Περίληψη
Αξιοποιώντας τη συμβιωτική σχέση μεταξύ μουσικής και αρχιτεκτονικής, μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο αρχών και πρακτικών και κατ’ αναλογίαν με το μουσικό αυτοσχεδιασμό εξετάζεται ο αρχιτεκτονικός αυτοσχεδιασμός ως αυθόρμητη, απρόβλεπτη, δημιουργική συνεισφορά των τελικών αποδεκτών του σχεδιασμού στο έργο του αρχιτέκτονα-συνθέτη, ως ατομική ή/και συλλογική δράση-παρέμβαση των χρηστών στην παραγωγή του αρχιτεκτονικού χώρου. Παράλληλα, εξετάζεται η αρχιτεκτονική σύνθεση ως μέσον πραγματοποίησης τέτοιων αυτοσχεδιαστικών δράσεων. Βέβαια, υφίσταται μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των δύο τεχνών, η οποία αφορά στην υπόσταση του παραγόμενου έργου, καθώς η αρχιτεκτονική, που διαθέτει φυσική υπόσταση και μια οικονομική υπεραξία, σχετίζεται με το χώρο ενώ η μουσική με το χρόνο. Ωστόσο, επειδή η έρευνα δεν βασίζεται στο συνήθη συσχετισμό των κοινών δομικών-μορφικών χαρακτηριστικών και όρων τους αλλά στο συσχετισμό τους ως διαδικασιών παραγωγής, αυτή η διαφορά δεν εμποδίζει την πραγματοποίη ...
Αξιοποιώντας τη συμβιωτική σχέση μεταξύ μουσικής και αρχιτεκτονικής, μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο αρχών και πρακτικών και κατ’ αναλογίαν με το μουσικό αυτοσχεδιασμό εξετάζεται ο αρχιτεκτονικός αυτοσχεδιασμός ως αυθόρμητη, απρόβλεπτη, δημιουργική συνεισφορά των τελικών αποδεκτών του σχεδιασμού στο έργο του αρχιτέκτονα-συνθέτη, ως ατομική ή/και συλλογική δράση-παρέμβαση των χρηστών στην παραγωγή του αρχιτεκτονικού χώρου. Παράλληλα, εξετάζεται η αρχιτεκτονική σύνθεση ως μέσον πραγματοποίησης τέτοιων αυτοσχεδιαστικών δράσεων. Βέβαια, υφίσταται μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των δύο τεχνών, η οποία αφορά στην υπόσταση του παραγόμενου έργου, καθώς η αρχιτεκτονική, που διαθέτει φυσική υπόσταση και μια οικονομική υπεραξία, σχετίζεται με το χώρο ενώ η μουσική με το χρόνο. Ωστόσο, επειδή η έρευνα δεν βασίζεται στο συνήθη συσχετισμό των κοινών δομικών-μορφικών χαρακτηριστικών και όρων τους αλλά στο συσχετισμό τους ως διαδικασιών παραγωγής, αυτή η διαφορά δεν εμποδίζει την πραγματοποίηση της επιχειρούμενης αναλογίας. Ο αρχιτεκτονικός αυτοσχεδιασμός, λοιπόν, συσχετίζεται με τις νεότερες αντιλήψεις περί ομαδικής δημιουργίας, στο πλαίσιο των οποίων γεφυρώνεται το χάσμα μεταξύ ειδικού και μη ειδικού και αναθεωρείται η σχέση μεταξύ σύνθεσης και αυτοσχεδιασμού. Το ενδιαφέρον μετατοπίζεται από το έργο στη διαδικασία παραγωγής του, όπου ο συνθέτης αναλαμβάνει ρόλο διαμεσολαβητή και οργανωτή ενώ ο τελικός αποδέκτης ρόλο συνδημιουργού. Πρωταρχική σημασία δεν έχει η αισθητική τελειότητα του παραγόμενου προϊόντος αλλά η άμεση ανταπόκρισή του στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας, που το δημιουργεί. Έτσι, ο αυτοσχεδιασμός, ιδίως ο ομαδικός αυτοσχεδιασμός (όπως και ο συμμετοχικός σχεδιασμός που εντάσσεται στην έρευνα), εμπλέκοντας τους τελικούς αποδέκτες στην παραγωγή του έργου επιδιώκει τη χειραφέτησή τους, αξιώνει τη δημιουργική συμβολή τους έναντι της παθητικής κατανάλωσης και με εργαλείο την αλληλεπίδραση, τη συνεργασία και το διάλογο στοχεύει στην ελεύθερη, ισότιμη, δημοκρατική έκφραση. Στο πλαίσιο της έρευνας μελετώνται έξι περιπτώσεις, τρεις από το χώρο της μουσικής και τρεις από το χώρο της αρχιτεκτονικής, που εξετάζονται κατά ζεύγη με βάση τη διάκριση σε ιδιωματικό, μη-ιδιωματικό και διιδιωματικό αυτοσχεδιασμό. Πρόκειται αντίστοιχα για τους μουσικούς Ornette Coleman, Cornelius Cardew, Anthony Braxton και τους αρχιτέκτονες Herman Hertzberger, Lucien Kroll, Christopher Alexander.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Reclaiming the symbiotic relationship between music and architecture, within a specific historical context of principles and practices, and in correlation to musical improvisation, the architectural improvisation is examined as a spontaneous, unpredictable, creative contribution of the final recipients of design in the work of the architect-composer, as an individual and/or collective action-intervention of users in the production of architectural space. In addition, architectural composition is considered as a means to accomplish such improvisatory actions. Surely, there is a fundamental difference between the two arts, which concerns the existence of the work produced, since architecture, which has a physical substance and an economic surplus value, is associated with space while music is associated with time. However, just because research is not based on the usual correlation of their common structure-form features and terms but on their correlation as production processes, this fu ...
Reclaiming the symbiotic relationship between music and architecture, within a specific historical context of principles and practices, and in correlation to musical improvisation, the architectural improvisation is examined as a spontaneous, unpredictable, creative contribution of the final recipients of design in the work of the architect-composer, as an individual and/or collective action-intervention of users in the production of architectural space. In addition, architectural composition is considered as a means to accomplish such improvisatory actions. Surely, there is a fundamental difference between the two arts, which concerns the existence of the work produced, since architecture, which has a physical substance and an economic surplus value, is associated with space while music is associated with time. However, just because research is not based on the usual correlation of their common structure-form features and terms but on their correlation as production processes, this fundamental difference does not prevent the realisation of the attempted correlation. Therefore, architectural improvisation is associated with the latest concepts of collective creation, where the gap between experts and non-experts is bridged, and the relationship between composition and improvisation is reviewed. The interest is shifted from the work to its production process, where the composer takes the role of mediator and coordinator, and the final recipient takes the role of co-creator. The primary importance is given not to the aesthetic perfection of the product but to its immediate response to the real needs of the society that creates it. Thus, improvisation, especially collective improvisation (just like participatory planning that is part of the research), as it involves the final recipients in the production of the work, it seeks their emancipation, claims their creative contribution towards passive consumption, and by using interaction, cooperation and dialogue as a tool, it aims to a free, fair, democratic expression. In this research, six cases, three from music (Ornette Coleman, Cornelius Cardew, and Anthony Braxton) and three from architecture (Herman Hertzberger, Lucien Kroll, and Christopher Alexander) are studied, and in particular they are examined in pairs according to the distinction on idiomatic, non-idiomatic and transidiomatic improvisation.
περισσότερα