Περίληψη
Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 το ντόμινο των συνεπειών της διεθνούς ύφεσης έπληξε και την ήδη επιβαρημένη από τους επαχθείς όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών γερμανική οικονομία. Απέναντι στην επιτακτική ανάγκη της δημοσιονομικής εξυγίανσης, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας διχάστηκαν ως προς τον τρόπο κατανομής των βαρών της κρίσης, με αποτέλεσμα να διαλυθεί, το Μάρτιο του 1930, ο τελευταίος πλειοψηφικός κυβερνητικός συνασπισμός της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Η νέα κυβέρνηση μειοψηφίας υπό τον Καγκελάριο Μπρύνινγκ έκρινε σκόπιμο να αντιμετωπίσει την οικονομική κατάσταση έκτακτης ανάγκης μέσω της διασταλτικής ερμηνείας του άρθρου 48 του Συντάγματος, το οποίο προέβλεπε τη δυνατότητα του Προέδρου του Ράιχ να λαμβάνει εξαιρετικού χαρακτήρα μέτρα για την αποκατάσταση της δημόσιας ασφάλειας και τάξης. Στο επίπεδο της λειτουργίας των θεσμών η επιλογή αυτή δεν συνεπαγόταν απλώς την καταστρατήγηση του δικαίου της ανάγκης, που ουσιαστικά μετατράπηκε σε νομική βάση για την άσκηση της οικονομική ...
Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 το ντόμινο των συνεπειών της διεθνούς ύφεσης έπληξε και την ήδη επιβαρημένη από τους επαχθείς όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών γερμανική οικονομία. Απέναντι στην επιτακτική ανάγκη της δημοσιονομικής εξυγίανσης, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας διχάστηκαν ως προς τον τρόπο κατανομής των βαρών της κρίσης, με αποτέλεσμα να διαλυθεί, το Μάρτιο του 1930, ο τελευταίος πλειοψηφικός κυβερνητικός συνασπισμός της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Η νέα κυβέρνηση μειοψηφίας υπό τον Καγκελάριο Μπρύνινγκ έκρινε σκόπιμο να αντιμετωπίσει την οικονομική κατάσταση έκτακτης ανάγκης μέσω της διασταλτικής ερμηνείας του άρθρου 48 του Συντάγματος, το οποίο προέβλεπε τη δυνατότητα του Προέδρου του Ράιχ να λαμβάνει εξαιρετικού χαρακτήρα μέτρα για την αποκατάσταση της δημόσιας ασφάλειας και τάξης. Στο επίπεδο της λειτουργίας των θεσμών η επιλογή αυτή δεν συνεπαγόταν απλώς την καταστρατήγηση του δικαίου της ανάγκης, που ουσιαστικά μετατράπηκε σε νομική βάση για την άσκηση της οικονομικής πολιτικής της χώρας, αλλά και τη de facto συρρίκνωση του ρόλου της λαϊκής αντιπροσωπείας. Ο σταδιακός μετασχηματισμός του τρόπου λειτουργίας του πολιτεύματος δεν θα καθίστατο ενδεχομένως δυνατός χωρίς τη διατύπωση μιας συνταγματικής θεωρίας, η οποία επιχείρησε στην πραγματικότητα να νομιμοποιήσει, τόσο νομικά όσο και ιδεολογικά, τη συγκέντρωση υπερεξουσιών στα χεριά των φορέων της εκτελεστικής εξουσίας. Στην πρωτοπορία του συγκεκριμένου θεωρητικού εγχειρήματος βρέθηκε ο Καρλ Σμιτ, ο οποίος διατύπωσε την άποψη ότι σε συνθήκες κρίσης έπρεπε πρωτίστως να διασφαλίζεται η πολιτική ενότητα του γερμανικού λαού. Με βάση αυτό το επιχείρημα, ο Σμιτ από τη μία πλευρά καταφέρθηκε κατά της λειτουργίας της Βουλής, η οποία, λόγω του κατακερματισμού της, οδηγούσε το πολιτικό σύστημα σε αδράνεια, ενώ από την άλλη τάχθηκε υπέρ της λήψης των κρίσιμων αποφάσεων από ένα μονοπρόσωπο όργανο, ικανό να ενσαρκώνει την ενότητα του λαού. Με άλλα λόγια, το σμιτιανό έργο αμφισβήτησε ευθέως το φιλοσοφικό θεμέλιο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, τη σχετική αξία κάθε πολιτικής άποψης, προκειμένου να νομιμοποιήσει την απολυτοποίηση / θεολογικοποίηση ενός προγράμματος αυστηρής λιτότητας, το οποίο και εφαρμόσθηκε απαρέγκλιτα στη Γερμανία από τα μέσα του 1930 έως τα μέσα του 1932. Αυτή η διαλεκτική σχέση της συνταγματικής θεωρίας με την πράξη, δηλαδή η αντιθετικιστικού χαρακτήρα ερμηνεία του δικαίου της ανάγκης ως νομιμοποιητική βάση της αποψίλωσης του Κοινοβουλίου από τη νομοθετική του αρμοδιότητα, είχε ως συνέπεια την όξυνση της κρίσης τόσο σε κοινωνικό όσο και σε θεσμικό επίπεδο. Από τη στιγμή, δηλαδή, που το Ράιχσταγκ δεν συμμετείχε πλέον ενεργά στη χάραξη και εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής, αλλά απλώς επικύρωνε, δια της ανοχής του, ένα πρόγραμμα αποδιάρθρωσης του κράτους πρόνοιας, ήταν επόμενο ότι θα επερχόταν η διάρρηξη του δεσμού αντιπροσώπευσης ανάμεσα στην κοινωνική πλειοψηφία και τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου. Στις εκλογές του Ιουλίου του 1932, λοιπόν, το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα κατόρθωσε να θριαμβεύσει με ένα ποσοστό της τάξης του 38%, ενώ έξι μήνες αργότερα ο αρχηγός του, Άντολφ Χίτλερ, διορίσθηκε με νομότυπο τρόπο Καγκελάριος.Συμπερασματικά, με πεδίο αναφοράς τον τρόπο λειτουργίας των θεσμών στα χρόνια της κρίσης (1930-33), η παρούσα διατριβή επιχειρεί να συσχετίσει τις επιμέρους συγκρούσεις που έλαβαν χώρα στο πολιτικό, το θεωρητικό και το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο κατά την ταραχώδη αυτή περίοδο, ούτως ώστε να φωτίσει τις αιτίες της αποσταθεροποίησης και τελικά της κατάρρευσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
During the early 1930s, the consequences of the worldwide Great Depression exacerbated the –already burdened due to the burdensome conditions laid out in the Versailles Treaty - German economy. In the face of the urgent necessity of fiscal consolidation, the political parties were divided on the ways through which the “burdens” of the crisis would be allocated. Because of this, the last majority coalition government of the Weimar Republic was dissolved in March 1930. The new minority government, in which Brüning took office as Chancellor, decided to cope with the economic state of emergency by acting through an expansive interpretation of article 48 of the Constitution. According to this article, the President of the Reich had the power to take measures- under emergency conditions- for the restoration of public security and order. At the level of institutions, this choice had as an outcome the violation of the formal State of Emergency, given that the latter was transformed into the le ...
During the early 1930s, the consequences of the worldwide Great Depression exacerbated the –already burdened due to the burdensome conditions laid out in the Versailles Treaty - German economy. In the face of the urgent necessity of fiscal consolidation, the political parties were divided on the ways through which the “burdens” of the crisis would be allocated. Because of this, the last majority coalition government of the Weimar Republic was dissolved in March 1930. The new minority government, in which Brüning took office as Chancellor, decided to cope with the economic state of emergency by acting through an expansive interpretation of article 48 of the Constitution. According to this article, the President of the Reich had the power to take measures- under emergency conditions- for the restoration of public security and order. At the level of institutions, this choice had as an outcome the violation of the formal State of Emergency, given that the latter was transformed into the legal basis of the economic governance of the Republic, whereas at the political level it led to the de facto sidelining of the Parliament and to the simultaneous reinforcement of the executive. This regime transformation would not be possibly feasible without the “backing” of a constitutional theory, which tried in fact to legitimize both legally and ideologically the continuous violation of article 48, and the gradual sidelining of the institutional role of political parties. The “pioneer” of this intellectual endeavor was Carl Schmitt, who argued that it was the political unity of the German people that should be primarily defended under crisis conditions. Based on this argument, Schmitt firstly decried parliament’s operation arguing that its fragmentation was leading the political system into inertia. Secondly, he suggested a single-body institution, namely the President of the Reich, as the decision-making institution in the sense that the President would express the united will of the people. In other words, Schmitt’s work put directly into question the philosophical foundation of the Weimar Republic, the relative value of every political opinion, in order to render a political program of harsh austerity absolute and theological. This program was unremittingly implemented in Germany between mid-1930s and mid-1932. This dialectical relationship between constitutional theory and political action, namely the antipositivist interpretation of the State of Emergency as the legitimation basis of the diminution of Parliament’s legislative authority, had as a consequence the exacerbation of crisis at the social and at the institutional level. So, from the moment that the Reichstag did not actively participate in the planning and in the implementation of economic policy but it was just ratifying a program of dismantling the welfare state via its tolerance, a rupture in the relationship of political representation of the social majority with the parties of the “democratic arch” could be anticipated. This became evident in the July 1932 elections, where the NSDAP triumphed (38%) whereas six months later its leader, Adolf Hitler, would be appointed Chancellor in a formally legal way. Concluding, this doctoral dissertation- by having as main field of research the operation of the institutions during the years of crisis (1930-33) - endeavors to detect the conflicts that took place at the political, theoretical and socio-economic level during these crucial three years so as to shed light into the reasons of destabilization and, finally, of the collapse of the Weimar Republic.
περισσότερα