Περίληψη
Εισαγωγή: Η επιληψία αποτελεί μία από τις συχνότερες σοβαρές διαταραχές του εγκεφάλου. Στην παιδική και εφηβική ηλικία η πλειονότητα των επιληψιών ανήκει στα ιδιοπαθή επιληπτικά σύνδρομα. Σκοπός: Η παρούσα μελέτη διεξήχθη την περίοδο 2008-2012 με σκοπό να μελετήσει την κλινική πορεία και να αναγνωρίσει τους προγνωστικούς παράγοντες που καθορίζουν την έκβαση των ιδιοπαθών επιληπτικών συνδρόμων στην παιδική και εφηβική ηλικία. Μεθοδολογία: Στη μελέτη συμπεριελήφθησαν 303 ασθενείς με ιδιοπαθή επιληψία, ηλικίας 1-14 ετών, οι οποίοι ήταν υπό παρακολούθηση από 2 - 22 έτη. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο, συγκεντρώθηκαν πληροφορίες για το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό του κάθε ασθενούς, το ιστορικό πυρετικών σπασμών, διαταραχών ύπνου, σχολικής επίδοσης, ιστορικού ημικρανίας και πληροφορίες όσον αφορά το είδος και τον αριθμό των επιληπτικών κρίσεων πριν την έναρξη της αντιεπιληπτικής αγωγής. Η κλινική πορεία της επιληψίας καταγράφηκε ξεχωριστά μετά από ένα, δύο, τέσσερα έτη, καθώς και στο τέλος ...
Εισαγωγή: Η επιληψία αποτελεί μία από τις συχνότερες σοβαρές διαταραχές του εγκεφάλου. Στην παιδική και εφηβική ηλικία η πλειονότητα των επιληψιών ανήκει στα ιδιοπαθή επιληπτικά σύνδρομα. Σκοπός: Η παρούσα μελέτη διεξήχθη την περίοδο 2008-2012 με σκοπό να μελετήσει την κλινική πορεία και να αναγνωρίσει τους προγνωστικούς παράγοντες που καθορίζουν την έκβαση των ιδιοπαθών επιληπτικών συνδρόμων στην παιδική και εφηβική ηλικία. Μεθοδολογία: Στη μελέτη συμπεριελήφθησαν 303 ασθενείς με ιδιοπαθή επιληψία, ηλικίας 1-14 ετών, οι οποίοι ήταν υπό παρακολούθηση από 2 - 22 έτη. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο, συγκεντρώθηκαν πληροφορίες για το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό του κάθε ασθενούς, το ιστορικό πυρετικών σπασμών, διαταραχών ύπνου, σχολικής επίδοσης, ιστορικού ημικρανίας και πληροφορίες όσον αφορά το είδος και τον αριθμό των επιληπτικών κρίσεων πριν την έναρξη της αντιεπιληπτικής αγωγής. Η κλινική πορεία της επιληψίας καταγράφηκε ξεχωριστά μετά από ένα, δύο, τέσσερα έτη, καθώς και στο τέλος της παρακολούθησης και οι ασθενείς διακρίθηκαν σε τέσσερες ομάδες κλινικής πορείας της επιληψίας: εξαιρετική, καλή, υποτροπιάζουσα και δυσμενή. Ακολούθησε μονοπαραγοντική και πολυπαραγοντική στατιστική ανάλυση για την αναζήτηση προγνωστικών παραγόντων της ιδιοπαθούς επιληψίας στην παιδική ηλικία.Αποτελέσματα και συμπεράσματα: Τα συχνότερα επιληπτικά σύνδρομα που καταγράφηκαν στα παιδιά της παρούσας μελέτης ήταν η ρολάνδειος επιληψία με ποσοστό 35,3% και οι αφαιρέσεις της παιδικής ηλικίας με 26,4%. Σύμφωνα με τα σημαντικότερα αποτελέσματα της μελέτης: (α) η τελική έκβαση της επιληψίας παιδιών και εφήβων με ιδιοπαθή επιληπτικά σύνδρομα ήταν εξαιρετική, με ποσοστό κλινικής ύφεσης 96,3%, (β) ποσοστό 53% των ασθενών ακολούθησαν εξαιρετική κλινική πορεία, με άμεσο και σταθερό έλεγχο των κρίσεων, 22,8% παρουσίασε καλή κλινική πορεία, με έλεγχο των κρίσεων μετά το πρώτο έτος θεραπείας και τελική ύφεση, το 22,1% ακολούθησε υποτροπιάζουσα πορεία και μόλις 2% είχαν φαρμακοανθεκτική επιληψία, (γ) οι ασθενείς με αφαιρέσεις της παιδικής ηλικίας παρουσίασαν μεγαλύτερη πιθανότητα βραχυπρόθεσμου ελέγχου των κρίσεων (στα 2 έτη παρακολούθησης) σε σύγκριση με τα παιδιά που έλαβαν αγωγή για ρολάνδειο επιληψία, ωστόσο η τελική έκβαση και των δύο συνδρόμων ήταν ευνοϊκή, (δ) ο πιο ισχυρός προγνωστικός παράγοντας τελικής ύφεσης που έδειξε η πολυπαραγοντική ανάλυση ήταν η αρχική ανταπόκριση στη θεραπεία, δηλαδή ο άμεσος έλεγχος των επιληπτικών κρίσεων στο πρώτο έτος παρακολούθησης. Αντίθετα, ως δυσμενείς προγνωστικοί παράγοντες επίτευξης τελικής ύφεσης αναδείχθηκαν το θετικό ιστορικό ημικρανίας και η παρουσία περισσότερων του ενός είδους επιληπτικών κρίσεων (ε) όσον αφορά την κλινική πορεία των παιδιών και εφήβων με ιδιοπαθή επιληπτικά σύνδρομα, η πολυπαραγοντική ανάλυση έδειξε ότι η μικρή ηλικία έναρξης των κρίσεων, τα περισσότερα του ενός είδη επιληπτικών κρίσεων και το ιστορικό ημικρανίας αποτελούν προγνωστικούς παράγοντες για την εμφάνιση υποτροπών, ενώ αντίθετα η άμεση ανταπόκριση στη θεραπεία αποτελεί θετικό προγνωστικό παράγοντα για την εμφάνιση εξαιρετικής και καλής κλινικής πορείας στην μακροχρόνια παρακολούθηση των ασθενών.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Background: Epilepsy is one of the most common serious disorders of the brain. The majority of the epilepsies diagnosed in childhood and adolescence are classified among idiopathic epileptic syndromes. Purpose: The present study was conducted during the interval 2008-2012 aiming to observe the clinical course and identify prognostic factors that determine the outcome of idiopathic epileptic syndromes diagnosed in childhood and adolescence.Methods: 303 patients with idiopathic epilepsy were followed for at least 2 and up to 20 years. According to the study protocol, information was gathered on the personal and family history of each individual patient, history of febrile seizures, sleep disorders, academic performance, history of migraine, as well as information regarding the type and number of epileptic seizures before the onset of antiepileptic drug treatment. The outcomes of epilepsy regarding seizure control were recorded after one, two, four years, as well as at the end of follow-u ...
Background: Epilepsy is one of the most common serious disorders of the brain. The majority of the epilepsies diagnosed in childhood and adolescence are classified among idiopathic epileptic syndromes. Purpose: The present study was conducted during the interval 2008-2012 aiming to observe the clinical course and identify prognostic factors that determine the outcome of idiopathic epileptic syndromes diagnosed in childhood and adolescence.Methods: 303 patients with idiopathic epilepsy were followed for at least 2 and up to 20 years. According to the study protocol, information was gathered on the personal and family history of each individual patient, history of febrile seizures, sleep disorders, academic performance, history of migraine, as well as information regarding the type and number of epileptic seizures before the onset of antiepileptic drug treatment. The outcomes of epilepsy regarding seizure control were recorded after one, two, four years, as well as at the end of follow-up and the patients were divided into four different groups of clinical course: excellent, good, relapsing and poor. Univariate and multivariate statistical analysis was performed in order to identify determinants of seizure outcome and clinical course of idiopathic epilepsy in childhood.Results and conclusions: The most frequently encountered epileptic syndromes in the present study were rolandic epilepsy (35,3%) and childhood absence epilepsy (26,4%). The most fundamental results of our study were as follows: (a)the final outcome of idiopathic childhood epilepsy was excellent, with a terminal remission rate of 96,3%(b)a proportion reaching 53% of the subjects followed an excellent clinical course during follow-up, with immediate and ongoing control of epileptic seizures, 22,8% exhibited a good clinical course with remission delayed until after the initial year of treatment and sustained thereafter, 22,1% followed a remitting-relapsing course and only 2% followed a poor clinical course exhibiting drug-resistance(c)patients with childhood absence epilepsy had increased chance of entering remission after 2 years of follow-up compared to children treated for rolandic epilepsy, however the final outcome of both syndromes was favorable (d)the most powerful prognostic factor of terminal remission revealed by multivariate analysis was early response to treatment, defined as absence of seizures during the initial year of follow-up. On the contrary, unfavorable prognostic factors for terminal remission were the presence of a positive history of migraine and the occurrence of multiple seizure types(e)regarding the clinical course of children and adolescents with idiopathic epileptic syndromes, multivariate analysis revealed that early seizure onset, multiple seizure types and history of migraine disorder were prognostic factors for the recurrence of seizures (remitting-relapsing course), while, on the contrary, early response to treatment was a determinant of excellent and good clinical course throughout follow-up.
περισσότερα