Περίληψη
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204) και την ημιανεξάρτητη διοίκηση του οίκου των Γαβαλάδων μέχρι το 1250, τα Δα)δεκάνησα γνώρισαν μία περίοδο κατά την οποία Βυζαντινοί αξιωματούχοι εναλάσσονταν με Γενοβέζους, Βενετούς, και σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως της Νισύρου, πειρατές.Το 1306 η Ρόδος πέρασε στην κυριαρχία του Τάγματος των Ιωαννιτών Ιπποτών. Την ίδια χρονιά οι Ιππότες ήλθαν αντιμέτωποι με το Βενετό Andrea Cornaro σχετικά με την κυριαρχία της Καρπάθου, της Σαρίας και της Κάσου. Τόσο η Κως όσο και η Νίσυρος κατελήφθησαν γύρω στο 1314. Και τα δύο νησιά είχαν σημαντική στρατηγική θέση, χρησιμεύοντας για τον ανεφοδιασμό των πλοίων.Οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννη, υπεύθυνοι νοσοκομείου για την υποδοχή και την περίθαλψη των προσκυνητών και του ναού του Αγίου Ιωάννη στην Ιερουσαλήμ, έλαβαν μοναχικούς Κανόνες και πήραν στρατιωτικό χαρακτήρα γύρω στο 1130. Απέκτησαν με τα χρόνια από δωρεές μια τεράστια ακίνητη περιουσία που περιλάμβανε ολόκληρες επαρχίες στη Δύση και ...
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204) και την ημιανεξάρτητη διοίκηση του οίκου των Γαβαλάδων μέχρι το 1250, τα Δα)δεκάνησα γνώρισαν μία περίοδο κατά την οποία Βυζαντινοί αξιωματούχοι εναλάσσονταν με Γενοβέζους, Βενετούς, και σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως της Νισύρου, πειρατές.Το 1306 η Ρόδος πέρασε στην κυριαρχία του Τάγματος των Ιωαννιτών Ιπποτών. Την ίδια χρονιά οι Ιππότες ήλθαν αντιμέτωποι με το Βενετό Andrea Cornaro σχετικά με την κυριαρχία της Καρπάθου, της Σαρίας και της Κάσου. Τόσο η Κως όσο και η Νίσυρος κατελήφθησαν γύρω στο 1314. Και τα δύο νησιά είχαν σημαντική στρατηγική θέση, χρησιμεύοντας για τον ανεφοδιασμό των πλοίων.Οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννη, υπεύθυνοι νοσοκομείου για την υποδοχή και την περίθαλψη των προσκυνητών και του ναού του Αγίου Ιωάννη στην Ιερουσαλήμ, έλαβαν μοναχικούς Κανόνες και πήραν στρατιωτικό χαρακτήρα γύρω στο 1130. Απέκτησαν με τα χρόνια από δωρεές μια τεράστια ακίνητη περιουσία που περιλάμβανε ολόκληρες επαρχίες στη Δύση και στην Ανατολή. Μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ το 1187 το Τάγμα μετώκησε στην Άκρα παίζοντας πρωτεύοντα ρόλο στις σταυροφοριακές εκστςκχτείες μέχρι το 1291, όταν η Συρία πέρασε στα χέρια των Οθωμανών. Καταφεύγοντας στην Κύπρο, όπως άλλωστε και οι Ναΐτες, οι Ιωαννίτες εγκαταστάθηκαν στη Λεμεσό. Οι συλλήψεις των Ναϊτών (1307-1308) καθώς και οικονομικές δυσκολίες, τους ανάγκασαν να στραφούν προς τις Νότιες Σποράδες, και ειδικά προς τη Ρόδο, την Κω και τη Λέρο.Η ιπποτική κυριαρχία στη Ρόδο και στα Δωδεκάνησα διήρκεσε από το 1309 μέχρι το 1522 δημιουργώντας ένα προπύργιο της χριστιανικής Δύσης απέναντι στον κίνδυνο που ερχόταν από την Ανατολή. Παράλληλα, έθεσε τις προϋποθέσεις για πολιτιστικές δημιουργίες και αλληλοδιεισδύσεις. Οι εθνότητες ή Γλώσσες των Ιωαννιτών μέχρι το 1461 ήταν επτά, οπότε εκείνη της Ισπανίας χωρίστηκε στη Γλώσσα της Αραγωνίας και στη Γλώσσα της Καστίλλης-Πορτογαλίας. Το Τάγμα ήταν συγκροτημένο από τρεις τάξεις: τους ιππότες, τους καπελάνους και τους σεργέντες. Η κεντρική διοίκηση λειτουργούσε με ανώτατο άρχοντα το μεγάλο μάγιστρο σε συνδιασμό με συλλογικά διοικητικά όργανα, τη Γενική Σύνοδο και το Συμβούλιο. Οι υπήκοοι του ιπποτικού κράτους διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες: α)τους ιθαγενείς κατοίκους των νησιών, και β) τους ιππότες, πολυεθνικών καταγωγών, που κατοικούσαν είτε στη Δύση, είτε στην Ανατολή και τους μετοίκους. Οι κοινωνικές τάξεις των υπηκόων του Ιπποτικού κράτους, από την κατώτερη στην ανώτατη βαθμίδα, ήταν οι ακόλουθες: οι πάροικοι, οι μαρινάριοι ή ναύτες, οι φραγκομάτοι (απελεύθεροι) και οι burgenses. Οι πάροικοι βρίσκονταν πολύ κοντά στην ύπαιθρο. Οι μαρινάριοι ήταν υπόχρεοι της αγγαρείας της θητείας στα πλοία του ιπποτικού κράτους. Οι burgenses ήταν ελεύθεροι ή απελεύθεροι πολίτες. Η άσκηση της διοίκησης ήταν συγκεντρωτική. Οι κομενταρίες αποτελούσαν τις βασικές μονάδες και είχαν υπό τον έλεγχό τους οικισμούς και κτήματα. Οι καστελλανίες έπαιζαν καίριο ρόλο στην άμυνα των περιοχών. Τα πριοράτα αποτελούνταν από διάφορες κομενταρίες. Τα casali (χωριά;), που ήταν ιδιοκτησίες ιπποτών ή λαϊκών και περιλάμβαναν τους δουλοπάροικους, τους σκλάβους και τα εισοδήματα, αποτελούσαν περισσότερο οικονομικές ή αγροτικές μονάδες παρά διοικητικές υποδιαιρέσεις, όπως οι καστελλανίες ή οι contratae.Παρά τις απαγορευτικές διατάξεις γενικών Συνόδων του Τάγματος, η ανεπάρκεια της πρωτογενούς παραγωγής ώθησε τους οι Ιππότες να ιδρύσουν ένα κράτος που στηριζόταν στις εμπορικές συναλλαγές. Βιοτεχνικές μονάδες λειτουργούσαν στην πόλη της Ρόδου ήδη από το α’ μισό του 14ου αιώνα ενώ η ροδιακή ζάχαρη, από τις καλύτερες στη Μεσόγειο, αποτελούσε κρατικό μονοπώλιο. Η οικονομική ανεπάρκεια του δημόσιου Ταμείου, παρά την ακίνητη ιπποτική περιουσία στη Δύση, έθετε το Τάγμα υπό την εξάρτηση Φράγκων κυρίως κεφαλαιούχων που εμπορεύονταν στη Ρόδο και που δάνειζαν χωρίς τόκο. Μεγάλες εμπορικές και τραπεζικές εταιρείες ιταλικών κρατιδίων διέθεταν υποκαταστήματα στη Ρόδο.Η έδρα του Τάγματος βρισκόταν σε ένα τμήμα της πόλης/μπούργκου, το Κολλάκιο, το οποίο ξεχώριζε μέσω ενός τείχους. Το ελληνικό στοιχείο της πόλης της Ρόδου υποχρεώθηκε να συγκατοικήσει με τους Φράγκους αστούς στο μπούργκο. Οι κληρικοί αποτελούσαν, κατά τα φαινόμενα, τις ηγετικές φυσιογνωμίες της τοπικής κοινωνίας, τόσο στην πόλη, όσο και στα χωριά του νησιού ή γενικότερα της επικράτειας του Τάγματος. Οι “πρώτοι”, λαϊκοί ή κληρικοί, εκπροσωπούσαν διοικητικές ομάδες, τις “πρωταρίες”, οι οποίες ήταν υπεύθυνες για τις καταγραφές περιουσιακών στοιχείων, την τήρηση υποχρεώσεων παροίκων ή μαριναρίων, την είσπραξη φόρων κλπ. Οι ομότες (turati), ιθαγενείς ή Φράγκοι, ήταν κοινοτικοί εκλεγμένοι αντιπρόσωποι με παραπλήσιες αρμοδιότητες των “πρώτων”. Ανάλογοι κοινοτικοί αντιπρόσωποι θεωρούνται οι “γέροντες” της Λίνδου και οι “οικοδεσπότες” της Νισύρου. Οι προϋποθέσεις περιουσιακών στοιχείων των Ελλήνων που μεταφράζονται σε καλλιεργήσιμα χωράφια και εκκλησιαστικά ιδρύματα με τις περαιτέρω ιδιοκτησίες τους, εξαρτώνταν συνήθως από συνεχείς “εμφυτεύσεις” μάλλον κληρονομητές και διηνεκείς. Οι Έλληνες συμμετείχαν εμμέσως στην διοίκηση του κράτους προσφέροντας τις υπηρεσίες τους ως νοτάριοι στις συμφωνίες με την Οθωμανική Αυτοκρατορία ή τους Φράγκους ηγεμόνες των κρατιδίων του ελλαδικού χώρου. Εξίσου σημαντικός ήταν ο ρόλος των Ελλήνων εμπόρων, πλοιοκτητών και πλοιάρχων στην οικονομική ανάπτυξη της Ρόδου, κινούμενοι στο Αιγαίο και ευρύτερα στη Μεσόγειο.Η Καθολική Εκκλησία ίδρυσε την αρχιεπισκοπή Ρόδου και τις επισκοπές Κω και Νισύρου. Οι ιερείς εξαρτώνταν από τον αρχιεπίσκοπο και όχι από το Μεγάλο Μάγιστρο, όπα)ς οι ορθόδοξοι. Μόλις το 1447, το Τάγμα κατόρθωσε να έχει στη Ρόδο αρχιεπίσκοπο που να προέρχεται από τα μέλη του και να επιτύχει την ενοποίηση της άσκησης της εκκλησιαστικής εξοτ'σίας. Παρόλη την εμφανή καίρια θέση του κλήρου στο ελληνικό στοιχείο και παρά την ελευθερία της εξάσκησης των θρησκευτικών καθηκόντων η διοίκηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο ιπποτικό κράτος είναι δυσδιάκριτη μέχρι τα τα μέσα του 15ου αιώνα περίπου. Από την παρουσία τιτλούχων μητροπολιτών εκτός της έδρας317τους έχει υποτεθεί ότι το Τάγμα δημιουργούσε προβλήματα στις εκκλησιαστικές αρχές με αποτέλεσμα το ποίμνιο να μένει ακέφαλο, ενώ οι τίτλοι να παραμένουν. Η Πάτμος διατηςκτύσε, όπως παλαιότερα, ένα ημιαυτόνομο καθεστώς. Κατά το 14ο-15ο αιώνα ωστόσο ο ηγούμενος της μονής Θεολόγου εμφανίζεται ως εκπρόσωπος του νησιού. Από διοικητικής πλευράς η ορθοδοξία εξαρτιόταν από το Τάγμα αφού ο Μέγας Μάγιστρος διόριζε τους ηγουμένους στις μονές και τους ιερείς στους ναούς, απένεμε οφφίκια, έλυνε διαφορές αλλά και ήλεγχε την εκκλησιαστική περιουσία.Η πρωτεύουσα του ιπποτικού κράτους απετέλεσε λίκνο πολιτιστικής δημιουργίας. Ο μέγας μάγιστρος de Heredia (1373-1396) έφερε το πνεύμα της Δυτικής Αναγέννησης στη Ρόδο. Είχε σχέσεις με ιταλούς ανθρωπιστές και αποτελούσε ένα είδος μαικήνα των γραμμάτων. Στην αυλή του εντοπίζονται οι Ροδίτες Γεώργιος Καλοκύρης, συμβολαιογράφος του Τάγματος, και Δημήτριος Καλοδίκης, φιλόσοφος. Ο μητροπολίτης Ρόδου Νείλος Διασορινός (1357-1369) είναι γνωστός κυρίως χάρη στη συγγραφική του παραγωγή. Πολλά από τα έργα του έχουν εκδοθεί και άλλα παραμένουν ακόμη στους πατμιακούς χειρόγραφους κώδικες. Ο φλωρεντινός κληρικός Cristoforo Buondelmonti (1386/90-±1453), επισκέφθηκε τη Ρόδο το 1414 όπου παρέμεινε μέχρι το 1422/23 με μικρά διαλείμματα κατά τα οποία επισκεπτόταν τα νησιά του Αιγαίου. Το έργο του “Liber Insularem Archipelagi”, μελέτη της αρχαιότητας και της πραγματικότητας της εποχής, γεωγραφία και χαρτογραφία, συντάχθηκε στη Ρόδο το 1420.Η Ρόδος με τα γύρω νησιά, την Κύπρο και την Κρήτη, λειτούργησαν παράλληλα στην περίοδο αυτή και συνδέθηκαν μεταξύ τους με πολλούς δεσμούς, κυρίως οικονομικούς, κάτω από τον κυρίαρχο παράγοντα του ελληνικού ανθρώπινου στοιχείου. Οι εμπορικές επαφές μεταξύ των λιμανιών της Ρόδου, της Κρήτης και της Κύπρου ήταν πάντοτε πολύ σημαντικές για την οικονομία τόσο των νησιών όσο και της Ν.Α. Μεσογείου. Μετά την εγκατάστασή τους στη Ρόδο, η οποία συνέπεσε με την έξωση των Ναϊτών και τη μεταβίβαση της περιουσίας τους σε αυτούς, οι Ιωαννίτες διατήρησαν στην Κύπρο μάχιμους, ιερείς και βοηθητικούς αδελφούς στη Μεγάλη και στη Μικρή Κομμανταρία. Το πλεόνασμα των εισοδημάτων που πληρωνόταν στη Ρόδο από την Κύπρο, ήταν το υψηλότερο κάθε άλλης κομμανταρίας στη Δύση, και οφειλόταν κυρίως στην παραγωγή ζάχαρης στο Κολόσσι. Το 1374 περισσότερα από εξήντα χωριά ήταν στη δικαιοδοσία του Τάγματος. Η παρουσία τους στα πολιτικά πράγματα της Κύπρου υπήρξε πολλές φορές αποφασιστική.Κατά την περίοδο που εξετάζουμε οι Οθωμανοί αποτελούσαν το μεγάλο πρωταγωνιστή της Μεσογείου καθώς, έχοντας κατακτήσει τη Μικρά Ασία προχωρούσαν προς τα Βαλκάνια. Στη Δύση οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν απασχολημένες με πολέμους όπως ο εκατονταετής μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας.Οι Ιωαννίτες Ιππότες ήταν η μόνη στρατιωτική δύναμη, ταγμένη στο να υπερασπίζει τη Χριστιανική Φράγκικη Ανατολή. Από το 1361 οι οι Ιππότες βρίσκονταν στο πλευρό του βασιλέα Pierre I της Κύπρου. Από το 1373 μέχρι το 1378 ο πάπας και το Τάγμα μάχονται για το “Passagium in Romania”. To 1377 οι Ιωαννίτες κυριαρχούσαν σε ένα μέρος του Μωρέως ενοικιάζοντας το πριγκηπάτο της Αχαΐας ενώ απέκτησαν τη Βόνιτσα με απώτερο σκοπό τη μεταφορά των δραστηριοτήτων του Τάγματος στην ηπειρωτική Ελλάδα. Το 1390, ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος, διωγμένος από τη Βασιλεύουσα, πήγε στη Ρόδο αφού πρώτα σταμάτησε στην Κω. Τα ιπποτικά στρατεύματα βοήθησαν στην παλινόρθωσή του. Απειλούμενος από τις οθωμανικές επιδρομές ο δεσπότης Θεόδωρος πούλησε το 1397 στους Ιππότες το κάστρο της Κορίνθου και το 1400 ολόκληρο το Δεσποτάτο. Μετά την πτώση της άμυνας της Σμύρνης έναντι του Ταμερλάνου το 1402 και την εκκένωση του Δεσποτάτου το 1404, το Τάγμα αφοσιώθηκε στην άμυνά της έδρας του. Το 1407-8 αρχίζει να χτίζεται το κάστρο του Αγίου Πέτρου στην Αλικαρνασό, απέναντι από την Κω. Καθώς πολλά φραγκικά κέντρα άρχισαν να πέφτουν στα χέρια των Οθωμανών, μεγάλος αριθμός εμπόρων, κυρίως Φλωρεντινών και Καταλανών, κατέκλυσαν το νησί, προσφέροντας οικονομική βοήθεια στους Ιππότες.
περισσότερα