Περίληψη
Μετά από τις πληθυσμιακές ανακατατάξεις που έλαβαν χώρα στην Κρήτη κατά την δεκαετία της επανάστασης και της Αιγυπτιοκρατίας (με κυριότερη την αριθμητική κυριαρχία των χριστιανών τόσο στο σύνολο του νησιού, όσο ειδικότερα στην ύπαιθρο) μεταβλήθηκε και το καθεστώς γαιοκτησίας, καθώς η μεγαλογαιοκτησία κατατμήθηκε, η μικροϊδιοκτησία αποτέλεσε τη βάση της κοινωνικής συγκρότησης και η γη πέρασε στα χέρια των χριστιανών. Εξάλλου κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και ως αποτέλεσμα της ένταξης της κρητικής στην παγκόσμια οικονομία, η οικονομία της Κρήτης υφίστατο ριζικούς μετασχηματισμούς που παρατηρούνται ευρύτερα στον ανατολικομεσογειακό χώρο την ίδια εποχή: την αποβιομηχάνιση (στη σαπουνοποιία, μεταξουργία, υφάσματα) την εμπορευματοποίηση της παραγωγής με βάση την διεθνή ζήτηση (σταθερή στις περιπτώσεις της καλλιέργειας των ελαιόδενδρων, των χαρουπιών, και των εσπεριδοειδών και συγκυριακή στις περιπτώσεις της αμπελοκαλλιέργειας και της βαμβακοκαλλιέργειας) και τον περιορισμό της παραγωγ ...
Μετά από τις πληθυσμιακές ανακατατάξεις που έλαβαν χώρα στην Κρήτη κατά την δεκαετία της επανάστασης και της Αιγυπτιοκρατίας (με κυριότερη την αριθμητική κυριαρχία των χριστιανών τόσο στο σύνολο του νησιού, όσο ειδικότερα στην ύπαιθρο) μεταβλήθηκε και το καθεστώς γαιοκτησίας, καθώς η μεγαλογαιοκτησία κατατμήθηκε, η μικροϊδιοκτησία αποτέλεσε τη βάση της κοινωνικής συγκρότησης και η γη πέρασε στα χέρια των χριστιανών. Εξάλλου κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και ως αποτέλεσμα της ένταξης της κρητικής στην παγκόσμια οικονομία, η οικονομία της Κρήτης υφίστατο ριζικούς μετασχηματισμούς που παρατηρούνται ευρύτερα στον ανατολικομεσογειακό χώρο την ίδια εποχή: την αποβιομηχάνιση (στη σαπουνοποιία, μεταξουργία, υφάσματα) την εμπορευματοποίηση της παραγωγής με βάση την διεθνή ζήτηση (σταθερή στις περιπτώσεις της καλλιέργειας των ελαιόδενδρων, των χαρουπιών, και των εσπεριδοειδών και συγκυριακή στις περιπτώσεις της αμπελοκαλλιέργειας και της βαμβακοκαλλιέργειας) και τον περιορισμό της παραγωγής για την εγχώρια ζήτηση (με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τη μείωση παραγωγής σιτηρών). Επίσης, από τα τρόφιμα αντί να εισάγονται προϊόντα που θα μπορούσαν να μεταποιηθούν στην Κρήτη, εισάγονταν ήδη μεταποιημένα από το εξωτερικό, όπως στην περίπτωση των δημητριακών και του αλευριού. Παρά την εμπορευματοποίηση της αγροτικής παραγωγής δεν έγινε προσπάθεια για εξαγωγή προϊόντων με μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία (χύμα ελαιόλαδο και κρασί, κουκούλια αντί για μετάξι ανεπεξέργαστα δέρματα). Η Κρήτη προσανατολίστηκε προς την παραγωγή και εξαγωγή πρώτων υλών και αγροτικών προϊόντων έντασης εργασίας και στην εισαγωγή βιομηχανικών αγαθών, ημικατεργασμένων προϊόντων και τροφίμων της εκτατικής γεωργίας. Η γεωργική οικονομία της Κρήτης παρέμενε «υπανάπτυκτη», και η συγκρότηση της εσωτερικής αγοράς η εξειδίκευση της παραγωγής και η εμβάθυνση του καταμερισμού εργασίας ήταν δυσχερής. Η κρητική οικονομία γινόταν όλο και λιγότερο αυτάρκης και προσδενόταν με όρους δυσμενείς στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας καταγράφοντας ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο και γνωρίζοντας μέσα σε μερικές δεκαετίες την υποβάθμιση της θέσης της στην παγκόσμια οικονομία. Από τον Οκτώβριο του 1878, μετά την υπογραφή της Σύμβασης της Χαλέπας από την Υψηλή Πύλη και τους χριστιανούς Κρήτες, καθιερώθηκε ένα νέο πολιτικό μοντέλο στην Κρήτη που αποσκοπούσε στην υπό όρους διατήρηση του νησιού στον οθωμανικό κεντρικό κορμό και που εφόσον κρινόταν αποτελεσματικό και πετυχημένο θα αποτελούσε το παράδειγμα για άλλες ευρωπαϊκές επαρχίες της Αυτοκρατορίας. Με το νέο καθεστώς σχετικής αυτονομίας ή «ημιαυτονομίας» όπως αποκαλούνταν, πολλές διοικητικές αρμοδιότητες και προνόμια περιήλθαν από την Πύλη στους Κρήτες από τους οποίους το 1/3 ήταν μουσουλμάνοι και τα 2/3 περίπου χριστιανοί. Η σχετική φιλελευθεροποίηση ο δειλός εκδημοκρατισμός και η μερική αυτονόμηση του νησιού από το οθωμανικό κέντρο διαμόρφωσαν μια νέα πολιτική τάξη πραγμάτων, η οποία ξεπερνούσε κατά πολύ τις προθέσεις της Πύλης, καθώς ανατράπηκαν οι εθνοθρησκευτικές ισορροπίες. Το νέο καθεστώς στην ουσία απέδωσε στους χριστιανούς ισχυρή πολιτική δύναμη που συναρθρωνόταν με την μακροχρόνια τάση του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, της οικονομικής και κοινωνικής τους ενδυνάμωσης και έτσι διαμόρφωσε νέους όρους στην κρητική κοινωνία. Το κυριότερο: οι τάσεις που με την εφαρμογή της Σύμβασης της Χαλέπας παγιώθηκαν στην κρητική κοινωνία δεν αντιστράφηκαν ούτε όταν στα 1889 υπό το βάρος της οικονομικής και πολιτικής κρίσης η Πύλη ανέστειλε την ισχύ της Σύμβασης και επέβαλε τον στρατιωτικό νόμο. Το αντίθετο μάλιστα υπό την επήρεια των αυξανόμενων εθνικισμών των τελών του 19ου αιώνα από το 1889 επιταχύνθηκε η ριζοσπαστικοποίηση των χριστιανών Κρητών και μετά από την επαναστατική δράση τους στην τριετία 1896-98 επήλθε η οριστική αυτονόμηση του νησιού από την Πύλη (1898).
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Following the social rearrangement that took place in Crete during the revolutionary period of 1821-28 and the decade (1830s) of the Egyptian rule (the most important one being the numerical superiority of the Christians across the island and especially in the countryside), the land regime was also altered as large estates were fragmented, small land ownership became the basis of social formation and the land was transferred to the hands of the Christians. Nevertheless, during the second half of the 19th century, as a result of its integration to the world markets, the Cretan economy underwent drastic transformations in accordance with the prevailing broader eastern Mediterranean trends: deindustrialization (in soap manufacturing, silk industry and textile manufacturing), commercialization of the agricultural production based on foreign demand (regular in the case of the cultivation of olives, carobs and citrus fruits and seasonal in the case of viniculture and cotton farming) and decl ...
Following the social rearrangement that took place in Crete during the revolutionary period of 1821-28 and the decade (1830s) of the Egyptian rule (the most important one being the numerical superiority of the Christians across the island and especially in the countryside), the land regime was also altered as large estates were fragmented, small land ownership became the basis of social formation and the land was transferred to the hands of the Christians. Nevertheless, during the second half of the 19th century, as a result of its integration to the world markets, the Cretan economy underwent drastic transformations in accordance with the prevailing broader eastern Mediterranean trends: deindustrialization (in soap manufacturing, silk industry and textile manufacturing), commercialization of the agricultural production based on foreign demand (regular in the case of the cultivation of olives, carobs and citrus fruits and seasonal in the case of viniculture and cotton farming) and decline in the production for the domestic market (the decreased production of cereals was a typical case). Moreover, instead of importing food-stuff that could be processed in Crete, a series of processed goods were imported as happened in the case of cereals and flour. Despite the commercialization of the agricultural production no effort was made to export products of higher added value (olive oil and wine in bulk, cocoons instead of silk, raw hides). Crete produced and exported raw materials and agricultural products of intense farming and imported manufactured goods, semi-processed products and foods of extended agriculture. The agricultural economy of Crete remained underdeveloped and the development of the domestic market, the specialization of production and the strengthening of the division of labour were problematic. The Cretan economy gradually lost its self-sufficiency and became part of the international division of labour presenting a negative trade balance and within a short period of time undergoing a considerable degradation of its position in the hierarchy of the world economy. In 1878 the Chalepa Pact (signed by the Porte and the Christian Cretans) established a new political model in Crete that sought the conditional preservation of the Ottoman suzerainty over the island and its potential implementation in other European provinces of the Empire in case of success. The new regime of relative autonomy (also called “semi-autonomy”) transferred various administrative duties and privileges from the Sublime Porte to the Cretans of which 1/3 was Muslims and approximately 2/3 were Christians. The relative liberalization, the subtle democratization and the partial autonomy of the island from the Ottoman center instituted a new status quo that went far beyond the initial intentions of the Sublime Porte as they upset the ethnic and religious equilibrium. In fact, the new regime provided the Christians with considerable political authority that, combined with the long-term trend of the second half of the 19th century of Christian socio-economic empowerment, brought new rules to the Cretan society. The most important outcome of the new regime was the following: the trends introduced by the Chalepa Pact in the Cretan society remained constant even when in 1889 the Sublime Port suspended the Pact and imposed military low following a severe politico-economic crisis. On the contrary, the rising nationalist movements of the end of the 19th century led to the radicalization of the Christian Cretans from 1889 onwards and to the final autonomy of the island (1898) following a three-year revolt (1896-98).
περισσότερα