πρωτοεκφωνήματος, μέσω φασματογραφίας ευρείας ζώνης με στόχο την εύρεση του πλέον συχνού πρωτοεκφωνήματος στην ελληνική γλώσσα. Για την διεξαγωγή και διάχυση των αποτελεσμάτων της έρευνας ακολουθήθηκαν όλοι οι κανόνες ανωνυμίας και συγκατάθεσης των συμμετεχόντων.Κατά την εξαγωγή των αποτελεσμάτων σημειώθηκαν αρχικά πολύ ικανοποιητικά ποσοστά συμφωνίας μεταξύ των βαθμολογητών. Τα ευρήματα της παρούσας διατριβής έγκεινται α) στην καταγραφή τάσης των νηπίων με κοχλιακά εμφυτεύματα να παράγουν ΜΦ μεγαλύτερης διάρκειας σε σύγκριση με τα νήπια τυπικής ανάπτυξης. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε αδυναμία για τα νήπια με εμφυτεύματα μιας και η μικρή διάρκεια αποτελεί δείγμα μεγαλύτερης ωριμότητας των παραγωγών. Επίσης, β) η δισύλλαβη δομή ΣΦΣΦ βρέθηκε το πλέον συχνό πρωτοεκφώνημα της ομιλίας μέσα στο πρώτο έτος μετεγχειρητικά είτε τα νήπια έλαβαν το εμφύτευμα πριν, είτε μετά τους 24 μήνες χρονολογικής ηλικίας. Το συμπέρασμα αυτό βρίσκεται σε συμφωνία με πορίσματα για την ελληνική γλώσσα μέσα όμως από την τυπική ανάπτυξη. Μάλιστα καταγράφηκε γ) η εμφάνιση της συλλαβικής δομής ΣΦ από τα πρώτα στάδια της προλεκτικής ομιλίας των παιδιών με κοχλιακά εμφυτεύματα. Όσον αφορά δ) την προσωδιακή παράμετρο του τονικού ύψους όπως αυτή μελετήθηκε μέσα από την αντίθεση του τονικού ύψους (ΑΤΥ), βρέθηκε χωρίς στατιστική διαφορά μεταξύ των νηπίων τυπικής ανάπτυξης και των νηπίων ΚΕ1 (νωρίτερα εμφυτευμένη ομάδα) προτείνοντας πως η κοχλιακή εμφύτευση όταν γίνεται σε παιδιά κάτω των 2 ετών, μπορεί να συγκριθεί με τις επιδόσεις των παιδιών φυσιολογικής ακοής. Η αντίστοιχη ΑΤΥ της ομάδας ΚΕ2 βρέθηκε επίσης ίδια με εκείνη των νηπίων τυπικής ανάπτυξης, προτείνοντας ότι τα νήπια αυτά προσανατολίζονται στην υιοθέτηση γλωσσολογικών συμπεριφορών με βάση τις ιδιαιτερότητες της κυρίαρχης γλώσσας, ενώ λαμβάνονται υπόψη και παράγοντες που σχετίζονται με την ωρίμανση (χρονολογική ηλικία κατά την έναρξη των καταγραφών 2:1-4:0 έτη).Σε αντίθεση με παλαιότερες μελέτες (Jakobson, 1941) που βασίζονταν βέβαια στην τυπική ανάπτυξη και ανέφεραν την ύπαρξη ασυνέχειας μεταξύ προγλωσσικών ήχων και εκείνων της μητρικής φωνολογίας, στην παρούσα διατριβή ε) καταγράφηκε ταυτόχρονη συνύπαρξη πολλών συλλαβικών τύπων πρωτοεκφωνημάτων. Το εύρημα αυτό αφορά το δεύτερο εξάμηνο του πρώτου έτους ανάπτυξης των νηπίων τυπικής και το πρώτο μετεγχειρητικό έτος των νηπίων με ΚΕ.Η ποσοτική ταξινόμηση των πρωτοεκφωνημάτων με την παράλληλη αξιολόγηση των υπερτεμαχιακών τους χαρακτηριστικών, μέσα από τις μεθόδους της ακροατικής και ακουστικής ανάλυσης, έδειξε ότι μπορεί να προσφέρει ένα πλαίσιο σύγκρισης υψηλής αξιοπιστίας με τα νήπια φυσιολογικής ακοής αντίστοιχης ακουστικής εμπειρίας. Η σύγκριση αυτή έχει υψηλή διαγνωστική αξία για την απεικόνιση της εξέλιξης της ομιλίας νηπίων με διαταραγμένη ανάπτυξη. Η απεικόνιση αυτή μπορεί να συμβάλλει μελλοντικά τόσο στη διαμόρφωση λογοπαθολογικών δοκιμασιών αξιολόγησης και παρεμβατικών πλαισίων για τους πληθυσμούς αυτούς (τα οποία δεν έχουν κατασκευαστεί μέχρι σήμερα για την ελληνική γλώσσα), όσο και στην διαμόρφωση εντός πληρέστερου ακοολογικού πλάνου αξιολόγησης της συμβολής των ΚΕ στην επικοινωνία των ληπτών.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The study of the phonoprosodic structure of spontaneous speech of infants wearing cochlear implants, comprises a fresh attempt for recording and analysing premature speech for diagnostic and interventional purposes. This study of prelinguistic speech both for typically developing infants as well as those with cochlear implants, does not consist of an easy task, since the traditional linguistic tools of analysis based on adult language cannot be used readily for the accurate description of adult speech. Therefore, the present Thesis proceeds to the analysis of infant speech through acoustical and auditory analysis, based on the principles of infraphonological model of Oller (2000). The innovation of the Thesis lies in the analysis of infant speech of protophones of typically developing and also of infants wearing cochlear implants, contributing both to international and to the substantially lacking Greek bibliography.It is acknowledged nowadays that prosodic fluctuations consist of the ...
The study of the phonoprosodic structure of spontaneous speech of infants wearing cochlear implants, comprises a fresh attempt for recording and analysing premature speech for diagnostic and interventional purposes. This study of prelinguistic speech both for typically developing infants as well as those with cochlear implants, does not consist of an easy task, since the traditional linguistic tools of analysis based on adult language cannot be used readily for the accurate description of adult speech. Therefore, the present Thesis proceeds to the analysis of infant speech through acoustical and auditory analysis, based on the principles of infraphonological model of Oller (2000). The innovation of the Thesis lies in the analysis of infant speech of protophones of typically developing and also of infants wearing cochlear implants, contributing both to international and to the substantially lacking Greek bibliography.It is acknowledged nowadays that prosodic fluctuations consist of the basic communication characteristic of the infant, either during perception or production of speech. Consequently, for the purposes of the present Thesis, it was considered necessary to conduct an analysis of prosodic features of protophones, which dominate during infantile speech. Thisanalysiswasperformedthroughthe protophone prosodic characteristics of duration and pitch. Morespecifically, the particular objectives of the Thesis were a) to record the structures of canonical babbling in infants and children of very young age with cochlear implants in respect with the syllabic sequence of consonants and vowels, b) to analyse the range of prosodic fluctuations of protophones mainly of canonical babbling, c) to analyse their duration, d) to compare all the above features with a control group of typically developing infants in order to determine whether the trajectory of the protophone development in children with cochlear implants follows a normal or deviant, peculiar course and finally, e) to present a comparison between infants implanted before or after the 24 months of chronological age since older researches indicated that more benefits emerged from cochlear implantation to the first group rather than the second one.Overall, three typically development infants (TD) participated, aged 0:8-1:1 and seven infants wearing cochlear implants, with chronological age at the beginning of recordings 1:10-4:0 years and post implantation age from the beginning until completion of the study 0:0-1:3 years. The children were selected as candidates to receive a cochlear implant under the criteria of the ENT clinic protocol of the AHEPA University Hospital in Thessaloniki. They were not diagnosed with any other developmental disorder apart from deafness, pre-operatively, the children had PTA 95-110 dB ΗL and were not benefited from the use of simple acoustic devices. The recordings of spontaneous productions were performed through appropriate equipment in a familiar environment (home), at frequent periods of time through interaction with caregivers. The post implantation age of infants with cochlear implants were matched with the hearing age of typically developing infants, covering eventually the first year. Following data collection, acoustical analysis was performed through appropriate speech analysis software (Praat). Thus, both the duration and pitch differences of protophones were measured. Furthermore, the number of protophones was classified based on the number of syllables of each protophone type via wide band spectrography aiming at the identification of the most frequent use of protophone syllabic structure in the Greek language. For the completion and diffusion of the research results, all the rules of anonymity and consent forms of the participants were followed and gathered.Concerning the results, very satisfactory rates of agreement among the raters were initially noted. The findings of the present Thesis indicated a) a tendency of infants with cochlear implants to produce isolated vowels of longer duration compared to typically developing peers. This fact was regarded as a weakness for infants with implants, since shorter duration comprises a sample of greater maturity of the speaker. In addition, b) the disyllable structure CVCV was found to be the most frequent protophone type of speech over the first year post-operatively, whether the infants received the implant before, or after 24 months of chronological age. This conclusion is in line with the outcomes for the Greek language, however, through typical development. Also, c) the appearance of the monosyllable structure of CV recorded since the beginning of the first stages of prelinguistic speech in children with cochlear implants. d) There was no significant statistical difference between the mean pitch difference of typically developing infants and the CI1 infants (group with earlier implantation). This assumption suggests that when cochlear implantation is performed to children younger than 2 years old, it may be compared with the performance of children with normal hearing. The respective mean pitch difference of the CI2 group was also found to be not significantly different from that of typically developing infants. This result suggests that these infants are destined to adopt linguistic behaviours based on the characteristics of the dominate language, while maturity-related factors should be taken into consideration (chronological age at the beginning of recordings 2:1-4:0 years).In contrast to previous studies based on typical development which argued for the existence of only one syllable type at each stage of prelinguistic speech, the present Thesis e) recorded simultaneous co-existence of multi-syllable types of protophones. This finding relates to the second half of the first year of development of typically developing infants and to the first post-operative year of infants with CIs.Quantitative classification of protophones with the parallel evaluation of their suprasegmental features, through the combination of acoustic and auditory analyses provides a new reliable perspective for comparisons between populations with similar hearing experience. These comparisons of high diagnostic value are able to equip us with new linguistic information about disordered speech. With their turn these information can positively contribute to the formation and design of new evaluation and intervention techniques useful to speech pathology (which have not been developed yet for the Greek language) and audiology.
περισσότερα